Bonasia Bonasa
Τάξη Ορνιθόμορφα (Galliformes)
Οικογένεια - Τετραονίδαι (Tetraonidae
Προσδιορισμός - Βιότοπος
Ανήκει στην οικογένεια τετραονίδες (Tetraonidae). Τα φύλα διαφέρουν μεταξύ τους (σεξουαλικός διμορφισμός), χωρίς εποχικές μεταβολές. Στο υποείδος B. bonasia rupestris της νότιας Ευρώπης, το αρσενικό είναι γενικά κοκκινο-καφέ στη ράχη, με γκρίζα και μεγάλη σαν βεντάλια ουρά, με σκουρότερη ζώνη στην άκρη της. Η κοιλιά είναι λευκωπή με μαύρα σημάδια, ενώ το στήθος και τα πλευρά έχουν πυρρόξανθο χρώμα. Το αρσενικό διακρίνεται εύκολα από το θηλυκό χάρη στο μαύρο λαιμό με λευκό πλαίσιο και στο μικρό στυτικό λοφίο. Τα νεαρά άτομα μοιάζουν με τα θηλυκά, αλλά έχουν πιο άτονα χρώματα.
Είναι ένα μεγάλο πουλί της οικογένειας των αγριόγαλων.
Είναι ενδημικό είδος και βρίσκεται από την Βόρειο Ευρασία , στην κεντρική , ανατολική Ευρώπη μέχρι και την πατρίδα μας Ελλάδα.
Ζει σε μέρη που υπάρχουν μικτά δάση από κωνοφόρα δέντρα κατά προτίμηση σε περιοχές με ερυθρελάτες και βεβαίως και στα λιβάδια των αλπικών ζωνών.
Επίσης μπορούμε να την συναντήσουμε και σε χαμηλές ζώνες των βουνών όπου υπάρχουν προσβάσεις σε ποτάμια η ρυάκια .
Ο βασικός της όμως βιότοπος είναι τα δάση κωνοφόρων που χρησιμεύουν για κάλυψη και για τροφή τον Χειμώνα τα φυλλώδη δέντρα ειδικά.
Πουλί που το μέγεθος του φτάνει περίπου τα 35 εκατοστά .
Το φτέρωμα του είναι χρώματος καφετή με γκρίζο που γίνεται περισσότερο ενωμένο στην πλάτη χρωματικά .
Ο σεξουαλικός διμορφισμός είναι χαρακτηριστικά μικρός , σημειώνεται εντούτοις ότι το αρσενικό οριοθετεί έναν μαύρο λαιμό που περιβάλλεται από άσπρη λουρίδα .
Επίσης το αρσενικό έχει ένα λοφίο ο οποίος φαίνεται ιδιαίτερα την εποχή του ζευγαρώματος στο θηλυκό είναι πολύ μικρότερος.
Το βασικό όμως χαρακτηριστικό αναγνώρισης του πουλιού είναι η ουρά με τις χαρακτηριστικές μαύρες ζώνες .
Το τραγούδι της αγριόκοτας χρησιμοποιείται γενικά από τα αρσενικά στην περίοδο της αναπαραγωγής και αποτελείται από ένα οξύ ήχο διαπεραστικό μερικές φορές.
Ακούγεται δε πολύ μακριά λόγω της συχνότητας του.
Η πτήση είναι παρόμοια με όλα τα Galliformes δηλαδή απότομο σήκωμα με δυνατό θόρυβο από το γρήγορο χτύπημα των φτερών και κατόπιν πλανάρισμα προς τα κάτω πάντα σχεδόν .
. Είναι δασόβιο είδος, που απαντά κυρίως σε μικτά δάση φυλλοβόλων και κωνοφόρων, ιδιαίτερα σε περιοχές με χαμηλή φυτική κάλυψη. Οι αυξημένες απαιτήσεις του είδους σε ποικιλότητα ενδιαιτημάτων και οι σχετικά στατικές συνήθειες, υπαγορεύουν την ανάγκη διατήρησης σχετικά αδιατάρακτων δασών με χαμηλά επίπεδα εκμετάλλευσης. Η πτήση της αγριόκοτας, παρόμοια με πολλά συγγενή είδη, αφορά σε απότομη απογείωση με δυνατό θόρυβο, γρήγορο χτύπημα των πτερύγων και οριζόντιο ή καθοδικό πλανάρισμα.
Γενικά το πουλί ζει στο έδαφος αρκετά εκτός από τον βαρύ χειμώνα , επειδή δε είναι πολύ κρυψίνους και ντροπαλό είναι πολύ δύσκολο να αντιληφτεί κάποιος την παρουσία του .
Ένδειξη της ύπαρξης του είναι τα φτερά στο έδαφος και τα χαρακτηριστικά περιττώματα
Αναπαραγωγή
Συνήθως σχηματίζουν μικρές ομάδες, που παραμένουν κοντά σε φυτική κάλυψη. Κατά την περίοδο της αναπαραγωγής, τα αρσενικά παράγουν ένα ιδιαίτερα οξύ σφύριγμα, που ακούγεται σε μεγάλη απόσταση. Την άνοιξη (από τον Μάρτιο), η αγριόκοτα φωλιάζει σε προστατευμένες θέσεις κάτω από πυκνή βλάστηση και γεννά 7 - 11 αβγά, τα οποία κλωσάει το θηλυκό επί 25 ημέρες. Οι νεοσσοί πτερώνονται σε χρονικό διάστημα 30 - 40 ημερών.
Eiναι χαρακτηριστικό ότι έστω και αν το έχεις δει μέσα στην φωλιά και γυρίσεις αλλού το βλέμμα σου όταν θελήσεις να το επαναφέρεις στην φωλιά δύσκολα θα την εντοπίσεις .
Τα αυγά που γεννιόνται είναι περίπου από 4-8 με κανονικό μέγεθος καλυμμένα με τα γνωστά χρώματα παραλλαγής .
Το θηλυκό αναλαμβάνει όλη την ευθύνη της επώασης και κατόπιν τον Ιούνιο τους νεοσσούς .
Τα μικρά από την πρώτη στιγμή κινούνται ταχύτατα ακολουθώντας την μητέρα τους που σε μία – δύο ημέρες μετά την γέννηση τα παίρνει για άλλες μεριές του δάσους .
Είναι δε αποκλειστικά εντομοφάγα τον πρώτο μήνα .
Συμπεριφορά
Η αγριόκοτα έχει προκαθορισμένες συνήθειες εφ' όσον δεν έχει σοβαρές ενοχλήσεις .
Την διάρκεια της αναπαραγωγής τα αρσενικά αφιερώνουν πολλές ώρες στο τραγούδι (κάλεσμα – επιλογής) αρχικά και κατόπιν για να προσδιορίσει τον χώρο του ζεύγους το οποίο παραμένει πιστό καθ' όλη την διάρκεια της ζωής τους.
Όταν βρεθεί κάτω από την πίεση ενός αρπακτικού έχει την ίδια συμπεριφορά με την μπεκάτσα λουφάζει και περιμένει ακίνητος να περάσει ή όποια απειλή .
Μόνο αν πιεστεί πολύ τότε πετά με τον συνήθη τρόπο των πουλιών αυτής της οικογένειας Galliformes.
Οι μετακινήσεις του είναι μικρές και γίνονται εντός συγκεκριμένων περιοχών και ορίων , μόνο η έλλειψη τροφής τον αναγκάζει να πάει αλλού .
Είναι δε πουλιά που επιζητούν την μοναξιά και δεν τους αρέσει ο συνωστισμός , αν δεν για τον όποιο λόγο προκύψει τότε έχουμε μικρές μεταναστεύσεις κάποιων ζευγαριών .
Η τροφή του είναι την άνοιξη και το καλοκαίρι επί το πλείστον βασισμένη σε ζωικές πρωτεΐνες , σκουληκάκια, μυγάκια , σκαθάρια, σαλιγκάρια , νύμφες κλπ επίσης βλαστάρια φυτών , βολβούς , φρούτα , σπόρους κλπ
Τον χειμώνα η τροφή του περιορίζεται στα ότι προσφέρουν τα κωνοφόρα βελόνες , κάποιος βολβός κλπ
Oι καρποφόροι θάμνοι φαίνεται να αποτελούν σπουδαίο στοιχείο του ενδιαιτήματος του είδους, ιδιαίτερα κατά το τέλος του καλοκαιριού και το φθινόπωρο. Τον χειμώνα, όπου υπάρχουν χιονοπτώσεις, η αγριόκοτα είναι δενδρόβιο είδος, ενώ την άνοιξη και το καλοκαίρι ζει κυρίως στο έδαφος. Τρέφεται με φυτικές ύλες που περιλαμβάνουν μεγάλη ποικιλία οφθαλμών, βλαστών, φύλλων, ανθέων, φρούτων, σπόρων κ.λπ., ανάλογα με την περιοχή και την εποχή. Στο διαιτολόγιό της περιλαμβάνονται ακόμη έντομα, κυρίως μυρμήγκια, διάφορα σκαθάρια, προνύμφες νυχτοπεταλούδων κ.λπ.
Ανάλογος δε την υφή, χρωματισμό των περιττωμάτων καταλαβαίνεις και την τροφή του .
Το βράδυ επί το πλείστον κουρνιάζει σε κάποιο κλαρί και συνήθως αποχαιρετά το φως με το τραγούδι του .
Το ίδιο κάνει και το χάραμα .
Οικολογία.
Υπάρχει μείωση , όπως και σε όλα τα παρόμοια είδη .
Βασική αιτία είναι η καταστροφή των βιοτόπων , αλλαγής χρήσεων γης , κοπή δρόμων , ενόχληση από ανίδεους επισκέπτες ειδικά την εποχή της αναπαραγωγής και επίσης η εξαφάνιση της συγκεκριμένης δασικής πολυμορφίας που φτωχαίνει τον βιότοπο του από πόρους τροφής και κάλυψης αναλόγως τις εποχές του έτους.
Πρόκειται για διαδεδομένο είδος της βόρειας Ευρώπης, αλλά η εμφάνισή του είναι πιο σποραδική στον νότο. Ο ευρωπαϊκός πληθυσμός αποτελεί περίπου το ήμισυ του παγκόσμιου και υπολογίζεται σε περισσότερα από 2.500.000 αναπαραγωγικά ζευγάρια, με σταθερούς αριθμούς μεταξύ των ετών 1970 - 1990. Παρόλο που το είδος μειώθηκε σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες (ειδικά στη Φινλανδία), ο μεγάλος πληθυσμός της Ρωσίας παρουσίασε αυξητική τάση κατά τη δεκαετία 1990 - 2000.
Στην Ελλάδα, το είδος (υποείδος Bonasa bonasia rupestris) καταγράφηκε για πρώτη φορά επίσημα το 1964 στη Ροδόπη. Η εξάπλωσή του εντοπίζεται σε τρεις απομονωμένες περιοχές: στην ορεινή Δυτική και Κεντρική Ροδόπη (κυρίως πληθυσμός), στο όρος Τρικλάριο (1.652 m, νότια της Μικρής Πρέσπας) και στο δάσος του Λαϊλιά (1.849 m, βόρεια των Σερρών). Ο πληθυσμός στις Σέρρες αποτελεί τον νοτιότερο της Δυτικής Παλαιαρκτικής. Εκτιμάται ότι υπάρχουν συνολικά 100 - 200 ζευγάρια (1995 - 2000). Η τάση του πληθυσμού θεωρείται ελαφρά αρνητική, χωρίς όμως να υπάρχουν ικανοποιητικά δεδομένα.
Κυνήγι
Το κυνήγι γίνεται μόνο σε ορισμένες περιοχές με σκύλους φέρμας και κάτω από πολύ αυστηρή παρακολούθηση και με το ελάχιστο όριο 1-2 πουλιών την σεζόν κατά κυνηγό .
Είναι ένα από τα λιγότερο γνωστά πουλιά της πατρίδας μας. Ελάχιστα γνωρίζουμε για το πόσες είναι, πού ακριβώς βρίσκονται και τι απειλές τυχόν αντιμετωπίζουν. Ωστόσο, η παρουσία της Αγριόκοτας στην Ελλάδα αποτελεί το νοτιότερο σημείο της κατανομής του είδους.
Απαντάται στα δάση της Μακεδονίας και της Θράκης κατά μήκος των συνόρων. Μυστηριώδες πουλί των πυκνών δασών της Βόρειας και Κεντρικής Ευρώπης που συνήθως ανακοινώνει την ύπαρξή του με τη φωνή του, ένα υψηλό, οξύ σφύριγμα «τσισσι-τσερι-τσι». Κοντόχοντρη, στο μέγεθος μικρής κότας (35 εκατοστά μήκος), η Αγριόκοτα έχει γκρι-καφέ πιτσιλωτό φτέρωμα και άριστο καμουφλάζ. Η άκρη της ουράς της είναι λευκή ενώ το αρσενικό έχει μαύρο λαιμό.
Η Αγριόκοτα κάθεται στα δέντρα και ψάχνει την τροφή της, κυρίως φύλλα και καρπούς, στο έδαφος και στους θάμνους. Φωλιάζει σε λάκκους κάτω από την πυκνή βλάστηση και γεννά 7-11 αβγά που κλωσσάει το θηλυκό επί 25 ημέρες.