Το πρόβλημα της υπερβολικής αύξησης των κορακοειδών για την άγρια πανίδα
Μελέτη των κορακοειδών στην Ελλάδα
Λειτουργία και κατασκευή της αυστραλιανής παγίδας
(Corvus monedula)
Κάργια
Η Κάργια Corvus monedula είναι ένα μεσαίου μεγέθους πουλί της οικογένειας των Κορακοειδών, του οποίου το μήκος κυμαίνεται από 30 ως 34 εκ.. Έχει βάρος γύρω στα 240 γραμ. και άνοιγμα φτερών περίπου 44 εκ.
Βλέποντας την από μακριά μας δίνει την εντύπωση ενός κατάμαυρου πουλιού, όμως παρατηρώντας την καλύτερα θα δούμε ότι στην πραγματικότητα το φτέρωμα της έχει ένα σκοτεινό γκρι χρώμα με ανοιχτότερο το γκρι στον αυχένα, στα μάγουλα και στον λαιμό της. Το ράμφος της είναι κοντό και λεπτό μαύρου χρώματος, ενώ τα μάτια της έχουν ένα μοναδικό ανοιχτό μπλε χρώμα. Και τα δυο φύλα είναι όμοια, όπως επίσης και οι νεοσσοί τους.
Βιότοπος
Η Κάργια έχει μια αρκετά μεγάλη ποικιλία βιοτόπων. Την συναντούμε κυρίως σε δασώδεις αλλά και σε ανοιχτές περιοχές, αραιά δέντρα, χαμηλούς θάμνους, λιβάδια, καλλιεργήσιμες εκτάσεις, παράκτιες περιοχές, απόκρημνους βράχους στην άκρη της θάλασσας κ.α. Δεν είναι όμως και λίγες οι φορές που θα την συναντήσουμε σε αστικές περιοχές, σε προαστιακούς κήπους και αλσύλλια, αλλά ακόμα και μέσα σε πόλεις και χωρία.
Οι κάργιες, στη μη αναπαραγωγική περίοδο, συχνάζουν σε δασώδεις στέπες, λιβάδια, καλλιεργούμενες εκτάσεις, παράκτια βράχια, και βέβαια στις πόλεις. Αφθονούν εκεί οπου οι δασικές εκτάσεις εκκαθαρίζονται και μετατρέπονται σε αγρούς ή ανοικτούς χώρους. Αρέσκονται σε ενδιάμεσους οικοτόπους, που περιλαμβάνουν μεγάλα δέντρα, κτίρια και ανοιχτές εκτάσεις, «αφήνοντας» τα μεγάλα ανοικτά πεδία στα χαβαρόνια και, τις δασωμένες περιοχές στις κίσσες. Όπως και άλλα κορακοειδή, όπως το κοράκι και η κουρούνα, κάποια άτομα προτιμούν να περάσουν το χειμώνα σε αστικά πάρκα. Μετρήσεις πληθυσμών σε τρία αστικά πάρκα της Βαρσοβίας, έδειξαν αύξηση από τον Οκτώβριο μέχρι τον Δεκέμβριο, πιθανώς λόγω της μετανάστευσης από τις βορειότερες περιοχές. Τα ίδια στοιχεία από τη Βαρσοβία, μεταξύ 1977-2003, έδειξαν ότι η διαχείμαση των εκεί πληθυσμών είχε αυξηθεί τέσσερις φορές. Η αιτία της αύξησης είναι άγνωστη, αλλά κάποια μείωση του αριθμού των χαβαρονιών μπορεί να ωφέλησε τις κάργιες σε τοπικό επίπεδο, ή η διαχείμαση των χαβαρονιών στη γειτονική Λευκορωσία μπορεί να προκάλεσε τη μετακίνησή τους στη Βαρσοβία.
Κατά την αναπαραγωγική περίοδο, τα ενδιαιτήματα του είδους εξαρτώνται άμεσα από την παροχή τροφής και τις πιθανές θέσεις φωλιάσματος. Επειδή, οι κάργιες στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό στην παρουσία κοιλοτήτων στο βιότοπό τους, αναζητούν παλαιά δάση με δένδρα γεμάτα τρύπες από δρυοκολάπτες, ή τρύπες σε βράχους και σε κτήρια. Λατομεία, ογκόλιθοι, παλαιοί οικισμοί, μεσαιωνικές εκκλησίες και πάρκα με μεγάλα, παλιά δέντρα χρησιμοποιούνται συχνά, που άλλωστε χρησιμεύουν και ως θέσεις κουρνιάσματος.
Η κάργια είναι σχετικά ανθεκτική σε σκληρές καιρικές συνθήκες, αλλά τείνει να αποφεύγει τις ακραίες θερμοκρασίες. Απαντά περισσότερο σε πεδινές περιοχές κάτω από τα 500 μέτρα, ενώ μεταξύ 500 και 1000 μέτρων, βρίσκεται μόνο κατά τοπικές συναθροίσεις. Σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις, οι οικότοποι αναπαραγωγής εκτείνονται υψηλότερα των 1000 μέτρων, όπως στις Άλπεις, στον Άτλαντα ή στο Κασμίρ σε, περίπου 2000 μέτρα. Εκτός περιόδου αναπαραγωγής, έχει καταγραφεί στα 3500 μ.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, τα πέντε πρώτα στατιστικώς προτιμώμενα οικοσυστήματα είναι τα εξής: χωριά, λιβάδια, πόλεις, δάση πλατυφύλλων και παράκτιες περιοχές.
Στην Ελλάδα, η κάργια απαντά σε ανοικτές καλλιεργούμενες περιοχές με διάσπαρτα βράχια και μεγάλα δένδρα, παράκτιες περιοχές, πόλεις, χωριά και, τοποθεσίες γύρω από πύργους και παλαιά κτίσματα, λιβάδια, πάρκα, κήπους και αλσύλλια.
Συμπεριφορά
Οι κάργιες είναι ένα αρκετά κοινωνικά πουλιά εκτός από την εποχή αναπαραγωγής τους. Συνήθως τα βλέπουμε σε ζευγάρια ή σε ομάδες απαρτιζόμενες από 20 ή και περισσότερα άτομα.
Παρατηρήσεις έχουν δείξει ότι πάντα σε αυτές τις ομάδες υπάρχει μια ιεραρχική δομή. Μέσα στα κοπάδια υπάρχει μια αυστηρή ιεραρχία, με ένα επικεφαλής πουλί ενώ και τα υπόλοίπα ιεραρχούνται σε κάποια υψηλότερης και άλλα χαμηλότερής «κοινωνικής» ταξινόμησης. Έχει δε παρατηρηθεί ότι όταν ζευγαρώσου δυο άτομα διαφορετικών «κοινωνικών» τάξεων, το άτομο που ιεραρχικά βρίσκετε χαμηλότερα αναβαθμίζεται κοινωνικά.
Στα πλαίσια της άκρως ενδιαφέρουσα συμπεριφοράς της κάργιας, εντάσσονται και οι περιπτώσεις που το κοπάδι προβαίνεις στις λεγόμενες "δολοφονίες ελέους". Δηλαδή σκοτώνει ένα άρρωστο ή τραυματισμένο μέλος του σμήνους, απαλλάσσοντας το από έναν αργό και επώδυνο θάνατο.
Δεν είναι λίγες οι φορές που θα δούμε σμήνη από κάργες να εκτελούν ακροβατικές πτήσεις, όπως αναποδογυρίσματα με την βοήθεια ισχυρών ανέμων ή εντυπωσιακές βυθίσεις από ολόκληρο το σμήνος σε έναν τέλειο συγχρονισμό.
Διατροφή
Η Κάργες τρέφονται με μια αρκετά μεγάλη ποικιλία τροφίμων. Βρίσκει την τροφή της συνήθως στο έδαφος, τα δέντρα ή τους θάμνους, όπου αναζήτα διάφορα έντομα, όπως γρύλους, σαλιγκάρια, γυμνοσάλιαγκες και αράχνες. Ακόμα συχνάζει κοντά σε παρόχθιες και παραλίμνιες περιοχές οπού αναζητεί νεκρά ψάρια, μικρά ερπετά και αμφίβια. Αλλά και σε σκουπιδότοπούς όπου αναζητά τροφή στα διάφορα αστικά απορρίμματα. Στην ευρύτατη ποικιλία τροφών της Κάργιας συγκαταλέγονται ακόμα διάφορα άγρια ή καλλιεργήσιμα φρούτα, τα αυγά και οι νεοσσοί διαφόρων πουλιών, μικρά θηλαστικά και οποιασδήποτε σχεδόν μορφής από ψοφίμια.
Η αναζήτηση τροφής λαμβάνει χώρα ως επί το πλείστον στο έδαφος, σε ανοικτούς χώρους και σε μικρότερο βαθμό στα δέντρα. Οι κάργιες επισκέπτονται επίσης σκουπιδότοπους, κάδους, δημοσίους δρόμους και κήπους, τις περισσότερες φορές νωρίς το πρωί, όταν ο κόσμος είναι λιγότερος.
Χρησιμοποιούνται διάφορες μέθοδοι αναζήτησης τροφής, όπως μικρά άλματα, ραμφίσματα, αναποδογύρισμα σβώλων χώματος και ανακάτεμα, βύθισμα του ράμφους στο έδαφος και, περιστασιακά, το σκάψιμο. Μπορεί να πετάει κοντά σε χώρους βόσκησης αγελάδων, ακολουθώντας τα βαθιά ίχνη τους και να πλησιάζει με μικρά άλματα από το έδαφος ή με "καταδύσεις" από μικρό ύψος. Οι γαιοσκώληκες συνήθως δεν εξάγονται από το έδαφος, αλλά συλλαμβάνονται από φρεσκοοργωμένο χώμα. Κάργια πάνω στη ράχη προβάτου στις Εβρίδες
Συχνά, κάνουν «βόλτα» στις πλάτες προβάτων και άλλων θηλαστικών, αναζητώντας τσιμπούρια, καθώς και μαλλί ή τρίχες για τις φωλιές τους, ενώ πιάνουν και ιπτάμενα μυρμήγκια.
Σε σύγκριση με άλλα κορακοειδή, η κάργια ξοδεύει περισσότερο χρόνο για εξερεύνηση και αναποδογύρισμα αντικειμένων με το ράμφος της, το οποίο είναι πιο ίσιο και λιγότερο καμπυλωτό, που σε συνδυασμό με την οξεία διόφθαλμη όρασή της, τής δίνει πλεονέκτημα στο συγκεκριμένο τρόπο για την αναζήτηση τροφής.
Η κάργια οφείλει την επιτυχία της ως κοινό πτηνό, στη μεγάλη ευελιξία της να τρέφεται με παντός είδους τροφή, ζωική ή φυτική (παμφάγο), ανάλογα με την περίσταση (opportunistic feeder). Tρέφεται κυρίως με μικρά ασπόνδυλα έως 18 χιλιοστά σε μήκος, που βρίσκονται πάνω στο έδαφος, συμπεριλαμβανομένων διαφόρων σκαθαριών (ιδιαίτερα μηλολόνθες αλλά και προνύμφες σκαθαριών, Δίπτερα, Λεπιδόπτερα, σαλιγκάρια και αράχνες. Επίσης τρώγονται και μικρά τρωκτικά, αυγά και νεοσσοί πουλιών, αλλά και θνησιμαία, κυρίως θύματα τροχαίων. Φυτικό υλικό που καταναλώνεται, περιλαμβάνει σπόρους δημητριακών (κριθάρι, σιτάρι και βρώμη), σπόρους ζιζανίων, καρπούς κουφοξυλιάς, βελανίδια, και διάφορα φρούτα. Η εξέταση σε στομάχια νεκρών πουλιών στην Κύπρο, άνοιξη και καλοκαίρι, έδειξε υπολλείμματα δημητριακών (κυρίως σιτάρι) και εντόμων (κυρίως τζιτζίκια και σκαθάρια). Η διατροφή κατά μέσο όρο, είναι 84% φυτικό υλικό, εκτός της περιόδου αναπαραγωγής, όταν η κύρια πηγή τροφής τους είναι τα έντομα. Μελέτη στη νότια Ισπανία, σε περιττώματα κάργιας, έδειξε ότι περιείχαν σημαντικές ποσότητες πυριτικών και ασβεστούχων θρυμμάτων, για να υποβοηθηθεί η πέψη των τροφίμων φυτικής προέλευσης και, η παροχή διαιτητικού ασβεστίου.
Έχουν καταγραφεί λεηλασίες φωλιών σιταρήθρας (Alauda arvensis), μύχου (Puffinus puffinus), άλκας (Alca torda), ταχτοτσικνιά (Ardea cinerea), περιστεριού (Columba livia) και Δεκαοχτούρας (Streptopelia decaocto), στα αυγά και τους νεοσσούς.
Η kάργια συνηθίζει να κρύβει την περίσσεια της τροφής της, αλλά δεν το κάνει τόσο συχνά, όσο άλλα κορακοειδή
Αναπαραγωγή
Οι Κάργιες ενηλικιώνονται και είναι σε θέση να συμμετέχουν στην αναπαραγωγική διαδικασία μετά την ηλικία του ενός έτους. Επιδεικνύουν συνήθως μονογαμική συμπεριφορά, μιας και τα ζευγάρια που θα σχηματιστούν θα παραμείνουν μαζί για όλη τους την ζωή. Τον πρώτο χρόνο όμως της συμβίωσης τους δεν θα αναπαραχθούν αυτό θα συμβεί από την επομένη χρονιά. Η αναπαραγωγική τους περίοδο ξεκινά την άνοιξη (Απρίλιο - Μάιο), ενώ γύρω στο τέλος Απριλίου το ζευγάρι μαζί με τα άλλα ζευγάρια της αποικίας θα επιλέξει το μέρος στο οποίο θα κατασκευάσει την φωλιά του. Η φωλιά χτίζετε συνήθως σε κοιλότητες δέντρων, σε απότομους βράχους, ή στις πυκνές φυλλωσιές κωνοφόρων δέντρων. Το ζευγάρι θα υπερασπιστεί τη φωλιά του σθεναρά από άλλες κάργες τις ίδια αποικίας οι οποίες θα θελήσουν να του την καταλάβουν.
Το θηλυκό θα γεννήσει από 4 ως 5 αυγά τα οποία είναι στιλπνά, ανοιχτού πράσινο-μπλε χρώματος. Η επώαση των αυγών θα διαρκέσει γύρω στις 17-18 ήμερες και γίνεται αποκλειστικά από το θηλυκό, αν και μελέτες απέδειξαν ότι η συμμετοχή του αρσενικού είναι σχεδόν απαραίτητη για την μετέπειτα επιτυχή εκτροφή των νεοσσών. Μετά την εκκόλαψη και οι δυο γονείς φροντίζουν για την ανατροφή και σίτιση των νεοσσών, η οποία θα διαρκέσει γύρω στις 30-35 ήμερες.
Διάφορα
Στην Ευρώπη ο πληθυσμός των Καργιών υπολογίζετε σε περισσότερα από 8.000.000 ζευγάρια.
Υπολογίζεται ότι πανευρωπαϊκά υπάρχει μια αύξηση του πληθυσμού της πάνω από 50% από τον καταμετρημένο πληθυσμό του 1975.
Οι Κάργες είναι ιδιαίτερα ευφυή πουλιά και μπορούν ακόμα και να μιμηθούν και την ανθρώπινη ομιλία.
Εχθροί
Ο κισσόκουκος (Clamator glandarius) έχει καταγραφεί να παρασιτεί τη φωλιά της κάργιας στην Ισπανία και το Ισραήλ. Την φωλιά της λεηλατούν το κοράκι στην Ισπανία, ο χουχουριστής και η νυφίτσα (Mustela nivalis) στην Αγγλία και, ο αρουραίος (Rattus norvegicus) στη Φινλανδία. Το κουνάβι (Martes martes) κάνει επιδρομές σε απομονωμένες φωλιές στη Σουηδία, αλλά είναι λιγότερο επιτυχές, όταν οι φωλιές είναι μέρος μιας αποικίας. Άλλοι σημαντικοί θηρευτές είναι το διπλοσάινο και ο πετρίτης.
(Corvus
corone cornix)
Σταχτοκουρούνα
Eίναι ένα ξηροβατικό πουλί, ενδημικό στην βόρεια, ανατολική και νοτιοανατολική Ευρώπη και στην Μέση Ανατολή της οικογένειας των κορακοειδών.
Διαστάσεις
Μήκος σώματος: 44-51 cm
Άνοιγμα φτερών: 84 – 100 cm
Βάρος: 75 – 90 gr
Ενδιαίτημα – αναπαραγωγή
Ζει σε μεγάλη ποικιλία ενδιαιτημάτων, όπου υπάρχουν ψηλά δέντρα. Μετακινείται σε ανοιχτές περιοχές για αναζήτηση τροφής. Φωλιάζει σε ψηλά δέντρα, βράχια, κτίρια αλλά και θάμνους. Όπου δεν υπάρχουν διαθέσιμα δέντρα φωλιάζει στο έδαφος. Γεννάει μια φορά το χρόνο 4 έως 6 αβγά που επωάζονται από το θηλυκό για 17 – 21 ημέρες.
Ζει στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη και στη δυτική Ασία. Είδος επιδημητικό.
Η Κουρούνα έχει μια αρκετά μεγάλη ποικιλία βιοτόπων. Την συναντούμε κυρίως σε δασώδεις αλλά και ανοιχτές περιοχές, αραιά δέντρα, χαμηλούς θάμνους, λιβάδια, καλλιεργήσιμες εκτάσεις, παράκτιες περιοχές, κ.α. Δεν είναι όμως και λίγες οι φορές που θα την συναντήσουμε σε αστικές περιοχές, σε προαστιακούς κήπους και αλσύλλια, αλλά ακόμα και μέσα σε πόλεις και χωρία.
Σταχτύ πουλί με μαύρο κεφάλι, μαύρο λαιμό και φτερά. Τα δύο φύλα είναι όμοια.
Η Κουρούνα είναι το μεγαλύτερο πουλί της οικογένειας των Κορακοειδών, το μήκος της κυμαίνεται από 44 ως 51 εκ. και το βάρος της από 360 έως 750 γραμ. ενώ το άνοιγμα των φτερών της κυμαίνεται από 84 έως 100 εκ.
Το είδος που κατοικεί στην δυτική Ευρώπη είναι σχεδόν ολόμαυρο με πρασινωπές και γαλάζιες ιριδίζοντες αποχρώσεις. Ενώ το είδος που κατοικεί στην χώρα μας η σταχτοκουρούνα, όπως και το όνομα της δηλώνει έχει μαύρο κεφάλι, λαιμό και φτερά, ενώ το υπόλοιπό σώμα της είναι σταχτί. Το ράμφος της είναι κοντό, χοντρό, ελαφρώς γυρτό στην άκρη του και μαύρου χρώματος, όπως και τα μάτια της Και τα δυο φύλα είναι όμοια, όπως επίσης και οι νεοσσοί τους.
Είναι τόσο όμοια από άποψη συμπεριφοράς και εμφάνισης με τη μαυροκουρούνα, που θεωρούταν ότι αυτά τα δύο είδη αποτελούν δύο διαφορετικούς γεωγραφικούς πληθυσμούς ενός είδους και η κουρούνα ήταν γνωστή ως corvus corone cornix.
Η θεωρεία αυτή ενισχύθηκε από το γεγονός ότι όταν αυτοί οι δύο διαφορετικοί πληθυσμοί ήρθαν σε επαφή διασταυρώθηκαν. Όμως καλύτερες παρατηρήσεις και το γεγονός ότι τα υβρίδια, δηλαδή τα πουλία που ήταν αποτέλεσμα της διασταύρωσης των δύο πληθυσμών ήταν πιο αδύναμα από τα άλλα, οδήγησε τους ειδικούς το 2002 να θεωρήσουν την κουρούνα ένα ξεχωριστό είδος. Υπάρχουν τέσσερα γνωστά υπόειδη τους είδους.
Συμπεριφορά
Οι Σταχτοκουρούνες είναι αρκετά απρόσιτο είδος και συνήθως τις συναντούμε είτε μονές τους, είτε σε ζευγάρια. Εκτός από τον χειμώνα που έχουν παρατηρηθεί αρκετές φωλιές συγκεντρωμένες σε μια περιοχή. Έχει ακόμα παρατηρηθεί και η δημιουργία «συμμοριών» από νεαρά πουλιά, ιδιαίτερα την άνοιξη.
Πολύ συχνά θα τις δούμε να κάθονται σε κορυφές δέντρων και να παρατηρούν την γύρω περιοχή. Αυτό είναι ένα στρατηγικό σχέδιο που ακολουθούν οι κουρούνες για να εντοπίσουν τις φωλιές άλλων πουλιών, με απώτερο σκοπό να τις επισκεφτούν και να τις λεηλατήσουν όταν τα πουλιά θα έχουν γεννήσει τα αυγά τους ή θα έχουν εκκολάψει τους νεοσσούς τους. Έχει δε διαπιστωθεί ότι οι κουρούνες έχουν εξαιρετικά ανεπτυγμένη μνήμη στο να συγκρατούν αυτές τις τοποθεσίες, ακόμα και μετά από διάστημα πολλών εβδομάδων.
Οι κουρούνες μπορούν να θεωρηθούν ως έναν βαθμό ως φυσικός ρυθμιστής του πληθυσμού ορισμένων πουλιών όταν η πληθυσμιακή πυκνότητα των πουλιών είναι πολύ μεγάλη, τότε ίσως και να παίζούν χρήσιμο ρόλο στη φυσική διαχείριση. Όταν όμως δεν υπάρχουν αυτές οι προϋποθέσεις, τότε λειτουργούν άκρως επιβαρυντικά για πολλά είδη. Π.χ. έχει παρατηρηθεί ότι πολλές από τις κουρούνες που συχνάζουν σε παρόχθιες περιοχές θα εξολοθρεύσουν χιλιάδες νεοσσούς και αυγά από παρυδάτια και υδρόβια πουλιά, με δραματικές επιπτώσεις για τους πληθυσμού τους.
Είναι επίσης γνωστό το ενδιαφέρον τους για την φωτιά και τα διάφορα αποκαΐδια τα οποία και συγκεντρώνουν στην φωλιά τους σε μια ενδιαφέρουσα και ασυνήθιστη συμπεριφορά.
Διατροφή
Τρέφεται με ποικιλία τροφής που συλλέγει από τα δέντρα, τους θάμνους αλλά και από το έδαφος. Συχνά τρέφεται με πτώματα και υπολείμματα τροφών.
Η κουρούνα τρέφεται με μια αρκετά μεγάλη ποικιλία τροφίμων. Βρίσκει την τροφή της συνήθως στο έδαφος, τα δέντρα ή τους θάμνους, όπου αναζήτα διάφορα έντομα, όπως γρύλους, σαλιγκάρια, γυμνοσάλιαγκες και αράχνες. Ακόμα συχνάζει κοντά σε παρόχθιες και παραλίμνιες περιοχές οπού αναζητεί νεκρά ψάρια, μικρά ερπετά, αμφίβια αλλά και όστρακα τα οποία σπάει με το ισχυρό της ράμφος ή πετώντας τα από ψηλά. Αλλά και σε σκουπιδότοπούς όπου αναζητά τροφή στα διάφορα αστικά απορρίμματα. Στην ευρύτατη ποικιλία τροφών της κουρούνας συγκαταλέγονται ακόμα διάφορα άγρια ή καλλιεργήσιμα φρούτα και καρποί, τα αυγά και οι νεοσσοί διαφόρων πουλιών, μικρά θηλαστικά όπως νεογέννητα αρνιά και οποιασδήποτε σχεδόν μορφής από ψοφίμια
Αναπαραγωγή
Η σταχτοκουρούνες ενηλικιώνονται και είναι σε θέση να συμμετέχουν στην αναπαραγωγική διαδικασία μετά την ηλικία των τριών ετών. Επιδεικνύουν συνήθως μονογαμική συμπεριφορά, μιας και τα ζευγάρια που θα σχηματιστούν θα παραμείνουν μαζί για όλη τους την ζωή. Χαρακτηριστικό της διαδικασία ερωτοτροπίας είναι η απόδειξη υποταγής του αρσενικού με το χαμήλωμα του κεφαλιού του προς το θηλυκό. Τα ζευγάρια αναπαραγωγής είναι πολύ εδαφικά και δημιουργούν τις φωλιές τους σε απόμερα δέντρα, θάμνους ή σε απότομους βράχους. Η φωλιά αποτελείται από τους χοντρά κλαδιά και κλαδίσκους που συνδυάζονται μεταξύ τους με κουρέλια, χαρτιά, κοκάλα και άλλα περίεργα αντικείμενα και διατηρούνται σε συνοχή με λάσπη και την κοπριά του ζευγαριού, ενώ εσωτερικά στρώνεται με πούπουλα και ξερά χόρτα. Τέσσερα έως πέντε γαλαζο-πράσινα, πιτσιλωτά αυγά γεννιούνται τον Απρίλιο, και επωάζονται από το θηλυκό για 20 ημέρες. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, το αρσενικό φέρνει τροφή στο σύντροφό του στη φωλιά. Στο πρώτο στάδιο της ζωής τους, οι νεοσσοί ταΐζονται από το θηλυκό με την αναμασημένη τροφή της. Ενώ σε μεταγενέστερο στάδιο οι γονείς τους θα τους παρέχουν σκουλήκια, προνύμφες και διαφόρων άλλων μορφών τροφή. Το διάστημα ανατροφής των νεοσσών διαρκεί συνήθως γύρω στις 35 ημέρες, αλλά θα συνεχίσου να μένουν κοντά στους γονείς τους και πέρα από αυτό το διάστημα.
Διάφορα
· Στην Ευρώπη ο πληθυσμός των κουρούνων υπολογίζετε σε περισσότερα από 7.000.000 ζευγάρια.
· Οι κουρούνες είναι ιδιαίτερα ευφυή πουλιά και με εξαιρετική μνήμη.
· Την μαυροκουρούνα της δυτικής Ευρώπης πολλές φορές μπορεί να την μπερδέψουμε με το κοράκι.
· Η σταχτοκουρούνα έχει διαχωριστεί πρόσφατα ως χωριστό είδος
· Παλιότερα τα δασαρχεία επικήρυσσαν τις κουρούνες και έδιναν αμοιβή σε αυτούς που προσκομίζοντας τα πόδια των σκοτωμένων πουλιών.
Εχθροί
Όπως και παραπάνω αναφέραμε οι πληθυσμοί της κουρούνας βρίσκονται σε υψηλά επίπεδα. Οι Βιολογικοί εχθροί της είναι πολύ λίγοι ως ανύπαρκτοι.
(Corvus corax)
Κόρακας
Το κοράκι ή κόρακας, ή κλόκαρος* (καθαρεύουσα ο κόραξ, του κόρακος, επιστημονικό όνομα corvus corax) είναι σαρκοφάγο ξηροβατικό πτηνό της τάξης πασσερίμορφα, μεγέθους όρνιθας (μήκος 56-69 εκατοστά) γεγονός που το κατατάσσει ώς ενα από τα μεγαλύτερα μέλη της τάξης και φτάνει σε βάρος το ενάμισι κιλό. Έχει χαρακτηριστικό μαύρο πτέρωμα, με κόκκινες και γαλάζιες ανταύγειες, μαύρο ράμφος κωνοειδές και μαύρα πόδια, εξ ου και η έκφραση "μαύρος σαν το κοράκι
Ο Κόρακας ανήκει στην οικογένεια των κορακιδών, της οποίας και είναι το είδος με τη μεγαλύτερη εξάπλωση, στο γένος Corvus. Ο κόρακας ζει σ` όλα τα μέρη του κόσμου, κυρίως όμως στην Ευρώπη και στη βορειοκεντρική Ασία. Το σώμα του έχει περίπου το μέγεθος της κότας και σκεπάζεται με κατάμαυρο φτέρωμα. Οι φτερούγες του είναι πολύ μεγάλες και καμιά φορά ξεπερνούν το 1 μ. Το πέταγμά του είναι δυνατό και πολύ θεαματικό με τις εναέριες στροφές και τις ακροβασίες του.
Κατασκευάζει τη φωλιά του σε κορυφές δένδρων, βουνών, σε απόκρημνα βράχια και σε απόκεντρους ψηλούς πύργους. Από εκεί κατεβαίνει στην πεδιάδα για τροφή. Γενικά είναι παμφάγο και αδηφάγο πτηνό. Τρέφεται με σάρκες που βρίσκονται σε αποσύνθεση, με ποντικούς, φίδια, έντομα, καρπούς, αυγά μικρών πουλιών και πτώματα. Ο κόρακας ζει πάντα κατα ζεύγη και μένει πιστός στη σύντροφό του μέχρι θανάτου. Τη διαλέγει στο τέλος του χειμώνα και χτίζουν μαζί τη φωλιά τους χρησιμοποιώντας ξύλα, φύλλα και πηλό, ενώ στο εσωτερικό τη στρώνουν με τρίχες και λεπτά άχυρα. Το θηλυκό γεννά 3-5 αβγά που κλωσάει 20-22 μέρες ενώ το αρσενικό φροντίζει για την τροφή. Ο κόρακας γενικά ζει στα ψηλά μέρη, αλλά το χειμώνα κατεβαίνει σε μη χιονοσκεπείς περιοχές όπου υπάρχουν νερά, λίμνες, ποταμοί, γιατί εκεί βρίσκει πιο εύκολα τροφή.
Το κοράκι ή κόρακας, ή κλόκαρος (καθαρεύουσα ο κόραξ, του κόρακος, επιστημονικό όνομα Corvus corax) είναι σαρκοφάγο ξηροβατικό πτηνό της τάξης πασσερίμορφα, μεγέθους όρνιθας (μήκος 56-69 εκατοστά) γεγονός που το κατατάσσει ως ένα από τα μεγαλύτερα μέλη της τάξης και φτάνει σε βάρος το ενάμισι κιλό. Έχει χαρακτηριστικό μαύρο πτέρωμα, με κόκκινες και γαλάζιες ανταύγειες, μαύρο ράμφος κωνοειδές και μαύρα πόδια, εξ ου και η έκφραση "μαύρος σαν το κοράκι". Ο Κόρακας ανήκει στην οικογένεια των κορακιδών, της οποίας και είναι το είδος με τη μεγαλύτερη εξάπλωση, στο γένος Corvus.
Κατασκευάζει τη φωλιά του σε κορυφές δένδρων, βουνών, σε απόκρημνα βράχια και σε απόκεντρους ψηλούς πύργους. Από εκεί κατεβαίνει στην πεδιάδα για τροφή. Γενικά είναι παμφάγο και αδηφάγο πτηνό. Τρέφεται με σάρκες που βρίσκονται σε αποσύνθεση, με ποντικούς, φίδια, έντομα, καρπούς, αυγά μικρών πουλιών και πτώματα. Ο κόρακας ζει πάντα κατά ζεύγη και μένει πιστός στη σύντροφό του μέχρι θανάτου. Τη διαλέγει στο τέλος του χειμώνα και χτίζουν μαζί τη φωλιά τους χρησιμοποιώντας ξύλα, φύλλα και πηλό, ενώ στο εσωτερικό τη στρώνουν με τρίχες και λεπτά άχυρα. Το θηλυκό γεννά 3-5 αβγά που κλωσάει 20-22 μέρες ενώ το αρσενικό φροντίζει για την τροφή. Το κοράκια μπορεί να ζήσουν έως και 21 χρόνια στη φύση. Ο κόρακας γενικά ζει στα ψηλά μέρη, αλλά το χειμώνα κατεβαίνει σε μη χιονοσκεπείς περιοχές όπου υπάρχουν νερά, λίμνες, ποταμοί, γιατί εκεί βρίσκει πιο εύκολα τροφή.
Είδη:
Ένα άλλο είδος είναι ο "κόρακας ο αυτοκρατορικός", που ζει στην Ευρώπη, στη Β Αφρική, στην Ασία και στη Β Αμερική. Έχει μήκος 70 εκ., άνοιγμα φτερών 1,25 μ., διαθέτει πολύ μεγάλη μυϊκή δύναμη, και μπορεί, όταν δε βρει τροφή, να επιτεθεί με επιτυχία ακόμα και σε λαγούς, κότες και αρνιά. Στην πατρίδα μας είναι γνωστά τα είδη: ο "κόραξ ο σπερμολόγος" ή "καρπολόγος" ή τρυπανοκόραξ" (κοινώς σιταροκόρακας, σιταροκουρούνα, σιταροκορώνη, χαβαρόνι κλπ.) και ο "κολοιός ο κοινός" ή ο "βωμολόχος" (κοινώς σιταροκοράκι, καλιακούδα, κατσικατούλα κλπ.), που περνούν το χειμώνα κοντά σε εύφορες πεδιάδες.
Γενικά ο κόρακας εξημερώνεται πολύ εύκολα και μαθαίνει να συζεί με τον άνθρωπο σε μεγάλο βαθμό. Κατά τον Μεσαίωνα σε πολλούς Πύργους στην Ευρώπη εκτρέφονταν και διατηρούνταν κοράκια όπου σε πολλές των περιπτώσεων ήταν και προσωπικοί φύλακες των ιπποτών εκτροφέων τους.
Στην Αρχαιότητα οι αρχαίοι Έλληνες έτρεφαν ιδιαίτερη αγάπη στο πτηνό αυτό που το είχαν αφιερώσει στο θεό Απόλλωνα. Επίσης στη Γένεση αναφέρεται ως το πρώτο πτηνό που απελευθερώθηκε μετά τον κατακλυσμό το οποίο στη συνέχεια λησμόνησε και τον Νώε και την Κιβωτό του εξαιτίας των πολλών πτωμάτων ανθρώπων και άλλων ζώων που βρήκε. Έτσι ο Μωσαϊκός νόμος σύμφωνα με το Λευιτικό θεωρεί τον κόρακα "ακάθαρτο ζώο".
Ιστορία - Λογραφία
Γενικά ο κόρακας εξημερώνεται πολύ εύκολα και μαθαίνει να συζεί με τον άνθρωπο σε μεγάλο βαθμό. Κατά τον Μεσαίωνα σε πολλούς Πύργους στην Ευρώπη εκτρέφονταν και διατηρούνταν κοράκια όπου σε πολλές των περιπτώσεων ήταν και προσωπικοί φύλακες των ιπποτών εκτροφέων τους.
Στην Αρχαιότητα οι αρχαίοι Έλληνες έτρεφαν ιδιαίτερη αγάπη στο πτηνό αυτό που το είχαν αφιερώσει στο θεό Απόλλωνα. Επίσης στη Γένεση αναφέρεται ως το πρώτο πτηνό που απελευθερώθηκε μετά τον κατακλυσμό το οποίο στη συνέχεια λησμόνησε και τον Νώε και την Κιβωτό του εξαιτίας των πολλών πτωμάτων ανθρώπων και άλλων ζώων που βρήκε. Έτσι ο Μωσαϊκός νόμος σύμφωνα με το Λευιτικό θεωρεί τον κόρακα "ακάθαρτο ζώο"
(Pica pica)
H καρακάξα
Καρακάξα, ένα από το πιο πετυχημένο βιολογικά είδος στον κόσμο
Η καρακάξα (επιστημονικό όνομα Pica pica) είναι ξηροβατικό πτηνό, ενδημικό στην Ευρώπη, την Ασία και τη Βορειοδυτική Αφρική, της οικογένειας των κορακοειδών και είναι ένα από τα πολλά πουλιά που χαρακτηρίζονται ως κίσσες.
Η Καρακάξα είναι ένα μεσαίου μεγέθους πουλί, του οποίου το μήκος κυμαίνεται από 44 ως 60 εκ.. Το βάρος της κυμαίνεται από 145 ως και 210 γραμ. ενώ το άνοιγμα των φτερών της κυμαίνεται από 56 ως 61 εκ. Ξεκινώντας από το κεφάλι του οποίου ο χρωματισμός είναι μαύρος ιριδίζον. Ο μαύρος αυτός χρωματισμός συνεχίζεται και καλύπτει όλη την επιφάνεια του στήθους, αλλά και του επάνω μέρους του σώματος της, την ράχη και το επάνω μέρος των φτερών, στα οποία έχει (σε αντίθεση με το στήθος) μια έντονα ιριδίζουσα απόχρωση. Η κοιλία ως τους μαύρου χρώματος γλουτούς της, είναι λευκού χρώματος ανάλογο με αυτό των ώμων της, αλλά και των κωπταίων φτερών της τα οποία είναι και αυτά λευκού χρώματος. Η ουρά της είναι μαύρη, μακριά με μεγαλύτερα τα κεντρικά φτερά της. Τα πόδια της όπως και το ράμφος της είναι ξεθωριασμένου μαύρου χρώματος. Και τα δυο φύλα είναι παρόμοια, ενώ τα ανήλικα άτομα είναι παρόμοια με τα ενήλικα, αλλά σαφώς πιο θαμπά και λιγότερο ιριδίζοντα
Βιότοπος
Η Καρακάξα έχει μια αρκετά μεγάλη ποικιλία βιοτόπων. Την συναντούμε κυρίως σε ανοιχτές περιοχές με χαμηλή συνήθως βλάστηση, αραιά δέντρα και χαμηλούς θάμνους όπως οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις, τα λιβάδια, οι άκρες των δασών κ.α. Αποφεύγει τις πυκνές δασώδεις περιοχές όπως και τις άνυδρες και ξέρες. Δεν είναι όμως και λίγες οι φορές που θα την συναντήσουμε σε αστικές περιοχές, σε προαστιακούς κήπους και αλσύλλια, αλλά ακόμα και μέσα στις πόλεις.
Συμπεριφορά
Τις καρακάξες συνήθως τις συναντούμε σε μικρά κοπάδια των 6-10 πουλιών ή και μεγαλύτερα κατά το διάστημα του χειμώνα. Φωλαιωποιούν σε χαλαρές αποικίες, με διεσπαρμένες τις φωλιές σε μια αρκετά εκτεταμένες εκτάσεις. Οι καρακάξες επιδεικνύουν συνήθως μια έντονα κοινωνική (μετά το διάστημα της αναπαραγωγής) αλλά και επιθετική συνάμα συμπεριφορά. Αναζητούν την τροφή τους σχεδόν ομαδικά στο έδαφος, αλλά δεν είναι λίγες οι φορές που θα τις δούμε στις ράχες μεγάλων ζώων όπως βοοειδών κλπ, να τα απαλλάσσουν από διάφορα εξωπαράσιτα, τα οποία αποτελούν εκλεκτή λιχουδιά για τις καρακάξες. Κατά την σίτιση της η καρακάξα επιδεικνύει μια σχεδόν αρπακτική συμπεριφορά κρατώντας την τροφή της με τα δυνατά πόδια της και ραμφίζοντας την με το δυνατό ράμφος της. Οι καρακάξες είναι ικανές να καταστρέψουν τα αυγά άλλων πουλιών ή ακόμα και να θανατώσουν τους νεοσσούς τους προκειμένου να τραφούν. Ακόμα είναι σε θέση να τολμήσουν να επιτεθούν σε ασθενικά ή νεογέννητα πρόβατα ή βοοειδή τα οποία θα θανατώσουν με τα απανωτά ραμφίσματα τους για να τραφούν με αυτά, αλλά και δεν θα διστάσουν να κλέψουν την τροφή από άλλα πουλιά.
Έχει μια αρκετά χαρακτηριστική πτήση, σχεδόν κυματιστή, με γρήγορα κτυπήματα των φτερών και μικρά εναέρια γλιστρήματα.
Η καρακάξα είναι ένα αρκετά θορυβώδεις πουλί αν και δεν φημίζεται για την ωραία φωνή της. Η φωνή της είναι ένα μίγμα από σκληρές κραυγές όπως γοκκ γοκκ ή τσακ τσακ ή κουεγκ κουεγκ γακ γακ γακ. Έχει όμως παρατηρηθεί ότι πουλιά, σε αιχμαλωσία μπορούν να διδαχθούν για να μιμηθούν μικρό αριθμό λέξεων.
Διατροφή
Η Καρακάξα ανήκει στα σχεδόν παμφάγα είδη και μπορεί να σιτιστεί με μια αρκετά μεγάλη ποικιλία τροφής. Προμηθεύετε την τροφή της από το έδαφος, τα δέντρα ή τους θάμνους, όπου αναζήτα διάφορα έντομα, όπως γρύλους, σαλιγκάρια, γυμνοσάλιαγκες και αράχνες. Ακόμα συχνάζει κοντά σε παρόχθιες και παραλίμνιες περιοχές οπού αναζητεί ψάρια, μικρά ερπετά και αμφίβια. Στην ευρύτατη ποικιλία τροφών της καρακάξας συγκαταλέγονται διάφορα άγρια ή καλλιεργήσιμα φρούτα, τα αυγά αλλά και οι μικροί νεοσσοί διαφόρων πουλιών, μικρά θηλαστικά και οποιασδήποτε σχεδόν μορφής ψοφίμια
Αναπαραγωγή
Οι Καρακάξες επιδεικνύουν συνήθως και για αρκετά χρόνια μια σχεδόν μονογαμική συμπεριφορά, μιας και τα ζευγάρια που θα σχηματιστούν θα παραμείνουν για αρκετά χρόνια μαζί. Ενηλικιώνονται και είναι σε θέση να συμμετέχουν στην αναπαραγωγική διαδικασία μετά την ηλικία του ενός έτους. Η αναπαραγωγική τους περίοδο ξεκινά την άνοιξη (Απρίλιο - Μάιο), ενώ γύρω στο τέλος Απριλίου το ζευγάρι θα επιλέξει το μέρος στο οποίο θα κατασκευάσει την φωλιά του. Μερικές φορές βεβαία οι καρακάξες επαναχρησιμοποιούν τις παλαιές φωλιές τους, αν και συνήθως χτίζουν απ’ την αρχή μια νέα κάθε έτος. Η φωλιά χτίζετε συνήθως και από τα δυο μέλη του ζευγαριού σε πυκνά δέντρα και ψηλούς θάμνους, ενώ πολύ σπανιότερα θα επιλέξουν διάφορα κτήρια ή προεξοχές απότομων βράχων για να την χτίσουν. Η φωλιά έχει σχήμα σφαιρικό, είναι δηλαδή σκεπασμένη και στο επάνω μέρος της, είναι αρκετά ογκώδεις, έχει σχεδόν πάντα δυο εισόδους και αποτελείται από μικρούς κλαδίσκους και λάσπη. Μετά το ζευγάρωμα το θηλυκό θα γεννήσει από 5 ως και 9 αυγά τα οποία είναι στιλπνά, ανοιχτού πρασινωπού χρώματος και διάστικτα με ανοιχτού καφέ χρώματος στίγματα. Ποικίλλουν δε ως προς το μέγεθος τους όπως και ως προς τον βαθμό στιλπνότητας τους. Η επώαση των αυγών θα διαρκέσει γύρω στις 16-18 ήμερες και γίνεται αποκλειστικά από το θηλυκό, αν και μελέτες απέδειξαν ότι η συμμετοχή του αρσενικού είναι σχεδόν απαραίτητη για την μετέπειτα επιτυχή εκτροφή των νεοσσών. Μετά την εκκόλαψη και οι δυο γονείς φροντίζουν για την ανατροφή και σίτιση των νεοσσών, η οποία θα διαρκέσει γύρω στις 22-27 ήμερες. Ενώ για τις επόμενες 8 εβδομάδες οι νεοσσοί θα σιτίζονται αποκλειστικά από τους γονείς τους. Μετά το διάστημα των 8 εβδομάδων οι νεοσσοί θα αφήνουν τη φωλιά, αλλά θα παραμείνουν κοντά στους γονείς τους καθ' όλη την διάρκεια του πρώτου τους φθινοπώρου και χειμώνα.
Διάφορα
Μέχρι προσφάτως υπήρχε η άποψη ότι όλα τα είδη καρακάξας ήταν ίδια, μετά όμως από σχολαστική μελέτη και παρατήρηση τόσο της συμπεριφοράς τους, όσο και των φωνών τους, διαπιστώθηκε ότι η Ευρασιατική καρακάξα αποτελεί διαφορετικό είδος από την πολύ όμοια της Αμερικάνικη ή άλλα είδη κορεάτικων καρακαξών.
Η καρακάξα φτιάχνει μια αρκετά ογκώδεις φωλιά που μπορεί να πάρει μέχρι 40 ημέρες για να την κατασκευάσει.
Παρά το ότι απαιτείται αρκετή και επίπονη εργασία για την κατασκευή της φωλιάς, μελέτες απέδειξαν ότι μόνο οι καρακάξες αφιερώνουν μόλις το 1% των καθημερινών δραστηριοτήτων τους σε αυτόν τον τομέα
Όπως τα περισσότερα μέλη της οικογένειάς της, η καρακάξα είναι γνωστή ως αρπακτικό ζώο μιας και συχνά σιτίζεται με τα αυγά και τους νεοσσούς άλλων πουλιών. Έρευνες όμως απέδειξαν ότι τα αυγά και οι νεοσσοί αποτελούν μια πολύ μικρή μερίδα της διατροφής της καρακάξας. Και απόδειξη αυτού το γεγονότος είναι ότι στην Αγγλία, μια μελέτη επιβεβαίωσε ότι ο πληθυσμός ωδικών πτηνών αυξήθηκε συγχρόνως με την αύξηση του πληθυσμού των καρακαξών.
Σε πολλές περιοχές (και στην χώρα μας) κατά το παρελθόν έχουν γίνει αρκετές προσπάθειες περιορισμού των πληθυσμών αυτού του πουλιού, με ανεπιτυχή αποτελέσμάτα.
Στην Ευρώπη ο πληθυσμός των καρακαξών υπολογίζετε σε περισσότερα από 9.000.000 με μεγάλη αυξητική τάση.
Εχθροί
Όπως και παραπάνω αναφέραμε οι πληθυσμοί της καρακάξας βρίσκονται σε υψηλά επίπεδα. Οι Βιολογικοί εχθροί της καρακάξας είναι πολύ λίγοι ως ανύπαρκτοι.
Κοκκινοκαλιακούδα (Pyrrhocorax pyrrhocorax)
Λέγεται και πυρροκόραξ ο κοινός.
Είναι παμφάγο πτηνό που τρώει κυρίως σπόρους, βλαστάρια φυτών, έντομα και Προνύμφες εντόμων
Η κοκκινοκαλιακούδα, γενικά, είναι ένα μέσου μεγέθους κορακοειδές που, μπορεί να μην είναι εύκολο να παρατηρηθεί, λόγω του απρόσιτου των βιοτόπων της, αλλά είναι από τα ευκολότερα πτηνά, στην αναγνώριση πεδίου, δεδομένου ότι είναι το μοναδικό κορακοειδές με καρμινοκόκκινο ράμφος και κοκκινωπά κάτω άκρα (ταρσοί και πόδια). Ωστόσο, από κάποια απόσταση, επειδή δεν διακρίνονται αυτά τα χαρακτηριστικά, μοιάζει με την κιτρινοκαλιακούδα, ενώ σε σχέση με το κοράκι είναι σημαντικά μικρότερη σε μέγεθος. Κατά την πτήση, είναι διακριτές οι σχετικά τετραγωνισμένες πτέρυγες και η, επίσης, τετραγωνισμένη ουρά της. Όταν οι πτέρυγες είναι κλειστές, τα πρωτεύοντα ερετικά φθάνουν σχεδόν εκεί όπου τελειώνει η ουρά (στην κιτρινοκαλιακούδα, η ουρά προεξέχει σαφώς σε σχέση με τα πρωτεύοντα).
Χαρακτηρίζεται από το κόκκινο, μυτερό και αρκετά καμπυλωτό ράμφος της, αρκετά μεγαλύτερο και κυρτότερο σε σύγκριση με εκείνο της κιτρινοκαλιακούδας (P. graculus). Στη βάση του ράμφους υπάρχουν πολλές, κοντές σμήριγγες, οι οποίες μόλις που καλύπτουν τα ρουθούνια. Επίσης, κατά την πτήση, τα πρωτεύοντα ερετικά πτερά φαίνονται να εξέχουν από την πτέρυγα περισσότερο. Το πτέρωμά της είναι στιλπνό μαύρο με κάποια ελαφρά, ιριδίζουσα πρασινωπή απόχρωση, ενώ κάποια υποείδη διαθέτουν απαλή μπλε απόχρωση στα φτερά τους. Με το πέρασμα του χρόνου το πτέρωμα χάνει τη στιλπνότητά του, έως ότου ακολουθήσει η επόμενη έκδυση (moult). Η ίριδα είναι σκούρα καφεκόκκινη και τα νύχια μαύρα.
Τα δύο φύλα είναι παρόμοια, με τα θηλυκά λίγο μικρότερα σε μέγεθος, αλλά αυτό είναι δυσδιάκριτο από απόσταση. Οι ενήλικες μπορούν να ξεχωρίσουν με παρατήρηση στο χέρι (sic), από το μήκος πτέρυγας, ταρσού και ράμφους, σε ακραίες μετρήσεις. Για παράδειγμα, το ράμφος των αρσενικών ατόμων είναι γύρω στα 65 χιλιοστά, ενώ των θηλυκών, γύρω στα 50 χιλιοστά. Ωστόσο, αυτό είναι αδύνατον να διαπιστωθεί στην παρατήρηση πεδίου.
Τα νεαρά άτομα έχει λιγότερο στιλπνό πτέρωμα από τους ενήλικες, ενώ διαθέτουν σημαντικά μικρότερο κίτρινο ράμφος -που σταδιακά γίνεται πορτοκαλί και ροζ πόδια μέχρι το 1ο τους φθινόπωρο. Επίσης, η ίριδα των οφθαλμών είναι κατάμαυρη και τα νύχια των ποδιών σκούρα καφέ.
Σχηματική σύγκριση των δύο ειδών καλιακούδας, με την κοκκινοκαλιακούδα αριστερά
Υπάρχει η θεωρία ότι το μέγεθος των υποειδών αυξάνεται, από τα δυτικά προς τα ανατολικά, ακολουθώντας τον Κανόνα του Μπέργκμαν, που υποστηρίζει ότι το μέγεθος αυξάνεται παράλληλα με το υψόμετρο και τη μείωση της θερμοκρασίας (τα ασιατικά υποείδη ζουν σε υψηλότερες και ψυχρότερες περιοχές).Ωστόσο, οι επί μέρους μετρήσεις δίνουν, κάποιες φορές, μια διαφορετική εικόνα. Για παράδειγμα, αν και οι κινεζικοί πληθυσμοί είναι κατά μέσο όρο μεγαλύτεροι σε μέγεθος από τους ευρωπαϊκούς, έχουν εν τούτοις κοντύτερα πόδια και ράμφος.
Η κοκκινοκαλιακούδα θα μπορούσε να καταταγεί στα παμφάγα κορακοειδή με, τόσο ζωϊκή, όσο και φυτική ύλη στο διαιτολόγιό της. Η φυσιολογία του στομαχιού της δείχνει ότι ανήκει στους οργανισμούς που καταναλώνουν μάλλον μαλακή, πλούσια σε υγρά, τροφή. Η λεία του είδους αποτελείται σε μεγάλο βαθμό από έντομα, αράχνες, σαλιγκάρια, σκουλήκια και άλλα ασπόνδυλα που λαμβάνονται από το έδαφος, με τα μυρμήγκια, ίσως, το πιο σημαντικό θήραμα.Οι κοκκινοκαλιακούδες του υποείδους της Κ. Ασίας P. p. centralis συνηθίζουν να ανεβαίνουν στη ράχη των άγριων ή οικόσιτων θηλαστικών και να τρέφονται με παράσιτα. Αν και τα ασπόνδυλα αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος της διατροφής τους, μπορούν να τραφούν και με φυτικό υλικό, συμπεριλαμβανομένων πεσμένων σπερμάτων από δημητριακά, ιδιαίτερα με την έλευση του φθινοπώρου. Μάλιστα, στα Ιμαλάια έχει αναφερθεί ότι προκαλούν ζημιές στις καλλιέργειες κριθαριού διαρρηγνύοντας τους καρπούς για να πάρουν τα σπέρματα.Στις ακτές, συνηθίζουν να αρπάζουν τα αβγά από τις φωλιές των πουλιών που φωλιάζουν στην περιοχή. Τέλος, αντίθετα με την κιτρινοκαλιακούδα, δεν δέχονται ανθρώπινη «τεχνητή» τροφή, όπως ψωμιά, γλυκά κ.λ.π.
Τα προτιμώμενα ενδιαιτήματα αναζήτησης τροφής είναι εκείνα με χαμηλή βλάστηση, που δημιουργούνται από τη βόσκηση, π.χ. από τα πρόβατα και τα κουνέλια, οι αριθμοί των οποίων συνδέονται με την αναπαραγωγική επιτυχία του είδους. Μπορεί, επίσης, να προκύψουν κατάλληλες περιοχές σίτισης, εκεί όπου η ανάπτυξη των φυτών παρεμποδίζεται από την έκθεση σε ρεύματα ανέμου κορεσμένα με αλάτι, ή σε φτωχά εδάφη.
Η κοκκινοκαλιακούδα χρησιμοποιεί το μεγάλο, καμπυλωτό ράμφος της για να συλλάβει μυρμήγκια, σκαθάρια και μύγες από την επιφάνεια, ή για να σκάψει για προνύμφες και άλλα ασπόνδυλα. Το τυπικό βάθος που ψάχνει είναι στα 2-3 εκατοστά, που σημαίνει ότι σιτίζεται σε εδάφη με λεπτή επιφάνεια και στα βάθη όπου διαβιούν πολλά ασπόνδυλα, είναι όμως ικανή να διατρυπήσει το έδαφος ακόμη και σε βάθος 10-20 εκ., εάν παραστεί ανάγκη.Επίσης, θα αναζητήσει στιγμιαία τη λεία της σε δένδρα ή θάμνους, μόνον όταν δεν βρίσκει αλλού τροφή. Πίνει νερό πολύ συχνά, ιδιαίτερα όταν καταναλώνει σκληρή ή κολλώδη λεία.
Όταν τα δύο είδη καλιακούδας εμφανίζονται μαζί, υπάρχει μόνο περιορισμένος ανταγωνισμός για τροφή. Ιταλική μελέτη έδειξε ότι, κατά τη διάρκεια του χειμώνα, η διατροφή για την κοκκινοκαλιακούδα ήταν σχεδόν αποκλειστικά βολβοί γκάγκεας (Gagea sp.), ενώ η κιτρινοκαλιακούδα στρεφόταν σε βατόμουρα και καρπούς τριανταφυλλιάς. Επίσης, τον Ιούνιο, οι κοκκινοκαλιακούδες τρέφονται με προνύμφες Λεπιδοπτέρων, ενώ οι κιτρινοκαλιακούδες με νύμφες Τιπουλίδων. Αργότερα, μέσα στο καλοκαίρι, οι κιτρινοκαλιακούδες καταναλώνουν κυρίως ακρίδες, ενώ οι κοκκινοκαλιακούδες, νύμφες Τιπουλίδων, προνύμφες Διπτέρων και σκαθάρια.
Τόσο η κοκκινοκαλιακούδα όσο και η κιτρινοκαλιακούδα, έχουν τη συνήθεια να «αποταμιεύουν» τροφή, κρύβοντάς την σε ρωγμές ή σχισμές και καλύπτοντας το άνοιγμα με χαλίκια ή βότσαλα
Η κοκκινοκαλιακούδα απαντάται σε υψόμετρο που κυμαίνεται από 1.000 μέχρι 2.300 μ., σχεδόν αποκλειστικά στους υψηλότερους ορεινούς όγκους της ηπειρωτικής Ελλάδας και της Κρήτης (Handrinos
& Akriotis 1997, Delestrade 1998, Ξηρουχάκης & Δρετάκης 2006). Έχει επίσης αναφερθεί και σε ορισμένα νησιά (Εύβοια, Β. Σποράδες κ.α.) (Handrinos & Akriotis 1997), αλλά η παρουσία του εκεί δεν έχει πλήρως εξακριβωθεί. Πρόσφατα, αν και
ανεπαρκή, δεδομένα δείχνουν σοβαρή πληθυσμιακή μείωση και συρρίκνωση της κατανομής του στην ηπειρωτική Ελλάδα, όπου φαίνεται πώς απαντάται σπάνια, ενώ ο πληθυσμός της Κρήτης διατηρείται ακόμη σε ικανοποιητικό επίπεδο. Το χειμώνα
παρατηρείται σε χαμηλότερο υψόμετρο (μέχρι τα 400 μ.), ακόμη και κοντά σε καλλιέργειες, ειδικά σε περιόδους έντονης κακοκαιρίας. Ο συνολικός πληθυσμός του είδους εκτιμήθηκε τη δεκαετία του 1990 σε 500-2.000 ζευγ., εκ των οποίων 400-800 στα βουνά της Κρήτης, σχηματίζοντας ενίοτε μεγάλα κοπάδια των 150-200 ατόμων (Tucker & Heath 1994, Handrinos & Akriotis 1997, Delestrade 1998). Ο
σημερινός του πληθυσμός εκτιμάται σε 1.100-1.800 ζευγ. (Birdlife International 2004) και ανήκει στο υποείδος P. p. docilis.
Ποσοστό του πληθυσμού του είδους που βρίσκεται στην Ελλάδα: <1% >του ευρωπαϊκού.
Οικολογία:
Η κοκκινοκαλιακούδα φωλιάζει σε σχισμές βράχων, σε απότομες εξάρσεις και φαράγγια (Handrinos & Akriotis 1997). Ο βιότοπος τροφοληψίας της περιλαμβάνει βραχώδεις εκτάσεις με χέρσα χωράφια, αλπικά λιβάδια με απότομα διάσπαρτα βράχια, οροπέδια και ορεινούς βοσκότοπους με αραιή φυτοκάλυψη. Τρέφεται με ασπόνδυλα (κυρίως ιπτάμενα έντομα, αλλά και σκουλήκια). Ευνοείται από την
κτηνοτροφία, καθώς η βόσκηση κρατά χαμηλή τη βλάστηση, ενώ και αρκετά ασπόνδυλα ευδοκιμούν στην κοπριά των ζώων (Tucker & Heath 1994). Γεννά 3-4 αβγά αργά τον Απρίλιο ή στις αρχές του Μαΐου, τα οποία επωάζει για 18 περίπου ημέρες. Οι νεοσσοί πτερώνονται από τα τέλη Μαΐου μέχρι τα τέλη Ιουνίου (Delestrade 1998, Ξηρουχάκης αδημ. δεδομένα). Πρόκειται πάντως για είδος που δεν έχει ακόμη μελετηθεί επαρκώς, ιδιαίτερα στην ηπειρωτική Ελλάδα.
Απειλές:
Ο βιότοπος φωλιάσματος του είδους δεν απειλείται άμεσα, αλλά δεν είναι ακόμη πλήρως κατανοητές οι αιτίες της σαφούς πληθυσμιακής του μείωσης στην ηπειρωτική Ελλάδα. Πάντως, ο βιότοπος τροφοληψίας του σε ορισμένες περιοχές έχει συρρικνωθεί λόγω της εγκατάλειψης των ορεινών καλλιεργειών και της νομαδικής κτηνοτροφίας. Επίσης, αλλαγές των χρήσεων γης και η αυξανόμενη τουριστική και οικιστική ανάπτυξη σε οροπέδια έχουν αρνητικές επιπτώσεις στο είδος.
Tο είδος, συνολικά, δεν θεωρείται ότι προσεγγίζει τα κατώτατα όρια του κριτηρίου μείωσης για τον παγκόσμιο πληθυσμό της IUCN Red List (δηλαδή, μείωση κατά περισσότερο από 30%, μέσα σε δέκα χρόνια ή τρεις γενεές), και ως εκ τούτου αξιολογείται ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC).
Οι κυριότεροι φυσικοί θηρευτές της κοκκινοκαλιακούδας είναι ο πετρίτης, ο χρυσαετός και ο μπούφος, ενώ την φωλιά της λεηλατεί συχνά το κοράκι. Επίσης, η κοκκινοκαλιακούδα αποτελεί ένα από τα είδη-ξενιστές πάνω στα οποία παρασιτεί ο κισσόκουκος (Clamator glandarius).
Ωστόσο, οι ευρωπαϊκές επικράτειες έχουν μειωθεί και κατακερματιστεί λόγω της απωλείας των παραδοσιακών μεθόδων κτηνοτροφίας, της δίωξης και, ίσως, όχλησης στην αναπαραγωγή και το φώλιασμα, αν και οι αριθμοί στη Γαλλία, τη Μεγάλη Βρετανία και τη Ιρλανδία μπορεί τώρα να έχουν σταθεροποιηθεί.[ Από τους άλλους ευρωπαϊκούς πληθυσμούς μόνο στην Ισπανία το είδος εξακολουθεί να είναι διαδεδομένο. Στις άλλες περιοχές αναπαραγωγής οι επικράτειες είναι αποσπασματικές και μεμονωμένες, γι’ αυτό και το είδος έχει χαρακτηριστεί ως Ευάλωτο (VU) στην Ευρώπη. Γι’ αυτό, σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, η κοκκινοκαλιακούδα αποτελεί το αντικείμενο πολλών προγραμμάτων διατήρησης και προστασίας.
Μια μικρή ομάδα από άγριες κοκκινοκαλιακούδες έφτασε από την ηπειρωτική Ευρώπη στην Κορνουάλη, το 2001 και, μάλιστα, φώλιασε μέσα στο επόμενο έτος. Αυτή ήταν η πρώτη καταγραφή αναπαραγωγής του είδους στη Βρετανία, από το 1947, και μια σταδιακή αύξηση του πληθυσμού έχει παρατηρηθεί έκτοτε, κάθε επόμενο έτος.
Τους μεγαλύτερους καταγεγραμμένους αναπαραγωγικούς πληθυσμούς στην Ευρώπη, διαθέτουν η Ρωσία, η Ισπανία, η Ιταλία, η Γαλλία και η Ελλάδα
Μέτρα διατήρησης που υπάρχουν: Προστατευόμενο είδος, το μεγαλύτερο μέρος του
ελληνικού πληθυσμού, ιδιαίτερα στην Κρήτη, απαντάται σε περιοχές του δικτύου ΖΕΠ/Natura 2000.
Μέτρα διατήρησης που απαιτούνται: Χρειάζεται να γίνει λεπτομερής καταγραφή της εξάπλωσης του είδους και ακριβής εκτίμηση του πληθυσμού του, ιδιαίτερα στην ηπειρωτική Ελλάδα. Επίσης, απαιτείται μελέτη της οικολογίας του και των μετακινήσεών του, αλλά και των αιτιών της μείωσής του. Η διατήρηση και επέκταση ορεινών καλλιεργειών θα βελτίωνε τη διαθεσιμότητα της τροφής του, ενώ η διατήρηση παραδοσιακών μορφών κτηνοτροφίας και συστημάτων βόσκησης θα ευνοούσαν το είδος σημαντικά.
Καρυδοθραύστης (Nucifraga caryocatactes).
Η επιστημονική ονομασία του γένους Nucifraga είναι λατινική και, είναι η ακριβής απόδοση της ελληνικής ονομασίας καρυοθραύστης: frangere =σπάζω, ρηγνύω, κομματιάζω + nux-cis =κάρυον.
Με την ονομασία κάρυο εννοούνται όλοι οι καρποί που περιλαμβάνονται στη βοτανική κατηγορία κάρυο και όχι τα κοινά καρύδια, όπως λανθασμένα πιστεύεται, που άλλωστε, στις περιοχές που συχνάζει το πτηνό, σπάνια ανευρίσκονται .
Ο καρυοθραύστης είναι ένα αποκλειστικά ευρασιατικό είδος με εξάπλωση, σε γενικές γραμμές, από την κεντρική Ευρώπη και τη Σκανδιναβία στα δυτικά και, μέσω της Ρωσίας, της Σιβηρίας και της κεντρικής Ασίας, μέχρι την Καμτσάτκα και τις ακτές της Ιαπωνίας στα ανατολικά και, μέχρι τα Ιμαλάια και την Ινδοκίνα στα νότια. Σε πολλές περιπτώσεις, εμφανίζει το φαινόμενο της πληθυσμιακής «έκρηξης», δηλαδή σε περιοχές όπου φυσιολογικά οι αριθμοί του είναι μικροί, ξαφνικά συρρέουν πολλά άτομα, γεγονός που οφείλεται σχεδόν πάντοτε στις κακές καιρικές συνθήκες των περιοχών απ' όπου έρχονται τα πουλιά
Ο Καρυδοθραύστης έχει μήκος σώματος από 32 μέχρι 35 εκατοστά άνοιγμα φτερών 50 -58 εκατοστά και βάρος 120 -170 γραμμάρια. Το σώμα του έχει σκούρο καφέ χρώμα με λευκές κηλίδες εκτός από το κάλυμμα της κεφαλής που είναι μόνο σκούρο καφέ. Το δυνατό ράμφος είναι ανοιχτό γκρι. Επίσης δεν υπάρχει φυλετικός διμορφισμός αρσενικά και θηλυκά έχουν ίδιο χρωματισμό.
Ο καρυοθραύστης, ένα πουλί με έντονα κηλιδωτό, στιλπνό και, υπό οπτική γωνία, γυαλιστερό (glossy) πτέρωμα, δύσκολα συγχέεται με κάποιο άλλο είδος, ιδιαίτερα αν ληφθούν υπόψιν το οικοσύστημα όπου συχνάζει και το χαρακτηριστικό πέταγμά του.
Είναι ένα κορακοειδές με κηλιδωτό πτέρωμα, πλατιές πτέρυγες -σε σχέση με το μέγεθός του- και μικρή ουρά. Το χρώμα του πτερώματος είναι παντού σκούρο σοκολατί, αλλά σε έντονο βαθμό κηλιδωτό, με λευκά στίγματα στο πρόσωπο, το λαιμό, την ωμοπλάτη και όλη την κάτω επιφάνεια του σώματος. Η περιοχή στην εμπρόσθια οφθαλμική περιοχή (lores) είναι λευκή, ενώ διαθέτει μαυριδερή-καφέ κορυφή κεφαλιού (στέμμα) που εκτείνεται μέχρι και τον αυχένα.
Οι πτέρυγες είναι σκούρες μαυριδερές, με πρασινωπή-μπλε γυαλιστερή απόχρωση, ανάλογα με το πώς πέφτει το φως πάνω τους -κάτι που συμβαίνει και με άλλα κορακοειδή (λ.χ. καρακάξα). Η κοντή -για κορακοειδές- ουρά είναι σκούρα, αλλά η παρουσία λευκών φτερών στην περιοχή της αμάρας και του ουροπυγίου, καθώς και στην άκρη των πηδαλιωδών φτερών, δίνουν την αίσθηση ότι η ουρά διαθέτει στο κάτω μέρος της μία μαύρη πλατιά ταινία, κάτι ιδιαίτερα εμφανές κατά την πτήση.
Το ράμφος είναι σχετικά μακρύ και πολύ στιβαρό, με χρώμα σκούρο μολυβί και με ιδιαίτερα οξύ άκρο, που διαφέρει σε μέγεθος ανάμεσα στα διάφορα υποείδη και, πολλές φορές, χρησιμοποιείται ως διαγνωστικό κριτήριο. Η ίριδα, οι ταρσοί και τα πόδια είναι όλα μαυριδερά.
Τα φύλα είναι όμοια, ενώ τα νεαρά άτομα έχουν λιγότερες κηλίδες στο σώμα τους και, γενικότερα, έχουν πιο ανοιχτόχρωμο πτέρωμα
Βιότοπος – εμφάνιση:
Ο Καρυοθραύστης ζεί κυρίως σε πυκνά μεγάλα κωνοφόρα δάση από έλατα πεύκα, στη Σκανδιναβία, στις χώρες της Βαλτικής από την Πολωνία μέχρι την Σιβηρία, στις Άλπεις, τα Βαλκάνια και τον Καύκασο.
Οι καρυοθραύστες, εξαρτώμενοι άμεσα από κάποια συγκεκριμένη τροφή, συχνάζουν στα πυκνά κωνοφόρα δάση της επικρατείας τους, ιδιαίτερα στις ορεινές περιοχές, όπου είναι αρκετά δύσκολο να τους παρατηρήσει κανείς τα καλοκαίρια, λόγω του καμουφλάζ που προσφέρει το κηλιδωτό τους πτέρωμα μέσα στα πυκνά κλαδιά των δένδρων. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια του χειμώνα μπορεί να βρεθεί και σε δάση φυλλοβόλων.
Οι σημαντικότερες πηγές τροφής για το είδος αυτό είναι τα σπέρματα των καρπών (κουκουνάρια) των πεύκων (Pinus sp.), ιδιαίτερα εκείνα των αλπικών (μεγάλου υψομέτρου) ειδών (Pinus subgenus strobus) με μεγάλους σπόρους: P. armandii, P. cembra, P. koraiensis, P. parviflora, P. peuce, P. pumila, P. sibirica και P. wallichiana, αλλά και του subgenus Ducampopinus, P. bungeana και P. gerardiana. Σε ορισμένες περιοχές, όπου κανένα από αυτά τα πεύκα δεν ευδοκιμεί, οι σπόροι της ερυθρελάτης (Picea sp.) και της φουντουκιάς (Corylus sp.), αποτελούν σημαντικό μέρος της διατροφής του. Το είδος συνηθίζει να αποθηκεύει το πλεόνασμα των καρπών που συλλέγει, για να τους χρησιμοποιήσει σε δύσκολες συνθήκες διαβίωσης.
Διάφορα έντομα, επίσης, συμπληρώνουν τη διατροφή του, καθώς και μικρά πτηνά, τα αυγά τους και οι νεοσσοί τους, μικρά τρωκτικά, σαύρες και θνησιμαία, ιδιαίτερα νεκρά ζώα στους αυτοκινητοδρόμους. Τέλος, μπορεί να «σκάβει» και φωλιές μελισσών και σφηκών -με μεγάλη προσοχή- για να πάρει τις προνύμφες.
Οι καρυοθραύστες είναι μονογαμικά πουλιά και απαιτούν ζωτικό χώρο φωλιάσματος με εμβαδόν 20-30 εκτάρια, περίπου. Η περίοδος αναπαραγωγής ξεκινάει στα μέσα Μαρτίου στις νότιες επικράτειες, μέχρι τον Απρίλιο ή και το Μάιο στις βόρειες και η ωοτοκία πραγματοποιείται εφάπαξ.Οι γονείς εκμεταλλεύονται τα αποθέματα καρπών που έχουν συλλέξει από το προηγούμενο φθινόπωρο, για το φώλιασμα.
Η φωλιά κατασκευάζεται ψηλά πάνω σε ένα κωνοφόρο, σε ένα κλαδί συνήθως κοντά στον κορμό, σπανιότερα σε ένα φυλλοβόλο δένδρο. Είναι μία κατασκευή από κλαδάκια, βρύα και λειχήνες, με κάποια ανάμιξη χώματος, ενώ το υλικό επίστρωσης είναι ένα χοντρό στρώμα από γρασίδι με τριχωτούς λειχήνες.[
Η γέννα αποτελείται από 3-4 (σπανίως 2 ή 5) αβγά, που εναποτίθενται ένα (1) κάθε ημέρα, περίπου. Η επώαση που πραγματοποιείται και από τα δύο φύλα, ξεκινάει από το πρώτο ή το δεύτερο αβγό και διαρκεί 17-19 ημέρες. Οι νεοσσοί είναι φωλεόφιλοι, επιτηρούνται στενά από τους γονείς τους, αφήνουν τη φωλιά τους στις 21-28 ημέρες, αλλά μένουν κοντά στους γονείς του για περαιτέρω 2-3 μήνες, οπότε μαθαίνουν τις διατροφικές συνήθειες αναζήτησης και αποθήκευσης καρπών, που είναι απαραίτητες για την επιβίωσή τους.Πάντως, η αναπαραγωγή του δεν έχει μελετηθεί επαρκώς.
Στην Ελλάδα, ο καρυοθραύστης είναι επιδημητικός κατά μεγάλο ποσοστό και φωλιάζει (;) στη βόρεια χώρα σε δάση κωνοφόρων. Πιθανότατα, υπάρχει μίξη με άτομα που έρχονται κατά τη φθινοπωρινή μετανάστευση.
Στην Ελλάδα, παρομοίως, απαντά σε ανάλογα ενδιαιτήματα της βόρειας χώρας.
Το είδος δεν φαίνεται να κινδυνεύει από κάποια συγκεκριμένη απειλή, γι’αυτό η IUCN έχει χαρακτηρίσει το είδος ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC), παγκοσμίως, αν και υπάρχει μείωση των πληθυσμών του, λόγω απωλείας των ενδιαιτημάτων του.
Χαβαρόνι (Corvus frugilegus).
Το Χαβαρόνι είναι στρουθιόμορφο πτηνό της οικογενείας των Κορακιδών, ένα από τα κορακοειδή που απαντούν και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Corvus frugilegus και περιλαμβάνει 2 υποείδη.
Στην Ελλάδα, απαντά το υποείδος Corvus frugilegus frugilegus (Linnaeus, 1758).
Η επιστημονική ονομασία του γένους Corvus, αποτελεί την άμεση απόδοση της ελληνικής λέξης Κόραξ, στα λατινικά. Η λέξη Κόραξ ανάγεται στην ινδοευρωπαϊκή ρίζα ker/kor, ηχομιμητικής προέλευσης και συνδέεται με άλλες ονομασίες πτηνών με την ίδια ρίζα (λ.χ. κόραφος, κορώνη). Η κατάληξη -αξ προήλθε από παρέκταση θέματος με το φωνηεντικό ? και ήταν συνηθισμένη στην αρχαία ελληνική.
Ο λατινικός όρος frugilegus στην επιστημονική ονομασία του είδους, προέρχεται από τα επί μέρους συνθετικά frux-frugis «καρπός, σπέρμα» + lego «λέγω, συλλέγω, επιλέγω», που παραπέμπει σε μία από τις πολλές διατροφικές προτιμήσεις του πτηνού
Tο χαβαρόνι εμφανίζει ευρύ φάσμα κατανομής σε μεγάλες επικράτειες του Παλαιού Κόσμου. Στην Ευρώπη, απαντά σε όλη σχεδόν την ήπειρο, εκτός από το μεγαλύτερο τμήμα των σκανδιναβικών χωρών, ως επιδημητικό, καλοκαιρινό αναπαραγόμενο, ή διαχειμάζον είδος. Στην Ασία, το φάσμα εξάπλωσης αποτελείται από ευρεία ζώνη που διατρέχει το κέντρο σχεδόν της ηπείρου, με κύρια παρουσία στην Ρωσία και την Κίνα, αλλά περιλαμβάνονται και οι μικρότερες χώρες που βρίσκονται ενδιάμεσα σε αυτή την κεντρική λωρίδα. Το ανατολικό όριο βρίσκεται στην Ιαπωνία, την Κορέα και την ΝΑ. Κίνα (περιοχές διαχείμασης). Ααπουσιάζει από τις βόρειες περιοχές της Σιβηρίας και από το μεγαλύτερο τμήμα της Μέσης Ανατολής, της Ινδικής υποηπείρου και της Ινδοκίνας. Στην Αφρική, τέλος, το χαβαρόνι απαντά μόνο σε κάποιες περιοχές της Αιγύπτου (Νείλος), ως διαχειμάζον πτηνό.
Το είδος αναπαράγεται κυρίως σε ανοικτές περιοχές, με διάσπαρτες συστάδες δένδρων -απαραίτητα για να κουρνιάζουν-, ή σε περιοχές στα όρια του δάσους, με αρόσιμα εδάφη και χορτολιβαδικές εκτάσεις. Εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την μετατροπή γης λόγω της ανθρώπινης δραστηριότητας. Οι χορτολιβαδικές εκτάσεις που διαθέτουν ορισμένο ποσοστό καλλιεργήσιμης γης είναι ιδιαίτερα ευνοϊκές για τα χαβαρόνια ενώ, υψομετρικά, προτιμούν επίπεδες ή λοφώδεις περιοχές και αποφεύγουν τα βουνά. Η ρύπανση στην περιοχή αναζήτησης τροφής δεν πρέπει να είναι υπερβολικά υψηλή, ενώ η εγγύτητα με τον οικιστικό ιστό δεν αποτελεί αποτρεπτικό παράγοντα. Έτσι, πολλές από τις αποικίες αναπαραγωγής και οι φωλιές τους βρίσκονται κοντά σε ανθρώπινους οικισμούς, συχνά σε πάρκα των μεγάλων πόλεων, όπου εμφανίζονται με αρκετά «θορυβώδη» συμπεριφορά.
Σε ορισμένες ευρωπαϊκές πόλεις, έχουν δημιουργηθεί «θέσεις» διαχείμασης (π.χ. στη Βιέννη με, περίπου, 250.000 χαβαρόνια). Αυτοί οι «αστικοποιημένοι» πληθυσμοί έχουν αναπτύξει ποικίλες προσαρμογές ως προς την συμπεριφορά, την πρόσληψη τροφής και την καθημερινή δραστηριότητά τους. Για παράδειγμα, έχουν συνηθίσει να τρέφονται με τροφή που τούς προσφέρουν οι άνθρωποι, κάτι όχι τόσο καλό απαραίτητα, με αποτέλεσμα να έχει διογκωθεί υπέρμετρα ο πληθυσμός τους. Στο Ηνωμένο Βασίλειο η στατιστική ανάλυση των 5 πρώτων προτιμητέων οικοσυστημάτων, δίνει τα εξής αποτελέσματα: Χωριά, Λιβάδια, Χωράφια, Καλαμιώνες και Πλατύφυλλα Δένδρα.
Στην Ελλάδα, το χαβαρόνι απαντά σε πεδινές περιοχές, κυρίως χωράφια με διάσπαρτες συστάδες δένδρων.
Το χαβαρόνι είναι κορακοειδές με μέγεθος κουρούνας, με σχετικά μικρό κεφάλι και κοντούς ταρσούς. Το πτέρωμα είναι μαύρο με χαρακτηριστική μπλε/ιώδη μεταλλική απόχρωση όταν η γωνία πρόσπτωσης του φωτός είναι κατάλληλη. Το φαινόμενο αυτό εμφανίζεται και σε άλλα κορακοειδή, όπως π.χ. στην καρακάξα. Το πτέρωμα στις περιοχές του κεφαλιού, του τραχήλου και των ώμων είναι ιδιαίτερα πυκνό και «μεταξωτό» στη υφή, ενώ στην κοιλιά εμφανίζεται παχύτερο με χαρακτηριστικά «κρεμάμενα» (fluffy) φτερά. Οι ταρσοί και τα πόδια έχουν μαύρο χρώμα, ενώ το ράμφος είναι γκριζόμαυρο, συχνά με κιτρινωπό άκρο.
Το σημαντικότερο διαγνωστικό του στοιχείο, είναι το μακρύ, μυτερό ράμφος που διαθέτει γυμνή, άπτερη, γκριζολευκωπή περιοχή κοντά στη βάση του, στοιχείο που τού προσδίδει όγκο. Αυτή η περιοχή, κάνει αντίθεση με τα μεγάλα μαύρα μάτια και είναι ορατή από μακριά. Επίσης, η περιοχή των ταρσών διαθέτει χαρακτηριστικό, «μαλλιαρό» πτέρωμα, όχι τόσο «τακτοποιημένο» όσο στις κουρούνες.
Τα φύλα είναι παρόμοια, αλλά τα νεαρά άτομα διαθέτουν τριχόπτερα στην περιοχή του ράμφους και δύσκολα ξεχωρίζουν από τις νεαρές κουρούνες. Τα φτερά αυτά αποπίπτουν αργότερα, σε ηλικία 6 μηνών, περίπου. Επίσης έχουν λιγότερο στιλπνό τρίχωμα απο τους ενήλικες.
Όπως συμβαίνει με όλα τα είδη του γένους Corvus το φάσμα διατροφής του χαβαρονιού είναι εξαιρετικά πολυποίκιλο. Παρά το γεγονός ότι προτιμά ζωική τροφή, η φυτική ύλη αποτελεί μέχρι και τα 3/5 του συνόλου. Γαιοσκώληκες, νηματόκερα έντομα, κολεόπτερα και οι κάμπιες τους, όπως και γυμνοσάλιαγκες αποτελούν την προτιμώμενη λεία. Ωστόσο, επιτίθεται και σε θηλαστικά, όπως τρωκτικά (κρικετίδες, μυγαλές, νεροπόντικες) και, σπανιότερα, πουλιά και τους νεοσσούς τους.. Κατά τους χειμερινούς μήνες, στρέφεται στα θνησιμαία, αλλά σε πολύ μικρότερο βαθμό από ό, τι η κουρούνα.
Η φυτική διατροφή αποτελείται από σπέρματα όλων των ειδών, κυρίως δημητριακών (grains), από όπου πήρε και την επιστημονική του ονομασία. Επιπλέον, καταναλώνει όλα τα είδη ξηρών καρπών, κυρίως βελανίδια και, σε μικρότερο βαθμό, φρούτα (κεράσια, δαμάσκηνα, βατόμουρα). Οι νεοσσοί σιτίζονται με ζωική ύλη, όχι όμως αποκλειστικά. Η αναζήτηση της τροφής, γίνεται κυρίως το πρωί, βασίζεται στην όραση και πραγματοποιείται στο έδαφος, με το ράμφος να χρησιμοποιείται ως «πολυεργαλείο) (σκάψιμο, τρύπημα εδάφους, θανάτωση και τομή της λείας). Μάλιστα, μερικοί ερευνητές θεωρούν ότι, η άπτερη περιοχή στο ράμφος αποτελεί εξελικτική προσαρμογή, λόγω της εισχώρησής του βαθιά στο έδαφος, κατά την αναζήτηση λείας. Τα ιπτάμενα έντομα συλλαμβάνονται με μικρά εναέρια άλματα, ενώ τα θηλαστικά καταδιώκονται μόνο για λίγο. Πολλές φορές μεταφέρει τη λεία στη φωλιά, μέσα στον οισοφαγικό του σάκο.
Στις αστικές περιοχές, υπολείμματα τροφών από τον άνθρωπο λαμβάνονται από χωματερές και δρόμους, συνήθως τις πρώτες πρωινές ώρες, όταν είναι σχετικά ήσυχα. Μπορεί επίσης να παρατηρηθεί κατά μήκος της ακτής, να τρέφεται με καρκινοειδή και βρώσιμα ξεβράσματα από το κύμα.
Τα χαβαρόνια ωριμάζουν σεξουαλικά στο τέλος του 2ου έτους της ζωής τους, ενώ οι εταίροι σχηματίζουν μονογαμικά ζευγάρια. Η περίοδος φωλιάσματος ξεκινά από τον Μάρτιο-Απρίλιο στις νότιες επικράτειες, αλλά μπορεί να επεκταθεί μέχρι τον Μάιο στον βορρά, ενώ η ωοτοκία πραγματοποιείται άπαξ σε κάθε αναπαραγωγική περίοδο.
Στα εδάφη αναπαραγωγής (βλ. Βιότοπος), τα χαβαρόνια κατασκευάζουν τις φωλιές τους πάνω στα φυλλοβόλα δένδρα, στην κορυφή των υψηλοτέρων από αυτά. Οι φωλιές βρίσκονται κοντά η μία στην άλλη, οπότε σχηματίζονται αναπαραγωγικές αποικίες, χαρακτηριστικές για το είδος. Μάλιστα, την άνοιξη, πριν ακόμη τα δένδρα αποκτήσουν φύλλωμα, οι ογκώδεις φωλιές πάνω στα γυμνά κλαδιά μοιάζουν με μεγάλες «σκούπες μάγισσας», όπως λένε οι κάτοικοι της αγγλικής υπαίθρου. Υπάρχουν και φωλιές κατασκευασμένες σε κτήρια, γέφυρες και παρόμοιες θέσεις, ή ακόμη και στο έδαφος, αλλά είναι σπάνιες.
Η φωλιά είναι, σχετικά, ογκώδης κατασκευή και αποτελείται από χοντρά κλαδιά με λάσπη ενσωματωμένη ανάμεσα σε αυτά. Το υλικό συλλέγεται από τα δένδρα αν και μπορεί να «κλαπεί» από γειτονικές φωλιές. Το εσωτερικό της επιστρώνεται με γρασίδι, ρίζες, φύλλα,, βλαστούς, βρύα, μαλλί και τρίχες. Οι φωλιές που είχαν κατασκευαστεί τα προηγούμενα χρόνια επαναχρησιμοποιούνται, αφού γίνουν οι απαραίτητες μικροδιορθώσεις. Στην δόμηση της φωλιάς συμμετέχουν και τα δύο φύλα, με το αρσενικό να εφοδιάζει και το θηλυκό να χτίζει.
Η γέννα αποτελείται από 3-5, σπανιότερα μέχρι 6 ή 9 αβγά, υποελλειπτικού σχήματος και ποικίλου μοτίβου, με διαστάσεις 40 Χ 28,3 χλστ. και βάρος 3,2 γρ., εκ των οποίων ποσοστό 3% είναι κέλυφος. Τα αβγά εναποτίθενται κάθε δεύτερη ημέρα και επωάζονται για 16-20 ημέρες, από το θηλυκό, ενώ το αρσενικό την εφοδιάζει με τροφή. Οι νεοσσοί είναι φωλεόφιλοι και, αρχικά, σιτίζονται από το θηλυκό με τροφή που φέρνει το αρσενικό, ενώ αργότερα κυνηγούν και τροφοδοτούν και οι δύο γονείς. Η πτέρωση επιτυγχάνεται στις 32-34 ημέρες, αλλά παραμένουν μαζί με τους γονείς τους για μερικές ημέρες ακόμη. Το φθινόπωρο, τα νεαρά πτηνά του καλοκαιριού συναθροίζονται σε μεγάλα κοπάδια μαζί με ασύζευκτα άτομα των προηγούμενων εποχών, συχνά μαζί με κάργιες.
Παλαιότερα, το χαβαρόνι φώλιαζε σε κάποιες περιοχές της βόρειας Ελλάδας, όπως στο Δέλτα του Αξιού και την λίμνη Κορώνεια. Επίσης, μικροί πληθυσμοί αναπαράγονταν στην Θράκη και στην Μακεδονία, γενικότερα, αλλά μετά το 1960 δεν υπάρχουν επίσημα, επιβεβαιωμένα στοιχεία, αν και πιστεύεται ότι μπορεί να υπάρχουν ακόμη κάποια ζευγάρια που φωλιάζουν εκεί. [51]
Κατά τη διάρκεια του χειμώνα, ωστόσο, μεγάλοι πληθυσμοί καταφθάνουν στην χώρα και, κατά τόπους, το χαβαρόνι είναι αρκετά κοινό είδος. Αν και, πάλι, διασπείρεται κυρίως στην βόρεια χώρα μέχρι τη Θεσσαλία και την Πίνδο, εν τούτοις υπάρχουν καταγραφές νοτιότερα, στην Δ. Ελλάδα (Αιτωλοακαρνανία, ΒΔ. Πελοπόννησος). Τα ενδιαιτήματα των χαβαρονιών στην Ελλάδα είναι κυρίως οι ανοικτές αγροτικές περιοχές, με χωράφια και συστάδες δένδρων (όπως λ.χ. λεύκες) για να κουρνιάζουν, ενώ απαντούν και κοντά στον οικιστικό ιστό.
Το είδος, γενικά, δεν κινδυνεύει σε παγκόσμιο επίπεδο, ως εκ τούτου, χαρακτηρίζεται ως Ελαχίστης Ανησυχίας από την IUCN. Τους μεγαλύτερους αναπαραγωγικούς πληθυσμούς διαθέτουν η Ρωσία, η Ουκρανία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία και η Λευκορωσία.
Κίσσα ( Garrulus glandarius)
Το σύνηθες κελάηδισμά της, είναι μια σκληρή στριγκλιά που τη χρησιμοποιεί όταν βλέπει διάφορα αρπακτικά ζώα, αλλά η κίσσα είναι γνωστή για τον μιμητισμό της, έτσι ώστε συχνά να ακούγεται σαν ένα διαφορετικό είδος που είναι αδύνατο να ξεχωρίσεις την ταυτότητα του. Μπορεί να μιμηθεί ακόμη και τον ήχο του πουλιού που του επιτίθεται όπως η κουκουβάγια του δάσους (γνωστή ως χουχουριστής - Strix Aluco). Καθώς η κίσσα χτίζει τη φωλιά της,προτιμά να χρησιμοποιεί οτιδήποτε γυαλιστερό, μαζεύοντας μικρά σκουπιδάκια ή αλουμινόχαρτα που αιχμαλωτίζουν το φώς.
Η κίσσα αποτελεί πιθανή λεία τόσο για τις κουκουβάγιες τη νύχτα, όσο και για άλλα αρπακτικά πτηνά κατά τη διάρκεια της ημέρας, όπως τα διπλοσάϊνα (Αccipiter gentilis) και οι πετρίτες (Falco peregrinus).
Είναι πτηνό (ξηροβατικό) που ανήκει στην οικογένεια των κορακιδών της τάξης των στρουθιόμορφων. Η Κίσσα είναι ένα μικρού μεγέθους πουλί, του οποίου το μήκος κυμαίνεται από 32 ως 35 εκ. ενώ το βάρος του κυμαίνεται από 125 ως και 200 γραμ.
Ξεκινώντας από το κεφάλι, ο χρωματισμός του είναι λευκός με μαύρες ραβδώσεις στο επάνω μέρος του. Δεξιά, αριστερά και κάτω από το μαύρου χρώματος ράμφους της, υπάρχει ένα επίσης μαύρου χρώματος φτέρωμα σαν μουστάκι και ακριβώς κάτω από αυτό, στην περιοχή του λαιμού, ένα υπόλευκου χρώματος μπάλωμα. Η κοιλία, το στήθος της, όπως και όλο τα επάνω μέρος του σώματος της από τον αυχένα, την πλάτη και ως τους γλουτούς έχει ένα ανοιχτό καφέ-κόκκινο χρωματισμό. Οι γλουτοί της είναι χρώματος υπόλευκου και ιδιαίτερα εμφανή κατά την πτήση της. Ενώ η ουρά της είναι μαύρου χρώματος. Τα φτερά της, το άνοιγμα των οποίων κυμαίνεται από 54-58 εκατ., στην βάση τους ακολουθούν και αυτά το γενικότερο καφέ-κόκκινο χρωματισμός του σώματος της, εκτός από το χαμηλότερο μέρος τους στο οποίο υπάρχουν μαύρα φτερά τα οποία καταλαμβάνουν σχεδόν το μισό κάτω μέρος της φτερούγας. Στα μισά από αυτά το επάνω μέρος τους είναι λευκό. Ενώ τα φτερά του εξωτερικού μέρους της κάθε φτερούγας έχουν χρώμα γκριζωπό με λευκές ραβδώσεις στο εσωτερικό τους. Τα εξωτερικά αυτά γκρίζα φτερά, διακόπτονται από το καφέ-κόκκινο εσωτερικό μέρος τους από μια γαλαζωπή με λευκά στίγματα έντονα ορατή ράβδωση.
Τα πόδια της κίσσας ακολουθούν τον γενικό καφέ-κόκκινο χρωματισμό της, ενώ στις νεαρές κίσσες ο χρωματισμός τους είναι περισσότερο σκούρο-κόκκινος απ’ ότι στης ενήλικες.
Βιότοπος
Η κίσσα (Garrulus glandarius) είναι ένα είδος πτηνού που το συναντάμε σε μια ευρεία περιοχή, από τη Δυτική Ευρώπη και την βορειοδυτική Αφρική έως την ανατολική - νοτιοανατολική Ασία. Λόγω της μεγάλης γεωγραφικής της εξάπλωσης, έχουν εξελιχθεί αρκετές πολύ διαφορετικές φυλετικές μορφές της.
Η Κίσσα είναι ένα κατ’ εξοχήν δασόβιο πουλί. Την βρίσκουμε κυρίως σε δασώδεις περιοχές κωνοφόρων και πλατύφυλλων δέντρων και ιδιαίτερα σε περιοχές όπου υπάρχουν αρκετές βαλανιδιές κατά την άνοιξη και το καλοκαίρι. Κατά το διάστημα του χειμώνα μπορούμε να την συναντήσουμε σε μεγάλα δασώδη πάρκα, σε οπωρώνες, διαχωριστικούς φράχτες και προαστιακούς κήπους, σπάνια όμως θα την δούμε μακριά από δέντρα.
Συμπεριφορά
Οι Κίσσες είναι αρκετά ντροπαλά πουλιά καις συνήθως βρίσκονται καλά κρυμμένα στα δέντρα. Είναι εξαιρετικά προσεκτικά και ανήσυχα και πολύ σπάνια θα δούμε μια Κίσσα να κάθετε για αρκετή ώρα σε ένα κλαδί. Αντίθετα πέτα με έναν αρκετά ιδιαίτερο τρόπο και με μεγάλη επιδεξιότητα, ακόμα και ανάμεσα από τα πλέον πυκνά κλαδιά των δέντρων. Η πτήση της είναι κυματοειδής, με αργά χτυπήματα των φτερών και σύντομες διακοπές, ακριβώς εξαιτίας αυτού του κυματοειδούς φτερουγίσματος δίνει την εντύπωση μια βαριάς και κοπιαστικής πτήσης. Κατά την πτήση της οι άσπροι γλουτοί της όπως και ο μπλε χρωματισμός των φτερών της είναι έντονα ορατά.
Περιστασιακά θα κατέβουν στο έδαφος για να αναζητήσουν την τροφή τους, αν όμως αντιληφθούν κίνδυνο μαζεύουν το κεφάλι τους κοντά στις φτερούγες τους και δίνουν την εκτύπωση ενός μαζεμένου ελατηρίου έτοιμο να εκτιναχθεί.
Την άνοιξη και ιδιαίτερα κατά το διάστημα της αναπαραγωγής γύρω στον Μάρτιο, οι Κίσσες γίνονται αρκετά κοινωνικές και συναθροίζονται σε μικρές ομάδες μέχρι 30 άτομα. Αυτές οι ομάδες συνήθως αποτελούνται από τα αζευγάρωτα πουλιά τα οποία αναζητούν το ταίρι τους. Δημιουργούνται βεβαία και μικρότερες ομάδες, οι οποίες συνήθως αποτελούνται από ένα αζευγάρωτο θηλυκό και από κάποια αρσενικά που το φλερτάρουν.
Αυτό ακριβώς το διάστημα θα τις δούμε η μία να ακολουθεί της άλλη και να επιδεικνύουν τα πολύχρωμα φτερά τους, ενώ τα αρσενικά επιδίδονται σε μια μεγάλη ποικιλία κελαηδισμάτων σε αυτό το αέναο παιχνίδι ερωτοτροπίας με τα θηλυκά. Αποκορύφωμα του παιχνιδιού αυτού είναι ένα γρήγορο κυνηγητό του θηλυκού από το αρσενικό, μέσα από τα πλέον πυκνά κλαδιά των δέντρων.
Το υπόλοιπο διάστημα εκτός του διαστήματος της αναπαραγωγής οι Κίσσες απαντώνται σε ζευγάρια ή σε μικρές ομάδες.
Όπως και παραπάνω είπαμε οι κίσσες σπανίως μεταναστεύουν. Όταν όμως υποχρεώνονται κυρίως για κλιματολογικούς λόγους να μεταναστεύσουν, πετούνε αρκετά γρήγορα, κυρίως από φόβο επίθεσης διαφόρων φτερωτών αρπακτικών, ενώ πετούνε η μια πίσω από την άλλη σε ένα αρκετά πρωτότυπο και μοναδικό σχηματισμό.
Η Κίσσα έχει μια πολύ ιδιαίτερη φωνή ικανή να την ξεχωρίσουμε από μεγάλη απόσταση. Η φωνή της μοιάζει με ένα σκληρό κράξιμο αποτελούμενο από τις συλλαβές "γραακ γραακ ", ή "σκααργκ- σκααργκ ". Θα πρέπεί ακόμα να σημειώσουμε ότι οι κίσσες είναι μεγάλοι μίμοι και μπορούν εύκολα να μιμηθούν την φωνή ενός αρνιού, μιας γάτας ή διαφόρων πουλιών και πρωτίστως των «κυνηγών» τους.
Μια εξαιρετικά ιδιόμορφη συμπεριφορά την οποία επιδεικνύουν οι κίσσες, είναι να πάνε κοντά σε φωλιές μυρμηγκιών και να προσπαθούν απλώνοντας στο έδαφός τα φτερά και την ουρά τους, να ανεβάσουν τα μυρμηγκιά μέσα στο φτέρωμα τους. Αν και είναι μια αρκετά παράξενη συμπεριφορά, έχει παρατηρηθεί ότι την ιδία συμπεριφορά σε αρκετές περιπτώσεις έχουν και οι κότσυφες και τα ψαρόνια. Ως μια λογική εξήγηση σε αυτή την συμπεριφορά αναφέρετε ότι, τα μυρμηγκιά καθαρίζουν τα πουλιά από τις παρασιτικές ψείρες που συνήθως έχουν στο φτέρωμα τους.
Διατροφή
Η Κίσσα ανήκει στα σχεδόν παμφάγα είδη και μπορεί να σιτιστεί με μια αρκετά μεγάλη ποικιλία τροφής. Βασικότερο όμως μέρος της διατροφής της αποτελούν τα βελανίδια, τα οποία συλλέγει και αποθηκεύει ως αποθέματα τροφής για τους δύσκολους χειμωνιάτικους μήνες. Χαρακτηριστικό είναι ότι η κίσσα μπορεί να μεταφέρει κάθε φορά ως και 5 βελανίδια, 1 στο ράμφος της και τα υπόλοιπα στο λαιμό και τον οισοφάγο της, σε αποστάσεις από 100 μέτρα ως και αρκετά χιλιόμετρα. Έχει δε την ικανότητα να θυμάται ακριβώς το μέρος στο οποίο θα θάψει τα βελανίδια, αλλά και την ικανότητα να τα οσφραίνεται ακόμα και όταν αυτά είναι θαμμένα κάτω από 30 πόντους χιόνι.
Ακόμα μέσα στα είδη διατροφής της Κίσσα περιλαμβάνονται διάφορα είδη καρπών όπως σιτάρι, κάστανα, μπιζέλια, μούρα, βατόμουρα, πατάτες κλπ.
Σε μικρότερη έκταση, οι Κίσσες θα αναζητήσουν μικρά θηλαστικά όπως μικρά φίδια και ποντίκια, αλλά και μικρά ασπόνδυλα όπως, γαιοσκώληκες, αράχνες, σαρανταποδαρούσες, σκώρους, διάφορα έντομα, κάμπιες, σαύρες κπλ. Από τις αγαπημένες της όμως τροφές αποτελούν τα αυγά κυρίως, αλλά και οι νεοσσοί διαφόρων άλλων πουλιών που θα ανακαλύψουν σε αφύλαχτες φωλιές.
Αναπαραγωγή
Οι κίσσες ενηλικιώνονται και είναι σε θέση να συμμετέχουν στην αναπαραγωγική διαδικασία μετά την ηλικία των 3 ετών. Η αναπαραγωγική τους περίοδο ξεκινά την άνοιξη (Απρίλιο - Ιούνιο), οπού μέσα από μια διαδικασία όπως αυτή που παραπάνω περιγράψαμε, τα «ανύπαντρα» πουλιά θα βρουν σύντροφο. Γύρω στο τέλος Απριλίου το ζευγάρι θα επιλέξει το μέρος στο οποίο θα κατασκευάσει την φωλιά του και το οποίο συνήθως είναι ένα μέρος σε κάποιο δέντρο ή θάμνο όχι υψηλότερο από 7 ως 9 μέτρα από το έδαφος και μερικές φορές χαμηλότερο από 1,2, με αρκετή φυσική κάλυψη. Εκεί θα φτιάξου την φωλιά η οποία δεν είναι μεγαλύτερη από 30 εκατοστά στο σύνολο της και αποτελείται από κλαδιά, ξερόχορτα και ρίζες, που μαζεύουν από το έδαφος, μαζί με φυλλώματα και πούπουλα.
Μετά το ζευγάρωμα το θηλυκό θα γεννήσει από 3 και 7 αυγά τα οποία είναι στιλπνά, ανοιχτό γαλαζοπράσινου ή πρασινωπού ή κρινόλευκου χρώματος. Διάστικτα με καφέ στίγματα και με δύο λαδί ή κοκκινωπές σκιές. Έχουν ακόμα συνήθως μια ή δύο μικρές μαύρες ραβδώσεις και ένα σκουρόχρωμο δακτύλιο κοντά στο μεγαλύτερο άκρο τους και σπανίως προς το μικρότερο. Ποικίλλουν δε ως προς το μέγεθος τους όπως και ως προς τον βαθμό στιλπνότητας τους. Η επώαση των αυγών θα διαρκέσει γύρω στις 16-19 ήμερες και οι περισσότεροι διατείνονται ότι γίνετε μόνο από το θηλυκό, αν και άλλες πήγες αναφέρουν ότι η επώαση γίνεται και από τα δυο μέλη του ζευγαριού εκ περιτροπής.
Μετά την εκκόλαψη και οι δυο γονείς φροντίζουν για την ανατροφή και σίτιση των νεοσσών, η οποία θα διαρκέσει γύρω στις 20-23 ήμερες. Και μετά όμως το διάστημα τον 23 ημερών αλλά και της ανεξαρτητοποίηση των 8 εβδομάδων όπου οι νεοσσοί θα αφήνουν τη φωλιά, ένας στενός δεσμός παραμένει με τους γονείς, οι οποίοι συνεχίζουν να τους ταΐζουν και να μένουν μαζί τους καθ' όλη τη διάρκεια του φθινοπώρου.
Διάφορα
· Οι κίσσες είναι σχετικά μακρόβια πουλιά με διάρκεια ζωής που ξεπέρνα τα 15 χρόνια
· Οι κίσσες όπως και τα ψαρόνια σε αιχμαλωσία μπορούν να εκπαιδευθούν για να μιμηθούν ανθρώπινους ήχους.
· Έχει υπολογιστεί ότι 5-10 εκατομμύρια ζευγάρια αναπαράγονται στην Ευρώπη.
· Οι κίσσες κατατάσσονται παγκοσμίως στα πουλιά χαμηλή ανησυχία μιας και δεν εμφανίζεται μείωση του πληθυσμού τους.
· Οι κίσσες θεωρείται ότι μέσω της τροφής τους διαδραματίζουν έναν κρίσιμο ρόλο στη διάδοση των δρύινων δασωδών περιοχών, εξαιτίας της συνηθείας τους να θάβουν τα βελανιδιά.
Έχει υπολογιστεί ότι μια και μόνο κίσσα θα μπορούσε "να φυτέψει" μέχρι και 3000 βελανίδια σε έναν μόνο μήνα.
· Μια από τις μεγαλύτερες σε έκταση μεταναστεύσεις μεγάλων πληθυσμών κίσσας, παρατηρήθηκε στα βρετανικά νησιά το 1983, όταν λόγω έλλειψης βελανιδιών παρατηρηθήκαν πολύ μεγάλη πληθυσμοί κίσσας να εισβάλουν στα βρετανικά νησιά από τις βόρειες σκανδιναβικές χώρες.
· Γνωστές ακόμη είναι απ' την συνήθειά τους να κλέβουν και να κουβαλούν στις φωλιές τους αντικείμενα που γυαλίζουν.
· Οι κίσσες μπορούν να ζήσουν στην αιχμαλωσία, ενώ μπορούν να εκπαιδευτούν στο να κλέβουν και να κουβαλούν στη φωλιά τους διάφορα αντικείμενα αξίας. Αυτό δεν αποτελεί υπερβολή, ότι δηλ. υπάρχουν στα δικαστικά χρονικά μερικών χωρών τέτοιες περιπτώσεις.
Εχθροί
Όπως και παραπάνω αναφέραμε οι πληθυσμοί της κίσσα βρίσκονται σε υψηλά επίπεδα. Οι Βιολογικοί εχθροί της κίσσας είναι λίγοι και κυρίως τα μεγάλα νυχτόβια φτερωτά αρπακτικά όπως οι κουκουβάγιες και κυρίως ένα είδος κουκουβάγιας με την ονομασία καστανόξανθη κουκουβάγια.
Πηγές :
el.wikipedia.org
Κυνηγετική Ομοσπονδία Θεσσαλίας.
www.gpeppas.gr
Φωτογραφίες : Διαδίκτυο - gpeppas