Welcome in Greece Welcome in Greece

 

ΑρχικήInitial ΠίσωBack

Βάλτος- Yγρότοπος

ΠΑΡΥΔΑΤΙΑ -ΥΔΡΟΒΙΑ

ΟΠΛΑ ΚΑΙ ΠΑΡΥΔΑΤΙΑ
ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗ ΕΠΙΛΟΓΗ
ΚΥΝΗΓΩΝΤΑΣ ΣΤΟΝ ΒΑΛΤΟ
ΦΩΤΟ ΚΥΝΗΓI ΣΕ ΠΑΠΙ
ΦΩΤΟ ΚΥΝΗΓI ΥΔΡΟΒΙΩΝ 2005-06
TA ΜΥΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΒΑΛΤΟΥ
TO KYNΗΓΙ ΤΩΝ ΥΔΡΟΒΙΩΝ
TO KYNΗΓΙ ΤΩΝ ΥΔΡΟΒΙΩΝ ΜΕ ΣΚΥΛΟ
TO KYNΗΓΙ ΤΩΝ ΥΔΡΟΒΙΩΝ ΜΕ ΣΚΥΛΟ ΙΙ

Aυτή η υπέροχη πολυμορφία πουλιών, που αποτελεί για τους κυνηγούς μας ένα αληθινό " μάννα " εξ ουρανού , κατά την εποχή των περασμάτων , δεν είναι ανεξάντλητη . Ο καθένας θα πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι τα υδρόβια πουλιά αποτελούν μια διεθνή κληρονομιά που έχουμε καθήκον να προφυλάγουμε. Αυτός είναι ο ρόλος του κυνηγού , που οφείλει να προσδιορίζει το κυνήγι του , να συμμετάχει στις μελέτες που επιχειρούνται με σκοπό να γνωρίσουμε καλύτερα αυτά τα μυστηριώδη είδη. Αυτό είναι το τίμημα για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε ένα από τα πιο όμορφα κυνήγια.... όπως αυτό πλάι στις λίμνες και στα έλη!

Η Ελλάδα η χώρα της ποικιλότητας.

Παπιά στο ηλιοβασίλεμα Πτήση το πρωινό Κοιτώντας το χάρτη της Μεσογείου η Ελλάδα μοιάζει σαν ένα περίεργο ψηφιδωτό. Ο Δίας θα πρέπει να χτύπησε μανιασμένα αυτή τη γη με τα αστροπελέκια του , σπέρνοντας χιλιάδες νησιά και κατακομματιάζοντας τη στεριά τόσο, ώστε η συνολική ακτογραμμή της Ελλάδος να γίνει τόσο μεγάλη όσο σχεδόν ολόκληρης της Αφρικανικής Ηπείρου. Αυτή η μορφολογική πολυπλοκότητα αυξήθηκε από ένα ευρύ φάσμα κλιμάτων , που κυμαίνονται από σχεδόν υποτροπικά σε πραγματικά αλπικά και από μια ποικιλία βουνών , λόφων και πεδιάδων με υγρότοπους. Δεν είναι λοιπόν να απορεί κανείς που οι συνθήκες αυτές προκάλεσαν μία ευρεία ποικιλότητα και ένα υψηλό πλούτο της φύσης. Υπάρχει μια πλούσια και θαλερή φύση , μια φύση με την υψηλότερη βιοποικιλότητα στην Ευρώπη, μία φύση που με συγκλονιστικό τρόπο ζωντανεύει τους φυσικούς αλλά και ανθρωπογενείς βιότοπους και τα τοπία. Χιλιάδες πουλιά , μία τεράστια πολυμορφία περνά η ζει στην Ελλάδα.

Μπορεί οι ελληνικές θάλασσες να είναι οι φτωχότερες της φτωχής μεσογείου σε βιομάζα , πλαγκτό και άρα ψάρια , αλλά από την άλλη , λόγω θέσης , οι ελληνικές θάλασσες και μάλιστα το Αιγαίο, είναι το σημείο συνάντησης τριών διαφορετικών θαλάσσιων πανίδων της Μεσογείου με πολλά στοιχεία που έχουν παρεισφρήσει από τον Ατλαντικό , της Μαύρης θάλασσας που διαθέτει πολλά ενδημικά είδη οργανισμών που περνούν μέσα από τα Δαρδανέλλια και του Ινδικού ωκεανού που αγγίζει ίσα ίσα την Μεσόγειο στα ανατολικότερα άκρα της (Λεβαντινική περιοχή), περνώντας μέσα από την διώρυγα του Σουέζ και αποτελείται από τους οργανισμούς εκείνους που οι επιστήμονες ονομάζουν Λεσεψιανούς μετανάστες. Όλα αυτά μαζί , οι λίμνες , τα χιλιάδες χιλιόμετρα ακτών, τα ποτάμια που χύνονται σε διάφορα μέρη της Ελλάδας στην θάλασσα και οι εκβολές τους είναι παράδεισοι από απόψεως βιοποικιλίας ζωής , καθιστούν την Ελλάδα παράδεισο των υδροβίων πτηνών. Αυτό σημαίνει ότι μία τεράστια πολυμορφία πουλιών περνά η ζει στην Ελλάδα

Φέρμα σε μπεκατσίνι Τουρλιά στην όχθη Aυτή η υπέροχη πολυμορφία πουλιών, που αποτελεί για τους κυνηγούς μας ένα αληθινό " μάννα " εξ ουρανού , κατά την εποχή των περασμάτων , δεν είναι ανεξάντλητη . Ο καθένας θα πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι τα υδρόβια πουλιά αποτελούν μια διεθνή κληρονομιά που έχουμε καθήκον να προφυλάγουμε. Αυτός είναι ο ρόλος του κυνηγού , που οφείλει να προσδιορίζει το κυνήγι του , να συμμετέχει στις μελέτες που επιχειρούνται με σκοπό να γνωρίσουμε καλύτερα αυτά τα μυστηριώδη είδη. Αυτό είναι το τίμημα για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε ένα από τα πιο όμορφα κυνήγια.... όπως αυτό πλάι στις λίμνες ,στα ποτάμια και στα έλη κοντά στη θάλασσα.

Είναι γνωστό ότι στον πλανήτη μας υπάρχουν πάνω από 9000 είδη πουλιών και περίπου τα μισά από αυτά δύο φορές τον χρόνο αποδημούν , σε αντίθεση με τα λεγόμενα επιδημητικά που μένουν και φωλιάζουν στον ίδιο τόπο.

Η αποδημία είναι σύμφωνα με τον Pardi 1973
«Ένα φαινόμενο μαζικής μετακίνησης με κατεύθυνση και προσανατολισμό , που έχει σαν αποτέλεσμα (έστω προσωρινά) το πέρασμα από το ένα οικοσύστημα σ' ένα άλλο , με διαφορετικά οικολογικά χαρακτηριστικά».

Στην χώρα μας έχουν καταγραφεί μέχρι σήμερα 423 είδη πουλιών . Από αυτά , τα 260 είδη φωλιάζουν στην Ελλάδα , τα υπόλοιπα είναι αποδημητικά και περνούν από την χώρα μας η σταθμεύουν για λίγο . Άλλα έρχονται εδώ για να ξεχειμωνιάσουν και άλλα εμφανίζονται τυχαία και ακανόνιστα .

Η χώρα μας είναι ένας σημαντικός διάδρομος μετανάστευσης για αρκετά είδη πουλιών , από την Ανατολική κυρίως Ευρώπη , ενώ οι υγρότοποι της Ελλάδος είναι βασικοί για το ξεχειμώνιασμα και τη μετανάστευση των πουλιών που αναπαράγονται στην Β Ευρώπη και τη Ρωσία.

Παπιά σε κανάλι , φωτό Α.Χελάς Kρυφό ποτάμι με πολλά υδρόβια Υγρότοποι , από τις μακρινές εποχές μέχρι σήμερα ο άνθρωπός πάντοτε έβλεπε με μεγάλο φόβο τις ελώδεις περιοχές και τους βάλτους , εξαιτίας των κουνουπιών που είναι οι φορείς της ελονοσίας. Επίσης φοβόταν τα διάφορα μέρη , που κανείς αν δεν γνώριζε καλά τον τόπο μπορούσε να χαθεί και ίσως να χάσει και την ζωή του με πνιγμό , τρύπες , κινητή άμμος , βούρκος κλπ. Αυτός ο απαίσιος όμως τόπος αλλά και τόσο μαγευτικός , εμάς τους κυνηγούς μας τραβάει σαν μαγνήτης, είτε κυνηγάμε με καρτέρι , είτε ψάχνοντας με σκυλιά. Εγώ προσωπικά εξασκώ το κυνήγι με σκυλιά φέρμας και σε ορισμένα επιτρεπόμενα θηράματα .

Το κυνήγι με καρτέρι στα υδρόβια είναι μία άλλη ιστορία που απαιτεί πολλές γνώσεις των θηραμάτων , καιρού και τόπου και δεν είμαι ο κατάλληλος να το αναπτύξω λόγω μερικής γνώσης.

Από εδώ θα ξεκινήσω να σας παρουσιάσω τα πουλιά που κυνηγώ εγώ με τα σκυλιά μου και μερικά άλλα που συχνάζουν στους υγρότοπους, συχωρέστε με για τυχόν λάθη και κάθε διόρθωση-βοήθεια συμπληρωματική είναι ευπρόσδεκτη.





Παρυδάτια πουλιά με κυριότερο χαρακτηριστικό τα μακριά, ψηλά πόδια και τα μακρουλά ράμφη. Το ομορφότερο και ποιό δύσκολο στο κυνήγι είναι το μπεκατσίνι, λόγω της ευαισθησίας του στη φέρμα και στο δύσκολο πέταγμα του ( ονομάζεται και τρελοκουκέτα) για αυτό το πέταγμα. Συχνάζουν συνήθως σε λασποτόπια, ρηχά νερά παραλίες, υγρά λιβάδια κ.λ.π.

Μου αρέσει επίσης να κυνηγώ μαζί με τα μπεκατσίνια και διάφορα παπιά , πάντα με σκυλιά φέρμας, στους όμορφους υγρότοπους της πατρίδας μας τον Χειμώνα και ανάλογα τι καιρό κάνει και θερμοκρασία . Υδρόβια είναι τα νεροπούλια που συναντώνται σε λίμνες, ποτάμια έλη ακόμη και τη θάλασσα. 'Ολα έχουν αδιάβροχο, πυκνό φτέρωμα , μακρύ λαιμό, στενές φτερούγες και κοντά πόδια. Στα υδρόβια περιλαμβάνονται αρκετές ομάδες πουλιών , με κυριότερες όμως τους κύκνους , αγριόχηνες (προστατευόμενα είδη ) καθώς και τις αγριόπαπιες.





To μπεκατσίνι To μπεκατσίνι - Gallinago gallinago Tάξη . Χαραδριόμορφα (Cha radriiformes)
Οικογένεια . Σκλοπακίδαι




















Μπεκατσινι (Gallinago - Gallinago)


Μηδεια φέρμα σε μπεκατσίνι  Ροζα σε φέρμα σε μπεκατσίνι



Καλοβατικό της οικογένειας των σκολοπακίδων. Το μήκος και το βάρος διαφέρει ανάλογα το είδος. Φτέρωμα στα επάνω μέρη καστανοκόκκινο, με οβάλ μαυριδερές βούλες και αστραφτερές πράσινες ανταύγειες στη ράχη και τις ωμοπλάτες.Το κεφάλι με μαύρες γραμμές στα πλάγια . Το ράμφος είναι πολύ μακρύ και σε χρώμα καφέ. Τα μάτια είναι καστανόμαυρα.

Ανάμεσα στους κατοίκους των ποτιστικών λιβαδιών και των βάλτων είναι ο πιο γοητευτικός , τόσο που σου γεννιέται η απορία γιατί να το βάζουν περισσότερο στα βιβλία παρά στο σακίδιο του κυνηγού. Και του έχουν αφιερώσει, από το 1929 μέχρι και ένα όμιλο στο Μιλάνο. Εχει φωνή που δεν σε ξεγελάει. Όταν πετάγεται από την λάσπη ακούγεται ένα πλατάγιασμα που μερικοί το ερμηνεύουν σαν φιλί αποχαιρετισμού στον κυνηγό.

Για το μπεκατσίνι υπάρχουν θαυμάσιες ιστορίες ζωής και γεγονότα που ανακαλύπτουν ξανά την αντιφατική και ανεκπλήρωτη αγάπη του κάθε αληθινού κυνηγού προς αυτό. Γιατί είναι δύσκολο, αφού το έχεις γνωρίσει , να μην αντέξεις στο κάλεσμά του αν και πρέπει να σηκώνεσαι την αυγή, για να πάς να το συναντήσεις. Όπως μια κρυφή αγάπη.
Τα μπεκατσίνια του χειμώνα είναι αυτά που σχεδιάζουν στον αέρα ένα σύνολο μπερδεμένων και αλλόκοτων γραμμών, αραβουργήματα που γι' αυτά είναι σχεδόν πάντα ο δρόμος της σωτηρίας, , εκείνος που η φύση δίδαξε στο είδος , γεμίζοντας τη διαδρομή του με στροφές , με διαδρομή που παράδοξα καταλήγει σε μία νοητή ευθεία γραμμή. Αλλά αυτά είναι τα μπεκατσίνια του χειμώνα , που σε λίγους δίνεται το προνόμιο και η ευκαιρία να τα αποχωρίσουν από τον ουρανό και όταν αυτό συμβαίνει σου φαίνεται σα να έχεις έναν πολύτιμο καρπό.
Τα λεγόμενα αυγουστιάτικα (του Αυγούστου) είναι τόσο ήρεμα που θα έλεγες ότι ανήκουν σε άλλο είδος. Όταν τα τουφεκάς γυρνάνε στο συνηθισμένο μέρος " μουλαρώνοντας", σαν να είναι η μοναδική όαση νερού πάνω στην γη. Η αξία της σιωπής σ' ένα κυνήγι για γνώστες, που προχωρούν αντίθετα στον αέρα για να έχουν περισσότερες ευκαιρίες.

Νιβα φέρμα στα καλάμια Απόρτ Όλεθρου σε παπί Το κυνήγι του είναι δύσκολο και παρέχει πολλές απογοητεύσεις, περπατώντας πρέπει να προχωρήσετε με τον αέρα να παγώνει τον αυχένα και ξυλιάζει την πλάτη , το σκυλί θα ωφεληθεί και το μπεκατσίνι θα έχει την τάση να έρθει προς το μέρος σας.
Το σκυλί πρέπει να έχει σταθερή φέρμα και να γνωρίζει καλά το θήραμα, εάν είναι ικανό το σκυλί, το μπεκατσίνι χαρίζει το δίπλωμα στους Πρωταθλητές αλλά δεν διαλέγει φυλές, εξαρτάται από τα προσόντα του κάθε ατόμου .

Εξερεύνηση γρήγορη και προσεχτική χωρίς να παραμελεί τις ακτές , χωρίς ντορολογήματα και όταν το εντοπίσει, βήματα προσεχτικά σταθερά , χωρίς παφλασμούς του νερού μέχρι την φέρμα. Προσοχή στην απάτη γιατί ο άνεμος είναι συνεργός του και το μπεκατσίνι τον αφήνει να του ανακατεύει τα πούπουλα αλλά και να το παίρνει μακριά σαν να ήταν λεπίδα φωτός, περνάει σαν αστραπή στον αέρα.

.

.






Τάξη . Χηνόμορφα (Anseriformes)
Οικογένεια .Νησσίδαι (Anatidae)


Οι αγριόπαπιες χωρίζονται, γενικά σε δύο κατηγορίες , σε πάπιες επιφανείας ή αφρόπαπιες και σε καταδυόμενες πάπιες η βουτόπαπιες, Πάπιες επιφανείας (Anatinae) - Καταδυτικές πάπιες (Aythinae)

Οι Πάπιες ,υδρόβια, στεγανόποδα , πελεκόραμφα πουλιά της οικογενείας των νησίδων.. Πολυάριθμες ράτσες με διάφορα χρώματα, μεγέθη, φωνή και κατασκευή ράμφους. Το κυνήγι τους όπως το εξασκώ εγώ με σκυλί φέρμας είναι τυχαίο, δηλαδή μέσα στα βούρλα , καλαμιές κυνηγώντας πολλές φορές έχω σηκώσει διάφορα παπιά και μερικές φορές έχουν δεχτεί και φέρμα. Το σκυλί είναι επίσης απαραίτητο στην επαναφορά ειδικά αν είναι το παπί τραυματισμένο.

Διαφορές παπιών επιφανείας και καταδυτικών παπιών

Πάπιες επιφανείας (Anatinae)
Tο πίσω δάκτυλο είναι μικρό χωρίς λοβό. Πόδια τοποθετημένα πιο κοντά προς το μέσο του σώματος τους. Κάτοπτρο πολύχρωμο και φωσφορούχο. Η τροφή τους λαμβάνεται με καταδύσεις του κεφαλιού αλλά σπάνια ολόκληρου του σώματος. Η απογείωση και η προσγείωση τους στο νερό γίνεται κάθετα.

Καταδυτικές πάπιες (Aythinae)
Το πίσω δάχτυλο των ποδιών της έχει λοβό. Τα πόδια τους είναι τοποθετημένα στο πίσω μισό του σώματος τους. Κάτοπτρο λευκό. Τρέφονται βουτώντας μερικά μέτρα κάτω από την επιφάνεια του νερού. Προσγειώνονται και απογειώνονται από την επιφάνεια του νερού αφού διανύσουν μια μικρή απόσταση πάνω σε αυτή.

Γενικά χαρακτηριστικά των χηνόμορφων

Τα είδη που ανήκουν στα χηνόμορφα γεννούν αυγά που δεν έχουν κηλίδες και το χρώμα τους είναι ανοικτό. Οι νεοσσοί μετά την εκκόλαψη τους έχουν ανοικτά μάτια, πλήρες φτέρωμα, είναι σωματικά ανεπτυγμένοι και μπορούν να βαδίσουν ή να κολυμπήσουν την ίδια μέρα. Την ανατροφή των νεαρών αναλαμβάνουν ο ένας ή και οι δύο γονείς. Χαρακτηριστική είναι και η πτήση τους κατά την οποία κρατούν το λαιμό τους τεντωμένο.
Το ράμφος τους είναι μακρύ και πλατύ. Το πάνω μέρος του είναι μακρύτερο από το κάτω και καταλήγει σε μυτερό νύχι. Στα πλάγια των σιαγόνων υπάρχουν κεράτινα ελάσματα. Η γλώσσα τους είναι σαρκώδης και οδοντωτή στα πλάγια.
Τα πόδια είναι τοποθετημένα στο πίσω μέρος του σώματος εκτός από της χήνες που τα πόδια τους είναι στο κέντρο του σώματος τους πράγμα που τους δίνει τη δυνατότητα να βαδίζουν με ευκολία στην ξηρά.
Το φτέρωμα τους είναι αδιάβροχο. Αυτό το πετυχαίνουν με το ελαιώδες έκκριμα ενός αδένα που βρίσκεται στη βάση της ουράς. Με το ράμφος τους το επαλείφουν στα φτερά τους και τα αδιαβροχοποιούν. Καλύπτουν μεγάλες αποστάσεις με μεγάλη ταχύτητα.
Έχουν τα τρία πρώτα δάκτυλα ενωμένα με μεμβράνη σε όλο το μήκος τους ενώ το πίσω είναι ελεύθερο, αυτό το χαρακτηριστικό καθώς και η μεγάλη πλευστότητα που έχουν χάρη στον αέρα που διακρατείται ανάμεσα στα φτερά, τα κάνει πολύ καλούς κολυμβητές, για αυτό και ονομάζονται κολυμβητικά πουλιά.
Είναι είδη μονογαμικά. Τα αρσενικά έχουν πέος και η γονιμοποίηση των θηλυκών γίνεται στο νερό. Σε αντίθεση με τα άλλα πουλιά που το πέος των αρσενικών δεν είναι ορατό και η γονιμοποίηση γίνεται όταν οι αμάρες του ζεύγους έρθουν σε επαφή και πιεστούν μεταξύ τους οπότε το σπέρμα μπαίνει στο άνοιγμα του ωαγωγού. Στις πάπιες μετά την ωοτοκία ή την ανάπτυξη των νεοσσών, το ζευγάρι χωρίζει ενώ στις χήνες και στους κύκνους ο δεσμός του ζευγαριού είναι ισόβιος.
Στις πάπιες στο μέσο των δευτερευόντων φτερών της φτερούγας εμφανίζουν μια πλατιά επιμήκη λωρίδα με διαφορετικούς και φωσφορούχους χρωματισμούς, το λεγόμενο κάτοπτρο, που είναι διαφορετικό μεταξύ των ειδών και μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν διαγνωστικό στοιχείο κατά την αναγνώριση.
Επειδή η διατροφή τους δεν εξαρτάται από την πτητική τους ικανότητα, ρίχνουν ταυτόχρονα όλα τα φτερά που τους δίνουν τη δυνατότητα να πετάξουν(πτερρόρια) και μέχρι την έκπτυξη των νέων καθίστανται ανίκανα να πετάξουν για 2-3 εβδομάδες.
Στα χηνόμορφα η καταστροφή της φωλιάς, κατά τη διάρκεια της ωοτοκίας ή της επώασης ακόμη και αν χαθούν οι νεοσσοί, οδηγεί στην επαναφωλεοποίηση.
Εξαρτώνται από τις συνθήκες του περιβάλλοντος. Αφού όμως αυτές μεταβάλλονται εποχιακά, αναγκάζονται να αναζητούν κατάλληλα περιβάλλοντα με συνεχείς εποχιακές μετακινήσεις σε διάφορα γεωγραφικά πλάτη. Επειδή ζουν σε βόρειες περιοχές αναγκάζονται το χειμώνα που οι συνθήκες γίνονται δυσμενείς να μετακινούνται σε νοτιότερες και θερμότερες περιοχές, για να επανέλθουν την άνοιξη όταν οι ευνοϊκές συνθήκες έχουν αποκατασταθεί.
Η μετακίνηση τους γίνεται κατά σμήνη κινούμενα σε σχήμα Λ. Με το σχηματισμό αυτό εξοικονομούν θερμική ενέργεια, γιατί το ρεύμα του αέρα που δημιουργείται από την πτήση των προπορευόμενων ατόμων βοηθάει τα υπόλοιπα να κινούνται με μεγαλύτερη ευχέρεια, χωρίς να καταναλώνουν μεγάλη θερμική ενέργεια.



Σφυριχτάρι

Σφυριχτάρι (Anas Penelope)

H πάπια που ξεχειμωνιάζει στην χώρα μας κατά τους μεγαλύτερους αριθμούς. Αρκετές δεκάδες χιλιάδες Σφυριχτάρια μετρούνται κάθε χρόνο στον Αμβρακικό κόλπο ενώ είναι κοινή και σε άλλους υγρότοπους . Προτιμά κυρίως ρηχές παράκτιες λιμνοθάλασσες αλλά μικρότεροι αριθμοί απαντώνται σε όλους τους τύπους υγροτόπων. Είναι η Πηνέλωψ των αρχαίων .
Στη διάρκεια του ταξιδιού τους , τα σφυριχτάρια πετούν σχηματίζοντας ευθείες γραμμές . Βόσκουν στα ρηχά νερά η και στα γύρω λιβάδια ενώ συχνά αναπαύονται στη θάλασσα όταν ενοχλούνται κατά την διάρκεια της ημέρας. Το αρσενικό σφυρίζει ένα ψηλό «ουιου» ενώ το θηλυκό αποκρίνεται με τη βαθιά και μουρμουριστή φωνή του.

Βιότοπος
Προτιμά ανοιχτά και απλωμένα ρηχά νερά μέτριας ποιότητας, ούτε ευτροφικά ούτε και ολιγοτροφικά, με επαρκή βυθισμένη ή επιπλέουσα βλάστηση όχι όμως πυκνή. Χρησιμοποιεί πολύ καλή κάλυψη για τη φωλιά του σε δασωμένες εκτάσεις κωνοφόρων ή πλατύφυλλων, όπως οι στέπες. Το χειμώνα προτιμάει βιότοπους στην ωκεάνια ζώνη. Πεδινές περιοχές ή παραθαλάσσιες κυρίως κατά μήκος ρηχών ακτών. Επίσης απαντάται σε βαλτώδεις περιοχές, μικρές λίμνες και πλημμυρισμένα χορτολίβαδα.

Μεταναστεύσεις
Είναι είδος μεταναστευτικό εκτός από μερικούς πληθυσμούς στη δυτική Ευρώπη.
Από δακτυλιώσεις δείχθηκε ότι τα σφυριχτάρια που ξεχειμωνιάζουν στην Ελλάδα έρχονται από τη δυτική και κεντρική Σιβηρία και φτάνουν μέχρι τη βόρεια Αφρική (Τυνησία).

Τροφή
Είναι είδος κυρίως χορτοφάγο και τρέφεται με φύλλα, βλαστούς, βολβούς και ριζώματα, επίσης με κάποιους καρπούς και περιστασιακά με ζωική τροφή.
Την τροφή τους τη συλλέγουν στο έδαφος βόσκοντας ή από την επιφάνεια του νερού, σπάνια βουτώντας το κεφάλι με το λαιμό.
Είναι είδος ισχυρά αγελαίο εκτός περιόδου αναπαραγωγής, συχνά τρέφεται σε μεγάλα κοπάδια και πολλές φορές μαζί με άλλα είδη πάπιας.

Κοινωνική συμπεριφορά- αναπαραγωγή
Τα ζευγάρια είναι κατανεμημένα κανονικά σε τυπικούς βιότοπους, όπως αραιά δάση κοντά σε γλυκά νερά.
To μέγεθος της περιοχής ενδημίας ποικίλει. Πολλά ζευγάρια δείχνουν τοπικιστικό χαρακτήρα ενώ άλλα ταξιδεύουν αρκετά για να φτάσουν στις περιοχές τροφοληψίας. Αυτό εξαρτάται από τα διαθέσιμα τροφής.
Η φωνή διαφέρει ανάμεσα στα αρσενικά και τα θηλυκά.
Η έναρξη της ωοτοκίας τοποθετείται στα μέσα Απριλίου με μέσα Μαίου. Τη φωλιά τη φτιάχνει στο έδαφος με κάλυψη από χόρτα η θάμνους, κοντά στο νερό ή σε αποστάσεις μέχρι 250 μέτρα. Δεν είναι είδος αποικιακό αλλά οι φωλιές μπορεί να έχουν απόσταση μεταξύ τους μέχρι 5 μέτρα. Η φωλιά έχει μικρό βάθος και είναι στρωμένη με χόρτα, φύλλα και μικρά κλαδιά. Γεννάει 8-9 αυγά, χρώματος κρεμ η ξεθωριασμένα και γυαλιστερά. Η επώαση διαρκεί 24-25 ημέρες. Τα νεαρά είναι έτοιμα να πετάξουν στην ηλικία των 40-45 ημερών.









Καπακλής Φλυαρόπαπια - Καπακλής (Ana strepera)

Ο Καπακλής είναι από τα λίγα είδη πάπιας που στο αρσενικό απουσιάζει ο λαμπρός χρωματισμός. Έτσι και τα δύο φύλα θυμίζουν από μακριά θηλυκιά Πρασινοκέφαλη, όμως σε μια δεύτερη ματιά , θα διακρίνουμε τα λευκά σημάδια στη βάση των φτερούγων που φαίνονται ακόμη καλύτερα όταν τα πουλιά πετούν. Αναπαράγεται σε υγρότοπους γλυκού με πλούσια βλάστηση. Τον ίδιο βιότοπο προτιμά και το χειμώνα και γι' αυτό σπάνια εμφανίζεται στη θάλασσα.

Η Φλυαρόπαπια είναι ένα ακόμα είδος από τα καταδυτικές αγριόπαπιες αρκετά διαδεδομένο στην Ευρώπη αλλά και σε ορισμένες περιοχές της χώρας μας. Στην χώρα μας απαντάται με μια σειρά από τοπικές ονομασίες με πιο γνωστές αυτές όπως γαλάνι ή την περισσότερο γνωστή καπακλής. Οι Φλυαρόπαπια είναι κατά κύριο λόγω μεταναστευτικό είδος με μια αρκετά μεγάλη γεωγραφική εξάπλωση παγκοσμίως. Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού βρίσκονται κυρίως στο βόρειο ημισφαίριο, Ευρώπη, Ασία και Βόρεια Αμερική, ενώ τον χειμώνα μεταναστεύουν στο νότιο ημισφαίριο, Αφρική, νότια Αμερική κλπ.
Βασικότεροι μεταναστευτικοί σταθμοί των Φλυαρόπαπιων στην Ευρώπη, με συγκέντρωση πολύ μεγάλων και εντυπωσιακών αριθμών είναι, ο Ροδανός (Camargue) ποταμός στη Γαλλία και το Coto Doρana στην Ισπανία.

Tο αρσενικό έχει έναν σχετικά ασυνήθιστο για αρσενική αγριόπαπια μονότονο γκρίζος-καφετί χρωματισμό στο φτέρωμά του, που διακόπτεται μόνο από τα ολόμαυρα οπίσθια του και ένα λευκό μπάλωμα που δημιουργείται από τα δευτερεύοντα φτερά του, καθώς επίσης και από τον ολόασπρο καθρέφτη του ο οποίος είναι αρκετά εμφανή κατά την πτήση ή την ανάπαυση του. Το στήθος του διατηρεί τον καφετί χρωματισμού του γενικότερου συνόλου, ενώ η κοιλία του είναι άσπρου χρώματος. Οι γλουτοί όπως και παραπάνω είπαμε είναι μαύρου χρώματος, ενώ ο καθρέφτης έχει ένα λαμπερό άσπρο χρώμα. Το ράμφος του είναι μαύρο, ενώ τα πόδια τους έχουν ένα κίτρινο-πορτοκαλί χρωματισμό.
Κατά την περίοδο της πτερόροιας ομοιάζει αρκετά με το θηλυκό. Τα θηλυκά έχουν ένα σχεδόν μονότονο θαμπό καφετί-γκρίζο χρώμα, όπως και οι περισσότερες από τις θηλυκές αγριόπαπιες. Ένα χρώμα εξαιρετικά λειτουργικό το οποίο αποτελεί εξαιρετικό καμουφλάζ κατά το διάστημα της εκκόλαψης και ανατροφής των νεοσσών. Μοιάζουν παρά πολύ με την θηλύκια Πρασινοκέφαλη, με μοναδικές διαφορές τους το σκουρότερο πορτοκαλί ράμφος τους, το μικρότερο μέγεθος τους, και την έλλειψη εντόνου καθρέφτη. Το ράμφος του θηλυκού είναι γκριζωπό με πορτοκαλί άκρες. Οι νεοσσοί έχουν ανάλογο χρωματισμό με αυτών των θηλυκών.

Αναπαραγωγή: Η εποχή ζευγαρώματος για τις Φλυαρόπαπιες ξεκίνα γύρω στις αρχές Μαΐου. Στο ξεκίνημα της εποχή της αναπαραγωγής μεγάλες ομάδες αρσενικών θα επιδοθούν σε επίγεια αλλά και εναέρια ανεύρεση θηλυκών. Πολλές φορές θα δούμε διάφορες ομάδες αρσενικών οι οποίες κολυμπούν γύρω γύρω σε μικρούς κύκλους, καλώντας και σπρώχνοντας το ένα το άλλο. Συχνά, αλλά όχι πάντα, στο κέντρο ενός τέτοιου κύκλου θα υπάρχει ένα θηλυκό. Τα αρσενικά θα επιδοθούν σε ένα τελετουργικό καλέσματος του θηλυκού επιδεικνύοντας τα μαύρα οπίσθια τους, βουτώντας στο νερό και ανασηκώνοντας την ουρά τους επιδεικνύοντας τον άσπρο καθρέφτη τους, καθώς επίσης και με κάποιες ακροβατικές πτήσεις ερωτοτροπίας.
Η φλυαρόπαπια είναι μονογαμικό είδος και θα επιλέξει για να αναπαραχθεί υδροβιότοπους γλυκού νερού όπως λίμνες, έλη, καθώς και διάφορα νησιά εντός των λιμνών. Περιστασιακά θα επιλέξει και κάποιες θαμνώδεις περιοχές μακριά από το περιοχές με νερό. Το θηλυκό χτίζει τη φωλιά του σε κάποιο καλά καλυμμένο σημείο με ψηλή βλάστηση, όπως καλαμιώνες. Η φωλιά αποτελείται από τη βλάστηση που βρίσκετε στην τριγύρω περιοχή και το θηλυκό συνεχίζει να την «επισκευάζει» ακόμα και κατά την διάρκεια της επώασης των αυγών.
Οκτώ έως 11 άσπρα αυγά γεννιούνται, και επωάζονται από το θηλυκό για 24 έως 27 ημέρες. Το αρσενικό θα εγκαταλείψει το θηλυκό περίπου στο μέσω της περιόδου επώασης. Αφότου εκκολάπτουν οι νεοσσοί, η θηλύκια θα οδηγήσει τους νεοσσούς στο νερό όπου θα ψάξουν για νεκρά έντομα στην επιφάνεια του. Οι νεοσσοί θα είναι έτοιμοι για την πρώτη τους πτήση μετά από 48 έως 56 ημέρες.

Συμπεριφορά: Η φλυαρόπαπια είναι ένα πουλί που συνήθως το συναντούμε σε μεγάλους και ανοιχτούς υδροβιότοπους. Είναι μια αγριόπαπια κατάδυσης και όπως αυτό δηλώνει θα αναζητήσει την τροφή της καταδυόμενη. Κατά την αναζήτηση της τροφής της θα βουτήξει το μπροστινό μισό του σώματος της, ενώ το υπόλοιπο μισό και η ουρά θα είναι έξω από το νερό. Έχουν γρήγορο πέταγμα και είναι επίσης ικανότατοι κολυμβητές και άριστοι δύτες. Όταν κοιμούνται έχουν ανάλογη συμπεριφορά με τα άλλα είδη παπιών. Όπως το να κοιμούνται όρθια με το ράμφος τους πλαγιασμένο επάνω στα πίσω φτερά τους. Δεν είναι και τόσο κοινωνικό είδος όπως άλλα είδη αγριόπαπιων, εκτός από την εποχή αναπαραγωγής τους, οπούς όπως και παραπάνω είπαμε, μικρά κοπάδια κυρίως από αρσενικά δημιουργούνται με σκοπό την ανεύρεση θηλυκών. Είναι αρκετά ήρεμο και ήσυχο είδος, η κλήση του αρσενικού έχει την μορφή ενός βραχνού σφυρίγματος, ενώ το θηλυκό έχει την ίδια σχεδόν κλήση με την θηλυκιά Πρασινοκέφαλη.

Σίτισης: Η
διατροφή της Φλυαρόπαπιας αποτελείται από χόρτα, διάφορα υδρόβια φυτά, σπόρους, καθώς και διάφορους καρπούς. Συμπληρώνεται συχνά με τα υδρόβια ασπόνδυλα, και περιστασιακά τα μικρά σπονδυλωτά. Το χειμώνα, η διατροφή αποτελείται κατά ένα μεγάλο μέρος της από υδρόβια φυτά και φύκια. Η σίτιση των νεοσσών κατά το πρώτο διάστημα της ζωής τους αποτελείται κυρίως από έντομα και ασπόνδυλα και αργότερα με σπόρους και διάφορα φυτά. Βιότοπος: Ο Βιότοπος της Φλυαρόπαπιας είναι κυρίως οι μεγάλοι ανοιχτοί υδροβιότοποι συχνά καλυμμένη με βλάστηση, όπως λίμνες γλυκού νερού, παράκτια έλη με τη έντονη βλάστηση και εκβολές ποταμών. Προτιμά τις περιοχές με την άφθονη βλάστηση γύρω από το νερό και πολύ σπάνια τις συναντούμε σε περιοχές με μεγάλα υψόμετρα ή την θάλασσα.

Διάφορα: Ο ευρωπαϊκός πληθυσμός των Φλυαρόπαπιων έχει υπολογιστεί στα 25-30 χιλιάδες ζευγάρια. Είναι ένα από τα λίγα είδη παπιών των οποίων ο βορειοαμερικανικός πληθυσμός έχει αυξηθεί απ’ την δεκαετία του '50.

Εχθροί: Βασικοί εχθροί τους είναι τα περισσότερα από τα φτερωτά αρπακτικά όπως, τα γεράκια, οι κουκουβάγιες, οι μπούφοι και οι αετοί. Επίσης μεγάλες απώλειες προκαλούν ιδιαίτερα στα αυγά και τους νεοσσούς και διάφοροι άλλοι καιροσκόποι θηρευτές όπως, οι κουρούνες, οι γλάροι οι κίσσες, οι αλεπούδες οι ασβοί κλπ. Βασικότερος όμως όλων, είναι η σχεδόν δραματική συρρίκνωση των πρωταρχικών βιοτόπων τους.


Κιρκίρι (Anas crecca)

Κιρκίρι Η μικρότερη πάπια της Ευρώπης. Έρχεται στην πατρίδα μας για να ξεχειμωνιάσει σε όλη τη χώρα σε ρηχούς υγρότοπους και πλημμυρισμένες περιοχές . Κρύβεται ανάμεσα στην βλάστηση στις όχθες των ποταμών , υγρότοπων η παραμένει σε πυκνά κοπάδια στα ανοιχτά νερά στο κέντρο μεγάλων λιμνών περιμένοντας το βράδυ για να πάει στα υγρά χωράφια και να τραφεί. Ένα από τα θηράματα που συναντώ περισσότερο με τα σκυλιά φέρμας σε ανοικτές εκτάσεις με νερό , δέχονται και φέρμα καλή αν είναι σε πυκνό. Σήμα κατατεθέν και των δύο φύλων είναι μια πλατιά ταινία που ξεπροβάλλει από την καστανωπή φτερούγα και χάρη στην αντίθεση του πράσινου στο ανοικτό καφέ , λειτουργεί σαν οπτικό σήμα και βοηθά το κοπάδι στο ταξίδι. Τα κιρκίρια πετούν σε πυκνά σμήνη και χαμηλά , χωρίς σταθερό σχηματισμό. Επίσης είναι λαλίστατα πουλιά .

Aπό τα πιο συνηθισμένα , όμορφα και μικρά παπιά που συναντώ στο κυνήγι μου με τα σκυλιά. Δέχονται καλή φέρμα , αλλά αν είναι φοβισμένα φεύγουν μακριά με ένα διαβολεμένο τρόπο.
Έχουν και αυτά την συνήθεια της μπεκάτσας να συχνάζουν στα ίδια μέρη. Αν πάρεις σε ένα μέρος ένα κιρκίρι να ξέρεις ότι , αν ξαναπάς την άλλη μέρα ή μετά από 2-3 ημέρες θα βγάλεις και άλλο από τον ίδιο τόπο και αυτό επαναλαμβάνεται κάθε χρονιά.


Βιότοπος
Απαντάται σε μικρής έκτασης ανοικτούς ή απομονωμένους βιότοπους, τεχνητές λιμνούλες, λιμνοθάλασσες, πλατώματα ποταμών, ποτάμια με ήρεμη ροή και άλλες συγκεντρώσεις νερών, οι οποίες συνήθως αποτελούν μέρος ενός ευρύτερου υγροτόπου όπως λίμνες και ποτάμια συστήματα. Ειδικότερα προτιμάει κοιλάδες με μικρά ποτάμια ανάμεσα σε δάση. Συχνά απαντώνται και σε σημεία με νερό μακριά από ευρύτερους υγροτόπους. Η ύπαρξη αρκετής βλάστησης καθώς και η σκίαση από μεγάλα δέντρα προτιμάται ιδιαίτερα.
Κατά τη μετανάστευση ή το χειμώνα τα βρίσκουμε σε ανοιχτούς βιότοπους όπως ρηχές παραλίες με παλιρροιακά νερά, πλατιές εκβολές ποταμών, βάλτους, λιμνοθάλασσες σε υφάλμυρα ή αλμυρά νερά, πλημμυρικά νερά καθώς και τεχνητές λίμνες και φράγματα.

Μεταναστεύσεις
Μεταναστευτικό είδος, σε ελάχιστες περιοχές και σε μικρούς αριθμούς παρουσιάζει ενδημικό χαρακτήρα.
Οι πληθυσμοί από την κεντροδυτική Ρωσία και την Ουκρανία ακολουθούν τον μεταναστευτικό αεροδιάδρομο που περνάει από τα Βαλκάνια την Ελλάδα και τη δυτική Τουρκία. Τα φθινοπωρινά περάσματα αρχίζουν τον Ιούλιο και είναι τα ζευγάρια που δεν αναπαράχθηκαν. Το μέγιστο της μετανάστευσης παρατηρείται τον Οκτώβριο- Νοέμβριο. Οι επιστρόφιες μεταναστεύσεις αρχίζουν στα τέλη Φεβρουαρίου μέχρι τον Απρίλιο.

Τροφή-αναπαραγωγή
Είναι είδος που τρέφεται κυρίως τη νύχτα και είναι παμφάγο. Τρέφεται περπατώντας αργά, φιλτράροντας τη λάσπη με το ράμφος ή σε μερικά εκατοστά βάθος νερού κολυμπώντας με το κεφάλι και το λαιμό κάτω από το νερό. Επίσης συλλέγει την τροφή από την επιφάνεια του νερού.
Είδος αγελαίο σχηματίζει κοπάδια 30-40 ατόμων αλλά συνηθισμένα είναι και κοπάδια με 100 και παραπάνω. Τα ζευγάρια σχηματίζονται μέσα στα κοπάδια κατά τη διάρκεια του χειμώνα.
Η έναρξη της ωοτοκίας τοποθετείται στα μέσα Απριλίου με μέσα Ιουλίου ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος. Φτιάχνει τη φωλιά του στο έδαφος με κάλυψη από ψηλά χόρτα ή θάμνους. Επίσης την κατασκευάζει σε τούφες από χόρτα μέχρι και 50 cm ύψος από το έδαφος.
Δεν είναι είδος αποικιακό αν και έχουν βρεθεί φωλιές σε απόσταση 1 μέτρο μεταξύ τους. Δεν φτιάχνει τη φωλιά του ποτέ μακριά από το νερό. Τα αυγά είναι κιτρινωπά- άσπρα. Γεννάει 8-11 τα επωάζει 21-23 ημέρες και οι νεοσσοί μπορούν να πετάξουν μετά από 25-30 μέρες.





Πρασινοκέφαλο Πρασινικέφαλη (Anas platyrhynchos)

Eίναι η πιο τυπική πάπια , από την οποία κατάγεται και η κατοικίδια. Παίρνει το όνομα της από την εμφάνιση του αρσενικού, το οποίο έχει γυαλιστερό πράσινο κεφάλι με στενό , λευκό κολάρο. Φωλιάζει σε πολλούς υγρότοπους της πατρίδας μας, ενώ τον χειμώνα καταφτάνουν και άλλες από Βορρά. Η πρασινοκέφαλη πετάει γρήγορα και τρέφεται με υδρόβια φυτά , βατράχια , ψάρια , σκουλήκια.

Πολλές φορές έχω συναντήσει πρασινοκέφαλα στα μέρη που κυνηγώ μπεκατσίνια, τις περισσότερες φορές σηκώνονται μακριά από εμένα , αλλά και πολλές φορές παίρνω φέρμα , ειδικά όταν το μέρος είναι καλαμιά η πυκνό.

Είναι πολύ ωραίο να βλέπεις το σκυλί να ακολουθεί την μυρωδιά του παπιού που κολυμπάει ανάμεσα στα καλάμια και να φερμάρει μέσα στο νερό. Το παπί το δέχεται το σκυλί τις περισσότερες φορές σε μία απόσταση 5-7 μέτρων και συνεχίζει να κολυμπά πάντα έχοντας πάνω του την προσοχή του. Αν το σκυλί το ζορίσει τότε σηκώνεται και αν ο κυνηγός είναι σε απόσταση βολής, τότε έχουμε πολύ ωραίες τουφεκιές και ακόμη ωραιότερο απόρτ...
Κάτι τέτοιες στιγμές είναι που κάνουν το κυνήγι με σκυλί φέρμας των υδροβίων όμορφο και αξέχαστο.
Επίσης το συγκεκριμένο πουλί το έχω συναντήσει στις όχθες ποταμών , σε σημεία που τα νερά τους είναι ήσυχα, κυνηγώντας μπεκάτσα και με έχει δεχθεί τα σκυλιά και εμένα τόσο κοντά, ώστε να χτυπηθεί με 9-10 διασποράς, αυτό έχει συμβεί πολλές φορές .
Αλλες φορές έχει περάσει σε μικρά κοπαδάκια των 2-5 πουλιών πάνω από το κεφάλι μου, πάλι όταν κυνηγώ στις όχθες ποταμών , ειδικά αν υπάρχουν ψηλά δέντρα στην όχθη.

Βιότοπος
Προσαρμόζεται σε ένα εξαιρετικά ευρύ πεδίο βιοτόπων. Ζει κοντά σε στάσιμα ή ρέοντα νερά καθώς και σε υφάλμυρα, σε εκβολές ποταμών, σε λίμνες και ακτές με ρηχά νερά και νησίδες. Δείχνει προτίμηση σε υδρόβια βλάστηση από καλάμια και υδροχαρή δένδρα. Τη συναντάμε σε ανοιχτούς υγροτόπους με λάσπη , πηγές, αρδευτικά κανάλια, ποτάμια κτλ.
Γενικά προτιμάει βάθος νερού μέχρι 1 μέτρο για να τρέφεται και μερικών μέτρων βάθος για να ξεκουράζεται.
Κυρίως ζει σε μικρά υψόμετρα αλλά περιστασιακά βρίσκονται και σε μεγάλα υψόμετρα πάνω από 2000 μέτρα. Γενικά αποφεύγει υγροτόπους χωρίς φυτική κάλυψη και με μεταβαλλόμενη στάθμη νερού, καθώς και υγροτόπους που είναι ολιγοτροφικοί ή με πετρώδη, βραχώδη και αμμώδη βυθό. Είναι η πιο ανθεκτική πάπια στην ανθρώπινη παρουσία ή παρόμοιες ενοχλήσεις, καθώς και η πιο προσαρμόσιμη στις διακυμάνσεις της τροφής.

Μεταναστεύσεις
Είναι είδος κυρίως μεταναστευτικό, αλλά μερικοί πληθυσμοί περιστασιακά είναι ενδημικοί. Στην Ελλάδα παραμένει και αναπαράγεται ικανός αριθμός κυρίως σε υγροτόπους της βόρειας Ελλάδας.
Εκτεταμένες δακτυλιώσεις έχουν δείξει διάφορους αεροδιάδρομους μετανάστευσης, που ακολουθεί καθώς και επικαλυπτόμενες περιοχές διαχείμανσης από διαφορετικούς πληθυσμούς.

Τροφή
Είδος παμφάγο και ευκαιριακό, με ευρύ πεδίο τροφής και μεθόδων τροφοληψίας, τα οποία εξαρτώνται από το βιότοπο, την εποχή και τη διαθεσιμότητα της τροφής. Τρέφεται στο νερό επιπλέοντας ή κολυμπώντας, φιλτράροντας το νερό με το ράμφος της.
Είναι δυνατόν να καταδυθούν πράγμα που κάνουν περιστασιακά τα ενήλικα, ενώ τα νεαρά συχνότερα. Τρέφονται και σε χωράφια όπως οι χήνες και τα σφυριχτάρια. Δαγκώνουν, κόβουν και καταπίνουν κομμάτια καρπών και βολβών, που δεν μπορούν να καταπιούν ολόκληρα (πχ πατάτες). Η διατροφή τους περιλαμβάνει και ασπόνδυλα. Τα νεαρά και περιστασιακά τα ενήλικα συλλαμβάνουν έντομα στον αέρα.

Κοινωνική συμπεριφορά- αναπαραγωγή
Είναι είδος αγελαίο. Τον περισσότερο καιρό ζει σε κοπάδια τα οποία αποτελούνται από μερικές δεκάδες μέχρι εκατοντάδες άτομα.
Τα μεταναστευτικά ταξιδεύουν σε κοπάδια, τα οποία την άνοιξη αποτελούνται κυρίως από ζευγάρια. Το σπάσιμο των κοπαδιών ξεκινάει το Φεβρουάριο, κυρίως τους ήπιους χειμώνες, για να διαλυθούν τελείως το Μάρτιο. Κάθε ζευγάρι κατοχυρώνει μεγάλες περιοχές, το μέγεθος των οποίων εξαρτάται από την απόσταση από τη θέση φωλεωποίησης και τις θέσεις τροφοληψίας. Μέσα σε αυτές τις περιοχές το αρσενικό αμύνεται τη χωροκράτια του.
Η έναρξη της ωοτοκίας τοποθετείται από το Μάρτιο μέχρι και το Μάιο, ανάλογα με την περιοχή. Η θέση της φωλιάς ποικίλει, την φτιάχνει συνήθως στο έδαφος με περιφερειακή κάλυψη, κάτω από μεγάλες πέτρες, σε δένδρα τα κλαδιά των οποίων σχηματίζουν εξέδρες στο νερό ή σε φωλιές φτιαγμένες από ανθρώπους.
Δεν είναι είδος αποικιακό αλλά μερικές φορές παρατηρούνται φωλιές που απέχουν μεταξύ τους 1 μέτρο.
Η φωλιά είναι ρηχή, στρωμένη με φύλλα, χόρτα ή μικρά κλαδιά. Τα αυγά είναι γκριζοπράσινα και γυαλιστερά. Γεννάει 9-13 αυγά. Τα επωάζει 27-28 μέρες. Τα νεαρά είναι έτοιμα να πετάξουν σε ηλικία 50-60 ημερών.



Ψαλίδα Ψαλίδα (Anas acuta)
Αρκετά μεγάλη, κομψή και λεπτή πάπια με το χαρακτηριστικό μεγάλο λαιμό. Παίρνει το όνομα της από τα δύο μακριά χαρακτηριστικά φτερά τα οποία είναι μυτερά και εξέχουν από την ουρά του αρσενικού και την κάνουν να φαίνεται σουβλερή. Μεταναστευτικό πουλί , έρχεται το χειμώνα και απλώνεται σε όλους σχεδόν τους υγρότοπους της χώρας. Προτιμά την ακροθαλασσιά ενώ φωλιάζει στις αμμοθίνες, τα έλη και τις νησίδες λιμνών.

Βιότοπος
Δείχνει ιδιαίτερη προτίμηση για ρηχούς εκτεταμένους υγροτόπους και πεδινές χορτολιβαδικές εκτάσεις. Προτιμάει ευτροφικούς βιότοπους. Λόγω των προτιμήσεων της, αντιμετωπίζει τον κίνδυνο της εξαφάνισης των βιοτόπων της, λόγω της αποστράγγισης των πλημμυρικών και λιμναζόντων νερών. Το χειμώνα προτιμάει ρηχούς υγροτόπους στις ακτές θαλασσών, εκβολές ποταμών και πλημμυρισμένα δέλτα.

Μεταναστεύσεις
Είναι είδος κυρίως μεταναστευτικό. Οι πληθυσμοί οι οποίοι αναπαράγονται στο Μπελαρούς και τη Ρωσσία, μέχρι ανατολικά της δυτικής Σιβηρίας, ξεχειμωνιάζουν στις μεσογειακές χώρες όπως Ελλάδα και Ιταλία, μέχρι τη βόρεια Αφρική. Νωρίς τον Αύγουστο σημειώνονται τα πρώτα περάσματα στην Ευρώπη με μέγιστο στα μέσα Σεπτεμβρίου και το Νοέμβριο. Μετακινήσεις λόγω δυσμενών καιρικών συνθηκών είναι σύνηθες φαινόμενο κατά τη διάρκεια του χειμώνα.
Οι επιστρόφιες μετακινήσεις στους χώρους αναπαραγωγής ξεκινούν το Φεβρουάριο από τη βόρεια Αφρική και μέχρι τα μέσα Μαρτίου από την Ευρώπη και φτάνουν στους χώρους αναπαραγωγής το Μάιο. Οι αεροδιάδρομοι που προτιμά να ακολουθεί τείνουν να είναι κατά μήκος ακτών, με μικρότερες παρατηρήσεις σε νησιά.

Τροφή
Τρέφεται με μια ποικιλία φυτικών και ζωικών ειδών τα οποία περιέχονται σε βάθος 10-30 εκατοστά στη λάσπη ή στο νερό. Τρέφεται βουτώντας το κεφάλι και το λαιμό στο νερό ή τη λάσπη. Ο μακρύς λαιμός της δίνει πλεονέκτημα έναντι των άλλων παπιών(Anas) στο να ανευρίσκει τροφή στο βυθό. Περιστασιακά καταδύεται για ανεύρεση τροφής. Επίσης τρέφεται στο έδαφος μαζεύοντας χόρτα ή σκαλίζοντας τρωει βολβούς και ριζώματα.

Κοινωνική συμπεριφορά- αναπαραγωγή
Τη μεγαλύτερη διάρκεια του έτους είναι αγελαίο είδος. Τα κοπάδια είναι συνήθως μικρά, αλλά παρατηρούνται και μεγάλα σε αρκετά εκτεταμένους υγροτόπους. Αργά το καλοκαίρι και το φθινόπωρο τα δύο φύλλα τείνουν να σχηματίζουν ξεχωριστά κοπάδια, τα οποία σμίγουν κατά τη διάρκεια του χειμώνα, οπότε αρχίζουν να σχηματίζονται τα ζευγάρια. Μετά τα μέσα του χειμώνα τα κοπάδια αποτελούνται από ζευγάρια κυρίως και μερικά γκρουπ αζευγάρωτων αρσενικών.
Η έναρξη της ωοτοκίας τοποθετείται στα μέσα Απριλίου. Τη φωλιά τη φτιάχνει στο έδαφος, σε χαμηλή βλάστηση και μερικές φορές κάτω από θάμνους. Τη φτιάχνει κοντά στο νερό, αλλά αποστάσεις μέχρι 200 μέτρα από αυτό δεν είναι ασυνήθιστες. Έχουν παρατηρηθεί φωλιές και μέχρι 1-2 χιλιόμετρα από το νερό. Δεν είναι αποικιακό είδος αλλά οι φωλιές είναι δυνατόν να απέχουν 2-3 μέτρα. Γεννάει 7-9 αυγά, κιτρινόασπρα ή μερικές φορές κιτρινοπράσινα. Η διάρκεια της επώασης είναι 22-24 ημέρες. Οι νεοσσοί είναι έτοιμοι να πετάξουν στην ηλικία των 40-45 ημερών.






Σαρσέλα

Σαρσέλα (Anas querquedula)

Είναι το μόνο είδος πάπιας που αφήνει εξ' ολοκλήρου την Ευρώπη το χειμώνα για να ξεχειμωνιάσει στην Αφρική, νότια της Σαχάρας. Την άνοιξη γυρίζει πίσω και απαντάται σε πολλούς υγρότοπους τον Μάρτιο και τον Απρίλιο. Φωλιάζει στην Β Ελλάδα και Δ Ελλάδα και εγκαταλείπει τη χώρα μας τον Αύγουστο. Η αρσενική σαρσέλα έχει μια χαρακτηριστική λευκή γραμμή , σαν τόξο , που ξεκινάει από το μάτι και φτάνει στο σβέρκο. Πετάει πολύ γρήγορα κι ευκίνητα. Τρέφεται με φυτά και ζωική τροφή. Προτιμάει τα έλη , τα δέλτα των ποταμών και γενικά τους ρηχούς υγρότοπους.

Βιότοπος
Διαφέρει από τα υπόλοιπα είδη του γένους διότι είναι ολοκληρωτικά μεταναστευτική. Όλος ο πληθυσμός μετακινείται αλλάζοντας βιότοπους ανάλογα με την εποχή. Προτιμάει καλά προστατευμένα, ρηχά, γλυκά νερά τα οποία εναλλάσσονται με χορτολιβαδικές εκτάσεις, πλημμυρικά νερά ή αλλού είδους υγροτόπους με αρκετή βλάστηση υδρόβια και μη η οποία όμως να μην είναι πολύ πυκνή και με μεγάλο ύψος.
Οι βιότοποι εκτός της αναπαραγωγικής περιόδου είναι παρόμοιοι, αλλά χρησιμοποιούνται και πιο εκτεθειμένοι και φτωχοί υγροβιότοποι όπως μικρές λίμνες, φράγματα, αποστραγγιστικά κανάλια κτλ

Τροφή-κοινωνική συμπεριφορά-αναπαραγωγή
Τρέφεται με φυτική και ζωική τροφή. Συλλέγει την τροφή ενώ κολυμπάει, με το κεφάλι κάτω από το νερό και λιγότερο από την επιφάνεια.
Είναι είδος αγελαίο εκτός της περιόδου της αναπαραγωγής. Σχηματίζει κοπάδια με λίγα ή πολλά άτομα. Τα περισσότερα ζευγάρια σχηματίζονται το χειμώνα, ενώ τα υπόλοιπα σχηματίζονται στα μέσα της άνοιξης στις περιοχές αναπαραγωγής.
Αρχίζει την ωοτοκία στο δεύτερο μισό του Απριλίου. Φτιάχνει τη φωλιά στο έδαφος σε χαμηλή βλάστηση, συνήθως κοντά στο νερό και μέχρι 20 μέτρα μακριά από αυτό. Τα αυγά είναι ελαφρώς κίτρινα (αχυρένια) ή ελαφρώς καστανά. Γεννάει 8-9 αυγά και τα κλωσάει 21-23 μέρες. Τα νεαρά πετούν στις 35-40 μέρες.



Χουλιαρόπαπια Χουλιαρόπαπια (Anas clypeata)

Έχει μεγάλο ράμφος σαν σπάτουλα που την κάνει να ξεχωρίζει από τις άλλες πάπιες. Φωλιάζει σπάνια στην χώρα μας. Αντίθετα , αρκετές χουλιαρόπαπιες έρχονται το χειμώνα η περνούν από την πατρίδα μας κατά την μετανάστευση. Το πολύ χαρακτηριστικό ράμφος της την βοηθάει να συλλέγει την τροφή της από το νερό, δηλαδή φυτοπλαγκτόν και ζωοπλαγκτόν. Φωλιάζει στο έδαφος, ανάμεσα στους θάμνους .

Βιότοπος
Απαντώνται σε πεδινές εκτάσεις, σε ρηχούς αλλά μόνιμους υγρότοπους με καλή παραγωγικότητα. Χωρίς να είναι αρκετά εκτεταμένοι. Προσελκύονται από ριζοχώραφα, από χωράφια εμπλουτισμένα με κοπριά, καθώς και από χωράφια πλημμυρισμένα κατά τόπους.

Μεταναστεύσεις- τροφή
Είναι είδος περισσότερο μεταναστευτικό. Οι πληθυσμοί από την Ανατολική Ρωσία και τη Σιβηρία, ακολουθώντας τη ροή του Βόλγα, καταλήγουν στη Μεσόγειο. Τα κυριότερα περάσματα παρατηρούνται το Σεπτέμβριο με Οκτώβριο.
Είναι είδος παμφάγο. Τρέφετε κυρίως με πλαγκτονικά καρκινοειδή μικρά μαλάκια, έντομα, λάβρες, καρπούς και φυτά. Την τροφή τους τη συλλέγουν κολυμπώντας ή βυθίζοντας το κεφάλι και το λαιμό τους στο νερό, μερικές φορές καταδύονται για να μαζέψουν την τροφή τους.
Όταν είναι σε μικρές ομάδες τρέφονται σε κύκλους, δηλαδή το κεφάλι του ενός πίσω από την ουρά του προηγούμενου. Περιστασιακά μοναχικά πουλιά κολυμπούν κυκλικά σχηματίζοντας δίνη στο νερό οπότε φέρνουν την τροφή στην επιφάνεια.

Κοινωνική συμπεριφορά-αναπαραγωγή Είναι είδος αγελαίο, σχηματίζει μικρά κοπάδια 20-30 ατόμων, αλλά σε ιδανικούς βιότοπους είναι δυνατόν να σχηματίζει και μεγάλα κοπάδια.
Τα ζευγάρια διατηρούν περιοχές γιατί είναι είδος αυστηρά χωροκρατικό. Η χωροκράτια περιλαμβάνει τη θέση φωλεοποίησης και τις θέσεις τροφοληψίας, από τις οποίες το αρσενικό απομακρύνει άλλα άτομα (εισβολείς) και από τα δύο φύλα. Οι χωροκράτιες είναι αυστηρά καθορισμένες περισσότερο από ότι στα υπόλοιπα είδη.
Η έναρξη της ωοτοκίας τοποθετείται τον Απρίλιο. Η επώαση ξεκινάει στα μέσα Μαΐου. Φτιάχνει τη φωλιά στο έδαφος, κάτω από ρείκια ή θάμνους ή και στο ανοικτό έδαφος. Συνήθως κοντά στο νερό.
Δεν είναι είδος αποικιακό αλλά παρατηρούνται φωλιές να απέχουν μεταξύ τους 5 μέτρα. Τα αυγά έχουν χρώμα ωχρό λαδί και είναι γυαλιστερά. Η επώαση των αυγών διαρκεί 22-23 μέρες. Γεννάει 9-11 αυγά. Τα νεαρά πετούν στις 40-45 ημέρες.




Βιολογία των θηρεύσιμων καταδυτικών παπιών



Κυνηγόπαπια (Aythya ferina)

Κυνηγόπαπια
Βιότοπος-μετανάστευση
Απαντάται σε υγροτόπους με βάθος νερού 1-2,5 μέτρα για να τρέφεται. Δεν προτιμάει γλυκά νερά και δύσκολα απαντάται σε αυτά. Ενώ αντίθετα τη βρίσκουμε συχνά σε αλμυρά ή υφάλμυρα νερά όπως, ρηχές ακτές, λιμνοθάλασσες, δέλτα ποταμών και μικρούς ρηχούς κόλπους.
Είναι είδος κυρίως μεταναστευτικό, αλλά οι πληθυσμοί που αναπαράγονται σε ηπιότερα κλίματα (στη δυτική και νοτιότερη Ευρώπη) συνήθως δεν μεταναστεύουν ή μετακινούνται ελάχιστα. Στις φθινοπωρινές μεταναστεύσεις τα αρσενικά προηγούνται των θηλυκών κατά 2 εβδομάδες περίπου. Υπάρχει σαφής διαχωρισμός των φύλων μέχρι τα μέσα του χειμώνα πριν αρχίσουν να σχηματίζονται τα ζευγάρια. Τα αρσενικά φτάνουν νωρίτερα στους χώρους ξεχειμωνιάσματος, ενώ τα θηλυκά αν και φτάνουν αργότερα μετακινούνται και μακρύτερα. Οι επιστρόφιες μετακινήσεις ξεκινούν το Φεβρουάριο και διαρκούν μέχρι τις αρχές Απριλίου.

Τροφή-κοινωνική συμπεριφορά-αναπαραγωγή
Τρέφεται με φυτικές και ζωϊκές τροφές. Τη τροφή της λαμβάνει συνήθως με καταδύσεις ή πλατσουρίζοντας στη λάσπη από παλιρροιακά νερά ή κατά μήκος των ακτών. Είδος ισχυρά αγελαίο. Εκτός της αναπαραγωγικής περιόδου απαντάται σε μικρές ομάδες αλλά συχνά και σε μεγάλα κοπάδια χιλιάδων ατόμων. Τα ζευγάρια αρχίζουν να σχηματίζονται το χειμώνα και μέχρι την άνοιξη έχουν σχηματιστεί πλήρως.
Τα περισσότερα ζευγάρια χωρίζουν κατά τη διάρκεια της επώασης , (την πρώτη ή τη δεύτερη εβδομάδα της επώασης), εκτός από μερικές περιπτώσεις που τα αρσενικά παραμένουν μαζί με τα μικρά.
Μερικά νεαρά εγκαταλείπουν την οικογένεια τους πριν ακόμα πετάξουν και μπορεί να ενωθούν με άλλη φωλιά. Γενικά τα θηλυκά εγκαταλείπουν τα νεαρά όταν αρχίσει η πτερρόρια.
Η έναρξη της ωοτοκίας τοποθετείται το Μάιο παντού. Φτιάχνει τη φωλιά στο έδαφος κοντά στο νερό, συνήθως μέχρι 10 μέτρα από αυτό, σε κάλυψη ή μέσα στο νερό σε εξέδρες που σχηματίζονται από πυκνά καλάμια και βούρλα. Γεννάει 8-10 αυγά τα οποία είναι γκριζοπράσινα. Αν μια φωλιά έχει πάνω από 15 αυγά τότε γεννούν 2 θηλυκές στην ίδια φωλιά.




Τσικνόπαπια (Aythya fuligula)

Κυνηγόπαπια Βιότοπος
Έχει τη δυνατότητα να καταδύεται σε βάθη 3-14 μέτρα για καλύτερη εκμετάλλευση του βυθού. Προτιμάει ανοιχτά γλυκά νερά συνήθως ελεύθερα από επιφανειακή επιπλέουσα βλάστηση. Δεν προτιμάει τους εκτεταμένους καλαμιώνες. Το χειμώνα απαντάται σε λιμνοθάλασσες και ρηχές ακτές, αποφεύγοντας περιοχές με μεγάλα κύματα και ανοιχτές θάλασσες, εκτός και αν οι υγρότοποι με γλυκά νερά όπως λίμνες, φράγματα κ.λ. έχουν παγώσει.

Μεταναστεύσεις
Είναι είδος μερικώς μεταναστευτικό και εκτενώς ενδημικό σε μερικές περιοχές. Αυτά που αναπαράγονται στην κεντρική Ρωσία και τη δυτική Σιβηρία, μεταναστεύουν στην Ελλάδα, Τουρκία και Μεσόγειο.
Οι φθινοπωρινές μεταναστεύσεις και των δύο φύλων ξεκινούν το Σεπτέμβριο. Φτάνει στις περιοχές ξεχειμωνιάσματος τον Οκτώβριο με μεγάλες αφίξεις μέχρι και τον Ιανουάριο. Οι ανοιξιάτικες μετακινήσεις για τους χώρους αναπαραγωγής ξεκινούν τα τέλη Φεβρουαρίου, με τα αρσενικά να προηγούνται των θηλυκών και συμπληρώνεται στα μέσα του Απριλίου.

Τροφή-κοινωνική συμπεριφορά-αναπαραγωγή
Είδος παμφάγο. Τρέφεται κυρίως στο βυθό καταδυόμενη, λιγότερο στην επιφάνεια ή στον όγκο του νερού. Περιστασιακά τρέφεται στη λάσπη ή τσιμπολογάει χόρτα στα ρηχά.
Είδος αγελαίο για το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου. Εκτός της αναπαραγωγικής περιόδου που σχηματίζει κοπάδια, μερικές φορές χιλιάδων ατόμων. Τα αρσενικά σχηματίζουν πρώτα κοπάδια. Τα ζευγάρια σχηματίζονται την άνοιξη. Εκτός από κάποια ζευγάρια που κάνουν τη φωλιά τους μακριά από το νερό, τα υπόλοιπα παρουσιάζουν μια ιδιάζουσα συμπεριφορά κυρίως στα νησιά, αφού φτιάχνουν τις φωλιές τους μαζί με τις στέρνες και τους γλάρους, προσφέροντας με τον τρόπο αυτό πρόσθετη προστασία στις φωλιές του. Η έναρξη της ωοτοκίας τοποθετείται στα μέσα Μαίου. φτιάχνει τη φωλιά συνήθως στο έδαφος σε χορτάρια, θάμνους καθώς και στο νερό.
Φωλεοποιεί συνήθως σε αποικίες γλάρων ή στερνών. Δεν έχει αποικιακή συμπεριφορά αλλά μερικές φορές εκατοντάδες φωλιές βρίσκονται στην ίδια περιοχή. Συνήθως φτιάχνει τη φωλιά μέχρι 20 μέτρα από το νερό ενώ σε νησιά μέχρι 150 μέτρα από αυτό. Χαρακτηριστικό του είδους είναι η ιδιαίτερη προτίμηση που δείχνει στα νησιά.
Γεννάει 8-11 γριζοπράσινα αυγά. Αν η φωλιά έχει πάνω από 14 τότε έχουν γεννήσει 2 θηλυκές σε αυτή. Η επώαση διαρκεί 23-28 μέρες και η νεοσσοί μπορούν να πετάξουν στις 45-50 μέρες.


Τάξη . Γερανόμορφα
Οικογένεια . Ραλλίδαι (Rallidae)


Νεροκοτσέλα Νεροκοτσέλα (Rallus aquaticus)

Περισσότερο την ακούμε παρά την βλέπουμε, καθώς περνάει την μέρα της μέσα στα καλάμια και τα βούρλα των ελών και των λιμνών. Νευρικό και μυστηριώδες πουλί , δίνει την εντύπωση ότι είναι πάντα …θυμωμένο ! Ζει μέσα στην βλάστηση του έλους , της λίμνης και του βάλτου , πότε πότε όμως βγαίνει από την κρυψώνα της και κάθεται στους θάμνους στο ύπαιθρο. Κατά μέρος μεταναστευτικό πουλί , ζευγαρώνει σε υγρότοπους της ηπειρωτικής Ελλάδας και ξεχειμωνιάζει σ' όλη την χώρα. Προσφέρει πολύ ωραίες φέρμες , αλλά δεν βγαίνει με τίποτε, πρέπει το σκυλί να την πιέσει πολύ για να πετάξει.

.





Ορτυκομάνα Ορτυκομάνα (Crex crex)

Λέγεται και ορτυγοσούρτης και τα δύο ονόματα έχουν να κάνουν με το γεγονός ότι εμφανιζόταν την άνοιξη , λίγο πριν η μαζί με τα ορτύκια. Μάλιστα επειδή μοιάζει και με μεγαλόσωμο ορτύκι , πιστευόταν ότι τα οδηγούσε η και τα βοηθούσε στη μετανάστευση. Σήμερα η ορτυκομάνα είναι σπάνια στο τόπο μας . Τώρα την βλέπουμε πολύ αργά , κατά την εποχή της μετανάστευσης . Ζει μονίμως χωμένη στα ψηλά χόρτα και δίνει παρών , συνήθως την νύχτα , με την χαρακτηριστική φωνή του αρσενικού. Όταν η ορτυκομάνα φοβηθεί …., το βάζει στα πόδια και χώνεται στα χορτάρια . Το πέταγμα της , σύντομο , αδέξιο και σε χαμηλό ύψος . Τη συναντάμε στα υγρά λιβάδια , κοντά σε λίμνες και σε καλλιέργειες .

Είναι ένα πουλί που συναντώ τακτικά , όταν κυνηγώ ορτύκια στην Μακεδονία και Θράκη. 'Έχει ακριβώς την ίδια συμπεριφορά με το ντοπιάρικο ορτύκι και δεν πετάει παρά μόνον αν ζοριστεί πολύ από το σκυλί , αλλιώς προτιμά την φυγή με τα πόδια της. Επίσης όταν έχει μεγάλα περάσματα από ορτύκια είναι πολύ πιθανόν να σηκώσετε την ορτυκομάνα.






Νερόκοτα Νερόκοτα ( Gallinula chloropus)

Από τα πιο τυπικά υδρόβια , τη βρίσκουμε όπου υπάρχει νερό. Οι νερόκοτες που απαντούν στην Ελλάδα είναι επιδημικές αλλά τον χειμώνα καταφτάνουν κι άλλες από τον Βορρά. Χοντρό , μαυριδερό πουλί , ζει στα τέλματα, τους νερόλακκους και τα στάσιμα νερά, σε κανάλια λίμνες , ποτάμια . Πλέει με ευκινησία , κουνώντας νευρικά το κεφάλι της και αν χρειαστεί βουτά για να αποφύγει τον κίνδυνο. Η Νερόκοτα προτιμάει το κολύμπι από το πέταγμα . Δύσκολα σηκώνεται από τα νερά του έλους όπου συχνάζει. Η νερόκοτα τρέφεται με έντομα, φυτά, αυγά ψαριών. Φωλιάζει στις καλαμιές και στους θάμνους κοντά στο νερό . Χαρακτηριστικό της το κόκκινο ράμφος με κίτρινη άκρη.










φαλαρίδα Ωραία Φύση - μπεκατσίνια στην βοσκή Φαλαρίδα (Fulica atra)

Έχει εμφάνιση πάπιας αλλά δεν συγγενεύει καθόλου , όπως φαίνεται από το στενό ράμφος και τα πρασινωπά πόδια της, τα οποία έχουν λοβούς στα δάχτυλα αντί για μεμβράνες . Στην πραγματικότητα η φαλαρίδα είναι συγγενής των γερανών! Στην χώρα μας απαντάται όλο τον χρόνο και είναι μάλλον συνηθισμένη, ιδίως το χειμώνα που έρχονται και άλλες από τον Βορρά. Γνωστή με το όνομα μπάλιζα , κυνηγιέται πολύ , είναι ένα πονηρό πουλί το οποίο ξέρει να προστατεύει καλά τον εαυτό του. Η φαλαρίδα τρέφεται με φυτά από τον βυθό . Τυπικά για να πετάξει χρειάζεται να διανύσει μια μικρή απόσταση στο νερό τρέχοντας στην επιφάνεια του νερού. Φωλιάζει κυρίως σε πεδινές λίμνες. . Χαρακτηριστικό της το άσπρο ράμφος .

Είναι ένα από τα πολυπληθέστερα υδρόβια πουλιά που επισκέπτονται αλλά και διαβιούν στην χώρα μας. Ένα αρκετά έξυπνο και πονηρό πουλί του οποίου το κυνήγι παρουσιάζει αρκετά μεγάλη δυσκολία. Στην χώρα μας απαντάτε με μια σειρά από ονόματα όπως αγριοπουλάδα, καρακούσι, λούφα, μαυρόκοτα, μαυροκοτί, μαυρόπουλο, μπάλιζα, μπάλιτζα, νερόκοτα, φαλαρίδα, φόλεγα, ορισμένα από τα οποία είναι κοινά με την “συγγενή” του Νερόκοτα (Gallinula chloropus).

Γεωγραφική εξάπλωση: Η φαλαρίδα απαντάται σε όλη την Ευρώπη (όχι πέραν του 60ο βορείου μήκους), την βόρεια Αφρική, την Μέση Ανατολή, ως και την Άπω Ανατολή και τις ακτές του Ειρηνικού ωκεανού της Κίνας και της Ιαπωνίας. Βρίσκεται επίσης στην Αυστραλία την Ινδονησία, τη Νέα Γουϊνέα, τη Νοτιοανατολική Ασία, και την Ινδία. Ενώ πρόσφατα το είδος μετά από εισαγωγή του, αναπτύσσεται με υψηλούς ρυθμούς και στη Νέα Ζηλανδία.
Γενική Περιγραφή: Η φαλαρίδα είναι ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα παρυδάτια πτηνά. Έχει μήκος 36-42ετατ., ενώ το άνοιγμα φτερών της κυμαίνεται από 70 έως 80εκατ.. Το βάρος μιας ενήλικης αρσενικής φαλαρίδας είναι κατά μέσω όρο 845 γραμ (από 740-950 γραμ.) ενώ μιας θηλυκιάς γύρω τα 675 γραμ. (από 600-750 γραμ.)
Οι φαλαρίδες, δεν παρουσιάζουν σεξουαλικό διμορφισμό, δηλαδή δεν υπάρχουν έντονες μορφολογικές διαφορές μεταξύ των αρσενικών και θηλυκών ατόμων.
Ο γενικός χρωματισμός τους είναι από σκούρο γκριζωπό ως μαύρο χρώμα σε όλο το σώμα και στο κεφάλι τους, όπου όμως εκεί το μαύρο διακόπτετε από το λευκό ράμφος της πάνω στο οποίο υπάρχει μια επίσης λευκού χρώματος μετωπιαία ασπίδα. Χαρακτηριστικά είναι και τα μάτια της τα οποία έχουν ένα έντονο κόκκινο χρώμα.
Τα νεαρά άτομα είναι λιγότερο σκούρα και ο γενικότερος χρωματισμός τους πλησιάζει προς το καφετο-γκρι, ενώ έχουν υπόλευκες περιοχές στις πλευρές του κεφαλιού, του στήθους και του πρόσθιου μέρους του λαιμού τους, επίσης παρουσιάζουν και ορισμένα κόκκινα και μπλε σημάδια στο κεφάλι τους.

Βιότοπος: Οι πληθυσμοί της φαλαρίδας είναι συνήθως μεταναστευτικοί, αλλά υπάρχουν και ορισμένοι στατικοί πληθυσμοί, ακόμα και στην χώρα μας.
Ο Βιότοπος της είναι τα διάφορα μόνιμα ύδατα πεδινών κυρίως περιοχών, όπως λίμνες γλυκού νερού, έλη, κ.α. αλλά και υφάλμυρου σε κόλπους κοντά σε ακτές κ.λ.π.. Προτιμά τις περιοχές με την άφθονη βλάστηση γύρω από το νερό και πολύ σπάνια την συναντούμε σε περιοχές με μεγάλα υψόμετρα. Η φαλαρίδα γενικότερα είναι ιδιαίτερα προσαρμόσιμη σε ένα ευρύ φάσμα βιότοπων, συμπεριλαμβανομένων σε πολλές περιπτώσεις και αστικών περιοχών.

Συμπεριφορά: Οι φαλαρίδες είναι αγελαία πουλιά και απαντώνται σε μεγάλα σμήνη σχεδόν καθ' όλη την διάρκεια του χρόνου. Σε γενικές γραμμές και σε περιοχές στις οποίες δεν δέχονται όχληση, παρουσιάζουν μια αρκετά ήρεμη συμπεριφορά και μπορούν ακόμα και να ανεχτούν την ανθρώπινη παρουσία. Μπορούμε να τις δούμε να πλέουν κουνώντας κομψά το κεφάλι τους και βουτώντας αναζητώντας την τροφή τους στους βιοτόπους που παραπάνω αναφέραμε. Ενώ ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος με τον οποίο συλλέγουν την τροφή τους. Οι φαλαρίδες μπορούν αφού πρώτα αποβάλουν πλήρως τον αέρα που βρίσκετε ανάμεσα στα φτερά τους να βουτήξουν σε βάθος που μπορεί να φτάσει και τα 7 μέτρα και να παραμείνουν κάτω από το νερό για διάστημα μεγαλύτερο από 15 λεπτά για να πιάσουν την τροφή τους. Αφού την πιάσουν με το ράμφος τους αφήνωντε στην δύναμη της άνωσης που το ιδιόμορφο σχήμα του σώματος τους δημιουργεί για να ανέβουν γρήγορα και πολύ εύκολα στην επιφάνεια. Αντίθετα από τις πάπιες, οι φαλαρίδες φέρνουν την τροφή τους στην επιφάνεια πριν την φάνε και αυτό σε πολλές περιπτώσεις οδηγεί σε αψιμαχίες για την αρπαγή της τροφής από αλλά μέλη του σμήνους. Ακόμα μπορούμε να δούμε τις φαλαρίδες να περπατούν άχαρα σε καλλιέργειες που βρίσκονται κοντά σε νερό αναζητώντας με το ράμφος τους την τροφή τους.
Γενικά εκτός από την εποχή της αναπαραγωγής οι φαλαρίδες παρουσιάζουν μια αρκετά ήπια συμπεριφορά με ελάχιστες έως καθόλου διενέξεις μεταξύ των μελών του σμήνους σε αντίθεση την εποχή του ζευγαρώματος επιδεικνύουν μια έντονη εδαφική και επιθετική συμπεριφορά. Χαρακτηριστικό είναι και ο τρόπος απογείωσης τους από το νερό μιας και λόγω του μεγάλο σώματος τους και των δυσανάλογων φτερούγων τους χρειάζονται αρκετά μέτρα έντονων χτυπημάτων των φτερών και των ποδιών τους για να πετάξουν. Όσο αφόρα στις κλήσεις που οι φαλαρίδες εκπέμπουν υπάρχει μια αρκετά μεγάλη ποικιλία κλήσεων με πλέον χαρακτηριστικές ένα δυνατό 'kowk, kowk' ή ένα ξερό pitts

Διατροφή: Η διατροφή της κυρίως αποτελείται από μικρά καρκινοειδή, μαλάκια, έντομα, και τις προνύμφες τους, καθώς επίσης και σπόρους, μίσχους υδρόβιων φυτών, αλλά και σπόρος και βλαστούς άλλων φυτών. Ακόμα τρέφεται με διαφορά είδη υδρόβιων σκαθαριών μικρά ψαράκια και σαλιγκάρια αλλά δεν θα αρνηθεί να λεηλατήσει και να φάει και τα αυγά άλλων πουλιών. Όσο αφόρα την σίτιση τους θα πρέπει να τονίσουμε ότι έχει παρατηρηθεί μια εμφανή διαφορά ως προς το διαιτολόγιο πληθυσμών φαλαρίδας μεταξύ του νότιου και βορείου ημισφαίριου. Π.χ. έχει παρατηρηθεί ότι πληθυσμοί φαλαρίδας στην Αυστραλία, τρέφονται σχεδόν εξ ολοκλήρου με φυτικής προέλευσής τροφή η οποία περιστασιακά συμπληρώνεται με λίγα έντομα, σκουλήκια και ψάρια. Σε αντίθεση πουλιά του βόρειου ημισφαιρίου σιτίζονται σε πολύ μεγάλο ποσοστό με ζωικής προέλευσης τροφή.

Αναπαραγωγή: Οι φαλαρίδες μπορούν να αναπαραχθούν οποιαδήποτε εποχή του έτους οι συνθήκες είναι ευνοϊκές, με συνηθέστερές όμως εποχές ανάλογα την περιοχή (βόρειο-νότιο ημισφαίριο) τα μέσα Μαρτίου ή από τον Αύγουστο ως και τον Φεβρουάριο. Συνήθως γεννούν δυο φορές τον χρόνο, αλλά όπου οι συνθήκες είναι ευνοϊκές μπορεί να υπάρξει και μια τρίτη γέννα. Κατά την εποχής αναπαραγωγής το ζευγάρι καταλαμβάνει μια περιοχή την οποία και υπερασπίζει με σθένος. Επιδεικνύουν δε έντονη επιθετικότητά τόσο προς τα υπόλοιπα μέλη του σμήνους, όσο και προς πολλά από τα υδρόβια ή παρυδάτια είδη του βιοτόπου τους. Δεν είναι λίγες οι φορές που οι φαλαρίδες θα εκδιώξουν ή ακόμα και θα σκοτώσουν τους νεοσσούς άλλων υδροβίων και παρυδάτιων πουλιών από τις φωλιές τους, προκειμένου να τις χρησιμοποιήσουν αυτές. Όταν από μόνες τους αναγκαστούν να φτιάξουν φωλιά αυτή θα είναι ένα βαθούλωμα ανάμεσα στην βλάστηση της γύρω περιοχής, όπως καλαμιώνες, αλμυρίκια κ.α. Εκεί το θηλυκό θα γεννήσει 6 ως και 9 αυγά τα οποία θα επωαστούν και από τα δυο μέλη του ζευγαριού για περίπου 24 ημέρες. Τα αυγά είναι υπόλευκα διάστικτα με σκούρου καφέ ή μαύρου χρώματος στίγματα. Έχουν αρκετές φορές βρεθεί φωλιές ακόμα και με 15 αυγά, εικάζεται όμως ότι πολύ πιθανόν τόσα αυγά να έχουν τοποθετηθεί στην φωλιά από περισσότερα από ένα θηλυκά. Οι νεοσσοί έχουν πολύ απαλό φτέρωμα, μαύρο με λεπτές κίτρινες άκρες. Το κεφάλι είναι πορτοκαλί και το ράμφος κόκκινο με υπόλευκη άκρη. Και τα δυο φύλα μοιράζονται την ανατροφή των νεοσσών, οι οποίοι αφήνουν τη φωλιά μερικές ημέρες μετά από την εκκόλαψη τους, ενώ η πλήρη ανεξαρτησία τους έρχεται μετά την 8η εβδομάδα της ζωής τους.

Διάφορα O Υπολογίζεται ότι μόνο στην Ευρώπη διαβιούνε περισσότερα από ένα εκατομμύριο ζευγάρια. Γι’ αυτό και περιλαμβάνονται στα πουλιά χαμηλή ανησυχία για τον πληθυσμό τους. O Πολλές φορές από μακριά μπορεί να μπερδέψουμε την φαλαρίδα με την σχεδόν παρόμοια σε μεγέθους, αλλά και σε εμφάνιση νεροκοτσέλα μιας και δεν είναι λίγες οι φορές που αυτά τα δυο είδη βρίσκονται μαζί. Βασική όμως μορφολογική διαφορά τους είναι ότι η νεροκοτσέλα έχει μια πορτοκαλο-κόκκινη μετωπιαία ασπίδα και ράμφος με κιτρινωπή άκρη. O Πολλές φορές σε δύσκολες συνθήκες και όταν η τροφή λιγοστεύει οι γονείς σκοτώνουν τους νεοσσούς τους.

Εχθροί: Το είδος αυτό όχι μόνο δεν απειλείται αλλά στην πραγματικότητα ο πληθυσμός του έχει αυξηθεί από τη δεκαετία του 70΄. Εχθροί των φαλαριδών είναι τα περισσότερα από τα φτερωτά αρπακτικά όπως τα γεράκια, οι κουκουβάγιες, οι μπούφοι και οι αετοί. Βασικότερος όμως όλων, είναι η σχεδόν δραματική συρρίκνωση των πρωταρχικών βιοτόπων της.



Προσέχουμε για να έχουμε.

Αυτά είναι μερικά από τα πουλιά που συναντώ όταν κυνηγώ παρυδάτια με τα σκυλιά μου στους υγρότοπους της πατρίδας μας.

Tουρλίδα στην εύρεση τροφής Ολεθρος , ακολουθώντας ίχνη στο νερό

Υπάρχουν και άλλα πολλά πουλιά , αλλά νομίζω ότι τα ανωτέρω είναι τα πιο βασικά. Για μερικά από αυτά απαγορεύεται το κυνήγι , επίσης συναντάμε και πολλά είδη τα οποία χρειάζονται την προστασία μας και την βοήθεια μας. Πρέπει πάντα να προσέχουμε σε πιο θήραμα ρίχνουμε και αν δεν είμαστε σίγουροι να μην πυροβολούμε ποτέ.


Στα πουλιά διακρίνουμε σημάδια τα οποία μας βοηθούν στην αναγνώριση τους , με τη διαφορά ότι τα σημάδια αυτά χαρακτηρίζουν ένα είδος και όχι συγκεκριμένο άτομο. Όταν προσπαθούμε να ανακαλύψουμε τι είδος παπί είναι αυτό που έρχεται σαν βέλος , καλό θα είναι για την αναγνώριση να έχουμε υπόψη μας τους λεγόμενους «καθρέπτες των φτερούγων» δηλαδή τα σχέδια που φέρουν οι φτερούγες. Σχέδια αυτά μας επιτρέπουν να αναγνωρίσουμε κατά την διάρκεια της πτήσης μια Χουλιαρόπαπια από μια Πρασινοκέφαλη η ένα Σφυριχτάρι από ένα Γκισάρι.









Μπράβα και μπεκατσίνια Το άλμα - πάθος για κυνήγι Πρίν λοιπόν ξεκινήσουμε το κυνήγι στον βάλτο , καλό θα ήταν να κοιτάξουμε κάποιο οδηγό πουλιών και τα διάφορα σχέδια των φτερούγων για να μπορέσουμε να αναγνωρίσουμε ευκολότερα πάπιες η τα άλλα είδη των υγροτόπων. Δύσκολο και πολλές φορές ακατόρθωτο , είναι να αναγνωρίσει κανείς τα χρώματα των πουλιών κατά την διάρκεια της πτήσης. Το ανοικτό του ουρανού σκουραίνει και κάνει όλα τα χρώματα και τα σχέδια γκρίζα.

Έτσι για να μπορέσουμε να διακρίνουμε τα χρώματα , πρέπει να αφήνουμε τα πουλιά να πλησιάζουν κοντά , έτσι δεν πρέπει να πυροβολούμε σε μεγάλες αποστάσεις γιατί τραυματίζουμε τα πουλιά , χωρίς δικό μας όφελος και τα οποία υποφέρουν και κάπου στον υγρότοπο πεθαίνουν άδοξα και θλιβερά. Αφήνοντας να πλησιάσουν διαπιστώνουμε καλύτερα το είδος και έχουμε και μεγαλύτερη επιτυχία.

«Δείξε μου με τι τρόπο περπατάς , πετάς , προσγειώνεσαι , κολυμπάς για να σου πω ποιος είσαι!.»

   ΠΑΡΥΔΑΤΙΑ ΙΙ

    ΠΑΡΥΔΑΤΙΑ ΙΙI

    ΟΙ ΑΓΡΙΟΧΗΝΕΣ

   ΚΥΝΗΓΩΝΤΑΣ ΥΔΡΟΒΙΑ ΜΕ ΣΚΥΛΙΑ ΦΕΡΜΑΣ




ΕΠΑΝΩ-UP

© Giorgio Peppas