Τάξη Ορνιθόμορφα (Galliformes)
Οικογένεια - Τετραονίδαι (Tetraonidae)
Χαρακτηριστικά: Το σώμα τους είναι κοντόχοντρο με βραχύ λαιμό, κοντά πόδια και μικρό ράμφος. Το μήκος του σώματος κυμαίνεται από 30 έως 90 εκατοστά, βάρος από 260 γραμμάρια έως 6 κιλά. Το μικρότερο είδος είναι η Αγριόκοτα (Tetrastes bonasia, ή Bonasa bonasia), ενώ το μεγαλύτερο το αρσενικό του αγριόκουρκου (Tetrao urogallus).
Τα φτερά είναι κοντά και στρογγυλεμένα για απότομα και σύντομα πετάγματα με γρήγορο φτερούγισμα που τους επιτρέπει από το έδαφος να βρεθούν σε ένα ψηλότερο σημείο συνήθως όταν απειλούνται από κάποιον εχθρό. Συνήθως οι αποστάσεις που διανύουν πετώντας σπάνια ξεπερνούν τα 200 μέτρα.
Είναι προσμαρμοσμένα σε ψυχρά κλίματα και έχουν πυκνό φτέρωμα για προστασία από το κρύο που καλύπτει όλο το σώμα μέχρι και τη βάση των νυχιών και για να εμποδίζει τη βύθιση στο χιόνι.
Το φτέρωμα συνήθως γκρι με καφέ αποχρώσεις συνήθως με βούλες ή ραβδώσεις για να επιτυγχάνουν καλύτερη απόκρυψη από τα αρπακτικά. Εξαίρεση αποτελούν τα αρσενικά του γένους Tetrao τα οποία έχουν μαύρο φτέρωμα με δύο προεξοχές πάνω από τα μάτια που είναι κόκκινες και πολύ πιο έντονες στα αρσενικά.
Ο λαγοπόδης των Άλπεων (Lagopus mutus) έχει τρεις αλλαγές φτερώματος που του εξασφαλίζουν τέλεια απομίμηση με το περιβάλλον ανάλογα με την εποχή.
Σεξουαλικός διμορφισμός υπάρχει σε μερικά είδη όπως ο Λυροπετεινός, ο Αγριόκουρκος όπου τα αρσενικά είναι πολύ μεγαλύτερα και βαρύτερα από τα θηλυκά, αντίθετα στο είδος Λαγοπόδης δύσκολα ξεχωρίζονται τα δύο φύλα
Eδώ , θα προσπαθήσω να σας δείξω μερικά από τα άλλα είδη πέρδικας που υπάρχουν στην Ελλάδα και στην γειτονιά μας , δηλαδή Μεσόγειο, παράλια Ασίας και Αφρικής και μερικά υποείδη αυτών που ανήκουν στην ίδια τάξη Ορνιθόμορφα αλλά σε άλλη οικογένεια Τετραονίδαι.
Tα δύο πρώτα ζουν στη πατρίδα μας ακόμη και σήμερα στα Βόρεια σύνορα μας , αλλά επειδή είναι πουλιά του μεγάλου , πυκνού δάσους και πολύ κρυψίνους , παραμένουν για τους πολλούς κυνηγούς μυστηριώδη.
O πίνακας 1 αναφέρει όλα τα είδη και υποείδη που υπάρχουν στον κόσμο.
Πίνακας 1
Τάξη Ορνιθόμορφα (Galliformes)
Οικογένεια - Τετραονίδαι (Tetraonidae)
Είδη και γένος
Υποείδη
Spruce Grouse - Genus Falcipennis
Siberian Spruse Grouse (F. falcipennis)
American Spruce Grouse (F.canadensis)
Blue Grouse - Genus Dendragapus
Blue Grouse (D.obscurus)
Ptarmigans Grouse - Genus Lagopus
Wilow Grouse (L. lagopus)
Red Grouse (L. scoticus)
Rock Ptarmigan (L. mutus)
White - tailed Ptarmigan (L. leucurus)
Black Grouse - Genus Lyrurus
Black Grouse (L. tetrix)
Caucasian grouse (L. mlokosiewiczi)
Capercallie - Genus Tetrao
Western Capercallie (T. urogallus)
Black-billed Capercallie (T. parvirostris)
Hazel Grouse - Genus Tetrastes
Hazel grouse (T. bonasia)
Sevrtozov's Grouse (T. sewrzowi)
Sharp-tailed Grouse (T. phasianellus)
Greater Prairie Chicken (T. cupido)
Lesser Prairie Chicken (T. pallidicinctus)
Eδω είναι τα υπόλοιπα είδη που μπόρεσα να βρω από το γένος Genus Tetragallus .
Genus Tetragallus
Είδη και γένος
Υποείδη
Genus Tetragallus
Caucasian Snowcock (T. caucasicus)
Caspian Snowcock (T. caspius)
Himalayan Snowcock (T. himalayensis)
Tibetan Snowcock (T. tibetanus)
Altai Snowcock (T. altaicus)
Tα δύο είδη πουλιών που ακολουθούν είναι από τα πιό όμορφα και λιγότερο γνωστά είδη της Πατρίδας μας , το κυνήγι τους απαγορεύεται.
Eίναι ένα πό τα λιγότερο γνωστά πουλιά της πατρίδας μας. Ελάχιστα γνωρίζουμε για το πόσες είναι , που ακριβώς βρίσκονται και τι απειλές τυχόν αντιμετωπίζουν . Ότι γνωρίζουμε είναι από τυχαίες συναντήσεις με κυνηγούς.
Ωστόσο , η παρουσία της Αγριόκοτας στην Ελλάδα αποτελεί το νοτιότερο σημείο της κατανομής του είδους. Απαντάει στα δάση της Μακεδονίας και της Θράκης κατά μήκος των συνόρων . Μυστηριώδες πουλί των πυκνών δασών της Βόρειας και Κεντρικής Ευρώπης που συνήθως ανακοινώνει την ύπαρξη του με τη φωνή του , ένα υψηλό οξύ σφύριγμα "τσισσι- τσερι- τσι" . Κοντόχοντρη , στο μέγεθος μικρής κότας , 35 εκατοστά περίπου , η Αγριόκοτα έχει γκρι καφέ πιτσιλωτό φτέρωμα και άριστο καμουφλάζ. Η άκρη της ουρά της είναι λευκή ενώ το αρσενικό έχει μαύρο λαιμό . Η Αγριόκοτα κάθεται στα δέντρα και ψάχνει την τροφή της , κυρίως φύλλα και καρπούς , στο έδαφος και στους θάμνους . Φωλιάζει σε λάκκους κάτω από την πυκνή βλάστηση και γεννά 7-11 αβγά που κλωσάει το θηλυκό επί 25 ημέρες.
Αν υπάρχει κάποιο εξαιρετικά διακριτικό πουλί , αυτό είναι η αγριόκοτα . Ακόμη και το πιο εξασκημένο μάτι δε θα μπορούσε να ξεχωρίσει την παρουσία του , όταν για ν' αποφύγει κάποιο κίνδυνο τρέχει γρήγορα να τρυπώσει στα πιο πυκνά φυλλώματα.
Eνα από τα πιο ξεχωριστά γνωρισματά της συμπεριφοράς της είναι ο αντικοινωνικός χαρακτήρας της. Ελάχιστα η καθόλου αγελαίο , δεν υποφέρει την παρουσία ομοφυλών της και ζεί μοναχικά η ζευγαρωμένη.
Eκει που το κυνήγι της επιτρέπεται , η αγριόκοτα αποκαλύπτεται ένα απρόσιτο και δύσκολο θήραμα. Δεν την σταματά το σκυλί φέρμας , πραγματικά, καθώς τρέχει πολύ γρήγορα , μπροστά του.
Μόνο τα πολύ καλά σκυλιά για πέρδικες - μπεκάτσα που ενώ ανοίγονται έχουν μεγάλη πείρα, πνεύμα πρωτοβουλίας κι αποφασιστικότητα , καταφέρνουν κάτω από ορισμένες περιστάσεις να μπλοκάρουν αυτό το πουλί μέσα στα χαμηλόδεντρα καταφύγια του η σε περιπτώσεις που την βρίσκουμε στην βοσκή στα καθαρά μέρη , δηλαδή στα όρια της αλπικής ζώνης , οπότε δεν έχει που να πάει να κρυφτεί, γι' αυτό πετάει.
Μία τέτοια περίπτωση μου έτυχε και εμένα προσωπικά κυνηγώντας πέρδικες.
O μεγάλος μαυροκόκορας είναι το πιο γοητευτικό θήραμα της ενδημικής πανίδας της Ευρώπης.
Ξεχωρίζουμε δύο γεωγραφικές ράτσες , η πρώτη απλώνεται σε μία αρκετά μεγάλη περιοχή , που εκτείνεται από τις Άλπεις ως το Γιούρα και μέχρι τα Βόσγια. Πρόκειται για το είδος Tetrao urogallus urogallus, πιο μεγάλα και πιο βαριά πουλιά από το είδος Tetrao urogallus aguaticus που ζει στα Πυρηναία.
Στην πατρίδα μας ζει στην οροσειρά της Ροδόπης , στον Άθω και στα βουνά των Σερρών .
Ο Ελληνικός πληθυsμός είναι ο νοτιότερος στον κόσμο.
Μέσα στο δάσος ο αγριόκουρκος προτιμάει το περπάτημα από το πέταγμα. Στην ανάγκη όμως , θα ανοίξει τις τεράστιες φτερούγες του για σύντομες πτήσεις , φτερουγίζοντας γρήγορα σαν πέρδικα και μετά με αερογλιστρήματα θα εξαφανιστεί στο χάος.
Eπιδημικό είδος , προτιμά τα δάση κωνοφόρων όπου περνά τον χειμώνα πάνω στα δέντρα , ενώ το καλοκαίρι βρίσκουμε το πουλί συνήθως στο έδαφος.
Πολύ ενδημικό πουλί , ο μεγάλος μαυροκόκορας κατέχει περιοχή 30-50 στρεμ. σ' όλη τη διάρκεια της ύπαρξης του. Αποφεύγει την παρουσία του ανθρώπου η κάποιου αρπακτικού καθώς τρυπώνει μ' επιδεξιότητα στα πυκνά φυλλώματα. Μπορεί να μείνει έτσι κολλημένος στο χώμα , σε πλήρη ακινησία.
Περνά την νύχτα στα ψηλά κλαριά ενός δέντρου , προτιμώντας να ζει στο έδαφος κατά την διάρκεια της ημέρας. Η όραση του είναι εξαιρετική , βλέπει τα πάντα, η παραμικρή ανώμαλη κίνηση στα 1000 μέτρα , προκαλεί την φυγή του. Η ακοή του , είναι λιγότερο εξαιρετική. Άγριο πουλί καθώς είναι, υποφέρει πολύ από την πιο ελάχιστη ενόχληση.
Ενώ άλλοτε ζούσε σε δάση με χαμηλά δέντρα ανάμικτα με πεδιάδες , τώρα ζει αναγκαστικά σε τόπους πιο μακρινούς στις βουνίσιες περιοχές .Ο πολύ μεγάλες απαιτήσεις του εξηγούν και την αραίωση του .Πραγματικά δεν τον συναντούμε πια παρά σε τεράστιες δασώδεις οροσειρές με ηλικιωμένα δέντρα , που δεν τα εκμεταλλεύεται ο άνθρωπος.
Αυτό είναι και το μεγάλο πρόβλημα του .
Περιγραφή
Ο αγριόκουρκος είναι ένα τεράστιο πουλί, ειδικά το αρσενικό. Το οποίο αναγνωρίζεται από την μεγάλη κορμοστασιά του , μπορεί να φτάσει τα 85 εκατοστά και ζυγίζει 5 κιλά. Το σκούρο πτέρωμα του αρσενικού εμφανίζει μεταλλικές ανταύγειες στο στήθος . μία κόκκινη πτυχή στολίζει το πάνω μέρος του ματιού . Ένα γένι από σκούρα φτερά κρέμεται από το κάτω σαγόνι κι είναι πολύ ορατό όταν το πουλί ετοιμάζει το ζευγάρωμα του . Επίσης πολύ χαρακτηριστική είναι και μία άσπρη βούλα , στην κάθε φτερούγα του. Τα φτερά του , δυνατά στρογγυλωπά, χρώματος πρασίνου - καφέ , επιτρέπουν στο πουλί ,ν' αποκολλιέται σαν λαμπάδα ανάμεσα στην πυκνή βλάστηση , κι ύστερα να κατεβαίνει με "βολ-πλανέ" την πλαγιά.
Tο θηλυκό είναι μικρότερο , φτάνει τα 60 εκατοστά και το βάρος του 1,5 με 2 κιλά. Επίσης τα χρώματα του δεν είναι έντονα , αλλά καφέ , με μαύρα στίγματα , για να μην φαίνεται στο έδαφος και στα φυλλώματα.
H διατροφή του προσαρμόζεται , ανάλογα με την εποχή και το βιότοπο όπου βρίσκεται. Στην διάρκεια του χειμώνα , τρώει από τα κωνοφόρα , βελόνες ελάτων ,κουκουνάρια η δασοκομημένα πεύκα. Από την αρχή της άνοιξης , καταλανώνει μπουμπούκια έτοιμα ν' ανθίσουν , νεαρές φύτρες και φύλλα. Με ιδιαίτερη αγάπη στα φύλλα της σημύδας , των αγριοράδικων , της νεραγκούλας. Το καλοκαίρι με καρπούς μυρτίλου , φραουλιάς και με ασπόνδυλα.
H αναπαραγωγής αρχίζει Απρίλιο - Μάη, με θεαματικές ερωτικές επιδείξεις που μπορεί να ξεκινήσουν από νωρίς .
Αληθινά πάνω από κάποιο κλαρί , κλαδί η μια προεξοχή βράχου ο μαυροκόκορας αρχίζει το τραγούδι του , δυνατό κι ελάχιστα αρμονικό, που σκοπό έχει να υποδείξει σε πιθανούς αντιπάλους τα όρια της περιοχής του και προπάντων να προσελκύσει τα θηλυκά. Στην διάρκεια του τραγουδιού, τεντώνει τον λαιμό , δείχνοντας τα φουντωμένα φτερά του . Τα πλαινά μεγάλα φτερά του μένουν ελαφρά απλωμένα και ριχτά , ενώ η ουρά του τεντώνει σαν βεντάλια.
Αυτή είναι και στιγμή που γίνεται απρόσεχτος και μπορεί να πλησιασθεί.
.
ΠΙΝΑΚΑΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΜΑΥΡΟ - ΑΓΡΙΟΚΟΚΚΟΡΟΥΣ
Στον ανωτέρω πίνακα περιλαμβάνονται όλα τα είδη αγριοκόκκορα που υπάρχουν και οι διαφορές τους.
Πρώτος ο Μικρός μαύρος αγρικόκκορας - Tetrao (Lyrurus) tetrix - Black grouse. Αριστερά το θηλυκό , στην μέση νέο αρσενικό και δεξιά κάτω το ενήλικο αρσενικό .
Ακολουθεί ένα υποείδος αυτού , Μικρός μαύρος αγρικόκκορας - Tetrao mlokosiewiczi (CAYCASIAN) - Black grouse με μικρη χρωματική διαφορά , μικτότερο μέγεθος και σχήμα ουράς. Ζει δε μόνο στην περιοχή του Καυκάσου.
Τελευταίος ο μεγάλος Μαύρος αγριοκόκορας ,O ΑΓΡΙΟΚΟΥΡΚΟΣ - Capercaillie (Τetrao urogallus) που ζεί και στην Πατρίδα μας την Ελλάδα.
Αριστερά το θηλυκό στην μέση ο ενήλικας αρσενικός και δεξιά , νεαρό αρσενικό.
Πάνω από αυτόν αριστερά υπάρχει και το υποείδος Northen white bellied courtship με το άσπρο πτέρωμα στην κοιλιακή χώρα.
.
Από εδώ και κάτω, στην σελίδα φίλοι θα προσπαθήσω να σας δείξω μερικά από τα άλλα είδη πέρδικας - Grouse που υπάρχουν και δεν ζούν στην πατρίδα μας.
Στη Γαλλία οι μικροί μαυροκόκκορες εμφανίζονται μόνο στην περιοχή των Άλπεων. Ανάλογα με την εποχή , τους συναντάμε σε υψόμετρα 1000 - 2500 μέτρα . Αυό το πουλί που ζει το πιο πολύ σε δάση εκτιμά τις δροσερές και υγρές πλαγιές , που βλέπουν κατά το βορρά.
Στο δάσος το βρίσκουμε σε μικτές φυτείες από φυλλώματα και ρητινοφόρα δέντρα , που έχουν ξέφωτα ανάμεσα τους φτάνει να υπάρχουν ψηλά χόρτα και θάμνοι σε αφθονία . Αναζητεί ακόμη τόπους με λεπτό χώμα για να μπορεί να παίρνει τα μπάνια του σε σκόνη.
Το είδος παρουσιάζει ένα πολύ ξεκάθαρο διμορφισμό σε σχέση με το φύλο, ορατό από πλευράς διαστάσεων και χρωμάτων φτερώματος. Το αρσενικό έχει ένα μήκος 60 εκατοστών και το θηλυκό 45. Ζυγίζουν δε 1500 γρ το αρσενικό 1000-1200 το θηλυκό.
Αναγνωρίζεται από την μορφή της ουράς του , που του χάρισε και το δεύτερο προσωνύμιο λύρα. Πραγματικά , τρία ουραία φτερά στρέφονται προς τα έξω δεξιά και αριστερά του πουλιού , σχηματίζοντας μια λύρα.
Το φτέρωμα μαύρο , εμφανίζει αστραφτερές αντανακλάσεις μπλε σκούρου. Μόνο οι δύο πλευρές των φτερών και των υπο-ουραίων , λευκές . Φέρει επίσης δύο προεξοχές πάνω από τα μάτια που είναι κοκκινες.
Το φτέρωμα του θηλυκού είναι κοκκινωπό πολύ θαμπό.
Tον βρίσκουμε στην Σκανδιναβία , Σκωτία και στην πρώην Ε.Σ.Σ.Δ.
Στο δάσος τον βρίσκουμε σε μικτές φυτείες από φυλλώματα και ρητινοφόρα δέντρα , που έχουν ξέφωτα αναμεσά τους. καθώς αγαπά τη λιακάδα , δε διστάζει να κουρνιάζει σε ψηλά δέντρα.
Εξαρτάται από την τοποθεσία που ζει και από την εποχή. Η αναπαραγωγή αρχίζει με θεαματικές επιδείξεις που πραγματοποιούνται σε μεγάλες συναθροίσεις των πουλιών σε μεγάλα ύψη. Οι επιδείξεις αρχίζουν τον Μάη και μπορούν να παραταθούν μέχρι τον Ιούνη. Μέσα σε αυτή την αρένα το κάθε αρσενικό υπερασπίζεται μια μικρή περιοχή περίπου 100 τ.μ κι απαγορεύει να πλησιάσει ο όποιος αντίζηλος.
Αν κάποιος περάσει τα όρια , αρχίζει μία επίδειξη τρομοκράτησης και κατόπιν επίθεση με σκοπό να χτυπήσουν με τα ράμφη τους τον αντίπαλο , σημαδεύοντας τις κόκκινες πτυχές πάνω από τα μάτια. Τα άλματα είναι πολύ θεαματικά και τα πουλιά βγάζουν κραυγές που ακούγονται χιλιόμετρα μακριά.
Το θηλυκό κλωσά στο έδαφος , μέσα σε μια λακκούβα που διευθετεί πρόχειρα. Η φωλιά βρίσκεται γενικά στο πιο ψηλό σημείο του δάσους , κρυμμένη κάτω από ένα θάμνο η μικρό δέντρο με πυκνό φύλλωμα. Η ωοτοκία που αρχίζει τον Ιούνη περιλαμβάνει 7-10 αυγά που κλωσσούνται επι 26-28 ημέρες.
Τα μικρά πετούν σε τρεις εβδομάδες, αλλά παραμένουν κοντά στην μητέρα τους μέχρη τον Σεπτέμβρη.
O μικρός μαυροκόκκορας είναι ενδημικό πουλί που κατέχει όλη τη χρονιά μια περιοχή 100 στρεμ. Το χειμώνα , μόλις το χιόνι ξεπεράσει τα 40 εκατοστά , προφυλάγεται από το νυχτερινό κρύο σκάβοντας ένα τούνελ κάτω από το χιόνι. Πολλά πουλιά μπορούν να ζήσουν πλάι πλάι λίγα μέτρα το ένα από το άλλο. Το καλοκαίρι περνάει την νύχτα κουρνιασμένο σ' ένα κωνοφόρο δέντρο για να αποφύγει τα αρπαχτικά.
Hybrid Rackelhahn
(Tetrao tetrix x T urogallus)
Tα δύο είδη υβριδίζουν μεταξύ τους και δίνουν το υβρίδιο (rackelhahn ), το οποίο μιάζει με μικρό αγριόκουρκο. Aυτό συμβαίνει στις περιοχές που υπάρχουν και τα δύο είδη.
Himalayan Snowcock
Tetraogallus Himalayensis
Ζει στην Κεντρική Ασία , Αφγανιστάν, Πακιστάν, Ινδία, Νεπάλ , Τατζικιστάν, Καζακστάν μέχρι την Κίνα.
Ζει σε ψηλά βουνά σε υψόμετρο πάνω 17000 πόδια.
Οι αριθμοί του είναι ικανοποιητικοί και σε μερικά μέρη είναι κοινό πουλί.
Γεννάει αρχές Απριλίου, 4-6 αυγά και τα επωάζει 28 ημέρες.
Tetraogallus caucasicus (Caucasian snowcock) ...
O καυκάσιος αγριόκουρκος του χιονιού (Tetraogallus caucasicus) ανήκει στην οικογένεια των φασιανών Phasianidae της τάξης Galliformes, gallinaceous birds.
Είναι ενδημικό στα βουνά του Καυκάσου, ιδιαίτερα στον Δυτικό Καύκασο, όπου διαβιεί σε υψόμετρα 2000-4000 μ. σε γυμνά πέτρινα βουνά. Φωλιάζει στο έδαφος και γεννά συνήθως 5-6 πράσινα αυγά, τα οποία επωάζονται μόνο από το θηλυκό. Το φαγητό του είναι σπόροι και φυτική ύλη αλλά και σαλιγκάρια σκαθάρια και άλλα πολύ μικρά ερπετά . Ζει σε ολιγομελή κοπάδια .
Είναι ένα πουλί μήκους 50-60 cm. Το φτέρωμα του έχει τους χρωματισμούς γκρι, καφέ, λευκό και μαύρο, αλλά στο χιόνι φαίνεται γκρίζο από οποιαδήποτε απόσταση. Το στηθος είναι πιο σκούρο και οι πλευρές του έχουν άσπρα φτερά από το υπόλοιπο σώμα. Έχει λευκό λαιμό και άσπρο σημάδι στο πλάι του λαιμού .
Κατά την πτήση, αυτό το επιφυλακτικό πουλί με το άνοιγμα των φτερών δείχνει λευκά πτερύγια πτήσης και κόκκινες πλευρές στην ουρά. Τα αρσενικά και θηλυκά φτερά είναι παρόμοια, αλλά το νεαρό είναι ελαφρώς μικρότερο και πιο σκούρο σε εμφάνιση.
Καυκάσιος αγριόκουρκος βγαζει ένα ήχο σαν ξερό που επαναλαμβάνεται bubbled buck-buck-buck-buck-burrrrrr κατά κάποιο τρόπο μοιάζει με της Alectoris chukar .
Πίνακας των διάφορων ειδών Πέρδικας-Grouse
Σ' αυτόν τον πίνακα υπάρχουν όλα τα είδη Grouse-Aγριόκοτας και ο χρωματισμός αυτών.
Aριστερά και πάνω βλέπουμε τον Lagopus mutus - Ptarmigan grouse που περιγράφω πιο κάτω.
Ακολουθεί, στα αριστερά Lagopus lagopus - Willow Grouse
και δίπλα του το Lagopus lagopus red - Grouse Scoticus που ζεί στα Βρετανικά νησιά.
Στο τέλος έχουμε την Αγριόκοτα - Β Bonasia (Hazel grouse)
Eνας χιονοδρόμος κατεβαίνει απαλά την πλαγιά του βουνού , χαράσσοντας την πορεία του πάνω στο παχύ στρώμα χιονιού.
Αυτό το υπέροχο αλεκτοροειδές παρουσιάζει την ιδιαιτερότητα ότι υφίσταται πολλές αλλαγές , που καθιστούν το πτέρωμα του μιμητικό του περιβάλλοντος με την εποχή.
Ο λαγοπόδης των Άλπεων , τυπικός κάτοικος αρκτικών περιοχών , συναντάται στα Βόρια της Ευρώπης και στις Βρετανικές νήσους στα βόρεια. Μεμονωμένα κατάλοιπα υπάρχουν στην Ιταλία .
Ο λαγόπους pyrenaicusείναι απομονωμένος στα Πυρηναία.
Ο λαγοπόδης ζει στα Πυρηναία και στις Άλπεις , πάνω απ' το ανώτατο όριο της κορυφής των δέντρων , μεταξύ 2000 και 3000 μέτρα, ανάλογα με την εποχή.
Πρόκειται λοιπόν για ένα θήραμα που συχνάζει σε βιότοπους μεγάλων υψομέτρων. Το καλοκαίρι παραμένει σε χιονισμένα επίπεδα. Το συναντούμε σε πετρώδη μέρη, σε παγωμένες εκτάσεις , ανάμεσα σε βράχους και σωρούς από πέτρες κατολισθήσεων, πάντα η σχεδόν σε χαράδρες προσανατολισμένες βόρεια.
To βάρος του κυμαίνεται από 350-700 γρ.
To χειμώνα , παραμένει σε μια περιορισμένη περιοχή , αποφεύγοντας τον άνεμο και το κρύο, βρίσκοντας καταφύγιο σε μικρά κοπάδια , πίσω από κάποιο βράχο η στο εσωτερικό από ατομικές στοές που σκάβει στο χιόνι.
H oνομασία του οφείλεται στο γεγονός ότι μακριά φτερά καλύπτουν τα πόδια του απομονώνοντας τις πατούσες του από το κρύο και βελτιώνοντας τη σταθερότητα του βαδίσματος του στο μαλακό χιόνι , χωρίς να βουλιάζει.
Oι τρεις αλλαγές φτερώματος όχι μόνο του εξασφαλίζουν την πιό τέλεια απομίμηση με το περιβάλλον, επιτρέποντας του να ξεφεύγει απο το οξύ βλέμμα των αρπακτικών, αλλά αντιπροσωπεύουν ακόμη και μια προσαρμογή στις δύσκολες κλιματολογικές συνθήκες των ψηλών βουνών. Πραγματικά το λευκό φτέρωμα συγκρατεί τη ζέστη . ακόμη , είναι πολύ πυκνό , κι έτσι έχει καλή μόνωση από το κρύο.
Να γιατί το πουλί που το καλοκαιρινό φτέρωμa του είναι καφεκόκκινο με μαύρες βούλες, γίνεται από τον Σεπτέμβρη γκρι και καφεκόκκινο με λευκές ρίγες κι ύστερα άσπιλα λευκό, στα τέλη Οκτώβρη. Μόνο η ουρά και η μικρή κηλίδα που ξεκινά από το ράμφος ως το πίσω μέρος του ματιού παραμένουν σκούρες. Την άνοιξη υφίσταται μια νέα αλλαγή και αποκτά το ενδιάμεσο φτέρωμα του και κατόπι, το καλοκαιρινό.
Δεν έχει την κόκκινη πτυχή πάνω από τα μάτια του.
.
H διατροφή του κατά την διάρκεια του χειμώνα , ο λαγοπόδης τρέφεται κυρίως με φύτρα και μπουμπούκια μυρτίλου, ροδόδεντρου η χαμηλής οξιάς , που τ' ανακαλύπτει σκάβοντας το χιόνι μέχρι βάθους 30 εκατοστών. Το καλοκαίρι τρώει μεγάλη ποικιλία χόρτων και βοτάνων που φυτρώνουν στα βουνά, καθώς και διάφορα ασπόνδυλα έντομα, αράχνες κλπ που αποτελούν τη βάση της διατροφής των μικρών του.
Τα χειμωνιάτικα κοπάδια, που αποτελούνται στις αρχές της άνοιξης . Οι λαγόποδες μετακινούνται στις αρχές της άνοιξης . Οι λαγόποδες σχηματίζουν τότε ζευγάρια που οικειοποιούνται μια περιοχή από καμιά δεκαριά στρέμματα , την οποία υπερασπίζεται το μονογαμικό αρσενικό ενάντια στους πιθανούς αντιζήλους του. Οι μάχες ανάμεσα στ' αρσενικά είναι παρ' όλ' αυτά , πολύ σπάνιες.
Σ' αυτό τον χώρο θα γίνουν τα ζευγαρώματα. τα πουλιά κορδώνονται και σχηματίζουν κύκλο ενώ το αρσενικό κινητικό και φουντωτό , κελαηδά κάνοντας πλήθος πτήσεις , ξυστά στις πλαγιές.
Η φωλιά χτίζεται σε μια λακκούβα που σκάβει στο χώμα κι ύστερα τη βελτιώνει πρόχειρα. Το θηλυκό γεννά 6-8 αυγά με βούλες , που εγκαταλείπουν γρήγορα τη φωλιά , ακολουθούν τη μητέρα τους λίγες ημέρες μετά τη γέννηση . Το αρσενικό εγκαταλείπει τότε την οικογενειακή μονάδα που θα παραμείνει ενωμένη ως το φθινόπωρο.
.
LAGOPUS LAGOPUS - Willow Grouse
Είναι ένα είδος λαγόποδα , λίγο πιο μεγάλο από τον άλλο (Άλπεων). Ζει στα Βόρεια της Ευρώπης και στα Σκανδιναυικά κράτη συνηπάρχουν και τα δύο είδη.
Τα χαρακτηριστικά του, η βιολογία του και η γενικώς όλη η ζωή του , είναι ίδια με των Άλπεων που περιγράφω πιο πάνω.
Και ευτός αλλάζει πτέρωμα , ανάλογα την εποχή.
Παρατηρήστε ότι η μητέρα Φύση φροντίζει τα πλάσματα της και τα τρία είδη παίρνουν τον μιμητικό χρωματισμό αναλόγως του βιότοπου που ζουν.
Το κόκκινο Grouse, κόκκινο χρώμα μόνο επειδή ζει στα ρείκια (κόκκινα), το άλλο άσπρο-κόκκινο και αυτό που ζει σε βράχους , άσπρο μαύρο !
Χαρακτηριστική διαφορά , ότι αυτός φέρει την κόκκινη πτυχή πάνω από το μάτι , ενώ των Άλπεων όχι.
Επίσης το μέγεθος του είναι πιο μεγάλο.
O αγριόγαλος είναι το εθνικό θήραμα της μεγάλης Βρετανίας . Πρόκειται για λαγοπόδη που συγγενεύει με το Γαλλικό, ο οποίος διατηρεί το ίδιο πτέρωμα όλη τη χρονιά εξαιτίας της γεωγραφικής απομόνωσης του. Το πουλί πραγματικά είναι περιορισμένο στα Βρετανικά νησιά, που έχουν ήπιο και υγρό κλίμα.
H τοπική ράτσα Lagopus lagopus hibemius, εμφανίζεται στην Ιρλανδία. Το χειμωνιάτικο πτέρωμα του αρσενικού και θηλυκού είναι ίδιο , καφεκόκκινο με μαύρες ρίγες. Τα πόδια του είναι λευκά . Το θηλυκό έχει πιο φωτεινά χρώματα στο πτέρωμα του , το καλοκαίρι. Το αρσενικό , σ' όλη την περίοδο έχει μια πτυχή κόκκινη , πολύ ορατή , πάνω από το κάθε μάτι. Ο αγριόγαλος δεν έχει ποτέ άσπρο χρώμα στο πτέρωμα του. Το πεταγμά του μοάζει με αυτό της γκρίζας πέρδικας, όπυ εναλλάσονται σειρές από χτυπήματα των φτερών , κοφτά και γρήγορα , με μακριές ύστερα απλωσιές, σαν το πουλί να γλιστρά.
Μπορεί έτσι να καλύψει μεγάλες αποστάσεις 2-3 χιλιόμετρα χωρίς κόπο.
Τον συναντάμε σε εδάφη από το επίπεδο της θάλασσας μέχρι υψόμετρο 1000 μέτρων, αποκλειστικά σε βαλτώδεις περιοχές , απο τις οποίες εξαρτά την ύπαρξη του . Εκεί φωλιάζει , εκεί αναζητεί την τροφή του που αποτελείται απο φύλλα, λουλούδια και βλαστάρια φυτών.
Αυτή η εξειδίκευση εξηγεί τις αποτυχίες που σημειώνονται κάθε φορά που γίνονται προσπάθειες εισαγωγής του είδους στην Ευρώπη ( Γαλλία ιδιαίτερα) και σε τοποθεσίες όπου τα ρείκια κι οι βάλτοι δεν είναι σε αφθονία.
Στην Μ Βρετανία (συγκεκριμένα στην Σκωτία) αυτοί οι βάλτοι είναι τεχνητές τοποθεσίες που δημιουργήθηκαν απο την υπερβολική βοσκή, την υλοτομία και τις πυρκαγιές.
Σήμερα διατηρούνται ταχτικά καψίματα χόρτου για να συντηρηθούν οι πληθυσμοί των αγριόγαλων , ενός θηράματος που πολύ το αγαπούν και εκτιμούν. Υπάρχουν
διακυμάνσεις στα ποσοστά αναπαραγωγής , ανάλογα με την χρονιά , που οφείλονται στην πιότητα τροφής την άνοιξη και στις κλιματολογικές συνθήκες . Μόνο μετά τον Ιούνη μπορούμε να μάθουμε με σχετική ακρίβεια τον αριθμό του πληθυσμού που θα υπάρχει με την έναρξη του κυνηγιού, σε σχέση με την υπολογιζόμενη παραγωγή νεαρών πουλιών.
Το κυνήγι του Αγριόγαλου διεξάγεται από 20 Αυγούστου έως 10 Δεκέβρη, με ξεσηκώματα και κυνηγούς σε καρτέρια η με σκυλί φέρμας μοναχικά που ενδιαφέρει και εμάς.
Bιβλιογραφία
Internet
Birds oF Africa Newman's
Birds of Europe
Birds of Asia