Welcome in Greece Welcome in Greece

 

ΑρχικήInitial ΠίσωBack

Τα είδη της οικογένειας των Μουστελιδών Κουνάβια

Νυφίτσα (Mustela nivalis)

Προστατεύεται από τη σύμβαση της Βέρνης και από το ΠΔ 67/1981.
Απαντάται σχεδόν σε κάθε βιότοπο, από δάση και θαμνώνες, έως χορτολίβαδα και εγκαταλελειμμένα σπίτια, αλλά γενικά προτιμά τις ανοιχτές εκτάσεις. Δεν κινδυνεύει άμεσα. Αποτελεί τροφή για πολλά είδη αρπακτικών. Είναι πολύ δραστήριο ζώο, τόσο την ημέρα όσο και τη νύχτα. Ζει μοναχικά. Τρέφεται με τρωκτικά, πουλιά και αυγά.
Είναι αρπακτικό ζώο. Ανήκει στην οικογένεια των ικτιδιδών. Επιστημονικά λέγεται "ικτίς η τοιχοδίαιτος". Κυνηγάει μικρά ζώα και τους ρουφάει το αίμα. Αγαπά πολύ το μέλι.

Είναι το μικρότερο σαρκοφάγο αρπακτικό όχι μόνο της χώρας μας αλλά και της Ευρώπης. Έχει μήκος 15-25 cm, ύψος 4-5 cm, ουρά 4-6 cm και βάρος 50-170 gr. Τα αρσενικά είναι μεγαλύτερα από τα θηλυκά.

Έχει σώμα κυλινδρικό και λεπτό, κεφάλι μικρό στενόμακρο, μάτια μικρά κυκλικά, λαιμό μακρύ, σκέλη κοντά, δάκτυλα εφοδιασμένα με ισχυρά νύχια. Το τρίχωμα του είναι πυκνό και μαλακό. Ο χρωματισμός του στο πάνω μέρος είναι ανοικτός ή σκούρος καφέ, ενώ στο κάτω λευκός.
Η διαχωριστική γραμμή μεταξύ των δύο αυτών χρωματισμών είναι ακανόνιστη. Στην άκρη του στόματος υπάρχει μια μικρή καφέ κηλίδα. Τα πόδια και τα πέλματα είναι καφέ ή ανάμικτα με άσπρο.

Σε ορισμένες περιοχές της Κ. και Β. Ευρώπης, όπως και στη Κρήτη, ζει μία φυλή στα άτομα της οποίας δεν υπάρχει η καφέ κηλίδα πίσω από το στόμα, η διαχωριστική γραμμή μεταξύ των χρωματισμών στα πλάγια είναι ευθεία, ενώ το κάτω μέρος των ποδιών είναι άσπρο.

Η νυφίτσα δεν είναι μεγαλύτερη από ένα γατάκι. Το σώμα της, μακρουλό και λεπτό, με μακριά φουντωτή ουρά, σκεπάζεται από ωραίο μαλακό κανελί τρίχωμα στη ράχη κι άσπρο στην κοιλιά. Είναι ευκίνητη. Τα πόδια της έχουν μαλακά πέλματα και σουβλερά νύχια. Κάθε άνοιξη γεννάει 4-6 μικρά, που τα θηλάζει, ώσπου να μεγαλώσουν και να βρίσκουν μόνα την τροφή τους. Ζει κοντά σε κατοικημένες περιοχές, για να βρίσκει και πιο εύκολα την τροφή της, που κυρίως αποτελούν κοτόπουλα μικρά, κουνελάκια, περιστέρια, ποντίκια, σαύρες. Παλαιά οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι την εξημέρωναν και την είχαν στα σπίτια τους, όπως τη γάτα να κυνηγάει ποντικούς, που είναι η αδυναμία της.

Αναγνώριση: Είναι μικρό ζώο, με στρογγυλό σώμα και πόδια, ουρά και αυτιά πολύ κοντά. Το χρώμα στην πλάτη της είναι καφετί και στην κοιλιά και το στήθος λευκό. Χαρακτηριστικό γνώρισμα είναι ένα καφετί στίγμα που φέρει στο κάτω μέρος του λαιμού.  

Βρωμοκούναβο (Mustela putorius)

Προστατεύεται από την οδηγία 92/43/ΕΟΚ, τη σύμβαση της Βέρνης, και το ΠΔ 67/1981.  Πήρε το όνομά του από τη χαρακτηριστική μυρωδιά, που βγάζει από ειδικούς αδένες του σώματός του. Η μυρωδιά είναι πολύ δυσάρεστη και χρησιμεύει για να προστατεύει, όχι μόνο το ίδιο αλλά και το χώρο του. Είναι ζώο μοναχικό και νυχτόβιο. Όταν δεν σκάβει μόνο του τη φωλιά του, χρησιμοποιεί φωλιές αγριοκούνελων. Ζει σε ανοιχτές χαμηλές περιοχές, θαμνώνες, βραχώδεις εκτάσεις, κοντά σε νερό, αλλά και σε αραιά δάση. Δεν υπάρχουν πληθυσμιακά στοιχεία, αλλά φαίνεται πως δεν απειλείται.
Αναγνώριση: Το μήκος του φθάνει τα 50 εκ. Μοιάζει με το κουνάβι. Διαφέρει από το σκούρο καφετί χρώμα του τριχώματος, από τις άσπρες κηλίδες που έχει στο πρόσωπο και από την μικρή ουρά. Το χειμώνα το τρίχωμα γίνεται κιτρινωπό.

Ασβός (Meles meles)

Προστατεύεται από τη σύμβαση της Βέρνης και από το από το ΚΒ-IUCN. Ασβός προτιμά περιοχές με θαμνώδη βλάστηση ή δάση με διάκενα (χωράφια, λιβάδια, κήποι). Ζει επίσης στα δρυοδάση. Ανήκει στην ίδια οικογένεια με τα προηγούμενα (Mustelidae). Το πιο γνωστό χαρακτηριστικό του ασβού, είναι η μυρωδιά που εκλύεται από τους περιπρωκτικούς οσμηγόνους αδένες που διαθέτει. Είναι καλός σκαφτιάς. Σκάβει πολύπλοκες υπόγειες φωλιές, με πολλές εισόδους και πολλά πατώματα, που το μήκος τους μπορεί να ξεπεράσει τα 100 μ. Το δάπεδο επιστρώνεται με ξερά χόρτα και φύλλα. Σε αυτές της στοές, μερικές φορές συγκατοικούν και αλεπούδες. Ο ασβός κατά τη χειμερινή περίοδο πέφτει σε ψευτονάρκη, δηλαδή χωρίς να αποκοιμηθεί τελείως μειώνει δραστικά τη βιολογική του δραστηριότητα, μέχρι το επόμενο καλοκαίρι. Είναι νυχτόβια ζώα και παμφάγα. Τρέφονται από μικρά ζώα (κουνέλια, ποντικούς, σκαντζόχοιρους, βάτραχους, κάμπιες εντόμων, κ.λ.π.), αβγά πουλιών, ρίζες, βαλανίδια, φρούτα και χόρτα.

Είναι το μεγαλύτερο είδος της οικογένειας στη χώρα μας. Έχει μήκος 60-70 cm, ύψος 30 cm, ουρά 15-20 cm και βάρος 10-18 Kgr. Έχει σώμα ογκώδες και συμπαγές, πόδια κοντά, ρύγχος οξύληκτο, μάτια μικρά χρώματος σκούρου καφέ, αυτιά μικρά ημικυκλικά και ουρά κοντή θυσανωτή. Τα πόδια έχουν 5 δάκτυλα και είναι εφοδιασμένα ιδιαίτερα τα μπροστινά, με μακριά καμπύλα και ισχυρά νύχια. Το τρίχωμα του είναι σκληρό και αποτελείται από μακριές σμηριγγώδεις τρίχες και πυκνό υποτρίχωμα.
Ο χρωματισμός του στο πάνω μέρος του σώματος και στα πόδια είναι μαύρος ενώ τα άκρα των αυτιών και της ουράς λευκός.
Χαρακτηριστικό του γνώρισμα είναι οι δύο πλατιές επιμήκεις λωρίδες χρώματος σκούρου καφέ, οι οποίες ξεκινούν από το άκρο του ρύγχους, περιβάλλουν τα μάτια και καταλήγουν πίσω από τα αυτιά. Ο ασβός είναι ζώο νυχτόβιο. Περνάει τη μέρα κρυμμένος στη φωλιά του, που είναι στρωμένη με άχυρο και μοιάζει με πολύπλοκο τούνελ για να μπορεί να διαφεύγει ο κάτοικος της σε περίπτωση κινδύνου. Σ’ όλη του τη ζωή ο ασβός έχει τον ίδιο σύντροφο και μοιράζεται τη φωλιά του με την υπόλοιπη οικογένεια του. Στις αρχές της Άνοιξης το θηλυκό φέρνει στον κόσμο 3-5 μικρά, τα οποία μετά από 6 βδομάδες ζουν χωριστά από τους γονείς τους. Αναγνώριση: Είναι ζώο εύρωστο, με κοντά πόδια. Το χαρακτηριστικό του είναι το καφέ χρώμα της πλάτης και το μαύρο της κοιλιάς του. Το κεφάλι είναι λευκό στη μέση και στα πλάγια, όμως το λευκό διακόπτεται από δύο μαύρες γραμμές που καλύπτουν τα μάτια και τη βάση των αυτιών. Έχει μήκος σώματος 70 περίπου εκ. και ουράς 15 εκ.

Κουνάβι (Martes foina)
Σαρκοφάγο της οικογένειας των Μουστελιδών.Σαρκοφάγο (Martes foina) της οικογένειας των Μουστελιδών. Προστατεύεται από τη σύμβαση της Βέρνης και από το ΚΒ-IUCN. Το περιβάλλον του Μενοικίου είναι ευνοϊκό για το κουνάβι. Τα δρυοδάση και τα θαμνοτόπια από τη μια και τα βραχώδη τμήματα από την άλλη, δημιουργούν επιθυμητά ενδιαιτήματα, για το νυκτόβιο σαρκοφάγο αυτό είδος. Φωλιάζει σε κουφάλες δένδρων, σε τρύπες στα βράχια. Ζει το ίδιο εύκολα σε πυκνά δάση και σε γυμνά βραχοτόπια ακόμη και σε εγκαταλειμμένα λατομία. Τρέφεται με ερπετά, τρωκτικά και πουλιά. Είναι μοναχικός κυνηγός και πολύ γενναίος. Όταν πεινάσει μπορεί να επιτεθεί και σε κοτέτσια, αφού δεν φοβάται ιδιαίτερα τον άνθρωπο. Το ίδιο αποτελεί τροφή για άλλα σαρκοφάγα (όπως αλεπούδες, τσακάλια, λύκους, γεράκια). 

Έχει μήκος σώματος 40-50 cm, ύψος 15 cm, ουρά 22-27 cm και βάρος 1-2 Kgr. Έχει σώμα επίμηκες, κεφάλι μεγάλο, λαιμό μακρύ, αυτιά μεγάλα και τριγωνικά, ουρά μακριά και φουντωτή. Τα πέλματα των ποδιών έχουν πυκνό τρίχωμα. Το τρίχωμά του είναι πυκνό και μαλακό, χρώματος σκούρου καφέ. Χαρακτηριστικό γνώρισμα του είδους είναι η τριγωνικού συνήθως σχήματος κιτρινωπή περιοχή, που βρίσκεται στο μπροστινό μέρος του λαιμού και φθάνει μέχρι το ύψος των μπροστινών ποδιών. Κιτρινωπά επίσης είναι και τα άκρα των αυτιών. Κατά το θέρος ο γενικός χρωματισμός του γίνεται ανοικτότερος.
Μοιάζει με σαμούρι, αλλά είναι πιο μικρό και τρέφεται με διάφορα θηράματα, αλλα και με οικιακά ζώα.
Το περιβάλλον των Στενών του Νέστου είναι ευνοϊκό για το κουνάβι. Τα δρυοδάση και τα θαμνοτόπια από τη μια και τα βραχώδη τμήματα από την άλλη δημιουργούν επιθυμητούς οικοτόπους, για το νυκτόβιο σαρκοφάγο αυτό είδος. Φωλιάζει σε κουφάλες δένδρων, σε τρύπες στα βράχια. Ζει το ίδιο εύκολα σε πυκνά δάση, σε γυμνά βραχοτόπια, ακόμη και σε εγκαταλειμμένα λατομία. Τρέφεται με ερπετά, τρωκτικά ακόμη και με πουλιά. Είναι μοναχικός κυνηγός και πολύ γενναίος, όταν πεινάσει μπορεί να επιτεθεί και σε κοτέτσια, αφού δεν φοβάται ιδιαίτερα τον άνθρωπο. Το ίδιο αποτελεί τροφή για άλλα σαρκοφάγα (αλεπούδες, τσακάλια, λύκους, γεράκια, κ.λ.π.).

Το Κουνάβι είναι ιδιαίτερα κοινό στην Ελλάδα όπως μπορούμε να συμπεράνουμε από τη συχνότητα εύρεσης των χαρακτηριστικών του περιττωμάτων. Ως παμφάγο ζώο που είναι τρέφεται τόσο με καρπούς όσο και με διάφορα ζωικά είδη. Έτσι απαντάται σε μια ποικιλία ενδιαιτημάτων που καλύπτουν το σύνολο σχεδόν της περιοχής από τους μικρούς κήπους,

Το κουνάβι βρίσκεται κατά μήκος των πιο ξηρών περιοχών της Δυτικής Ευρώπης, της Ρωσίας, του Ιράν, του Αφγανιστάν, του Πακιστάν, του Νεπάλ και της Βόρειας Ινδίας. Είναι μικρό αλλά ατρόμητο αρπαχτικό με ένα σώμα μακρύ και λιγνό, κοντά πόδια και φουντωτή ουρά. Η γούνα του είναι πιο σκούρα στα πόδια και στην ουρά, και πιο ανοιχτή στο κάτω μέρος του σώματος. Υπάρχει ένα χαρακτηριστικό, διχαλωτό σημάδι στο λαιμό του. Το χειμώνα οι πατούσες του αναπτύσσουν ένα πιο πυκνό στρώμα μαλλιού ώστε να αντιμετωπίζουν το κρύο. Γίνεται έως και 50 εκ. σε μήκος (συμπεριλαμβάνοντας την ουρά), έχει δε ύψος περίπου 12 εκ. μέχρι τον ώμο και ζυγίζει έως 2 κιλά. Το κουνάβι θεωρείται επιβλαβές ζώο σε ορισμένες από τις εκφάνσεις του, καθώς καμιά φορά διαμορφώνει την κατοικία του σε σοφίτες και αγροτικές αποθήκες και έχει τύχει να επιτεθεί στα ζώα οικιακής εκτροφής, όπως σε κουνέλια και πουλερικά. Είναι γενικώς ντροπαλά και δεν βλέπονται εύκολα αλλά έτσι και αλλιώς πιστεύεται πως υπάρχει μεγάλος πληθυσμός από αυτά.
Παμφάγα, περίεργα και με μεγάλη προσαρμοστικότητα, τα κουνάβια κυνηγούν κατά τη διάρκεια της ημέρας, αλλά και το σούρουπο και τη νύχτα επίσης. Τους αρέσει μια μεγάλη ποικιλία τροφής, πράγμα ευνοϊκό για αυτά γιατί ο ψηλός τους μεταβολικός ρυθμός σημαίνει ότι πρέπει να τρώνε καλά για να διατηρούν τα επίπεδά ενέργειάς τους. Προτιμούν τα ποντίκια και άλλα τρωκτικά, αλλά κυνηγούν τα πουλιά ακόμη, και τους λαγούς αν τύχει. Στο διαιτολόγιό τους προσθέτουν βατράχια, έντομα, σαύρες, αβγά πουλιών, όπως και φρούτα και ξηρούς καρπούς, αν μπορούν να τα βρουν.
Συχνά κατοικούν σε δάση, όπου τα πεσμένα δέντρα τους παρέχουν το είδος κάλυψης που τους αρέσει, αλλά αν δεν υπάρχει τέτοιου είδους βιότοπος νιώθουν εξίσου άνετα ανάμεσα στα βράχια και στις κοτρόνες. Αν και τα καταφέρνουν πολυ καλα στην αναρρίχηση, ως επί το πλείστον κυνηγούν κάτω στο έδαφος, κινούνται με χαρακτηριστικο ζικ ζακ και μετά κάνουν μια σειρά από πηδήματα. Τόσο τα αρσενικά όσο και τα θηλυκά έχουν ανεπτυγμένη την αίσθηση του χώρου τους, και σημαδεύουν την προσωπική τους περιοχή με σωρούς κοπράνων, διώχνουν δε άλλα κουνάβια του ίδιου φύλου. Τ
α ώριμα αρσενικά παλεύουν μεταξύ τους κατά την εποχή αναπαραγωγής αλλά επιτρέπουν σε περισσότερες από ένα θηλυκό να μπει στο χώρο τους, και αποκτούν αρκετά ταίρια. Η αρχική ερωτική προσέγγιση του αρσενικού ενίοτε αντιμετωπίζεται εχθρικά από το θηλυκό, αλλά συνεχίζει να την πολιορκεί με απαλούς κουκουριστικούς ήχους. (Σε μεγάλη αντίθεση με τους τα μουγκριτά της καχυποψίας ή της διέγερσης, και με τις στριγκλιές του όταν βρίσκεται περικυκλωμένο ή δέχεται επίθεση). Το ζευγάρωμα συνήθως συντελείται τη νύχτα και μπορεί να διαρκέσει μέχρι μια ώρα. Τα κουνάβια έχουν μια παράξενα μεγάλη περίοδο εγκυμοσύνης – αν και υπάρχουν γονιμοποιημένα έμβρυα στο σώμα του θηλυκού από τα μέσα του καλοκαιριού, δεν θα εμφυτευτούν στο τοίχωμα της μήτρας του μέχρι νωρίς το επόμενο έτος. Όταν συντελεστεί η εντοίχιση τα έμβρυα αναπτύσσονται ταχύτατα, και τα μικρά γεννούνται την άνοιξη – εννέα μήνες μετά τη γονιμοποίηση.
Σε μια γέννα, 2 – 4 τυφλά και σχεδόν γυμνά μικρά θα γεννηθούν σε μια φωλιά ντυμένη με φύλλα ή άλλες φυτικές ουσίες, και το θηλυκό θα τα αναθρέψει μόνο του. Αρχίζει και τα ταΐζει με κρέας όταν κλείσουν περίπου τις πέντε εβδομάδες, και μέχρι να φτάσουν τους τρεις μήνες θα έχουν αναπτυχθεί σχεδόν πλήρως.

Πως θα το αναγνωρίσουμε: Το κουνάβι διακρίνεται πολύ εύκολα. Το χρώμα του είναι καφέ-γκρι και το χαρακτηριστικό του γνώρισμα η διπλή άσπρη κηλίδα που έχει στο στήθος και στο λαιμό. Έχει μήκος σώματος περίπου 50 εκατοστά και φουντωτή ουρά μήκους 25 εκ.


Ενυδρίδα ή βίδρα

Προστατεύεται από την οδηγία 92/43/ΕΟΚ (ως είδος υπό αυστηρή προστασία και για το οποίο επιβάλλεται ο καθορισμός ειδικών ζωνών διατήρησης). Επίσης, προστατεύεται από τη σύμβαση της Βέρνης (ως είδος της πανίδας υπό αυστηρή προστασία), από το CITE (Convention on International Trade in Endangered Species of Wild Fauna and Flora, 1973, ως είδος που υπόκειται σε διάφορες ρυθμίσεις), από το Προεδρικό Διάταγμα 67/1981 (ως προστατευμένο είδος) και από το κόκκινο βιβλίο των απειλούμενων Σπονδυλοζώων της Ελλάδος-IUCN Red List (Κόκκινο Βιβλίο, ως τρωτό είδος).

Η ενυδρίδα ή βίδρα, όπως είναι πιο γνωστή, είναι πολύ συνηθισμένο θηλαστικό για τη χώρα μας. Ανήκουν στην ίδια οικογένεια με τις νυφίτσες και τα κουνάβια για το λόγο αυτόν μοιάζουν μεταξύ τους.
Είναι υδρόβια ζώα. Μπορούν να κολυμπήσουν κάτω από το νερό για εκατοντάδες μέτρα. Τρέφονται με ψάρια και άλλα υδρόβια ζώα. Η φωλιά της βρίσκεται κοντά στο νερό, είναι υπόγεια και έχει πάντα δύο ανοίγματα.
Είναι ζώα παιχνιδιάρικα σε όλη τους τη ζωή και εξημερώνονται εύκολα όταν συλληφθούν σε μικρή ηλικία. Στην περιοχή μας η βίδρα φωλιάζει κατά μήκος των όχθων και ζει μέσα στα ποτάμια

Πως θα την αναγνωρίσουμε:

Αναγνωρίζονται εύκολα. Έχουν λεπτό κορμό (μήκους 55-85 εκ.), μακρύ λαιμό, μακριά ουρά (35-55 εκ.), μικρά αυτιά και κοντά πόδια. Πολλές φορές στέκονται στα δύο πίσω πόδια. Η γούνα τους είναι χρώματος σκούρο καφέ στην πλάτη, πιο ανοιχτόχρωμη κάτω, ενώ στα μάγουλα και στο λαιμό είναι άσπρη.

ΕΠΑΝΩ-UP