Του Πέτρου Χ. Πλατή: Δασοπόνου - Θηραματοπόνου
Η εύρεση φρέσκων ιχνών των αγριόχοιρων και η δυνατότητα προσδιορισμού της θέσης τους, αποτελεί βασική προϋπόθεση για τη διεξαγωγή ενός πετυχημένου και αποτελεσματικού κυνηγιού του είδους.
Αν και τα ίχνη του αγριόχοιρου είναι σχετικά εύκολα αναγνωρίσιμα από ένα έμπειρο γουρουνοκυνηγό, πολλές φορές για λόγους που σχετίζονται με την κατάσταση του εδάφους η αναγνώρισή τους δυσχεραίνεται ή συγχέονται με ίχνη άλλων ζώων όπως ζαρκαδιών και αιγοπροβάτων.
Η διαδικασία και οι τακτικές που ακολουθούνται με σκοπό την εύρεση ιχνών και το ¨κόψιμο¨ μιας περιοχής, ακολουθεί συνήθως κάποιους κανόνες που μεγιστοποιούν τη δυνατότητα εξεύρεσης και αξιολόγησης των ιχνών.
Προτού όμως μιλήσουμε γι αυτό το θέμα, κρίνεται σκόπιμο να κάνουμε πρώτα μια περιγραφή των ιχνών του αγριόχοιρου και να αναφερθούμε σε ορισμένα χαρακτηριστικά τους.
Τα πόδια των αγριόχοιρων καταλήγουν σε τέσσερα δάχτυλα(το 1Ο λείπει), αλλά τα ίχνη που αφήνουν σχηματίζονται συνήθως από δυο δάχτυλα, το 3Ο και το 4Ο , τα κεντρικά δηλαδή δάχτυλα, που είναι τελείως ανεπτυγμένα και συμμετρικά, ενώ το 2Ο και το 5Ο είναι πολύ μικρότερα και βρίσκονται τοποθετημένα πιο ψηλά και στο πίσω μέρος του ταρσού.
Στις περισσότερες των περιπτώσεων και κυρίως όταν το ζώο προχωρά τα πίσω δάχτυλα δεν ακουμπούν στο έδαφος.
Αυτό παρατηρείται εντονότερα στα μικρής ηλικίας και βάρους ζώα.
Σε περίπτωση όμως που το έδαφος είναι πολύ μαλακό ή έχει χιόνι τότε διακρίνονται καθαρά και τα ίχνη των πίσω δαχτύλων, όπως επίσης όταν τρέχουν ή πηδάνε.
Τα μεγάλα δάχτυλα(κεντρικά), αποτελούνται από δυο μέρη. Το μπροστινό που είναι κερατοειδές (νύχι) και το πίσω που καλύπτεται από σκληρό δέρμα. Σε πολύ σκληρό έδαφος και όταν περπατάνε είναι ευδιάκριτο μόνο το μπροστινό μέρος των δαχτύλων.
Το μέγεθός του ίχνους ποικίλει μεταξύ φύλου και ηλικίας. Τα ενήλικα αρσενικά έχουν μεγαλύτερο μέγεθος και πλάτος δαχτύλων από τα θηλυκά και τα νεαρά.
Το εύρος του μήκους τους κυμαίνεται μεταξύ 5 έως 7 εκατοστά.
Τα μπροστινά πόδια έχουν μεγαλύτερο μήκος δαχτύλων από τα πισινά και κατά το περπάτημα απομακρύνονται περισσότερο από τα δάχτυλα του πισινού ποδιού σχηματίζοντας χαρακτηριστικό V. Το V αυτό είναι πιο ανοιχτό όταν τρέχουν.
Όταν περπατούν, τα ίχνη των μπροστινών ποδιών είναι στην ίδια ευθεία με τα αντίστοιχα των πίσω και όλα έχουν μια απόκλιση προς τα έξω.
Αντιθέτως όταν τρέχουν και πηδούν τα μπροστινά πόδια είναι σε ευθεία ενώ τα πίσω αποκλίνουν ελαφρώς και πατούν ακριβώς πίσω από τα μπροστινά ίχνη.
Από τα δυο κεντρικά δάχτυλα του κάθε ποδιού το εσωτερικό είναι κατά τι μικρότερο από το εξωτερικό και γίνεται εύκολα διακριτό και από το ίχνος που αφήνει (P. Bang, animal tracks and signs).
Τα ίχνη του αγριόχοιρου διαφέρουν με αυτά του ζαρκαδιού σε ότι αφορά το πλάτος των δαχτύλων όπου στο ζαρκάδι είναι μικρότερο και στο ανοιχτότερο V που σχηματίζουν τα δάχτυλα του ζαρκαδιού σε σχέση με αυτά του αγριόχοιρου.
Στα αιγοπρόβατα τα αποτύπωμα από τα πίσω δάχτυλα απουσιάζει, διότι αυτά βρίσκονται αρκετά ψηλά και δεν δύναται να φθάσουν στο έδαφος.
Κατά τη διαδικασία της έρευνας των ιχνών των αγριόχοιρων χρειάζεται μεγάλη προσοχή και σχολαστικότητα από τους κυνηγούς. Συνήθως στη φάση αυτή συμμετέχουν οι πλέον έμπειροι γουρουνοκυνηγοί μιας παρέας.
Γενικά για την όλη διαδικασία απαιτείται αρκετός χρόνος και τις περισσότερες φορές γίνονται επανέλεγχοι για τη διεξαγωγή των σωστών συμπερασμάτων.
Η καλή γνώση της περιοχής είναι ο σημαντικότερος παράγοντας προκειμένου να βρεθούν τα ίχνη και να καταλήξουμε στη σωστή εκτίμηση της θέσης των αγριόχοιρων και αυτό διότι οι αγριόχοιροι προτιμούν συνήθως συγκεκριμένα μονοπάτια για να κινηθούν και να μεταβούνε από το ένα μέρος στο άλλο.
Το έδαφος αποτελεί τον άλλο σημαντικό παράγοντα που αυξομειώνει ανάλογα με την κατάστασή του τη δυνατότητα εύρεσης και αναγνώρισης των ιχνών.
Σε μαλακό έδαφος τα πράγματα γίνονται ευκολότερα, ενώ αντίθετα σε σκληρό, πετρώδες ή παγωμένο η διεξαγωγή συμπερασμάτων δυσκολεύει και τους πλέον εξειδικευμένους.
Μετά από βροχή ή χιονόπτωση έχουμε τις ευνοϊκότερες συνθήκες εδάφους για την εξεύρεση ιχνών και την αναγνώρισή τους.
Σε περίπτωση που επικρατεί ομίχλη ή αρχίζει να ξεπαγώνει το έδαφος υπάρχει ο κίνδυνος να μας εξαπατήσει η εικόνα των ιχνών και να νομίζουμε ότι είναι φρέσκα, διότι η αύξηση της υγρασίας του εδάφους με την ομίχλη ή το λιώσιμο των κρυστάλλων του πορώδους του εδάφους με την αύξηση της θερμοκρασίας αλλοιώνει τα ίχνη και μας δημιουργεί την εντύπωση ότι είναι φρέσκα.
Κάτι που μπορεί να μας βοηθήσει ως ένα βαθμό στη περίπτωση αυτή και να διαλευκάνει την υπόθεση είναι να πιέσουμε με κάποιο αντικείμενο το έδαφος δίπλα στα ίχνη και να συγκρίνουμε την ομοιότητα ή τη διαφορά μεταξύ των ιχνών.
Εάν πάλι οι αγριόχοιροι έχουν κυλιστεί σε λασπόνερα τότε στα φρέσκα χνάρια τους και στο διάβα τους, υπάρχουν σταγόνες στο έδαφος και πάνω στη βλάστηση με έντονα τα σημάδια της λάσπης.
Εκτός από τα αποτυπώματα των ποδιών που είναι και τα πλέον συνηθισμένα σημάδια που ψάχνουμε να βρούμε σε μια περιοχή, αρκετές φορές προσανατολιζόμαστε στην εύρεση άλλων ιχνών που φανερώνουν την ύπαρξη αγριόχοιρων στη περιοχή, όπως είναι τα χαρακτηριστικά σκαψίματα των γουρουνιών στη βοσκή καθώς και τα γδαρσίματα των φλοιών των δέντρων που προκαλούν οι αγριόχοιροι με τα δόντια τους και με το κορμί τους, είτε για να επισημάνουν τη κυριαρχία τους είτε για να απαλλαγούν από τα εξωπαράσιτα αντίστοιχα.
Τα σημεία που σκάβουν οι αγριόχοιροι για ανεύρεση τροφής(βολβών, ριζών, εντόμων, σαλιγκαριών κ.ά) είναι συνήθως ανοιχτές εκτάσεις και διάκενα στο δάσος, όπως κορμοπλατείες, εγκαταλειμμένα μαντριά κ.λ.π.
Τα δέντρα που συνηθίζουν να ξύνονται βρίσκονται συνήθως κοντά στις λούτσες.
Στις περισσότερες των περιπτώσεων η διαδικασία της ανεύρεσης των ιχνών γίνεται στους δασικούς χωματόδρομους και συγκεκριμένα στα πρανή των δρόμων όπου το έδαφος είναι μαλακότερο και τα ίχνη αποτυπώνονται εντονότερα.
Σε κανονική κίνηση των αγριόχοιρων χωρίς να διώκονται και να ενοχλούνται επιλέγουν σημεία όπου τα πρανή έχουν ομαλή κλίση και αποφεύγουν τα σημεία όπου οι κλίσεις των πρανών είναι απότομες και πετρώδεις.
Όταν επικρατούν συνθήκες τέτοιες που δυσκολεύουν τη διεξαγωγή συμπερασμάτων για το είδος και τη φρεσκότητα των ιχνών (π.χ. ξηρασία, παγωνιά κ.ά), τότε συνηθίζεται να χρησιμοποιούνται σκυλιά (έμπειρα) και να οδηγούνται με την αλυσίδα στο πάτημα προκειμένου να διαπιστώσουμε από τις αντιδράσεις τους τη ποιότητα των ιχνών.
Τέλος μια καλή πρακτική σε επαναλαμβανόμενα κυνήγια στην ίδια περιοχή είναι να αναλαμβάνει το ίδιο μέλος της παρέας την ίδια διαδρομή κάθε φορά, διότι έχει νωπές τις μνήμες του για τα ίχνη που συνάντησε τις προηγούμενες ημέρες και αποφεύγεται κατά αυτό τον τρόπο η χρονοτριβή και η αμφιβολία για τα ίχνη που θα συναντήσει.
Λόγω της μορφολογίας των Ελληνικών βουνών, του έντονου ανάγλυφου και της σχετικά μεγάλης ξηρασίας που επικρατεί στα περισσότερα από τα δάση μας, είναι σύνηθες το φαινόμενο να οδηγούμαστε σε λάθος εκτιμήσεις για τη θέση των αγριόχοιρων και τη νωπότητα των ιχνών, μη μπορώντας να ανιχνεύσουμε αποτελεσματικά όλη τη περιοχή ή να αναγνωρίσουμε επακριβώς τα ίχνη και οδηγούμαστε μοιραίως σε κενές παγάνες.
Αναδημοσίευση από το περιοδικό ΚΥΝΗΓΕΣΙΑ ΚΥΝΟΦΛΙΑ