Το παραπάνω μου αφήγημα αφιερώνω πρώτον, σ ένα γέρο απόμαχο κυνηγό 90 ετών, που με κάλεσε στις αρχές του Φλεβάρη στο σπίτι του για φιλική επίσκεψη και δεύτερον σ΄ όλους τους γέρους κι απόμαχους κυνηγούς, θα μείνουν αλησμόνητα στο βάθος του είναι μου, τα δάκρια που κυλούσαν στο ρυτιδωμένο του πρόσωπο, όταν αντίκριζε μία βαλσαμωμένη του πέρδικα και μου μιλούσε για παλιές, κυνηγετικές ιστορίες του.
Οι νοσταλγίες του κυνηγίου, είναι από τις ωραιότερες της σύντομης ζωής μας, της οποίας τα χρονικά διαστήματα, αλίμονο, ταχύτατα το ένα διαδέχεται το άλλο. Και ίσως τους στοχασμούς του γεροκυνηγού να συντροφεύουν - σαν χερουβικό νανούρισμα - οι σκιές τόσων και τόσων αξέχαστων, αγαπημένων μας, κυνηγών που έφυγαν.
Σαν το θεότρελο βαλς της χιονιάς, που κολλά πεισματάρικα στην παγωμένη μου τζαμαρία, στριφογυρίζουν θύμησες και πεθυμιές, κυκλώνοντας έρωτα κι ιδέα του κυνηγίου. Στο χλιαρό μου δωμάτιο, εγώ μόνος κι η βαλσαμωμένη μου νεκρόστηθη καμαρωτή μου πέρδικα, περνώ ώρες που κι αυτές χλιαραίνουν απ' το στοχαστικό σύννεφο της κάπνας του τσιγάρου μου. Δεν βλέπει κανείς πιο μακριά από το κοντινό του παραθύρι.
Η άσπρη πυκνάδα της χιονιάς φτιάχνει την αραχνένια παρθενική κουρτίνα μπροστά στα μάτια σου, όχι όμως στη σκέψη σου, στο στοχασμό και στην ψυχή σου. Οι άσπιλες νιφάδες τ' αγριωπού βοριά κατρακυλούν με περίσσιο νάζι.
Αντάμα βλέπουν τα διψασμένα μου μάτια, παράξενα να πέφτουν λογιών - λογιών πετούμενα κι αγαπημένες υπάρξεις του δάσους, της λιμνοθάλασσας, σ' ένα χαρούμενο αγκάλιασμα μ' αυτές, χορεύοντας στο παγωμένο οκνό μοτίβο του γέρου βοργιά
θεατής πια τώρα θερμός, από θύμηση, αντικρίζω με λαμπερά ψυχής μάτια, στην ολοζώντανη ανοιχτή αυλαία της νοσταλγίας, τους ατελείωτους έρωτες μου. Νάτοι ! Μπροστά μου όλοι μπερδεύτηκαν, έστησαν γιορτάσιμο χορό, λες κι είναι πρεμιέρα κάποιου αριστουργήματος που έφτιαξε η φύση.
Ολόφωτες οπτασίες στήσαν ζηλευτό χορό στο γέρικο φως των ματιών μου. Να πέρδικες καμαρωτές και πονηρές μπεκάτσες, χηνάρια, παπιά λογιών - λογιών με τα ζωηρά τους χρώματα, άμετρους πιο πέρα λαγούς, και του πληγωμένου κάπρου τα' άγριο βογκητό Όλα με περικύκλωσαν, κι όλα με τόση περηφάνια τα καμαρώνω.
Με όλα είχα κάμει συντροφιά. Με πεθύμησαν φαίνεται περισσότερο από μένα. Πόσο αλήθεια θα κουράστηκαν στην καταχνιά, στο κλείσιμο της θύελλας για να 'ρθουν να με βρουν!
Είναι οι παλιοί μου έρωτες, κι οι τωρινές μου αγάπες.
Όλα τους είναι πολύ χαρούμενα, λες και γνώρισαν το λάτρη της μάνας τους φύσης. Κάτι όμως από την παράξενη συντροφιά τους μου φαίνεται πως λείπει. Μία πέρδικα περήφανη. Που άραγε ξεχάστηκε και μ' έχει λησμονήσει;
Μα να! Ξεχώρισα τα ίχνη της πάνω στου χιονιού την άσπρη ράχη. θα τ' ακολουθήσω ίσως κι αυτή την ξανάβλεπα.
Απ' όλη τους τη χαρούμενη παρέα ζήτησα συγνώμη αφήνοντας τα
στο τρελό γλέντι, στην όμορφη κάτασπρη σάλα του Γενάρη. Ακολούθησα τα πηδηχτά αυτά ίχνη που μ' οδήγησαν σ' αγκαθένια βράχια, σε κυκλάμινα, σε γιόμα φθινοπώρου.
Ω! Χρόνια όμορφα, γλυκά, νιάτα μου περασμένα, γεμάτα τρόπαια και ομορφιές, τραγουδισμένα χρόνια! Εκεί πέρα απ' τη χιονιά πέρα απ' τα χιονισμένα, πέρα απ' τα τωρινά τα χρόνια βρήκα την πέρδικα μου. Για λίγο ξαπόστασα στη χαμηλή πεζούλα μίας γνώριμης βρυσούλας που είναι σα ζωγραφιά τ' αγκάλιασμα της με την αγράμπελη και τη μυρτιά, λες κι είναι μέσα στον κόρφο τους σαν να 'ναι η χαϊδεμένη τους. Ήπια νερό, δροσίστηκα και χάιδεψα το όπλο μου και τη μεγάλη μου συντρόφισσα, την όμορφη μου πέρδικα τη λίγο πληγωμένη, που κοιτούσε παράμερα την κάνη με φιλοσοφημένη απέραντη ματιά, σαν να μάντευε πως θα 'ταν η παρηγοριά και η ζέστη των γηρατειών μου.
Ήταν βασίλεμα ηλίου, θυμάμαι, που αντάμα φτάσαμε στο σπίτι που γιόμισε με μία καινούργια παρουσία τόσο γλυκιά κι αθάνατη και που μας καλωσόρισε τόσο καλοσυνάτη με το πρόσχαρο της χαμόγελο, η καλή γριούλα μου μητέρα.
Η δύναμη είναι άσωτη στου στοχασμού το πέρα. Τι κι αν με άφησε το χθες. Τ' ακολουθώ μ' όλο το βάρος των γηρατειών μου π' ακουμπά άπονα στους γυρτούς μου ώμους, που άλλοτε σήκωναν ήεβένχι-κα το όπλο μου, που 'χε λαλήσει σε ήλιους, σε φεγγάρια, σε λίμνες και σε ρεματιές, σε σύθαμπα παγωμένα και γλυκόχλωμα φθινοπωριάτικα πρωινά. Περνώ δρομάκια αδιάβατα, σ' απέραστα ρουμάνια, ανηφορίζω ελατιάδες, ποδοπατώ ακρογιαλιές, βούρλα σπαθάτα, παραμεράω καλαμιές. Σε γνώριμες δροσάτες πηγές σκύβω δροσίζομαι και δίνω και στο συνοδοιπόρο μου, στον πιο πιστό μου φίλο, στο σκύλο μου, να πιει κι αυτός.
Κι όλο βαδίζω κι όλο χάνομαι στο χθες, στα περασμένα, που με βρίσκει όμως, όπου κι αν πάω κάποιος αρθριτικός μου πόνος και με γυρίζει βίαια στη γέρικη ακτίνα μου, στη γέρικη σιωπή ίου λιβανομυρισμένου μου πια δωματίου. Τα ζω, τα ξαναζώ ολόγλυκα, όσο πικρά και αν γνωρίζω πως δεν θα ξαναζήσουνε μαζί πια. Τι κι αν με κλείνουν οι τοίχοι μου και τα γεράματα έχουν φυλακισμένο, το άτονο αδύναμο μου κορμί. Η ψυχή μου αντάμα με την κυνηγετική ωραία ιδέα, είναι ασύλληπτα πέρα και απ' την αλήθεια του χρόνου. Σα σε διαρκή άγιο λειτούργημα, σε ιερό ευλαβικό τόπο, βρίσκεται και πάντα θα μένη στην πιο καθαρή γωνία της ψυχής μου, η ιδέα αυτή, που σε πλανά στης απέραντης, άσωτης φύσης της λαμπράδα, την ομορφιά και την αγνότητα. Σα μελλοθανάτους περνώ τις τελευταίες μου στιγμές αγκαλιά σφιχτά με τη γλυκάδα της πιο ακριβής μου πεθυμιάς, που η ομορφιά της και το μεγαλείο της με κάνει να λησμονώ, το τι με περιμένει του χρόνου το κοντινό φευγιό.
Ώρες και ώρες κύλησαν κι όμως οι ακούραστοι καλεσμένοι μου ακόμα χορεύουν αντίκρυ μου κερνώντας τους άφθονο παγωμένο ποτό ο βοριάς. Με πόση δίψα και αχορτασιά τα καμαρώνω. Μπερδεύονται οι πάπιες κι οι λαγοί, και μου χτυπούν το τζάμι με το ράμφος τους οι αρχόντισσες μπεκάτσες. Με κάνουν να χαμογελώ με γέλιο ερωτευμένου. Με ένα μου βλέμμα αβρό, έπεσε πλάι μου, στην πιστή μου πέρδικα που έψαξα και τη βρήκα πέρα απ' τα χιόνια τα πυκνά πέρα απ' τα γηρατειά μου. Την είδα μελαγχολική. Σαν να ζήλεψε θαρρώ λιγάκι για την προσήλωση μου στην παράξενη συντροφιά και την επήρα κοντά μου. Τη χάιδεψα με τη ζωντάνια του πρώτου χαδιού που πήρε απ' το χέρι, την φίλησα.
Πόσο αλήθεια πίστεψα πως ένοιωσε το φιλί μου. Ποτέ δεν μ' απαρνήθηκε και στα βαθιά τα γηρατειά μου όμορφη πάντα περηφανοβλεπούσα πλάι μου κάθεται με αφοσίωση Πηνελόπης, πιστή κι ερωτευμένη.
Πόσα με την ακίνητη της συντροφιά δεν γνώρισα, δεν είδα. Χρονιές καινούργιες άμετρες μαζί ιης καλωσορίζαμε και τις γιορτάζαμε με κάποιο δάκρυ μου στα γέρικα θαμπωμένα μου μάτια, αυλακώνοντας τις βαθυχαραγμένες ρυτίδες του προσώπου μου, που χίλιες κι απάνω φορές φωτίστηκε από ωχρές φθινοπωριάτικες αυγές, το χάιδεψαν αύρες, μπόρες το έδειραν, βροχές το φίλησαν και παγωμένα δειλινά το κρύωσαν με ανέμους θυμωμένους.
Τις γιορτάζαμε ναι, με κάποια ανάμνηση κι άκαρπη στείρα προσμονή, με κάποιο σκίρτημα στην καρδιά μου που νοιώθω άδικα να φυλακώνει το γέρικο κουφάρι μου. Πάντα έτσι οι χρονιές αντάμα κύλησαν, ώσπου κάποιο χιονισμένο πρωινά, ίσως Πρωτοχρονιά μ' αφήσει η ζωή, πλάι στη κρεμασμένη μου άδεια φυσιγγιοθήκη, στις άτακτες σκορπισμένες μου αναμνηστικές φωτογραφίες και την πιστή μου και αθάνατη μου πέρδικα που με περήφανο βουβό πόνο στο χιλιοτραγουδισμένο καμαρωτό της στήθος, θα μ' αποχαιρετήσει, ορφανή για πάντα από μένα, με ιούς πόθους μου και πεθυμιές μου για κληρονομιά. Τι κι αν με καθηλώνει ο χρόνος στο περιθώριο της δράσης. Τόσα άμετρα μου μιλούν, με καλούν κοντά τους και με κερνούν απ' την αθανασία τους. Ανάμεσα τους ξαναζώ κι ακούω να κελαηδεί όπως παλιά, γλυκά γενναία το σκονισμένο μου δίκαννο. Σιγαλινά κι αγάλια σηκώνω το βαρύ μου κορμί και σέρνω τα τρεμάμενα μου πόδια.
Χτυπώ τα κούτσουρα στο τζάμι, για να θυμηθούνε πως πρέπει να κάνουν δυνατή φωτιά για να ζεστάνουν το γέρο. Κλείνω τα φορτωμένα απ1 το χιόνι εξώφυλλα της τζαμαρίας και τραβώ τόσο αποσταμένος τις βαριές κουρτίνες.
Μισοξαπλωμένος στην ίδια σπάνια θέση, καπνίζω αργά την πίπα μου κι η κάπνα της γίνεται θυμίαμα ευλάβειας στην κρεμασμένη μου σκονισμένη κάννη, που ανταύγειες σκορπά από το τριζοβολητό τα' αναμμένου τζακιού.
Το αναιμικό χαμηλό φως της λάμπας φωτίζει τ' ακοίμητα ματάκια της καλής φίλης μου πέρδικας, ενώ συνεχίζει ατελείωτα η κάπνα της πίπας μου, να φτιάχνει τα χλιαρά σύννεφα του γέρικου απέραντου στοχασμού μου.
Όλα τους είναι πολύ χαρούμενα, λες και γνώρισαν το λάτρη της μάνας τους φύσης.
Κάτι όμως από την παράξενη συντροφιά τους μου φαίνεται πως λείπει. Μία πέρδικα περήφανη. Που άραγε ξεχάστηκε και μ' έχει λησμονήσει;
Μα να! Ξεχώρισα τα ίχνη της πάνω στου χιονιού την άσπρη ράχη. θα τ' ακολουθήσω ίσως κι αυτή την ξανάβλεπα.
Απ' όλη τους τη χαρούμενη παρέα ζήτησα συγνώμη αφήνοντας τα στο τρελό γλέντι , στην όμορφη κάτασπρη σάλα του Γενάρη .
Ακολούθησα τα πηδηχτά αυτά ίχνη που μ' οδήγησαν σ΄αγκαθένια βράχια , σε κυκλάμινα , σε γιόμα φθινοπόρου…
Πάνος Γ Γωργαντάς
Kυνηγετικά Νέα