Τα τελευταία έτη μια καινούργια λέξη αναφέρεται όλο και συχνότερα όχι μόνο από τους ειδικούς επιστήμονες που ασχολούνται με τη μελέτη της φύσης αλλά και από δημοσιογράφους, οικονομολόγους, πολιτικούς κλπ. Η λέξη αυτή είναι η «αειφορία» ως ουσιαστικό ή «αειφορικός» ως επίθετο.
Ο όρος αειφορία εμφανίζεται για πρώτη φορά στη γερμανόφωνη δασική βιβλιογραφία στις αρχές του 18ου αιώνα ως «nach-haltigkeit» ουσιαστικό και ως «Nachhaltig» επίθετο ή επίρρημα (οικονομική δασοκομία οδηγία για καλλιέργεια αγρίων δένδρων).
Ως δασικός όρος καθιερώθηκε στις αρχές του 19ου αιώνα από τους Hartig, Karsthofer, κ.λ.π. και είχε την έννοια της επιδίωξης μιας διηνεκούς μέγιστης προσφοράς υλικών και μη υλικών αγαθών από το δάσος. Στα ελληνικά αποδόθηκε ο όρος ως «διηνέκεια των καρπώσεων» ή ως «αειφορία» ή «αειφορική κάρπωση».
Με την πάροδο του χρόνου η λέξη αειφορία έχασε την έννοια του ειδικού επιστημονικού όρου κι απέκτησε την έννοια της λέξης -κλειδί με την επαναδιατύπωση της «αειφορικής αρχής», κατά την οποία η αειφορία δεν σημαίνει μόνο τη διαρκή, σταθερή και σύμμετρη παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών και επιδράσεων αλλά κυρίως τη διατήρηση του δάσους ως ενός λειτουργικού συστήματος. Για την τήρηση της αρχής της αειφορίας είναι απαραίτητη η τήρηση δύο άλλων αρχών, της διατήρησης του δάσους και της διατήρησης της παραγωγικότητας του εδάφους. Έτσι η αειφορία μετατρέπεται σε αρχή διαχείρισης και βρίσκει εφαρμογή όχι μόνο στα δασικά οικοσυστήματα, αλλά και σε όλα τα φυσικά οικοσυστήματα και τους ανανεώσιμους φυσικούς πόρους.
Είναι αυτoνόητο ότι, όπως συμβαίνει και με το δάσος, για να τηρηθεί η αρχή της αειφορίας στη διαχείριση ενός οικοσυστήματος θα πρέπει παράλληλα να τηρηθούν η αρχή της διατήρησης του οικοσυστήματος ως λειτουργικού συστήματος και η αρχή της παραγωγικότητας του βιοτόπου. Για να εφαρμοσθεί η αρχή της αειφορίας, π.χ. σε έναν υγρότοπο, θα πρέπει να διατηρηθεί ο υγρότοπος ως υγρότοπος αλλά και να διατηρηθεί επίσης η παραγωγικότητα του εδάφους και του νερού. Εάν καταστραφεί ο υγρότοπος ή μειωθεί η παραγωγικότητα του εδάφους και του νερού λόγω ρύπανσης ή οποιασδήποτε άλλης αιτίας, είναι αυτονόητο ότι δεν μπορεί να υπάρξει αειφορική χρήση των αξιών του υγροτόπου. Το ίδιο ισχύει για οποιοδήποτε οικοσύστημα.
Σήμερα η έννοια της αειφορίας έχει ξεφύγει από το πλαίσιο της καθαρά δασοπονικής διαχειριστικής αρχής και έχει μεταβληθεί σε λέξη-κλειδί της κίνησης για την προστασία του περιβάλλοντος, ενώ παράλληλα βρίσκει χρήση στην οικονομία (αειφορική ανάπτυξη, αειφορική χρήση) αλλά και στην πολιτική (αειφορικός σχεδιασμός κλπ).
Επίσης ο όρος αρχίζει να αποκτά τη διάσταση μιας φιλοσοφικής έννοιας και εκφράζει έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής και συμπεριφοράς. Πολλές φορές όμως γίνεται αδόκιμη χρήση του όρου ή από καθαρά μεταφραστική αδυναμία συγχέεται με άλλους όρους.
Αειφορική χρήση είναι δυνατή μόνο σε ανανεώσιμους φυσικούς πόρους. Συνετή χρήση μπορεί να αφορά και μη ανανεώσιμους πόρους. Επίσης πολλές φορές γίνεται κατάχρηση του όρου «αειφορική ανάπτυξη»
"Επίδραση του μεγέθους της κυνηγετικής κάρπωσης"
Φέρουσα Ικανότητα Ενδιαιτήματος" είναι ένας επιστημονικός όρος για το μέγιστο αριθμό ατόμων που μπορεί να διατηρήσει το ενδιαίτημα μιας περιοχής.
Το «βιολογικό πλεόνασμα» αναφέρεται στον αριθμό ζώων σε έναν δεδομένο πληθυσμό που είναι «πάνω» από τη φέρουσα ικανότητα.
Παραδείγματος χάριν, εάν υπάρχουν 25 ελάφια σε ένα ενδιαίτημα που έχει φέρουσα ικανότητα 25, και 12 ΅ικρά γεννιούνται και 2 ενήλικα πεθαίνουν από φυσικές αιτίες ο νέος πληθυσμός θα είναι 25 + 12 - 2 = 35.
Εντούτοις δεδομένου ότι η φέρουσα ικανότητα του ενδιαιτήματος δεν έχει αλλάξει, θα υπάρξουν 10 ελάφια που δεν θα είναι σε θέση να επιζήσουν σε αυτή την περιοχή. Είτε θα κινηθούν προς άλλες περιοχές είτε θα πεθάνουν από πείνα, ασθένειες, άρπαγες είτε λόγω του κυνηγίου. Αυτά τα 10 ελάφια είναι το βιολογικό πλεόνασμα «πρόσθετα» ζώα που μπορούν να απομακρυνθούν χωρίς μείωση του πληθυσμού.
Τα περισσότερα θηραματικά είδη έχουν μεγάλο βιολογικό πλεόνασμα και, εάν δεν θηρευτούν, θα πεθάνουν έτσι και αλλιώς Τα θηράματα στη φύση δεν γερνούν. Είτε ασκείται είτε δεν ασκείται κυνήγι, θα πεθάνουν συνήθως σε νεαρή ηλικία. Το κυνήγι είναι ένας από τους πιο ανώδυους τρόπους για να πεθάνει ένα θήραμα, διαφορετικά θα πεθάνει από κάποιον άρπαγα, από πείνα ή ασθένεια.
Εάν τα ζώα πεθαίνουν με υψηλότερους ρυθμούς από το ρυθμό των γεννήσεων, ο πληθυσμός θα μειωθεί. Είναι ση΅αντικό να υπάρξουν αρκετά ώριμα άτομα για την
αναπαραγωγή. Είναι επίσης σημαντικό να γεννηθούν αρκετά νέα άτομα για να αντικαταστήσουν τα ώριμα ζώα καθώς πεθαίνουν. Οι θηραματολόγοι πρέπει να εξασφαλίζουν την επιβίωση αρκετών ζώων (το λεγό΅ενο κεφάλαιο) για να παράγεται μια ικανοποιητική κυνηγετική κάρπωση την επόμενη χρονιά (ο λεγόμενος τόκος).
Ποιό πρέπει να είναι το κεφάλαιο, ώστε ο τόκος να μεγιστοποιείται στο διηνεκές Ο τόκος αυτός ονομάζεται από τους επιστήμονες «μέγιστη αειφορική κάρπωση» (ΜΑΚ) και πραγματοποιείται όταν το μέγεθος του πληθυσμού βρίσκεται στο μισό της φέρουσας ικανότητας του ενδιαιτήματος (Κ).
Τα παραπάνω καταγράφηκαν παραστατικά για τον φασιανό .
Φασιανοί εισήχθησαν σε νησί εμβαδού 1600 στρ. στο οποίο οι άρπαγες ήταν λίγοι Οι φασιανοί επιβίωσαν και άρχισαν να αυξάνονται
Μετά από έξι έτη ο συνωστισμός των φασιανών μείωσε τον ρυθμό αύξησης και ο πληθυσμός σταθεροποιήθηκε στη φέρουσα ικανότητα, σε πυκνότητα 1600 φασιανών/Κm2.
Ο πληθυσμός ήταν περισσότερο παραγωγικός ή η διαφορά μεταξύ γεννήσεων και θανάτων μεγιστοποιήθηκε, όταν ο πληθυσμός έφτασε στο μισό της φέρουσας
Πηγές :