Welcome in Greece Welcome in Greece

 

ΑρχικήInitial ΠίσωBack




Στα πρόθυρα εξαφάνισης το κόκκινο ελάφι στην Ελλάδα

«Στα πρόθυρα της εξαφάνισης βρίσκεται το κόκκινο ελάφι στην Ελλάδα, αφού εάν εξαιρεθεί ο πληθυσμός της Πάρνηθας, που φαίνεται υγιής, αυτός της Ροδόπης, που αποτελεί και τον μόνο φυσικό, πιθανώς να μην είναι βιώσιμος βραχυπρόθεσμα, όπως και εκείνος που εισήχθη στην Ήπειρο" τονίζει, σε συνέντευξή της στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, η επιστημονική υπεύθυνη του WWF Ελλάς, Παναγιώτα Μαραγκού.
Πάντως, όπως λέει η κ. Μαραγκού, «τόσο για τον οριακό φυσικό πληθυσμό της Ροδόπης, όσο και για τον εισαχθέντα της Ηπείρου, δεν πραγματοποιείται παρακολούθηση και άρα δεν υπάρχει και επικαιροποιημένη γνώση για το πού βρίσκεται ο πληθυσμός". Μάλιστα, πρόσθεσε, "ο πληθυσμός που είχε εισαχθεί στην Ελεγχόμενη Κυνηγετική Περιοχή Κόζιακα Τρικάλων δεν υφίσταται πλέον». 
Στον αντίποδα, σύμφωνα με την κ. Μαραγκού, ο πληθυσμός της Πάρνηθας είναι ο μόνος στην Ελλάδα που έχει ξεπεράσει τον κίνδυνο της εξαφάνισης και «με την εφαρμογή κατάλληλων διαχειριστικών μέτρων, μπορεί να επιβιώσει».
Σύμφωνα με την κ. Μαραγκού, η σημαντικότερη απειλή για όλους τους πληθυσμούς ελαφιού είναι το παράνομο κυνήγι και δευτερευόντως η υποβάθμιση του ενδιαιτήματος και η όχληση, εξαιτίας ανθρώπινων δραστηριοτήτων. "Παράνομο κυνήγι εντοπίζεται και στην Πάρνηθα και βέβαια και στη Ροδόπη, όπου συχνά αναφέρονται στον Tύπο περιστατικά λαθροθηρίας ακόμη και από Βούλγαρους κυνηγούς" σημειώνει χαρακτηριστικά.
Αναφερόμενη στο καθεστώς προστασίας του ελαφιού στην Ελλάδα, η επιστημονική υπεύθυνη του WWF Ελλάς τονίζει ότι αφορά στην απαγόρευση του κυνηγιού του, σύμφωνα με το Δασικό Κώδικα. Όπως εξηγεί, το μεγαλύτερο τμήμα των πληθυσμών του ελαφιού στη Ροδόπη και στην Πάρνηθα βρίσκεται μέσα σε περιοχές του δικτύου Natura 2000 ή σε ΚΑΖ (Καταφύγια Άγριας Ζωής), ενώ "η Πάρνηθα είναι επίσης εθνικός δρυμός". Κατά την ίδια, ένα μέτρο, όχι επαρκές από μόνο του, είναι η διατήρηση μικρών πληθυσμών σε κρατικά εκτροφεία.
«Το κόκκινο ελάφι περιλαμβάνεται επίσης στο παράρτημα III της Σύμβασης της Βέρνης, σύμφωνα με την οποία, ως μέλος της οικογένειας Cervidae, υπόκειται σε δράσεις προστασίας και εφαρμογής ειδικών διαχειριστικών πρακτικών. Στο Κόκκινο βιβλίο των Απειλούμενων ζώων της Ελλάδας κατατάσσεται ως Κρισίμως Κινδυνεύον (CR)» επισημαίνει η κ. Μαραγκού.
Πάντως, στον Κόκκινο Κατάλογο των Απειλούμενων Ειδών της IUCN, το κόκκινο ελάφι κατατάσσεται ως είδος μειωμένου ενδιαφέροντος (LC). Δυστυχώς, όπως διευκρινίζει η κ. Μαραγκού, επειδή το ελάφι είναι κοινό στην Ευρώπη δεν θεωρείται είδος κοινοτικής σημασίας και άρα δεν περιλαμβάνεται στα σχετικά παραρτήματα της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ. «Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μην συμπεριλαμβάνεται στις δράσεις παρακολούθησης που οργανώνονται υποχρεωτικά για τα είδη αυτά», υπογράμμισε.


Γεωγραφική εξάπλωση και κατάσταση
Σήμερα, στα δάση της Ροδόπης ζει ένας φυσικός πληθυσμός ελαφιού, 20-30 ατόμων, ενώ όσον αφορά στον πληθυσμό της Πάρνηθας, αν και για πολλά χρόνια θεωρείτο ότι προήλθε από άτομα που εισήχθησαν κατά τον περασμένο αιώνα, πρόσφατα βρέθηκε ότι υπάρχουν δύο πιθανοί υποπληθυσμοί ελαφιών.
«Ένας πολυπληθής πληθυσμός που δεν έχει εντοπιστεί ξανά στην Ευρώπη και αποτελεί απομεινάρι του αυτόχθονου ελληνικού πληθυσμού και ένας άλλος, μικρότερος πληθυσμός, που αποτελείται από άτομα που εισήχθησαν στο παρελθόν από τη Δανία, την πρώην Γιουγκοσλαβία και τη Βουλγαρία, τα οποία όμως δεν έχουν αναμειχθεί πλήρως με τα ενδημικά άτομα, πιθανώς λόγω διαφορετικής αναπαραγωγικής συμπεριφοράς ή ικανότητας μετακίνησης», επισημαίνει η κ. Μαραγκού.
Τα παραπάνω προκύπτουν από τα αποτελέσματα της μελέτης του Επίκουρου Καθηγητή ΑΠΘ (Τμήμα Βιολογίας), Α. Τριανταφυλλίδη, το 2013, η οποία χρηματοδοτήθηκε από τον Φορέα Διαχείρισης, στην Πάρνηθα. "Ο πληθυσμός αυτός παρουσιάζει σε κάποιο βαθμό χαρακτηριστικά 'εξημέρωσης' και υπέστη σοβαρή θνησιμότητα, όπως και σοβαρή καταστροφή του ενδιαιτήματός του κατά την πυρκαγιά του 2007" τονίζει η κ. Μαραγκού.
Ειδικότερα για την Πάρνηθα, η κ. Μαραγκού επισημαίνει ότι το WWF Ελλάς εφάρμοσε και έλεγξε διαφορετικές μεθόδους παρακολούθησης των ελαφιών στην περιοχή και για τα έτη 2008-2009, εκτίμησε τον πληθυσμό σε περίπου 600 άτομα. Στη συνέχεια, σύμφωνα με την επιστημονική υπεύθυνη του WWF Ελλάς, την παρακολούθηση ανέλαβε ο Φορέας Διαχείρισης Πάρνηθας ακολουθώντας την ίδια μέθοδο. Έτσι υπάρχει πλέον μια καλή χρονοσειρά δεδομένων που «μας επιτρέπει να δούμε την εξέλιξη του πληθυσμού και να εντοπίζουμε έγκαιρα τυχόν ανησυχητικές τάσεις. Η καταγραφή περιλαμβάνει ένα δίκτυο 32 εαρινών/φθινοπωρινών εποπτικών θέσεων και 12 θερινών εποπτικών θέσεων (τα ελάφια μετακινούνται εποχιακά). Σύμφωνα με τα δεδομένα του Φορέα Διαχείρισης, ο ελάχιστος μέσος όρος αριθμού ελαφιών είναι 722 άτομα». 
Αναφερόμενη στις ανησυχίες που είχαν εκφραστεί στο παρελθόν για την πιθανή πίεση που ασκούσαν τα ελάφια στο δασικό σύστημα της Πάρνηθας, με το σκεπτικό ότι επρόκειτο για ένα απομονωμένο πληθυσμό που δεν είχε δυνατότητες μετακίνησης εκτός του ορεινού όγκου, η κ. Μαραγκού σημειώνει ότι «η μέγιστη οικολογικά ανεκτή πυκνότητα (σύμφωνα με μελέτη του Πανεπιστημίου Πατρών το 2014) υπολογίστηκε σε 638-784 άτομα, συνεπώς δεν υπάρχει (τώρα) κίνδυνος οικολογικής υποβάθμισης του Εθνικού Δρυμού Πάρνηθας από τα ελάφια». Η εμφάνιση λύκων και οι αγέλες αδέσποτων σκύλων δημιουργούν πιο υγιές και φυσικό οικοσύστημα στην Πάρνηθα. 
Πάντως, κατά την ίδια, ο πληθυσμός των ελαφιών έχει μειωθεί σε σχέση με προηγούμενα χρόνια (πχ το 2013), γεγονός που οφείλεται πιθανώς στην εμφάνιση λύκων και στις αγέλες άγριων αδέσποτων σκύλων.
«Έχει δημιουργηθεί δηλαδή ένα πιο υγιές και φυσικό οικοσύστημα όπου φυσικοί θηρευτές ελέγχουν τον πληθυσμό των φυτοφάγων ζώων. Επιπλέον τα ελάφια χρησιμοποιούν πλέον και χαμηλότερες περιοχές και είναι πιθανό να έχουν βρει δρόμο προς τον Κιθαιρώνα, δίνοντας μια διέξοδο στον πληθυσμό της Πάρνηθας»,  τονίζει.
Αναπάντητο το ερώτημα γιατί δεν αναπαράγονται τα ελάφια της Ροδόπης
Σε ό,τι αφορά την περιοχή της Ροδόπης, η κ. Μαραγκού επισημαίνει ότι «δυστυχώς δεν υπάρχουν δημοσιευμένα δεδομένα για την κατανομή και την κατάσταση του ελαφιού στην περιοχή. Αναφέρεται η παρουσία του συνήθως στην οροσειρά της Ροδόπης χωρίς καμία επιπλέον πληροφορία. Ακόμα και η μόνη πρόσφατη δημοσιευμένη αναφορά στο πληθυσμιακό μέγεθος του είδους στην οροσειρά της Ροδόπης (20-30 άτομα) δεν διασαφηνίζεται η προέλευσή της και ούτε η μεθοδολογία στην οποία στηρίζονται τα σχετικά νούμερα».
Σε επικοινωνία του ΑΠΕ-ΜΠΕ με τον Φορέα Διαχείρισης Όρους Ροδόπης, η βιολόγος Ελπίδα Γρηγοριάδου ανέφερε: «Στην οροσειρά Ροδόπης έχουμε περί τα 20-30 κόκκινα ελάφια. Πρόκειται για διασυνοριακό πληθυσμό, που είναι και ο μοναδικός φυσικός σε όλη τη χώρα, που μοιραζόμαστε εμείς και οι Βούλγαροι. Το ερώτημα ζωής που ακόμη δεν έχουμε απαντήσει είναι γιατί δεν αναπαράγονται». 
Πάντως, η ίδια επισήμανε ότι η έλλειψη κοινής διασυνοριακής περιβαλλοντικής πολιτικής στην περιοχή, μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας λειτουργεί ανασταλτικά για την προστασία του είδους, αφού, όπως είπε χαρακτηριστικά, "σε εμάς το κυνήγι απαγορεύεται εντελώς, όμως επί βουλγαρικού εδάφους επιτρέπεται". Μεταξύ άλλων, η ίδια σημείωσε ότι είναι πολύ θετικό που τα τελευταία χρόνια έχει ενταθεί σημαντικά οι ρυθμός παρακολούθησης από τους κατά τόπους φορείς διαχείρισης.

Το κόκκινο ελάφι
Το κόκκινο ελάφι (Cervus elaphus) είναι το μεγαλύτερο φυτοφάγο ζώο της Ελλάδας και ένα από τα πιο αγαπητά μας είδη στα ελληνικά δάση. Ως αναπόσπαστο στοιχείο της ελληνικής φύσης μπορεί να παίξει ουσιαστικό ρόλο στη διαμόρφωση και την εξέλιξη των οικοσυστημάτων, ειδικά στις μέρες μας, όπου η ελεύθερη κτηνοτροφία σταδιακά εγκαταλείπεται.
Ήδη, από τα προϊστορικά χρόνια, το κόκκινο ελάφι αφήνει ανελλιπώς τα ίχνη του στον ελλαδικό χώρο. Ως φυσικός βοσκητής, έπαιζε πάντα σημαντικό ρόλο στη βάση της τροφικής πυραμίδας. Μεγάλα αρπακτικά και γύπες -που σήμερα απειλούνται επίσης με εξαφάνιση- θα μπορούσαν να στηρίζουν την επιβίωσή τους στην ύπαρξη των ελαφιών.

Η ζωή που απειλείται
Κατά το WWF Ελλάς, το κόκκινο ελάφι ζούσε κάποτε σε ολόκληρη σχεδόν την ηπειρωτική Ελλάδα. Μέσα σε λίγες δεκαετίες όμως, οι πληθυσμοί του συρρικνώθηκαν σε τέτοιο βαθμό, ώστε το είδος να θεωρείται πλέον «Κρισίμως κινδυνεύον», σύμφωνα με το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλούμενων Ζώων της Ελλάδας (Αθήνα, 2009).
Τέλη του 20ου αιώνα, τα ελάφια είχαν περιοριστεί στη χερσόνησο της Σιθωνίας, στην ορεινή περιοχή της Ροδόπης και στην Πάρνηθα. Σήμερα, ο πληθυσμός της Σιθωνίας έχει εξαφανιστεί. Ο προστατευμένος πληθυσμός της Πάρνηθας είναι ο πιο ακμαίος της χώρας. Μικρός πληθυσμός βρίσκεται στη Ροδόπη, κοντά στα σύνορα με τη Βουλγαρία, ενώ ίσως επιβιώνουν ακόμη και λίγα ζώα στους Ραφταναίους στα Πράμαντα της Ηπείρου, από προηγούμενο εμπλουτισμό. Τέλος, μικροί αριθμοί φυλάσσονται σε εκτροφεία.

Η ζωή που προστατεύουμε
Για τη διατήρηση του υφιστάμενου πληθυσμού αλλά και την εξάπλωσή του είδους σε νέους βιότοπους πέρα από την Πάρνηθα, το WWF Ελλάς υποστηρίζει ότι είναι απαραίτητη, μεταξύ άλλων, η βελτίωση και εφαρμογή της σχετικής νομοθεσίας που αφορά κυρίως στη θήρα αλλά και στην εμπορία, τη διακίνηση, τη διατήρηση σε αιχμαλωσία και την απελευθέρωση των ζώων. Εξαιρετικά σημαντική κρίνεται και η δημιουργία ενός κέντρου περίθαλψης των ζώων. Επίσης, η οργανωμένη δημιουργία τεχνητών υποπληθυσμών στη βάση κατάλληλης προετοιμασίας θα μπορούσε να αποτελέσει ένα επιπλέον μέτρο. Απαιτείται, τέλος, η ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης και ιδιαίτερα των κατοίκων, των κυνηγών και επισκεπτών περιοχών όπου θα μπορούσαν να δημιουργηθούν νέοι υποπληθυσμοί.

kathimerini.gr/


© Giorgio Peppas

Top


Το κόκκινο ελάφι

Το κόκκινο ελάφι είναι ένα από τα μεγαλύτερα είδη ελαφοειδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η κατανομή του ελαφιού εκτείνεται από την Δυτική Ευρώπη μέχρι την Δυτική Ασία και στα Όρη του Άτλαντα, στην περιοχή ανάμεσα στο Μαρόκο και την Τυνησία και τη Βόρεια Αμερική, καθώς έχει εισαχθεί στην Νέα Ζηλανδία, στο Περού, στην Ουρουγουάη, στη Χιλή και στην Αργεντινή. Η επιστημονική του ονομασία είναι Cervus elaphus και περιλαμβάνει 12 υποείδη.

Στην Ελλάδα απαντά το υποείδος C. e. hippelaphus.

Tο είδος περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Λινναίο στο έργο του Systema naturae το 1758 σύμφωνα με το ισχύον διώνυμό του. Το είδος Cervus elaphus περιλαμβάνει 12 υποείδη: Παλαιότερα θεωρούσαν πως το κόκκινο ελάφι ήταν ίδιο είδος με το καναδικό ελάφι (Cervus canadensis). Πλέον όμως τα έχουν ταξινομήσει σε διαφορετικά είδη.

Τα αρχαιότερα απολιθωμένα ευρήματα ελαφιών του γένους Cervus χρονολογούνται πριν από 12 εκατομμύρια χρόνια κατά το Μειόκαινο στην Ευρασία. Ένα εξαφανισμένο γένος ελαφιών γνωστό ως Μεγαλόκερος (Megalocerus giganteus), συγγενικό του κόκκινου ελαφιού, ήταν το μεγαλύτερο μέλος της οικογένειας των ελαφιών, γνωστό από τα αρχεία απολιθωμάτων. Νέες φυλογενετικές αναλύσεις δίνουν την ιδέα μιας κοντινής συγγένειας ανάμεσα στο πλατώνι (Dama dama) και τον Μεγαλόκερο. Ωστόσο, πιο πρόσφατες μορφολογικές εργασίες έδειξαν πως ο Μεγαλόκερος έχει πιο στενή συγγένεια με τους σύγχρονους περιφερειακούς ομολόγους από το κόκκινο ελάφι. Γι' αυτόν τον λόγο, το όνομα "Γιγάντιο Ελάφι" χρησιμοποιείται σε νέες δημοσιεύσεις
Το κόκκινο ελάφι εξαπλώνεται σε ολόκληρη σχεδόν την Ευρώπη, από τη Ν. Σκανδιναβία στα βόρεια μέχρι την Ιβηρική χερσόνησο, την Κορσική, την Ιταλία και τη Σαρδηνία, την ΠΓΔΜ, τη Βουλγαρία και τη B.Ελλάδα στα νότια, εκτός από τη Φινλανδία, την Αλβανία και ορισμένα μεσογειακά νησιά. Επίσης, εξαπλώνεται στη Β.Αφρική και τις περισσότερες οροσειρές της Κ. Ασίας. Έχει επανεισαχθεί στην Ιρλανδία, ενώ έχει εισαχθεί σε Χιλή, Αργεντινή, Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία.
Το Βερβερικό ελάφι (το οποίο μοιάζει με το Δυτικοευρωπαϊκό κόκκινο ελάφι), είναι το μόνο μέλος της οικογένειας των ελαφοειδών που εκπροσωπεί την Αφρική, με τον όλο πληθυσμό να συγκεντρώνεται στα Όρη του Άτλαντα. Στα μέσα του 1990, το Μαρόκο, Τυνησία και Αλγερία ήταν οι μόνες αφρικανικές χώρες που ήταν γνωστό πως υπήρχαν κόκκινα ελάφια.

Στις Κάτω Χώρες, ένα τεράστιο κοπάδι (περίπου 3.000 άτομα από τα τέλη του 2012) ζει στο Oostvaarders Plassen ένα φυσικό καταφύγιο. Η Ιρλανδία έχει το δικό της μοναδικό υποείδος. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι αυτόχθονες πληθυσμοί εξαπλώνονται στη Σκωτία, την Λίμνη Ντίστρικτ και τα Νοτιοδυτικά της Αγγλίας (κυρίως στο Έξμουρ).
Στην Ελλάδα το κόκκινο ελάφι έχει περιοριστεί στην Ροδόπη και την Πάρνηθα, αλλά υπάρχει κι ένας πιθανός πολύ μικρός πληθυσμός στην Ήπειρο.
Tο κόκκινο ελάφι προτιμά τα μικτά δάση πλατύφυλλων-κωνοφόρων ειδών σε ορεινές περιοχές έως και των 5.000 μέτρων, χωρίς υπόροφο και με πολλά διάκενα (γιατί ο όγκος και τα κέρατά του δεν το καθιστούν κατάλληλο για μετακινήσεις μέσα στο πυκνό δάσος) και παραποτάμιες και αλπικές περιοχές, μακριά από ανθρώπινες δραστηριότητες. Παραμένει κοντά σε πηγές και ρέματα και του αρέσουν πολύ οι λάσπες, στις οποίες κυλιέται για να αποβάλλει τα παράσιτα.

Το κόκκινο ελάφι είναι το τέταρτο μεγαλύτερο ελαφοειδές, μετά την άλκη, το καναδικό ελάφι και το ελάφι σαμπάρ. Το σώμα τους είναι μακρόστενο και στιβαρό, ο λαιμός μακρύς, το στήθος ευρύ και τα σκέλη ψηλά και ισχυρα. Ο φυλετικός διμορφισμός είναι έντονος, καθώς τα αρσενικά είναι μεγαλύτερα από τα θηλυκά και είναι τα μόνα που έχουν κέρατα. Το μέγεθος ποικίλει στα διάφορα υποείδη με το μεγαλύτερο απ' όλα, που έχει σχετικά μικρά κέρατα, ελάφι των Καρπαθίων (C. e. elaphus), το οποίο ζυγίζει 550 κιλά. Στο άλλο άκρο της κλίμακας, το Κορσικό ελάφι (C. e. corsicanus), ζυγίζει περίπου 80-100 κιλά, αν και άτομα από άλλα υποείδη κόκκινων ελαφιών, που ζουν σε φτωχά οικοσυστήματα, μπορούν να ζυγίζουν το λιγότερο 53-112 κιλά.
Τα ίχνη του κόκκινου ελαφιού είναι αισθητά μεγαλύτερο από των άλλων άγριων οπληφόρων και λίγο μικρότερο και λεπτότερο από της αγελάδας. Οι διαστάσεις του είναι οι εξής: 10 Χ 7 εκ.. Στο μπροστινό πόδι, η οπλή ανοίγει, ενώ στο πίσω πόδι η οπλή μένει κλειστή.
Η οδοντοφυΐα των ενήλικων περιλαμβάνει 34 δόντια και αποτελείται, για κάθε ήμισυ της άνω σιαγόνας, από έναν κυνόδοντα, τρεις προγομφίους και τρεις γομφίους. Το ήμισυ της κάτω σιαγόνας έχει επιπλέον τρεις κοπτήρες.

Το ελάφι έχει εξαιρετική όσφρηση που του επιτρέπει να μυρίζεται τους εχθρούς και να αναγνωρίζει τους ομοειδείς του. Σε κάθε μάτι, κάτω από την εσωτερική γωνία της οφθαλμικής κόγχης, ανοίγεται ένα δακρυϊκό βοθρίο, το οποίο στα αρσενικά εκρίνει ένα λιπαρό και αρωματικό υγρό. Τις εκκρίσεις αυτές αποθέτει στο έδαφος ή τη βλάστηση και το μήνυμα που μεταφέρουν μεταδίδεται για πολλές ώρες ίσως και μέρες. Μέχρι πρόσφατα, θεωρείτο ότι ο κύριος ρόλος των ουσιών αυτών ήταν το σημάδεμα της επικράτειας, σήμερα όμως πιστεύεται ότι πρόκειται για έναν πολύπλοκο κώδικα επικοινωνίας που ρυθμίζει πολλές, άγνωστες ακόμα, πτυχές της κοινωνικής τους ζωής (όπως οι σχέσεις ιεραρχίας, κ.ά.) Τα θηλυκά φέρουν δύο μαστούς.
Το χρώμα του τριχώματός του είναι κοκκινόξανθο ως γκριζοκάστανο το καλοκαίρι, ενώ τον χειμώνα πιο γκρίζο με σκουρότερο λαιμό. Η κοιλιά και τα εσωτερικά μέρη των ποδιών του (σκέλη) είναι υπόλευκα, όπως επίσης και η περιοχή γύρω από τη βάση της ουράς (κάτοπτρο). Τα αρσενικά από πολλά υποείδη αποκτούν μια μικρή χαίτη γύρω από τον λαιμό κατά το φθινόπωρο και όλα τα υποείδη αποκτούν πιο σκληρό τρίχωμα, που τον προστατεύει ύστερα από το ψύχος του χειμώνα. Επίσης, στο είδος ανταποκρίνενται αλφισμός.

Το θηλυκό ωριμάζει αναπαραγωγικά στην ηλικία των 2 ετών, ενώ το αρσενικό συνήθως, ωριμάζει αναπαραγωγικά ένα έτος αργότερα. Η εποχή αναπαραγωγής είναι το φθινόπωρο, από τα τέλη Σεπεμβρίου ως τα μέσα Οκτωβρίου.
Τότε τα αρσενικά τρέφονται λίγο και κάνουν συνεχώς δυνατούς ήχους, για να συγκεντρώσουν πολλά θηλυκά για χαρέμι (το ελάφι είναι πολυγαμικό είδος), που συνήθως αποτελούνται από 20 άτομα, αν και ορισμένες φορές μπορεί να φθάσει και τα 50. Πηγαίνουν σε σε μια πηγή νερού και αναγκάζουν τα θηλυκά να πλησιάσουν. Αν ένα αρσενικό προσπαθήσει να πάρει τη θέση άλλου μέσα στην ομάδα των θηλυκών, γίνεται σκληρή μάχη μεταξύ τους, οι οποίες συχνά μπορεί να καταλήξουν στον θάνατο του ενός και σπανιότερα και των δύο αντιπάλων. Σπάνια, τα χτυπήματα κατευθύνονται στην κοιλιά του αντιπάλου ενώ ο ηττημένος θα ξεθυμάνει σε κάποιο δύστυχο δεντράκι.
Η κυοφορία διαρκεί 8 μήνες. Το θηλυκό γεννά μια φορά το χρόνο (κάθε 10 μήνες) ένα, σπάνια δύο, μικρά, κατά την περίοδο Μαΐου-Ιουνίου, σε μέρος ερημικό και καλά κρυμμένο. Το μικρό είναι ανοιχτό καστανό με άσπρες κηλίδες. Αποκτά το κανονικό του τρίχωμα το φθινόπωρο. Μέσα σε μια εβδομάδα είναι σε θέση να ακολουθεί την μητέρα του και να τρέχει.

Στους φυσικούς εχθρούς του κόκκινου ελαφιού συγκαταλέγονται διάφορα σαρκοφάγα θηλαστικά, όπως ο λύκος (Canis lupus), ο λύγκας (Lynx lynx) και η καφέ αρκούδα (Ursus arctos), ενώ πιο σπάνια είναι ο χρυσαετός (Aquila chrysaetus). Το προσδόκιμο ζωής του είναι λιγότερο από 15 χρόνια, αλλά αν καταφέρνει να επιβιώνει ζει και 27 χρόνια.
Το κόκκινο ελάφι είναι ευρέως διαδεδομένο και άφθονο σε πολλές περιοχές της σημερινής κατανομής του, αν και υπάρχει αυξανόμενος κατακερματισμός των πληθυσμών στη βόρεια Αφρική και την κεντρική Ευρώπη, και το είδος έχει χαθεί από ορισμένες περιοχές. Σε όλη την Ευρώπη, εκτός από τη Ρωσία, το είδος που αριθμούσε 1.250.000 άτομα το 1985 και 2,4 εκατομμύρια το 2005. Οι πυκνότητες είναι συνήθως 1-5 άτομα ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο, μερικές φορές έως και 15 άτομα ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο. Η ετήσια συγκομιδή αυξήθηκε κατά την ίδια περίοδο από 270.000 σε 500.000 άτομα. Στη Γερμανία υπάρχουν αναφορές 60.000 ζώα θηρεύονται ετησίως . Οι πιο πρόσφατες εγγραφές δείχνουν το μέγεθος του πληθυσμού των 150,000-180,000 στη Γερμανία. Το είδος έχει εξαφανιστεί σε ιστορικούς χρόνους από το Λίβανο, τη Συρία, το Ισραήλ και την Ιορδανία.

el.wikipedia.org

...