Ήταν Παρασκευή 14 Ιανουαρίου του 2005 και είχα τελειώσει από νωρίς την δουλειά
μου, έτσι αποφάσισα να φύγω για το βουνό. Πήρα τα πράγματα μου, το όπλο μου, τα
σκυλιά του Γιάννη και έφυγα από την Δράμα με προορισμό την καλύβα μας στο Λιβαδερό.
Έφτασα στην καλύβα κατά της δύο το μεσημέρι, έδεσα τα σκυλιά στις φωλιές τους, άφησα
τα πράγματα μου, άναψα την σόμπα και έφυγα να πάω να δω πατήματα, να κόψω
δηλαδή.
Μόλις απομακρύνθηκα περίπου 200 μέτρα από την καλύβα είδα τα πρώτα
χνάρια σε μια λούτσα που υπάρχει πάνω στον τρακτερόδρομο.
Ακολουθώντας τα πατήματα είδα ότι ερχόταν από το Πουρνάρι(ονομασία ενός βουνού)
Τα γουρούνια ήρθαν στην λούτσα και έφυγαν πάλι από εκεί που ήρθαν.
Τα ακολούθησα και παρακάτω στις καστανιές γινότανε χαμός από τα σκαλίσματα τους.
Κατάλαβα ότι ήταν μία μάνα με τα μικρά της. Γινότανε πραγματικός χαμός. Κοιτώντας τα σκαλίσματα και τα πατήματα τους έφτασα μέχρι
το ρέμα που υπάρχει στο βάθος. Κατάλαβα ότι τα γουρούνια είναι στο πουρνάρι δεξιά
μου, και άρχισα να ανεβαίνω το ρέμα. Μετά από περίπου 400 μέτρα είδα τα πατήματα
τους τα οποία έκοβαν το ρέμα. Τα γουρούνια πράγματι ήρθαν από του Κανάρη τις
καστανιές και έμπαιναν στο πουρνάρι. Στην άμμο που υπάρχει μέσα στο ρέμα κατάλαβα
ότι ήταν μια γουρούνα με 4-5 μικρά. Έσβησα τα χνάρια και συνέχισα το κόψιμο.
Έκανα όλο τον κύκλο και δεν είδα τίποτα. Στο τέλος έφτασα στην καλύβα.
Από μακριά κάπνιζε η σόμπα μας και σκέφτηκα ότι κάποιος θα είχε έρθει.
Πράγματι ήταν ο Μανώλης, είχε έρθει και αυτός από την Μεσοράχη των Σερρών.
Μιλήσαμε λίγο και του είπα τι είχα δει.
Είχε αρχίσει να σουρουπώνει όταν είδαμε φώτα από αυτοκίνητο, ήταν ο Ορφανίδης
Από το Ορφάνι της Καβάλας που είχε έρθει και αυτός να κοιμηθεί στην καλύβα το βράδυ
εκείνο. Χαιρετηθήκαμε, είπαμε και σε αυτόν τι είδα στο βουνό και ανάψαμε το λούξ
γιατί είχε ήδη βραδιάσει.
Ο αέρας και το κρύο είχαν κάνει ήδη την εμφάνιση τους. Η σόμπα είχε ανάψει στο φούλ
και το τηγάνι με κρέας που είχε φέρει ο Μανώλης πήρε εμπρός. Φάγαμε την τηγανιά
ήπιαμε και από 2-3 τσίπουρα και βάζοντας ξύλα στην σόμπα πέσαμε για ύπνο.
Ο αέρας όλο και δυνάμωνε. Ένα κουτάβι που είχαμε λιτό ο Καραμπάς από τον φόβο του
άρχισε να γαβγίζει μόλις σβήσαμε το φώς. Ο δε Ορφανίδης κάνοντας συμπαράσταση
φαίνετε στον Καραμπάς ζητούσε συνέχεια τον φακό του.
Το πρωί δεν άργησε να έρθει και η παρέα ένας- ένας άρχισαν να έρχονται.
Πρώτος ήρθε ο μπάρμπας ένας κυνηγός που έχει τουφεκίσει άπειρα γουρούνια χωρίς να
έχει σκοτώσει κανένα μέχρι τώρα που είναι 70 χρονών. Μέσα σε 20 λεπτά ήρθαν όλοι.
Παρουσία αρχηγού και υπαρχηγού είπα τι είδα την προηγουμένη ημέρα. Αφού με άκουσαν και μετά από διάλογο, ο αρχηγός έβγαλε το σχέδιο.
Εγώ, ο υπαρχηγός και ο Κωστάκης θα κόβαμε το ίδιο μέρος που είχα κόψει εγώ χθές,
και ο Τάσος θα έκοβε τον υπάρχοντα δρόμο από επάνω. Όλοι οι άλλοι θα περίμεναν
στην καλύβα εκτός του Τάκου που θα ερχόταν να μας πάρει από την καστανιά του
Μπάρμπα-Θόδωρου.
Ξεκινήσαμε.
Στην λούτσα που υπάρχει δεν υπήρχε τίποτα από πατήματα, έτσι συνεχίσαμε.
Πιο κάτω στις καστανιές ο βραδινός αέρας είχε σκεπάσει όλα τα χθεσινά σκαλίσματα
σε σημείο να μην μπορέσω να το πιστέψω και εγώ που είχα περάσει από εκεί την προη-
γούμενη ημέρα. Συνεχίσαμε μέχρι το ρέμα. Τίποτα και εκεί. Κανένα πάτημα.
Έτσι αρχίσαμε να ανεβαίνουμε το ρέμα. Μόλις φτάσαμε εκεί από όπου έμπαιναν τα
γουρούνια τους τα έδειξα. Συνεχίσαμε και στα 100 περίπου μέτρα από εκεί βλέπουμε
τα χνάρια στο υγρό χώμα του ρέματος αλλά αυτή την φορά τα γουρούνια έβγαιναν
από το πουρνάρι για του Κανάρη τις καστανιές.
Κάναμε με τον υπαρχηγό ένα γρήγορο σχέδιο και αποφασίσαμε αυτός να κόψει το
αριστερό ρέμα του Κανάρη και ο Κωστάκης το δεξί ρέμα. Εγώ θα συνέχιζα την χθεσινή
μου πορεία όπου και θα συναντούσα τον Τάκο.
Πράγματι και έτσι έγινε. Αφού τον συνάντησα του είπα τι είχαμε δεί.
Μπήκαμε στο αμάξι του και γυρίσαμε στην καλύβα όπου ήτανε μαζεμένοι όλοι οι άλλοι.
Όταν μπήκα μέσα όλοι με κοιτούσαν στο στόμα. Τους είπα τι είδα και περιμέναμε
στο VHF να μας μιλήσει ο Γιάννης ο υπαρχηγός. Μετά από περίπου μισή ώρα τον
ακούσαμε να μας καλεί. Δεν είδε τόσο αυτός όσο και ο Κωστάκης απολύτως τίποτα.
Γρήγορα- γρήγορα μετά από εντολή του αρχηγού και μετά από το κάλεσμα τόσο
του Γιάννη που ήταν μαζί με τον Κωστάκη όσο και του Τάσου που και αυτός δεν έβλεπε
τίποτα μπήκαμε στα αυτοκίνητα και ξεκινήσαμε για την ράχη που βρίσκετε πάνω από
του Κανάρη το βουνό. Εκεί θα μαζευόμασταν όλοι για να βγάλουμε το τελικό σχέδιο.
Πράγματι μετά από λίγη ώρα ήμασταν όλοι εκεί, μαζί με τα σκυλιά.
Επικρατούσε απόλυτη
ησυχία. Μέσα στο βουνό που περπατούσαμε είδαμε φρέσκα σκαλίσματα. Τα γουρούνια
ήταν πράγματι μέσα στο βουνό που θα κυνηγούσαμε. Τα σκυλιά άρχισαν να γαβγίζουν
στην αλυσίδα ακόμη. Ο αρχηγός άρχισε να βγάζει το σχέδιο. Μετρούσε τα καρτέρια.
Όλοι τον πρόσεχαν εκτός από εμένα που πείραζα τον μπάρμπα που έχουμε στην παρέα
λέγοντας του να πάει να κάτσει καρτέρι κάτω στο ρέμα από εκεί που έμπαιναν τα γουρούνια
μέσα στο βουνό. Πάνε ρε του είπα, πάνε γιατί θα βγούνε κάτω, πάνε να σκοτώσεις κανένα
για να μην σε πειράζουν στην παρέα. Που να πάει όμως αυτός εκεί από τον φόβο του.
Το σχέδιο είχε βγει. Παγάνα θα πήγαινα εγώ και ο Φάνης. Στο καλό καρτέρι της καρυδιάς
θα καθόταν ο υπαρχηγός, από εκεί που έμπαιναν τα γουρούνια θα καθόταν ο Μανώλης
και στην φλαμουριά ο αρχηγός. Αυτοί οι τρεις ήτανε στα κάτω καρτέρια, όλοι οι υπόλοιποι
κύκλωσαν το βουνό πιάνοντας τα καλύτερα καρτέρια εκτός από την πλευρά του βουνού που θα κάναμε παγάνα.
Περίμενα με τον Φάνη μία ώρα για
να πιάσουν τα καρτέρια τους. Ο Φάνης θα ξεκινούσε από κάτω και εγώ από την ράχη
του βουνού. Στο διάστημα αυτό της μιας ώρας ο Φάνης έκανε μαθήματα κυνηγετικά
στον 15χρονο υιό του που τον είχε πάρει μαζί του εκείνη την ημέρα.
Η μία ώρα είχε ήδη περάσει, και φωνάζοντας τον Φάνη να λύσει τα δύο σκυλιά που
κρατούσε έλυσα και εγώ τα άλλα πέντε που έχουμε.
Τα σκυλιά πήραν αμέσως τα πατήματα, άρχισαν να γαβγίζουν και έφυγαν κατευθείαν
για τα γουρούνια. Γινόταν πραγματικός χαμός, όλα μαζί πήγαιναν πάνω στα γουρούνια.
Άρχισα την παγάνα φωνάζοντας και ρίχνοντας σφαίρες, προσέξτε παιδιά προσέξτε τους
φώναζα στο VHF. Ο καλός μου φίλος όμως ο Φάνης ενώ φώναξε λίγο στην αρχή μετά
σταμάτησε. Πουθενά ο Φάνης. Βρέ Φάνηηηηηηηηηη του έλεγα που εισαίίίίίίίίίίίί
φώναξεεεεεεεεεεεεε τα σκυλιά είναι πάνω στα γουρούνιααααααααααα.
Τίποτα ο Φάνης. Και δεν φώναζε γιατί? Γιατί την προηγούμενη ημέρα ένας άλλος καλός μας
φίλος από άλλη παρέα ο Δημητράκης του είχε πει να μην φωνάζει συνέχεια στην παγάνα
αλλά κάπου – κάπου να βάζει μια φωνή για να μπερδέψει το θήραμα.
Εγώ από την ράχη φώναζα – ούρλιαζα αλλά ο φίλος Φάνης πουθενά.
Τα σκυλιά όμως είχαν βρει τα γουρούνια και τα είχαν σηκώσει από το γιατάκι τους,
επτά σκυλιά κυνηγούσαν τα γουρούνια τα οποία είχαν σκορπίσει μέσα στα πουρνάρια.
Όλο το βουνό κουνιόταν από τις φωνές των σκύλων και της δικής μου όταν ξαφνικά
άκουσα έντονη την φωνή του Φάνη, η γουρούνα καθώς την κυνηγούσαν τα σκυλιά
γύρισε προς τα επάνω και πήγε να φύγει από την πλευρά του Φάνη καθώς αυτός δεν
φώναζε, τότε ξαφνικά την είδε μέσα στα πουρνάρια αλλά δυστυχώς για εμάς ήταν αργά
είχε προλάβει να τον περάσει και έτσι μας ξέφυγε.
Τα γουρουνάκια όμως σαν άπειρα
και μετά από το πολύ κυνήγι των σκυλιών έφυγαν προς τα κάτω, από όπου και είχανε
μπει στο βουνό, μια και ήξεραν αυτό το μέρος. Εκεί όμως τα καρτέρια ήταν πιασμένα
από έμπειρους κυνηγούς όπως ο Γιάννης, ο υπαρχηγός και ο Ντίνος ο αρχηγός.
Ένα γουρούνι είχε πάει στον πρώτο και το σκότωσε, και ένα στον δεύτερο το οποίο σκότωσε και αυτός.
Τελειώνοντας την παγάνα έφτασα πάνω από τον Ντίνο ο οποίος και με φώναξε,
Έλα – έλα μου είπε, έλα να δεις . Πήγα εκεί τον φίλησα τον συνεχάρη και μου είπε
τον τρόπο με τον οποίο έδρασε. Στο VHF ο Γιάννης μας είπε ότι και αυτός είχε πάρει
ένα μικρό. Εκεί που τα λέγαμε με τον Ντίνο είδαμε να έρχεται από κάτω από το ρέμα
ο Λάζαρος, ένας από τους καλύτερους κυνηγούς του Λιβαδερού ,ήτανε κατακόκκινος ,
δύο γουρουνάκια είχανε φύγει λίγα μέτρα πιο κάτω από αυτόν από ένα μέρος που ποτέ
στα 18 χρόνια που κυνηγάμε στην περιοχή αυτή, δεν έχει περάσει γουρούνι από εκεί.
Μιλήσαμε λίγο, μας είπε και αυτός τα δικά του και παίρνοντας το γουρουνάκι φύγαμε
για τον Γιάννη που ήταν προς τα πάνω. Εκεί ήταν και ο Μανώλης που είχε ήδη πάει.
Συνεχάρη και τον Γιάννη και μας είπε και αυτός την δική του εμπειρία.
Σιγά – σιγά άρχισαν να έρχονται ένας- ένας όλοι η παρέα. Ο καθένας έλεγε τι είδε και
έκανε. Πείραζα τον μπάρμπα που δεν είχε κάτσει καρτέρι εκεί για να τουφεκίσει, και τον Φάνη που πήγε να εφαρμόσει καινούργια μέθοδο παγάνας!!!
Αφού βγήκαμε τις απαραίτητες φωτογραφίες πήραμε τα θηράματα και ανηφορίσαμε
για τα αυτοκίνητα. Μετά από περίπου δύο ώρες είχαμε φτάσει την καλύβα μας όπου και
και τα γδάραμε. Όλοι έκαναν και κάτι, εγώ τα συκώτια, ο Τάσος με τον Μανώλη
και τον Αντώνη έγδερναν το ένα και ο Γιάννης με τον Λάζαρο τον Ορφανιδη και τον Τάκο
το άλλο. Ο μπάρμπας έκανε αυτό που μόνο ξέρει να κάνει στο βουνό, άναψε την φωτιά.
Ο κυρ- Θόδωρος καθάρισε μαζί με τον θείο Στάθη την καλύβα και ο Χάμπος τάισε τα σκυλιά. Ο δε Φάνης κοιτούσε την ηλικία των θηραμάτων από τα δόντια τους.
Και ο αρχηγός όμως έκανε κάτι, επέβλεπε όλα αυτά.
Σε λίγο ήταν όλα έτοιμα, οι μερίδες μέσα στις σακούλες, τα ξύλα μας κομμένα, η φωτιά
αναμμένη, η καλύβα καθαρή και το τραπέζι μας άρχισε σιγά-σιγά να στρώνετε.
Η μυρωδιά από τα συκώτια
τους άλλους μεζέδες, ήταν αυτά, που επισφραγίζουν μια πετυχημένη ημέρα στο κυνήγι.
Ο κάθε ένας μας έλεγε και την δική του εμπειρία, οι ιστορίες διαδέχονταν η μια την άλλη, και το τσίπουρο άφθονο. Ήτανε πραγματικά μια όμορφη ημέρα, μια ημέρα σαν τις πάρα πολλές
που έχει η παρέα μου στο ενεργητικό της. Η ώρα όμως είχε περάσει και μετά από όλο αυτό
το φαγοπότι ήρθε η ώρα του ύπνου. Εγώ, ο Μανώλης, ο Ορφανίδης και ο Γιάννης αποφασίσαμε να πάμε επίσκεψη σε μια άλλη κυνηγετική παρέα, την οποία αποτελούν
καλά παιδιά, την παρέα του Στέλιου του σοβά και του Κυρ-Βασίλη του μπογιατζή,
που βρίσκονται στην τοποθεσία Τζαμί, εκεί έχουν την καλύβα τους αυτοί.
Πράγματι παίρνοντας ένα κουτί σοκολατάκια που είχαμε, πήγαμε την επίσκεψη αυτή.
Μόλις πήγαμε στην καλύβα τους γινότανε χαμός, είχανε σκοτώσει και αυτοί 2 μικρά
γουρουνάκια και τρώγανε τα συκώτια. Μας υποδέχτηκαν με χαρά, μας κέρασαν και
αρχίσαμε πάλι τις ιστορίες από παλιά κυνήγια αφού στην παρέα αυτή υπάρχουν άτομα
σαν τον Άκη και τον Κυρ-Νίκο που κυνηγούσαμε παλαιότερα μαζί μερικές φορές, όταν
βρισκόμασταν στον ίδιο κυνηγότοπο.
Μετά από αρκετή ώρα όμως έπρεπε να φύγουμε, καληνυχτίσαμε την παρέα τους και
φύγαμε. Όταν φτάσαμε στην δική μας καλύβα επικρατούσε απόλυτη ησυχία, όλοι κοιμόντουσαν, και έτσι μη έχοντας να κάνουμε και εμείς τίποτα άλλο, πέσαμε για ύπνο
έχοντας στο μυαλό μας την επόμενη ημέρα.
Κείμενο- φωτογραφίες
Γεωργίου Παμπουκτσίδη
Οδοντοτεχνίτη Δράμας