Welcome in Greece Welcome in Greece

 

ΠίσωInitial ΠίσωBack

Kυνήγι Λαγού – Ατομικά χαρακτηριστικά και κυνηγετική συμπεριφορά των κυνηγών της Αν. Μακεδονίας !

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

H παρούσα εργασία μελετά τα ατομικά χαρακτηριστικά και την κυνηγετική συμπεριφορά των κυνηγών, που ασχολούνται κυρίως με το κυνήγι του λαγού στους νομούς Δράμας και Καβάλας κατά το έτος 2002.

Η συλλογή των στοιχείων έγινε με τη συμπλήρωση κατάλληλα διαμορφωμένων ερωτηματολογίων με τη μέθοδο της προσωπικής συνέντευξης. Το δείγμα αθροιστικά ανέρχεται σε 720 ερωτηματολόγια, 320 για το νομό Δράμας και 400 για το νομό Καβάλας. Με βάση τα αποτελέσματα διαπιστώνεται ότι, στο νομό Δράμας με το κυνήγι του λαγού ασχολείται το 19,4% των κυνηγών και στο νομό Καβάλας το 11,5%.Σχετικά με τα προσωπικά χαρακτηριστικά των κυνηγών, διαπιστώνεται ότι, η μέση ηλικία των λαγοκυνηγών της Δράμας είναι 41,7 και της Καβάλας 44,2 έτη, με μέση κυνηγετική πείρα 16,5 και 19,6 αντίστοιχα. Το μορφωτικό επίπεδο των λαγοκυνηγών της Καβάλας είναι πολύ υψηλότερο. Από πλευράς εισοδήματος η πλειονότητα των λαγοκυνηγών και στους δύο νομούς ανήκει κυρίως μεσαία εισοδηματική τάξη, με εύρος μέσου ετησίου εισοδήματος από 1400 - 7500 ΕΥΡΟ.

Όσον αφορά τον τόπο διαμονής και την οικογενειακή κατάσταση, η πλειοψηφία των κυνηγών και στους δυο νομούς κατοικεί στο χωριό και είναι παντρεμένοι. Αναφορικά με τα οικονομικά μεγέθη που έχουν σχέση με την κατοχή λαγόσκυλου, την απόσταση μετακίνησης, την συχνότητα εξόδου για κυνήγι και τις ημέρες διανυκτέρευσης που πραγματοποιεί ο λαγοκυνηγός κατά την διάρκεια της κυνηγετικής περιόδου, διαπιστώνεται ότι, οι κυνηγοί της Καβάλας σε σύγκριση με της Δράμας μετακινούνται σε μεγαλύτερη απόσταση. Η μέση απόσταση μετακίνησης των κυνηγών του νομού Δράμας ανέρχεται σε 47 Κμ ενώ του νομού Καβάλας σε 76 Κμ. Η πλειονότητα (63%) των λαγοκυνηγών της Δράμας πηγαίνει μία (1) φορά/εβδομάδα για κυνήγι λαγού, ενώ η πλειονότητα (58,7%) της Καβάλας δύο (2) φορές την εβδομάδα. Οι λαγοκυνηγοί της Δράμας δεν διανυκτερεύουν, ενώ αντίθετα της Καβάλας πραγματοποιούν 1,4 ημέρες ανά κυνηγό για όλη την κυνηγετική περίοδο.

Τα αποτελέσματα της έρευνας, θα συμβάλλουν στη χάραξη μίας σωστής θηρευτικής πολιτικής, ώστε η θηρευτική δραστηριότητα να ασκείται στα πλαίσια μιας βιώσιμης ανάπτυξης και να είναι αποδεκτή από το κοινωνικό σύνολο. Επιπλέον και σημαντικό, τα αποτελέσματα της έρευνας έχουν μεγάλη σημασία για σχετικές συγκριτικές μελέτες, όπως στην εκτίμηση του μέσου κόστους θήρας του λαγού ανά κυνηγό, και στην αξιολόγηση της συμβολής της κυνηγετικής δραστηριότητας στην ανάπτυξη του εσωτερικού τουρισμού.

Λέξεις κλειδιά:

λαγοκυνηγοί, θηρευτική πολιτική, κυνηγετική συμπεριφορά, ατομικά χαρακτηριστικά.
Ένα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κυνηγού είναι και η κυνηγετική προτίμηση, δηλαδή το είδος του θηράματος που κυρίως προτιμά να θηρεύει ο κυνηγός. Με βάση την κυνηγετική προτίμηση, οι κυνηγοί διακρίνονται σε διάφορες κατηγορίες. Μία κατηγορία κυνηγών (χρήστες) αποτελούν οι λαγοκυνηγοί, αυτοί που προτιμούν να ασχολούνται κυρίως με τη θήρα του λαγού. Οι λαγοκυνηγοί αξιοποιούν μέρος των φυσικώς ανανεώσιμων θηραματικών πόρων με τη μορφή της κάρπωσης, πεζοπορίας, περιβαλλοντικής ενημέρωσης, εκγύμνασης του λαγόσκυλου ή με συνδυασμό αυτών.

Η ορθή διαχείριση με σκοπό την αειφορική χρήση των θηραματικών πόρων, απαιτεί και πληροφορίες που σχετίζονται άμεσα με τη συμπεριφορά του χρήστη, διότι οι λειτουργίες ενός οικοσυστήματος δεν επηρεάζονται μόνο από τις λειτουργίες της βιοκοινότητας (πανίδα-χλωρίδα) αλλά και από τη συμπεριφορά του ανθρώπου. 0 λαγός αποτελεί παραδοσιακό και σημαντικό είδος θηράματος για μεγάλη μερίδα ελλήνων κυνηγών. Σε επίπεδο επικράτειας κατά το διάστημα 1994 - 2002, η κυνηγετική προτίμηση του λαγού σε σύγκριση με άλλα επιτρεπόμενα είδη θηραμάτων, καταλαμβάνει την τρίτη θέση με ποσοστό 15,37% (Καραμπατζάκης 2004).

Η Κυνηγετική περιφέρεια Μακεδονίας θράκης κατά το διάστημα 1994-1999, σε σύγκριση με τις άλλες κυνηγετικές περιφέρειες, από άποψη ποσοστού κυνηγετικών εξορμήσεων όσον αφορά το κυνήγι του λαγοΰ, είναι πρώτη με ποσοστό 47,5% και ακολουθεί η Κυνηγετική περιφέρεια Πελοποννήσου με ποσοστό 22,2% (Θωμαϊδης και συνεργάτες 2002). Επίσης, ο παραπάνω συγγραφέας και συνεργάτες του στην ίδια εργασία αναφέρουν ότι, οι κυνηγετικές εξορμήσεις που αφορούν το κυνήγι των τριχωτών θηραμάτων, ο λαγός καταλαμβάνει την πρώτη θέση σε μέσο ποσοστό 13,6% και ακολουθεί ο αγριόχοιρος με μέσο ποσοστό 3,5%.

Κάθε χρόνο, εκδίδεται η ρυθμιστική απόφαση που αφορά το κυνήγι στην Ελλάδα και καθορίζει μέσα σε αυστηρά πλαίσια, τους κατά χρόνο, χώρο, αριθμό και είδος περιορισμούς. Ειδικότερα, το κυνήγι του λαγού επιτρέπεται σε όσους κατέχουν άδεια θήρας, από 15/9... μέχρι 10/1..., δηλαδή για 4 μήνες περίπου και μόνο τρεις φορές την εβδομάδα (Τετάρτη, Σαββάτο και Κυριακή). Κάθε κυνηγός επιτρέπεται να θηρεύει κατά την κυνηγετική έξοδο του μόνο ένα (1) λαγό (Ν.Δ 86/69),. Στο εξωτερικό και ιδιαίτερα στην Αμερική, έρευνες σχετικές με τα ατομικά χαρακτηριστικά και την κυνηγετική συμπεριφορά των κυνηγών αποτελούν συνηθισμένη πρακτική και πραγματοποιούνται ανά τακτά χρονικά διαστήματα με περισσότερο εξειδικευμένα ερωτηματολόγια. Με τον τρόπο αυτό οι πληροφορίες επικαιροποιούνται (λαμβάνουν υπόψη τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες που διαμορφώνονται και επικρατούν κατά την περίοδο της έρευνας) και συμβάλλουν αποφασιστικά στην ορθολογική διαχείριση του κυνηγετικού δυναμικού και της θηρευτικής δραστηριότητας. Έρευνες σχετικές με τους λαγοκυνηγούς στην Ελλάδα δεν έχουν πραγματοποιηθεί μέχρι σήμερα. Οι υπάρχουσες εργασίες, έχουν σχέση με την κυνηγετική δραστηριότητα και αναφέρονται κυρίως στην κυνηγετική συμπεριφορά και στα προσωπικά χαρακτηριστικά των κυνηγών και ελάχιστες στην οικολογία και την βιολογία του λαγού. Ο Τρακόλης (1984) αναφέρεται στα προσωπικά χαρακτηριστικά και τις επιθυμίες των κυνηγών του νομού Ιωαννίνων. Ο Τσαχαλίδης (2003), μελέτησε τη διαχρονική εξέλιξη των αδειών θήρας στη Μακεδονία και τη Θράκη. Επίσης, ο Τσαχαλίδης και συνεργάτες του (2003α, και 2003β), μελέτησε τα χαρακτηριστικά των κυνηγών της Μακεδονίας και της Θράκης και την κατοχή και το είδος του κυνηγόσκυλου.

Στην χώρα μας λίγες μελέτες αναφέρονται στην κυνηγετική δραστηριότητα και το κυνήγι του λαγού. Ο Σφουγγάρης. (2002) μελέτησε το βιότοπο και την κατανομή του λαγού στην Θεσσαλία και στην Ήπειρο. Ο Σιώκος και συνεργάτες (2002) ασχολήθηκε με την διαχείριση και την αξιολόγηση της θήρας του λαγού στα λιβαδικά οικοσυστήματα. Ο Καρμίρης (2002) μελέτησε τη διατροφή του είδους σε αιχμαλωσία και τη συμπεριφορά του μετά την απελευθέρωση. Ο Καρμίρης και συνεργάτες (2004) μελέτησε την τροφική συμπεριφορά και τη διαχείριση του είδους στις κυνηγετικές περιοχές. Οι Τσαχαλίδης και Γαλατσίδας (2004) μελέτησαν στους παραπάνω νομούς τα χαρακτηριστικά των λαγοκυνηγών με τη μέθοδο της μη γραμμικής ανάλυσης σε κυρίες συνιστώσες.

Στο διεθνή χώρο έχουν πραγματοποιηθεί πάρα πολλές έρευνες σχετικά με τη συμπεριφορά των κυνηγών τη βιολογία την οικολογία και τη συμπεριφορά του είδους (Βevis 1968, Ιsacocic 1970, Garret 1970, Nagy1973, Κenendy1974, Wright 1977, Ρiner 1995, Ηαrradine 1991). Σκοπός της εργασίας αυτής είναι να μελετηθούν τα ατομικά χαρακτηριστικά και η κυνηγετική συμπεριφορά των λαγοκυνηγών στους παραπάνω νομούς. Τα αποτελέσματα της έρευνας, θα συμβάλλουν στη χάραξη μίας σωστής θηρευτικής πολιτικής, ώστε η θηρευτική δραστηριότητα να ασκείται στα πλαίσια μιας βιώσιμης ανάπτυξης και να είναι αποδεκτή από το κοινωνικό σύνολο. Επίσης, τα αποτελέσματα της έρευνας θα έχουν μεγάλη σημασία για μελλοντικές σχετικές συγκριτικές έρευνες. Επιπλέον και σημαντικό, θα έχουν μεγάλη συμβολή στην εκτίμηση του μέσου κόστους θήρας του λαγού ανά κυνηγό καθώς και στην αξιολόγηση της συμβολής της κυνηγετικής δραστηριότητας στην ανάπτυξη του εσωτερικού τουρισμού.

Υλικά και μέθοδοι

Η συγκέντρωση των στοιχείων έγινε πριν από την έναρξη της κυνηγετικής περιόδου (20 Αυγούστου) του έτους 2002 στους κατά τόπους Κυνηγετικούς Συλλόγους, με τη συμπλήρωση κατάλληλα διαμορφωμένων ερωτηματολογίων, με τη διαδικασία της προσωπικής συνέντευξης. Από το σύνολο των ερωτήσεων, η ερώτηση κλειδί στην παρούσα έρευνα ήταν: Ποια από τα παρακάτω θηράματα συνήθως κυνηγάς; Για τον καθορισμό του μεγέθους του δείγματος διενεργήθηκε προ-δειγματοληψία και με βάση αυτή το δείγμα υπολογίσθηκε, για τη Δράμα σε 320 ερωτηματολόγια και για την Καβάλα, σε 400 ερωτηματολόγια και συνολικά και σε 720 (Μάτης 1988). Η επιλογή του δείγματος των κυνηγών έγινε με συστηματικό τρόπο. Στην παρούσα εργασία αυτοί που δήλωσαν ότι προτιμούν κυρίως το κυνήγι του λαγού (λαγοκυνηγοί) ανέρχονται σε 62 στο νομό Δράμας και σε 46 στο νομό Καβάλας.

Για την στατιστική ανάλυση των ποσοτικών και ποιοτικών μεταβλητών: ηλικία,κυνηγετική πείρα, επίπεδο μόρφωσης, επάγγελμα, ετήσιο εισόδημα, τόπος διαμονής, οικογενειακή κατάσταση μέση απόσταση μετακίνησης, κατοχή λαγόσκυλου, συχνότητα εξόδου ανά εβδομάδα, και ημέρες διανυκτέρευσης (νύχτες) χρησιμοποιήθηκε η απλή περιγραφική στατιστική. Όλες οι στατιστικές αναλύσεις έγιναν με τη χρήση του στατιστικού πακέτου δΡδδ 9.0.

αποτελέσματα – συζήτηση

Από την ανάγνωση των αποτελεσμάτων διαπιστώνεται ότι η μέση ηλικία των λαγοκυνηγών της Δράμας και της Καβάλας είναι 41,7 και 44,2 έτη αντίστοιχα η κυνηγετική πείρα είναι 16,5 και 19,6 έτη αντίστοιχα. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι οι λαγοκυνηγοί της Καβάλας έχουν μεγαλύτερη ηλικία και κυνηγετική πείρα. Αυτό βεβαιώνεται και από την κατ' έτος θεώρηση αδειών θήρας όπου οι λαγοκυνηγοί της Καβάλας παραμένουν περισσότερο «πιστοί» στο κυνήγι, δηλ. διατηρούν την δραστηριότητα τους καθώς σε πολύ υψηλά ποσοστά ανανεώνουν τακτικά και κάθε χρόνο την άδεια θήρας σε ποσοστό 89% έναντι 84% της Δράμας.

Η ύπαρξη λαγοκυνηγών σημαντικού ποσοστού στο Ν. Καβάλας με ετήσιο εισόδημα μεγαλύτερο των 7.500 Ευρώ, (συνολικά 23,9% του δείγματος, σε σχέση με το 6,4% για το Ν. Δράμας), πιθανόν να δικαιολογεί και τη μεγάλη διαφορά της μέσης απόστασης μετακίνησης (που είναι 47 Κm για το Ν. Δράμας και σχεδόν διπλάσια για το Ν. Καβάλας με 76 Κm). Στις μέσες τιμές πρέπει να επισημανθεί πως οι λαγοκυνηγοί της Δράμας, η πλειονότητα (56,5%), δεν μετακινούνται πέραν των 20Κΐη, δηλαδή κυνηγούν δίπλα στον τόπο κατοικίας τους, ενώ οι λαγοκυνηγοί της Καβάλας, η πλειονότητα (52%), μετακινούνται από 50 έως 100 Κιπ. Ακόμη μεγαλύτερες είναι οι διαφορές στις διανυκτερεύσεις ο κάθε λαγοκυνηγός από το Ν. Καβάλας κάνει κατά μέσο όρο 1,4 διανυκτέρευση κατ' έτος (το 17,4% των λαγοκυνηγών από την Καβάλα διανυκτερεύουν), ώστε να είναι κοντά στα κυνηγοτόπια και την επόμενη ημέρα, πραγματοποιώντας σε όλη την κυνηγετική περίοδο σε απόλυτο αριθμό από το δείγμα των ερωτηθέντων του Ν. Καβάλας 65 διανυκτερεύσεις.

Είναι χαρακτηριστικό πως για το Ν. Δράμας τα αντίστοιχα ποσοστά είναι όλα μηδενικά, δηλαδή οι Δραμινοί δεν πραγματοποιούν καμιά διανυκτέρευση. Ασφαλώς τα στοιχεία δεν εξαρτώνται μόνο από την οικονομική άνεση, αλλά και με την ύπαρξη καλών περιοχών για κυνήγι λαγού, που κατά τις πληροφορίες που συλλέχθηκαν στη διάρκεια της εργασίας είναι ποιοτικά καλύτερες στο Ν. Δράμας, επομένως δεν υπάρχει λόγος για τους λαγοκυνηγούς του Ν. Δράμας να μετακινηθούν αφού μπορούν να ασκήσουν τη θήρα λαγού στις περιοχές τους. Χρειάζεται επιπλέον έρευνα ώστε να καθορισθούν παράμετροι για ποιότητες κυνηγοτόπων, αλλά και να ληφθούν υπόψη τα καταφύγια άγριας ζωής και άλλες περιοχές απαγόρευσης της θήρας, που πιθανόν εξωθούν τους κυνηγούς σε άλλες περιοχές, μακριά από την κατοικία τους.

Ευστάθιος Παν. Τσαχαλίδης
Αν. Καθ. Δ.Π.Θ Τμήμα Δασολογίας Διαχείριση Περιβάλλοντος και Φυσικών Πόρων.
ΠΑΝ-ΘΗΡΑΣ

ΕΠΑΝΩ-UP