Welcome in Greece Welcome in Greece

 


ΑρχικήInitial Back Κορακοειδή

Το πρόβλημα της υπερβολικής αύξησης των κορακοειδών για την άγρια πανίδα


Μελέτη των κορακοειδών στην Ελλάδα

O πληθυσμός των κορακοϊδών αυξάνεται στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, γεγονός το οποίο αποδίδεται στην ιδιαίτερη ικανότητα των πτηνών αυτών να προσαρμόζονται στα ανθρωπογενή περιβάλλοντα. Μα κι οι Βιολογικοί εχθροί της καρακάξας κι όλων των κορακοϊδών γενικότερα είναι πολύ λίγοι έως ανύπαρκτοι.

Τα κορακοϊδή προκαλούν σοβαρή θνησιμότητα σε πολλά άλλα είδη της πανίδας μας, κυρίως πτηνών & μικρών θηλαστικών, όλων των ηλικιών και δη των λεγόμενων "ευγενών θηραμάτων" (κυνηγετικού ενδιαφέροντος και όχι μόνον, ως είναι οι πέρδικες καμπίσιες, λαγούς, υδρόβια είδη, δεκαοκτούρες, ήρεμα περιστέρια & αγριοπερίστερα κλπ.. ).

Για όλους τους ανωτέρω λόγους χρησιμοποιούνται τεχνικές εκδίωξης των κορακοειδών και ελέγχου των πληθυσμών τους στις αγροτικές περιοχές κυρίως, μα και τις αστικές ή περιξ των ημιαστικών.

Ο υπερπληθυσμός μάλιστα των ειδών της οικογένειας των κορακοϊδών προκαλεί σοβαρές επιπτώσεις στους ανθρώπους, με επιπτώσεις που αφορούν στη μεταφορά ασθενειών, στην ανεξέλεγκτη απόθεση περιττωμάτων σε οχήματα, κτίρια, χώρους πρασίνου και πεζούς, όπως και στην όχληση των κατοίκων από τα κρωξίματα-φωνές τους.

Επισης υψηλής επικινδυνότητας ασθένειες που συνδέονται, με τη μεταφορά από τα κορακοειδή, περιλαμβάνονται η γρίπη των πτηνών & ο πυρετός του Δυτικού Νείλου - τα πτηνά όλα θα ελεγχούν μικροβιολογικά κι άν έχουμε στην περίπτωση μας περιστατικά "ασθενειών", που αναφέρθησαν.

Υπήρξε λοιπόν έρευνα στο παρελθόν, της Κυνηγετικής Ομοσπονδίας Μακεδονίας & Θράκης (ΚΟΜΑΘ) και του Τμήματος Δασολογίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου - όπου χρησιμοποιήθηκε η "αυστραλιανή παγίδα" για τη σύλληψη της σταχτοκουρούνας (Corvus corone cornix) και της καρακάξας (Pica pica) σε περιαστική περιοχή της πόλης της Θεσσαλονίκης. Κύριος στόχος ήταν η αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας και επιλεκτικότητας της παγίδας για μελλοντική χρήση σε προγράμματα έρευνας και ελέγχου των πληθυσμών των κορακοειδών.

Διαβάστε την πλήρη μελέτη & συμπεράσματα των επιστημόνων μας, περί "καταπολέμησης τους με παγιδεύσεις" ως χρησιμοποιούνται στο εξωτερικό, ευρωπαϊκές χώρες Διαχείριση ανεπιθύμητων πτηνών σε περαστικές περιοχές: η περίπτωση των κορακοειδών


Παγίδα για τα κορακοειδή

Πολλές φορές η εμπειρία που αποκτά κάποιος από την τριβή του με το θήραμα, του διδάσκει τους πιο πρακτικούς τρόπους για να εκτελέσει μια εργασία. Όταν το περασμένο καλοκαίρι επισκέφθηκε την Κύπρο ο Άγγλος διαχειριστής θηραμάτων, κύριος  Michael Tipping, ο οποίος έχει μια εμπειρία πέραν των 42 χρόνων σε θέματα διαχείρισης άγριου θηράματος και απελευθερώσεων σε ιδιωτικές περιοχές στην Αγγλία, μοιράστηκε μαζί μας αρκετές από τις γνώσεις του. 

Μετά από μια ολοήμερη περιήγηση στους κυπριακούς βιοτόπους, ο κος Tipping διαπίστωσε ότι έχουμε σοβαρό πρόβλημα με τα κορακοειδή. Όταν μας ρώτησε πώς τα καταπολεμάμε και του απαντήσαμε «με οργανωμένα κυνήγια», γέλασε και είπε “guns can’t solve the problem”. Τα όπλα δεν μπορούν να λύσουν το πρόβλημα. Τα πουλιά είναι αρκετά επιφυλακτικά και με τον πρώτο κρότο όσα βρίσκονται γύρω, θα φύγουν. Στην Αγγλία, τα τελευταία χρόνια έχουν πετύχει να ρυθμίσουν αποτελεσματικά τον αριθμό των πουλιών με μια απλή και έξυπνη παγίδα. Μάλιστα, όταν ο κος Tipping  επέστρεψε στην Αγγλία, φρόντισε να μας στείλει τα σχέδια, έτσι ώστε να φτιάξουμε μια τέτοια παγίδα και να τη δοκιμάσουμε.

Τα αποτελέσματα ήταν εκπληκτικά. Μέσα σε ένα Σαββατοκύριακο πιάστηκαν δίπλα από τα υποστατικά μιας μάντρας δεκαεπτά κορακοειδή. Η παγίδα έμεινε εκεί για έναν μήνα και πιάστηκαν συνολικά σαράντα κορακοειδή.  

Ο τρόπος λειτουργίας της παγίδας είναι απλός. Υπάρχουν δύο ή τρείς καταπακτές, οι οποίες είναι ενεργοποιημένες με τη βοήθεια μίας σούστας. Μέσα στην παγίδα τοποθετούνται δολώματα όπως ψωμιά, ψοφίμια, κρέας και άλλα υλικά, τα οποία προσελκύουν τα κορακοειδή.  Οι πόρτες μένουν ανοιχτές με ένα σπαστό κομμάτι ξύλου. Μόλις το πουλί πηδήσει κοντά στα φαγητά, το ξύλο φεύγει από τη θέση του και η πόρτα κλείνει παγιδεύοντάς το. Όταν πιαστεί το πρώτο πουλί, τότε τα πράγματα γίνονται πολύ πιο εύκολα. Το πουλί τοποθετείται σε μία ειδική θήκη δίπλα από την καταπακτή, όπου πρέπει να διατηρηθεί ζωντανό. Για να το πετύχουμε αυτό του βάζουμε φαγητό και νερό. Οπλίζουμε ξανά την παγίδα και είναι πλέον ζήτημα λεπτών μέχρι να πέσει στην παγίδα το επόμενο πουλί. Όταν ο χώρος γεμίσει με ζωντανά πουλιά, μπορούμε να αφαιρέσουμε μερικά και να αφήσουμε μονο ένα - δύο μέσα στην παγίδα. 

Προσοχή! Είναι τεράστιο λάθος να σκοτώσουμε τα πουλιά μέσα στην παγίδα, ενώ είναι ακόμη μέρα. Αν κάνουμε κάτι τέτοιο, δεν θα πλησιάσει στην παγίδα άλλο πουλί.

Είναι προτιμότερο να αφήνουμε την παγίδα γεμάτη και, όταν βραδιάζει, να απομακρύνουμε τα πουλιά από μέσα αφήνοντας μόνο ένα εντός του αποθηκευτικού χώρου, για να προσελκύσει άλλα πουλιά την επόμενη μένα. Ένα άλλο μικρό μυστικό που μοιράστηκε μαζί μας ο κος Tipping είναι ότι εάν πιάσουμε ένα ζωντανό πουλί από μια περιοχή και το τοποθετήσουμε σε παγίδα σε μια άλλη, μακρινή περιοχή, τότε θα έχουμε τρομερή επιτυχία, καθώς όλα τα κορακοειδή της περιοχής θα σπεύσουν να δουν ποιος  είναι ο νεόφερτος.

Πηγές:
http://www.panida.gr
http://www.cyprushuntingmagazine.com
http://www.gpeppas.gr

© Giorgio Peppas


Αρπακτικότητα κουρούνας – σταχτοκουρούνας

ΕΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΛΕΓΧΟ ΤΗΣ ΣΤΑΧΤΟΚΟΥΡΟΥΝΑΣ (Corvus corone cornix/sylvii )
ΕΠ’ ΩΦΕΛΕΙΑ ΤΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΤΗΣ ΝΗΣΙΩΤΙΚΗΣ ΠΕΡΔΙΚΑΣ (Alectoris chukar) ΣΤΗ ΝΗΣΟ ΛΗΜΝΟ
του Δρ. Χρήστος Θωμαϊδης Θηραματολόγου-Ορνιθολόγου Αναπληρωτή Καθηγητή

Τα κορακοειδή ανέκαθεν θεωρούνται σημαντικοί άρπαγες αυγών, νεοσσών εδαφόβιων πουλιών, ανάμεσα σε αυτά, και θηραματικών ειδών, αλλά και ενηλίκων πτηνών ιδίως της τάξης των Στρουθιομόρφων (Aves: Passeriformes) και αποτελούν σημαντικό παράγοντα για την αναπαραγωγική αποτυχία πολλών ειδών της ορνιθοπανίδας (Olsen και Schmidt 2004).
Οι κουρούνες είναι παμφάγες και τρέφονται με μια μεγάλη ποικιλία τροφών, φυτικής και ζωικής προέλευσης. Επιδεικνύουν μια καιροσκοπία (ευκαιριακές) στην εύρεση τροφής και συχνά επιδεικνύουν αρπακτικές δεξιότητες στη σύλληψη και θανάτωση νεοσσών, αλλά και μικρού μεγέθους ενήλικων πουλιών, καθώς και στην καταστροφή των αυγών διαφόρων ειδών της ορνιθοπανίδας.

Η διεθνής βιβλιογραφία περιλαμβάνει άρθρα που περιγράφουν τις τροφικές συνήθειες της σταχτοκουρούνας και της κουρούνας, οι οποίες καταλαμβάνουν τον ίδιο οικοθώκο στα αντίστοιχα οικοσυστήματα της γεωγραφικής τους εξάπλωσης. Οι Cramp και Perrins (1994) σε επισκόπηση της βιβλιογραφίας αναφέρoυν επιθέσεις κουρούνας, εναέριες είτε στο έδαφος, σε διάφορα είδη πουλιών όπως γαλαζοπαπαδίτσα (Parus caeruleus), κότσυφα (Turdus merula), λασποσκαλίδρα (Calindris alpina), λευκοχελίδονο (Delichon urbica), βουνοσταχτάρα (Apus melba), ακόμη και φάσα (Columba palumbus), καθώς επίσης και καταστροφή φωλεών, θανάτωση νεοσσών αλλά και ενήλικων πουλιών ειδών που ανήκουν στις οικογένειες Anatidae (πάπιες), Phasianidae (φασιανοί, πέρδικες, ορτύκια), Charadriidae (παρυδάτια), Alaudidae (κορυδαλοί) και στρουθιόμορφα πάσης φύσης, συμπεριλαμβανομένου και του ιδίου τους είδους.
Ο Lockie (1955) βρήκε σε στομάχια νεοσσών κουρούνας υπολείμματα νεοσσών άλλων πουλιών σε ποσοστό 8% και 16% τις χρονιές 1952 και 1953, αντίστοιχα.
Ο Holyak (1968) αναφέρει ότι ύστερα από εξέταση στομαχιών από κουρούνες στη Βρετανία, βρέθηκαν υπολείμματα ενήλικων πουλιών, νεοσσών καθώς και κελύφη αυγών.
Ο Vom-Tov (1975) εξετάζοντας στομάχια από 56 νεοσσούς κουρούνας βρήκε φτερά, πόδια και άλλα υπολείμματα στρουθιόμορφων πουλιών και οικόσιτων ορνίθων σε ποσοστό 6-33% του συνολικού όγκου του στομαχικού περιεχομένου, με το μεγαλύτερο μέρος να προέρχεται από νεοσσούς στρουθιομόρφων.
Ο Cotgreave (1995) σε μια επισκόπηση βιβλιογραφίας για την επίδραση των αρπάγων στην ορνιθοπανίδα σε Βρετανία και Ιρλανδία αναφέρει ότι στην τροφή της κουρούνας, τα πουλιά αντιπροσώπευαν κατά μέσο όρο το 4% (0-12%) της συνολικής μάζας τροφής, αποτελούμενης όμως από υπολείμματα πουλιών (φτερά, μικρά τεμάχια οστών και κελύφη αυγών).
Οι Zduniak κ.α. (2008) βρήκαν σε στομάχια νεοσσών της σταχτοκουρούνας, υπολείμματα από νεοσσούς πρασινοκέφαλης πάπιας (φτερά τεμάχια οστών) σε ποσοστό ξερής βιομάζας κατά μέσο όρο 10,2% (4,2-16,3%). Η παρουσία υπολειμμάτων πουλιών σε στομάχια της σταχτοκουρούνας ίσως φαίνεται μικρή, καθώς μετράται κατά όγκο ή βάρος και εκφράζεται ως ποσοστό επί του συνολικού, αλλά αποτελείται από μέρη του σώματος των πουλιών που δεν αντιπροσωπεύουν μεγάλο βάρος ή όγκο, π.χ. φτερά, νύχια, ράμφη, τεμάχια οστών, κελύφη αυγών. Έτσι υποτιμάται ίσως η επίδραση της κουρούνας στην ορνιθοπανίδα.

Καλύτερη εικόνα δίδεται από αναφορές σε παρατηρήσεις της συμπεριφοράς του κορακοειδούς και εξέταση των επιπτώσεων αρπακτικότητας του είδους αυτού σε άλλα είδη πουλιών.
Ο Pipes (1976) αναφέρεται σε προσωπικές παρατηρήσεις επιθέσεων και θανάτωσης από κουρούνα σε κότσυφες, κοκκινότσιχλα (Turdus iliacus) , κιτρινοσουσουράδα (Motacilla citreola) , κοκκινολαίμη (Erithacus rubecula), σπιτοσπουργίτι (Passer domesticus), καρδερίνες (Carduelis carduelis) και ψαρόνι (Sturnus vulgaris).
Σταχτοκουρούνες δεν διστάζουν να επιτεθούν ακόμη και σε μικρούς νεοσσούς αρπακτικών πουλιών και συγκεκριμένα του κίρκου (Circus sp.) όπως αναφέρεται σε δύο παρατηρήσεις τέτοιων επιθέσεων, στο Orkney της Σκωτίας (Amar and Burthe-no date). Στη ίδια εργασία γίνεται μνεία ενός άλλου επιστήμονα (Picozzi) από την ίδια περιοχή για καταστροφή αυγών του κίρκου, ο οποίος και σημειώνει ότι οι σταχτοκουρούνες είναι ο κύριος καταστροφέας αυγών του χειμωνόκιρκου ή βαλτόκιρκου (Circus cyaneus), είδος το οποίο, σημειωτέον, φωλιάζει στο έδαφος.
Οι Erikstad κ.α. (1982) μελέτησε την επίδραση ατόμων και ζευγαριών σταχτοκουρούνας με χωροκράτειες πάνω στη φωλεοποίηση του willow ptarmigan (Lagopus lagopus lagopus), είδος της οικογένειας των Τετραονιδών. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε στο νησί Tranoy έκτασης 125 εκταρίων, κοντά στις ακτές της βόρειας Νορβηγίας για την περίοδο 1976-1978. Από τις 81 προσπάθειες φωλεοποίησης, το 37% καταστράφηκε από τις κουρούνες. Μάλιστα, οι κουρούνες κατέστρεψαν το 51% των φωλιών του willow ptarmigan που βρισκόταν σε απόσταση 700 μ από τις φωλιές τους.
Οι Erlinge κ.α.(1984) μελέτησαν την επίδραση αρπάγων πάνω στο λαγό (Lepus europeaus ) και τον φασιανό (Phasianus colchicus) στη νότια Σουηδία. Η αρνητική επίδραση της σταχτοκουρούνας στο φασιανό κατά τη διάρκεια της φωλεοποίησης ήταν ιδιαίτερα σημαντική. Κατά τη διάρκεια της απόθεσης των αυγών, σε σύνολο 147 φωλεών, το 70% καταστράφηκε από σταχτοκουρούνες, ενώ κατά τη διάρκεια της επώασης, σε σύνολο 36 φωλιών, καταστράφηκε το 18%. Επιθέσεις του κορακοειδούς σε νεαρούς λαγούς επίσης παρατηρήθηκαν κατά τη διάρκεια της μελέτης, χωρίς όμως να ποσοτικοποιηθεί η επίδραση.
Ο Parr (1993), αναφέρει ότι σε μελέτη που διεξήγαγε πάνω στην επίδραση αρπακτικότητας σε φωλιές βροχοπουλιού (Pluvialis apricaria), κατά την περίοδο 1981-1984 αναφέρει ότι σχεδόν οι μισές (48%) από τις 56 φωλιές υπό παρατήρηση καταστράφηκαν από κουρούνες, ενώ κατά την περίοδο 1973-1977, η πλειονότητα των φωλιών καταστράφηκαν από το ίδιο κορακοειδές. Σε σύγκριση δύο πειραματικών επιφανειών (περιοχών) η αναπαραγωγική επιτυχία ήταν σαφώς μεγαλύτερη στην περιοχή όπου υπήρχαν λιγότερες κουρούνες. Το αυτό συνέβη και για άλλα είδη παρυδάτιων πουλιών στις ίδιες περιοχές. Για τον έλεγχο των αρπάγων, τοποθετήθηκαν τεχνητές φωλιές με αυγά οικόσιτης όρνιθας, με κάποια από αυτά εμποτισμένα με δηλητήριο, από τις οποίες το 40% καταστράφηκε από κουρούνες.
Οι Drachmann κ.α. (2002) μελέτησαν την επίδραση των αρπάγων σε φωλιές φανέτου (Carduelis cannabina) κατά το διάστημα 1993-1998 χρησιμοποιώντας κάμερες υπερύθρων και απ’ ευθείας παρατηρήσεις. Σε δύο πειραματικές επιφάνειες, τα κορακοειδή- σταχτοκουρούνα και δευτερευόντως καρακάξα (Pica pica)-ήταν υπεύθυνα για το 95% της καταστροφής των φωλεών στη μία από αυτές, ενώ στη δεύτερη για το 45% περίπου.
Οι Olsen και Schmidt (2004) τοποθέτησαν 40 τεχνητές φωλιές που προσομοίαζαν αυτές δύο παρυδάτιων πουλιών, της καλημάνας (Vanellus vanellus) και του κοκκινοσκέλη (Tringa totanus) σε αντίστοιχους τύπους θέσεων (ανοιχτές και με κάλυψη βλάστησης), με 4 αυγά Ευρωπαϊκού ορτυκιού (Coturnix coturnix) στην κάθε μία, των οποίων τα σχέδια στο κέλυφος μοιάζουν με αυτά των δύο παρυδάτιων ειδών. Σχεδόν όλες οι ανοιχτές φωλιές και σχεδόν οι μισές από τις άλλες καταστράφηκαν κυρίως από σταχτοκουρούνες, και δευτερευόντως από καρακάξες.
Ο Roos (2004) σε μελέτη της επίδρασης της αρπακτικότητας στη φωλεοποίηση του αετομάχου (Lanius collurio) στην Σουηδία για το διάστημα 1997-2003, βρήκε ότι αύξηση του αριθμού της καρακάξας (κατά 86%) και της σταχτοκουρούνας, επέφερε μείωση κατά 40% στον πληθυσμό του αετομάχου και ότι οι αυτός απέφευγε να φωλεοποιήσει κοντά σε φωλιές των δύο κορακοειδών.
Ο Zduniak (2006) αναφέρει ότι σε έρευνα για την αρπακτικότητα σε φωλιές υδρόβιων και παραυδάτιων πουλιών από σταχτοκουρούνα, βρέθηκε ότι καταστρεμμένα αυγά προήλθαν κατά 69% από φαλαρίδα (Fulica atra), 13% από πρασινοκέφαλη πάπια (Anas platyrhynchos), 7% από καστανοκέφαλο γλάρο (Larus ridibundus), 7% μαυροβουτηχτάρα (Podiceps nigricolis) , 4% από σαρσέλα (Anas querquedula) και από άλλα 10 είδη με λιγότερο από 1% το καθένα.
Οι Draycott κ.α. (2008) σε μελέτη για την επίδραση της αρπακτικότητας στις φωλιές των φασιανών (Phasianus colchicus) σε Αγγλία (1992 και 1994-1997) και Αυστρία (2001-2003), βρήκαν ότι από 191 φωλιές, οι 46 (24%) καταστράφηκαν από κορακοειδή, ενώ για 63 φωλιές (33%) όπου δεν ήταν δυνατόν να προσδιορισθεί επακριβώς ο άρπαγας, υπήρχαν ενδείξεις για περαιτέρω δράση των κορακοειδών.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΛΕΓΧΟΥ ΑΡΠΑΓΩΝ
O Parker (1984) μελέτησε τα αποτελέσματα του ελέγχου του πληθυσμού της σταχτοκουρούνας πάνω στη φωλεοποίηση του willow ptarmigan και λυροπετεινού (Tetrao tetrix) στο νησί Karlsoy έκτασης 770 εκταρίων στη Νορβηγία. Οι παρατηρήσεις έγιναν σε δύο περιοχές, με ισοδύναμο πληθυσμό κουρούνας, όπου στη πρώτη (αναφοράς) δεν έγινε έλεγχος κορακοειδών, ενώ από τη δεύτερη (πειραματική) αφαιρέθηκαν τα κορακοειδή με τη χρήση δηλητηριασμένων δολωμάτων και όπλων. Στη πρώτη, βρέθηκαν 122 αυγά των δύο τετραονιδών κατεστραμμένα, ενώ στη δεύτερη μόνο 10. Αξίζει να αναφέρουμε πως στη περιοχή που έγινε έλεγχος κορακοειδών, εδαφόβιοι άρπαγες και κυρίως η ερμίνα (Stoat-Mustela erminea: Ικτίδαι) αντικατέστησαν τα κορακοειδή. Οι συγγραφέας συμπεραίνει ότι ο έλεγχος κορακοειδών είναι πιο αποτελεσματικός όπου αυτά αποτελούν τους μοναδικούς άρπαγες (ΣΗΜ.: όπως στην περίπτωση της Λήμνου), ενώ σε περιπτώσεις που υπάρχουν και άλλα είδη αρπάγων, χρειάζεται παράλληλος έλεγχος και των άλλων ειδών.
Ο ίδιος μελετητής αναφέρει ότι η επιβίωση των νεοσσών (όσων φυσικά εκκολάφθηκαν) των δύο τετραονιδών δεν επηρεάσθηκε από την αφαίρεση των κορακοειδών. Επιτόπια έρευνα σε σημεία όπου οι σταχτοκουρούνες αποθηκεύουν/ εναποθέτουν τροφή (food dumps) βρέθηκαν υπολείμματα μόνο από νεοσσούς άλλων ειδών πουλιών, κυρίως στρουθιομόρφων. Γίνεται όμως αναφορά στον Slagsvold (1980), ο οποίος αναφέρει ότι σε περιοχές όπου έγινε έλεγχος κορακοειδών, αυξήθηκε σημαντικά η πυκνότητα του αναπαραγόμενου πληθυσμού της φάσας και άλλων στρουθιομόρφων.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η έρευνα για την επίδραση ελέγχου αρπακτικών πάνω στους πληθυσμούς της πεδινής πέρδικας (Perdix perdix) από τους Tapper κ.α. (1996). Το πείραμα αυτό έλαβε χώρα σε δύο περιοχές στην Αγγλία για διάστημα 6 ετών. Ο έλεγχος αρπακτικών, περιελάμβανε κορακοειδή (κουρούνα και καρακάξα), αλλά και εδαφόβια θηλαστικά όπως αλεπούδες και διάφορα είδη ικτιδών (ερμίνα, νυφίτσα Mustela nivalis) καθώς και αρουραίους (Rattus sp.), κατά τους μήνες αναπαραγωγής της πέρδικας. Ο έλεγχος κορακοειδών γινόταν με παγίδες Larsen (κλωβοπαγίδα) και των υπολοίπων αρπακτικών με παγίδες ή όπλο. Τα αποτελέσματα ήταν θεαματικά. Στις περιοχές ελέγχου των αρπακτικών, ο μετά-αναπαραγωγικός πληθυσμός της πέρδικας αυξανόταν ετησίως κατά 75% και οδήγησε σε διάστημα τριών ετών σε φθινοπωρινούς πληθυσμούς κατά 3,5 φορές μεγαλύτερους σε περιοχές με έλεγχο αρπακτικών. Σε διάστημα τριών ετών δε, ο έλεγχος αρπακτικών είχε σαν αποτέλεσμα ο αναπαραγόμενος πληθυσμός της πέρδικας (γεννήτορες) να είναι μεγαλύτερος κατά 2,6 φορές σε αυτές τις περιοχές.
Όλα τα ανωτέρω οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο έλεγχος αρπακτικών συμβάλλει θετικά στη βελτίωση των πληθυσμιακών δεικτών των διαφόρων εδαφόβιων θηραμάτων αλλά και άλλων ειδών της ορνιθοπανίδας, θηρεύσιμων και μη.