Είναι το μεγαλύτερο μέλος της οικογένειας των ονομαζόμενων αγριόγαλλων .
Το αρσενικό φτάνει τα 75-90 εκατοστά στο μήκος και το θηλυκό 55-65 εκατοστά.
Είναι είδος ενδημικό και με συγκεκριμένες περιοχές (βιότοπους) .
Συναντάτε στην Β Ευρώπη , συνεχίζει στην κεντρική και νότια μέχρι τα βόρεια σύνορα της πατρίδας μας , φτάνει δε μέχρι και την Ιβηρική χερσόνησο, επίσης υπάρχει και στην Ασία .
Μερικά από τα υποείδη που έχουν αναφερθεί είναι τα έξεις .
T . cantabricus urogallus - Ισπανία NW
T. aquitanicus urogallus - Ισπανία (Πυρηναία)
T. urogallus - Κεντρική Ευρώπη , Άλπεις , Κράτη Βαλτικής)
T. rudolfi urogallus- ΝΑ Ευρώπη (Βουλγαρία , Ελλάδα ΝΔ Ουκρανία)
T. karelicus urogallus - Φιλανδία.
T. urogallus urogallus- Σκανδιναβία , εισαγωγή και στην Σκωτία
Τ. lonnbergi urogallus - Χερσόνησος Κόλα
T. pleskei urogallus - Λευκορωσία, Ρωσία , Κεντρική Ευρώπη
T. obsoletus urogallus - Βόρεια ευρωπαϊκή Ρωσία
T. uralensis urogallus - Δυτική Σιβηρία
T. volgensis urogallus - NA ευρωπαϊκή Ρωσία
Τ. Taczanowskii urogallus - Kεντρική Σιβηρία . ΒΔ Μογγολία.
Πρόκειται για διαδεδομένο είδος της βόρειας Ευρώπης, που απαντά πιο σποραδικά στο νότο. Ο ευρωπαϊκός πληθυσμός αποτελεί περίπου το 50% του παγκόσμιου και υπολογίζεται σε περισσότερα από 760.000 αναπαραγωγικά ζευγάρια.
Στην πατρίδα μας συναντάτε στα ελληνοβουργαρικά (Β Μακεδονία Ροδόπη , Θράκη κλπ ) σύνορα και είναι άγνωστο σε τι κατάσταση βρίσκονται οι εδώ πληθυσμοί , στην Βουλγαρία , Ρουμανία και τις άλλες ανατολικές χώρες κυνηγιέται κανονικά , όπως και στην ανατολική Τουρκία .
Στην Ελλάδα, η πρώτη επίσημη επιβεβαίωση της ύπαρξης του είδους έγινε μόλις το 1966. Σχετικά πρόσφατες μελέτες έδειξαν ότι υπάρχουν τρεις διακριτές περιοχές εξάπλωσης του είδους: στη Δυτική Ροδόπη, στο δάσος του Λαϊλιά (1.849 m, βόρεια των Σερρών) και στον Άθωνα (2.030 m, Άγιο Όρος). Ο σημαντικότερος πληθυσμός συγκεντρώνεται στην περιοχή της Ροδόπης, σε υψόμετρο 1.000 - 1.900 και αριθμεί περίπου 330 - 380 άτομα. Το ενδιαίτημά του περιλαμβάνει πυκνά μικτά δάση, όπου κυριαρχεί η ερυθρελάτη, η δασική πεύκη, η οξιά και η ελάτη. Η πυκνότητα του πληθυσμού αυτού είναι 10 - 16 άτομα/km2 ανάλογα με το ενδιαίτημα. Στην περιοχή του Λαϊλιά έχουν καταγραφεί 20 - 30 άτομα σε μικτά δάση οξιάς και ελάτης, σε υψόμετρα 1.100 έως 1.600. Ο πληθυσμός στον Άθωνα εντοπίσθηκε το 1990, σε υψόμετρο 1.140 - 1.340. Πρόκειται και για το νοτιότερο πληθυσμό της εξάπλωσης του είδους στη Δυτική Παλαιαρκτική. Το 1998 ο συνολικός ελληνικός πληθυσμός εκτιμήθηκε σε 225 - 313 ζευγάρια. Η τάση του πληθυσμού δεν είναι γνωστή.
Οι σοβαρότερες απειλές για το είδος είναι η υποβάθμιση των βιοτόπων ιδιαίτερα η καταστροφή του δάσους , είτε για υλοτομία , είτε λόγο φωτιάς , είτε λόγο αλλαγής χρήσης , καλλιέργειες κλπ
Στις κεντρικές χώρες της Ευρώπης πρόβλημα δημιουργούν και υψηλοί φράκτες που δημιουργούνται για να περιορίζουν τα ελάφια , τα πουλιά πέφτουν πάνω τους και θανατώνονται !
Η μεγάλη αύξηση των αρπακτικών όπως η αλεπού , κουνάβι , λύκου , πτερωτών κυνηγών κλπ
Σε κάποιες περιοχές υπάρχει και πτώση λόγω μη σωστής κυνηγετικής διαχείρισης .
Το όνομα του στα αγγλικά προέρχεται από το capull coille σημαίνει άλογο των ξύλων .
Κατοικεί στις μεγάλες ανοικτές δασικές εκτάσεις στην Ευρώπη και την Β Ασία .
Οι αρχικοί βιότοποι του περιλάμβαναν τα δάση taiga της βόρειας και βορειανατολικής Ευρασίας και στα δάση από κωνοφόρα της Ευρώπης.
Ιδιαίτερα ογκώδες πουλί, διακρίνεται εύκολα από τις χαρακτηριστικά πλατιές πτέρυγες και την ουρά, καθώς και από το βαρύ ράμφος του. Τα φύλα διαφέρουν αισθητά μεταξύ τους (σεξουαλικός διμορφισμός), χωρίς να υπάρχουν εποχικές μεταβολές. Το αρσενικό είναι γενικά γκρίζο, με σκούρα καφέ ράχη, άσπρες ή γκριζωπές κηλίδες στους ώμους και πρασινωπό στήθος. Γύρω από τα μάτια φέρει έντονες κόκκινες, σαρκώδεις αποφύσεις, που σχετίζονται με την επίδειξη κατά τη φάση της αναπαραγωγής. Το θηλυκό είναι πιτσιλωτό, έχει μια χαρακτηριστική καστανόχρωμη κηλίδα στο στήθος και ραβδώσεις στην ουρά. Τα νεαρά άτομα μοιάζουν με τα θηλυκά.
Παρόλο το μέγεθος του, ο αγριόκουρκος πετά με άνεση και ευκινησία σε πυκνές, δασώδεις περιοχές, μεταξύ των δένδρων ή πάνω από τις συστάδες τους. Συνήθως εναλλάσσει ενεργητική και παθητική πτήση. Γενικά, πετά αθόρυβα, αλλά όταν ξεπετάγεται από τις κούρνιες του στα φυλλώματα παράγει χαρακτηριστικούς ήχους. Είναι, επίσης, εκπληκτικά ευκίνητος όταν αναρριχάται στα κλαδιά.
Κατεξοχήν δασόβιο είδος, απαντά κυρίως σε δάση κωνοφόρων, σε πυκνές συστάδες ή σε ξέφωτα. Τρέφεται με φυτικές ύλες στο έδαφος (φύλλα, βλαστούς και καρπούς ειδών όπως η μυρτιά και τα βατόμουρα). Τον χειμώνα, ωστόσο, καταναλώνει, σε μεγάλο ποσοστό, βελόνες κωνοφόρων πάνω στα δένδρα. Οι νεοσσοί, αντίθετα, τρέφονται κυρίως με έντομα.
Οι διαφορές του αρσενικού αγριόκουρκου (κόκορα) από το θηλυκό (κότα ) είναι μεγάλες και ευδιάκριτες .
Το αρσενικό είναι πολύ μεγαλύτερο και ζυγίζει περίπου 4-5 κιλά κατά μέσον όρο και φτάνει τα 90-95 εκατοστά ο δε χρωματισμός του είναι έντονος .
Τα σωματικά πούπουλα είναι από γκρι σκοτεινό που πηγαίνουν μέχρι σκούρο καφέ, στα φτερά του και στο στήθος το χρώμα που επικρατεί είναι το σκούρο μεταλλικό πράσινο που τα κάνει λα λάμπουν .
Στην κοιλιακή χώρα το χρώμα ποικίλει ανάλογα το υποείδος από μαύρο στο λευκό .
Το θηλυκό είναι πολύ μικρότερο , ζυγίσει περίπου τα μισά κιλά το σώμα της φτάνει το μήκος 65-70 εκατοστών .
Τα φτερά της στο πάνω μέρος είναι καφετιά με περιοχές μαύρου , ασημένιου , στο εσωτερικό είναι περισσότερο φωτεινά με έντονες αποχρώσεις προς το κίτρινο .
Αυτό γίνεται γιατί της προσφέρουν σχεδόν απόλυτη κάλυψη στο έδαφος η στα φυλλώματα των δέντρων .
Και τα δύο φύλλα έχουν ένα άσπρο σημείο στο τόξο των φτερών .
Τα πόδια τους είναι καλυμμένα με φτερά τα οποί ειδικά τον χειμώνα αυξάνουν πολύ ώστε να τους παρέχουν την κατάλληλη προστασία στις εκάστοτε δύσκολες συνθήκες .
Επίσης στα πόδια φέρουν μικρά σκληρές προεκτάσεις σαν καρφιά τα οποία στο χιόνι αφήνουν χαρακτηριστικό χνάρι και δίνουν την δυνατότητα της εύκολης αναγνώρισης του φύλλου .
Υπάρχει επίσης πάνω από κάθε μάτι ένα κόκκινο φωτεινό σημείο του γυμνού δέρματος .
Οι Γερμανοί κυνηγοί τα ονομάζουν κόκκινα τριαντάφυλλα.
Ο αγριόκουρκος τρέφεται με διάφορα είδη ζωικά και φυτικά.
Τρώει σκουλήκια , πεταλούδες , σαλιγκάρια, σκαθάρια , ακρίδες , βολβούς, φύλλα φρέσκα , μούρα , διάφορα άλλους άγριους καρπούς , το δε χειμώνα επιζεί χάρη στις βελόνες των κωνοφόρων.
Αναλόγως της τροφής του είναι και τα περιττώματα του άλλοτε σκληρά σαν τις πέρδικας και άλλοτε σαν της κότας με περίπου 1 εκ διάμετρο και 5-6 εκ μήκος.
Η πτήση τους δεν είναι κομψή λόγω του μεγάλου βάρους και όγκου του πουλιού, είναι επίσης σύντομη και απότομη , χρησιμοποιεί δεν πάντα σχεδόν την κάθοδο και το γρήγορο κτύπημα των φτερών καθώς και το μακρύ πλανάρισμα.
Αυτό οφείλεται όπως και στις πέρδικες στην στρογγυλοποιημένη και κοντή κατασκευή των φτερών .
Όταν απογειώνεται ξαφνικά , παράγει έναν έντονο και δυνατό θόρυβο που ξαφνιάζει και αποτρέπει τα αρπακτικά .
Λόγω του μεγέθους του πουλιού και της έκτασης των φτερών κατά το πέταγμα (πλανάρισμα) τα φτερά παράγουν ένα ήχο σφυρίγματος .
Aναπαραγωγή
Είναι είδος πολυγαμικό, που εναλλάσσει, κατά περιόδους, κοινωνική και ατομική συμπεριφορά. Το μισό περίπου έτος σχηματίζει ομάδες. Κατά την έναρξη της αναπαραγωγής (τέλη χειμώνα - αρχές άνοιξης) και με την ανατολή του ήλιου, τα αρσενικά συνηθίζουν να καταλαμβάνουν συγκεκριμένες θέσεις και ετοιμάζονται για την επίδειξη. Σε στάση χαρακτηριστική (άνοιγμα της ουράς σαν βεντάλια, φούσκωμα των φτερών και τέντωμα του λαιμού), παράγουν ήχους που μοιάζουν με χτυπήματα ξύλινου σήμαντρου και ακούγονται σε μεγάλη απόσταση. Οι φωλιές συνήθως κατασκευάζονται στο έδαφος σε πυκνή βλάστηση και δίπλα σε κορμό δένδρου. Τα θηλυκά γεννούν 7 - 11 αβγά την περίοδο μεταξύ Απριλίου - Μαΐου, ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος και το υψόμετρο της περιοχής. Η επώαση κρατά 24 - 26 ημέρες και οι νεοσσοί πτερώνονται σε 2 - 3 μήνες.
Η εποχή που ζευγαρώματος αρχίζει την άνοιξη αλλά εξαρτάτε πολύ ανάλογα την πρόοδο αυτής .
Ξεκινά κάπου μεταξύ Μαρτίου και Απριλίου και διαρκεί μέχρι Μάιο η Ιούνιο.
Τα τρία τέταρτα αυτού του διαστήματος ο αγριόκουρκος φλερτάρει στο έδαφος.
Είναι η εποχή που επικρατεί ένας πολύ δυνατός ανταγωνισμός μεταξύ των κοκόρων των γύρω περιοχών .
Με το ερχομό της αυγής το πουλί πάνω σε ένα παχύ κλαρί σε κάποιο δέντρο του δάσους αρχίζει να παρατηρεί την γύρω περιοχή και να βγάζει την γνωστή του κραυγή.
Αυτός είναι ένα βαρύς ήχος σαν ποδοβολητό μεγάλου αλόγου και προκαλείται σε συνδυασμό από κίνηση των φτερών , χτύπημα ποδιών και από κάποιες ειδικές σακούλες που έχει στο λαιμό του .
Αυτός ο έντονος θόρυβος είναι χαρακτηριστικός και γίνεται αιτία πολλές φορές της αποκαλύψεως του και του θανάτου του .
Ειδικά δε αυτήν την εποχή είναι τρομερά απρόσεκτος μίας και είναι αφοσιωμένος στο
φλερτάρισμα.
Αυτό γίνεται στην αρχή , έτσι οριοθετεί τον χώρο του και δηλώνει την παρουσία του , όταν τελικά φτάνει κάποιο η κάποια θηλυκά κατεβαίνει από το δέντρο σε ένα άνοιγμα ανάμεσα στα δέντρα και συνεχίζει την παράσταση του ακόμη πιο εντυπωσιακά.
Οι συμπεριφορά των θηλυκών αλλάζει και από απλά περίεργες γίνονται δεκτικές και τριγυρνούν γύρω του σκυφτά βγάζοντας έναν σχεδόν ικετευτικό ήχο.
Αν υπάρχουν περισσότερα από ένα κοκόρια αρχίζει μεταξύ τους μία μάχη μέχρι να επικρατήσει το πιο ισχυρό πουλί.
Εδώ χρειάζεται προσοχή γιατί οποιαδήποτε ενόχληση αυτή την εποχή κάνει τις κότες που είναι πάντα πολύ ευαίσθητες στον κίνδυνο να πετάξουν μακριά και έτσι να αποτραπεί το ζευγάρωμα.
Αυτό είναι πολύ κακό διότι οι θηλυκές εί
ναι γόνιμες για πολύ μικρό χρονικό διάστημα και μπορεί έτσι να χαθούν οι μέρες και να μην ζευγαρώσουν για την συγκεκριμένη χρονιά.
Υπάρχει βέβαια και μία μικρότερη χρονική περίοδος ζευγαρώματος το Φθινόπωρο που χρησιμεύει σαν οριοθέτηση εδαφών άρα και πληθυσμών περισσότερο εν όψη του χειμώνα και της επόμενης εποχής ζευγαρώματος .
Περίπου μετά από τρεις μέρες από το ζευγάρωμα η κότα φτιάνει φωλιά στο έδαφος σε κάποιο πυκνό η κοντά σε ρίζα κορμού και η οποία είναι τόσο καλά ενσωματωμένη στο περιβάλλον που είναι πάρα πολύ δύσκολο να διακρίνεις.
Εκεί γεννά τα αυγά της περίπου ε 10 ημέρες και ο μέσος όρος αυτών είναι περίπου οκτώ αυγά (από 4,5 -12).
Το χρώμα τους είναι κιτρινωπό με σκούρα στίγματα για να μην είναι εύκολη η ανακάλυψη τους από τα αρπακτικά και ιδίου μεγέθους.
Η επώαση διαρκεί περίπου 26-28 ημέρες σύμφωνα με το υψόμετρο και τον καιρό.
Το θηλυκό όπως και στην περίοδο του ζευγαρώματος είναι υπερβολικά πολύ ευαίσθητο σε τυχόν ενοχλήσεις και μπορεί άμεσα να εγκαταλείψει την φωλιά και τα αυγά .
Ανέχεται την ενόχληση μόνο όταν έχουν βγει τα μικρά πουλάκια τότε μπορείτε να την πλησιάσετε σχεδόν εξ επαφής και αυτή θα παραμείνει ακίνητη μέσα στην φωλιά της .
Με το που βγαίνουν τα μικρά από τα αυγά έχουν άμεση ανάγκη την μητέρα τους για να τους παράσχει την απαιτούμενη ζωτική θερμότητα , παρότι είναι καλυμμένα πλήρως από πτέρωμα .
Το πτέρωμα τους είναι όπως σε όλα σχεδόν τα ορνιθοειδή πλήρως μιμητικό για παροχή προστασίας .
Δεν έχουν όμως ακόμη την ικανότητα να διατηρήσουν την απαιτούμενη θερμοκρασία στο σώμα τους που είναι 41 βαθμοί .
Αν δε ο καιρός είναι κρύος η βρέχει πρέπει συνέχεια να παίρνουν την απαιτούμενη θερμότητα από την μητέρα τους.
Τρέφονται αρχικά με ζωικές πρωτεΐνες όπως , χρυσαλίδες (υπάρχει μάλιστα ένα είδος πεταλούδας που οι κάμπιες του αυτή την εποχή ευδοκιμούν σε αυτά τα δάση ) στα ,πεταλούδες, σκουλήκια, μυρμήγκια , τους επίγειους κανθάρους κλπ
Αυξάνονται γρήγορα και το περισσότερο φαγητό (πρωτεΐνη) γίνεται σάρκα σφικτή γύρω από το στήθος (αυτό γιατί αυτή η σάρκα είναι που παράγει την ενέργεια για την κίνηση των φτερούγων δηλαδή της πτήσης).
Σε μία ηλικία 3-4 εβδομάδων είναι σε θέση να ξεκινήσουν τις πρώτες σύντομες πτήσεις , επίσης από αυτή την περίοδο αρχίζουν να κουρνιάζουν για τον ύπνο τους στα δέντρα τις θερμές νύκτες.
Σε ηλικία 6 εβδομάδων είναι πλήρως ικανοί να διατηρήσουν την θερμοκρασία τους .
Τα κάτω φτερά είναι νεαρά ακόμη και περίπου σε ηλικία 3 μηνών μπορείς να διακρίνεις τα χρώματα και τα φύλα τους.
Στην αρχή του Σεπτέμβρη οι οικογένειες αρχίζουν να διαλύουν.
Πρώτα φεύγουν τα αρσενικά και διασκορπίζονται στην γύρω περιοχή ,
κατόπιν τα θηλυκά
Μερικές φορές δημιουργούνται χαλαρές ομάδες από τα νέα πουλιά ενόψει του χειμώνα.
Συμπεριφορά.
Ο αγριόκουρκος προσαρμόζεται στους βιότοπους που αναφέραμε και ειδικά στα δάση των παλαιών κωνοφόρων που έχουν μία εσωτερική δομή εδάφια πυκνή για να έχει κάλυψη με επίγεια ανοίγματα κατά περιοχές.
Χρησιμοποιεί τα δέντρα για την κούρνια του το βράδυ και τα ανοίγματα μεταξύ αυτών για τις πτήσεις του.
Κάποιες φορές χρησιμοποιεί και παλιούς δασικούς δρόμους.
Του αρέσουν πολύ δε και οι περιοχές που έχουν καεί και τώρα βρίσκονται κάτω από ομαδική αύξηση νέων δέντρων δημιουργώντας ένα προστατευτικό πράσινο τοίχος.
Ειδικά οι κότες με τα μικρά έχουν ανάγκη από έναν βιότοπο που τους παρέχει τα έξεις.
Τροφή ειδικά με μεγάλη ποικιλία πρωτεϊνών , κάλυψη στα πυκνά νέα δέντρα η βλάστηση αρκετά ψηλή και πυκνή , παλαιά δέντρα με τους οριζόντιους πυκνούς κλάδους τους για ύπνο.
Αυτά τα κριτήρια ικανοποιούνται καλύτερα σε παλαιές δασικές εκτάσεις με πεύκο, και ερυθρελάτες ειδικά σε πλαγιές με μεγάλη κλίση για να έχουν εύκολη διαφυγή αν χρειαστεί.
Στις ορεινές βόρειες περιοχές λοιπόν την πατρίδας μας κατά μήκος των κορυφογραμμών
Όπου οι συνθήκες είναι ιδιαίτερα δύσκολες και μακριά από την επαφή με τον άνθρωπο ζει και βασιλεύει ο αγριόκουρκος.
Εκεί λοιπόν αυτά τα πουλιά την ημέρα κυκλοφορούν πάντα σε κάλυψη για εύρεση τροφής , να κάνουν το αμμόλουτρο κλπ περπατώντας ανάμεσα στην πυκνή βλάστηση και τους κορμούς των δέντρων .
Το βράδυ ανεβαίνει σε μεγάλα δέντρα με παχιά κλαδιά όπου και κουρνιάζει.
Κατά την διάρκεια του χειμώνα , χιονιού οι κότες αποφεύγουν να περπατούν στο έδαφος και συνήθως τα ίχνη που ανακαλύπτουμε είναι από κοκόρια που είναι έντονα εδαφικά .
Στις περιπτώσεις όμως μεγάλης χιονόπτωσης που δεν είναι δυνατή η πρόσβαση στο έδαφος τα πουλιά περνούν την ημέρα και την νύχτα πάνω στα δέντρα τρώγοντας πευκοβελόνες , ελατοβελόνες και τα μάτια της οξιάς.
Για να αφομοιωθεί αυτή η δύσκολη τροφή τα πουλιά καταπίνουν μαζί και μερικές πετρούλες που τις ψάχνουν μανιωδώς στο έδαφος κάνοντας κανονική ανασκαφή σχεδόν για να τις ανακαλύψουν.
Μαζί με το πολύ μυώδες στομάχι τους οι πέτρες βοηθούν την απορρόφηση των τροφών λειτουργώντας σαν ένας μύλος που τις αλέθει .
Κατά την διάρκεια των δύσκολων αυτών ημερών αφήνει περιττώματα κάθε σχεδόν 10 λεπτά .
Επίσης αν οι συνθήκες είναι πολύ δύσκολες έχουμε και μια τοπική μετανάστευση προς χαμηλότερες περιοχές .
Οικολογία
Η αφθονία των πληθυσμών αυτού του πουλιού εξαρτάτε όπως και στα περισσότερα είδη από την ποιότητα των βιοτόπων που ζει.
Μία τυπική πυκνότητα είναι 4 πουλιά ανά 100 εκτάρια (1 km2) , οι μεγαλύτεροι δε πληθυσμοί έχουν παρατηρηθεί στα δάση από taiga.
Κατά συνέπεια ο αγριόκουρκος δεν είχε ποτέ ιδιαίτερες μεγάλες πυκνότητες πληθυσμών .
Οι ενήλικες αρσενικοί όπως είπαμε είναι ιδιαίτερα εδαφικοί και χρειάζονται περίπου 50-60 εκτάρια (0,5-0,7 km2) και τα θηλυκά 40 εκτάρια (0.54 km2).
Οι κυρίες αιτίες για την μείωση των πουλιών που παρατηρείται σε μερικές περιοχές είναι η μεγάλη αλλαγή κλίματος και οι μεγάλες εκπομπές οξειδίων του αζώτου και η μεταβολή που επιφέρουν στην ανάπτυξη της βλάστησης.
Η μεγάλη αποψίλωση των δασών είναι παράγοντας που επιδρά άμεσα στους πληθυσμούς των πουλιών , όπως και η διάνοιξη δρόμων μέσα στο δάσος και η ενόχληση του κατά την διάρκεια της αναπαραγωγής από άσχετους οικοτουρίστες .
Ακόμη ένας παράγοντας είναι η μεγάλη αύξηση των αρπακτικών που πρέπει να ελέγχονται οι πληθυσμοί τους πάντοτε από τους αρμόδιους φορείς .
Γι΄ αυτό όταν κάποια δάση η μεγάλα κομμάτια αυτών αναγκαστικά υλοτομούνται οπωσδήποτε πρέπει να μένουνε ανέπαφες ζώνες που επικοινωνούν μα τα υπόλοιπα .
μεγάλα κομμάτια ώστε να μην εκτίθενται τα πουλιά και αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τους βιοτόπους των .
Ο μεγάλος φυσιοδίφης Alfrend Brehm ο οποίος έγραψε το 1876 το καταπληκτικό βιβλίο « Η ζωή των ζώων » αναφέρει ότι ο ομορφότερος και μεγαλύτερος αγριόγαλος είναι η ψυχή των δασών μας και η χαρά του ευγενούς κυνηγού !
Κυνήγι
Το κυνήγι επιτρέπεται στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες κάτω από αυστηρό έλεγχο και απαράβατες διατάξεις και βέβαια με συνεχή παρακολούθηση των αρμοδίων φορέων .
Εξασκείται με σκύλο φέρμας η με παρακολούθηση , ιχνηλασία κυνηγού άνευ σκύλου .
Πρόβλημα έχει παρουσιαστεί τώρα τελευταία με τον λεγόμενο κυνηγετικό τουρισμό ,ειδικά στις μικρές χώρες του πρώην ανατολικού μπλόκ που λόγω οικονομικής κατάρρευσης προσπαθούν να προσελκύσουν όσο το δυνατόν περισσότερο συνάλλαγμα παραβιάζοντας τα όρια κάρπωσης .
Βεβαίως υπάρχουν χώρες όπως η Ρωσία , Σουηδία , Ελβετία κλπ που εφαρμόζουν μία άψογη κυνηγετική διαχείριση και οι πληθυσμοί του πουλιού βρίσκονται σε πολύ καλή κατάσταση.
Στην πατρίδα μας όπως και σε πολλά άλλα θέματα δεν υπάρχει καμία μελέτη ,εργασία για τον αριθμό αυτών των πουλιών που ζουν εδώ και βεβαίως απαγορεύεται το κυνήγι του
Παρόλο που το είδος μειώθηκε σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες (κυρίως στη Φινλανδία και Σουηδία), οι μεγάλοι πληθυσμοί της Ρωσίας και Νορβηγίας, παρέμειναν σταθεροί το χρονικό διάστημα 1990 - 2000. Συνεπώς, το είδος εντάσσεται στην κατηγορία ασφαλή. Στην Οδηγία 79/409/ΕΟΚ περιλαμβάνεται στα είδη του Παραρτήματος ΙΙ/2 που απαγορεύεται το κυνήγι τους στην Ελλάδα.
Υβρίδια
Ο αγριόκουρκος είναι γνωστό ότι υβριδοποιεί περιστασιακά με το Μαύρο αγριόγαλλο Τ. τετριχ και τα υβρίδια ονομάζονται Rackelhahn και με τον κοινό φασιανό .
gpeppas