Βασίλη Κομπόλη
Από το βιβλίο ΚΥΝΗΓΕΤΙΚΟΣ ΕΞΑΝΤΑΣ
Το τι είναι τελικά, ή αν θέλετε, στην ουσία του το κυνήγι, είναι κάτι πού αναπόφευκτα έχει απασχολήσει τόν κάθε κυνηγό.
Τό ερώτημα τίθεται είτε μέσα σ' ένα θετικό περίβλημα, όταν π.χ. συνειδητοποιεί κανείς τήν ψυχική του ανάταση σ' ένα πρωινό κυνήγι στό δάσος, είτε κάτω από αρνητική πίεση, όταν ας πούμε αναγκάζεται κανείς ν' αμυνθεί στις ποικιλόμορφες επιθέσεις πού τόσο τής μόδας είναι, γιά νά εξήγηση τί είναι αυτό πού τόν διαφοροποιεί από τους εχθρούς κι αδιάφορους αυτής τής τόσο σημαντικής γιά μάς τους κυνηγούς πλευράς τής ζωής μας.
Μιά προσωπική προσέγγιση είναι κι αυτό τό πόνημα, πού ελπίζουμε νά ενδιαφέρει καθέναν πού δεν έμεινε ποτέ ικανοποιημένος μέ τήν ανεδαφική κι απλοϊκή αντιμετώπιση τού κυνηγίου σάν ένα ακόμα άθλημα, ισάξιο άς πούμε μέ τό καθημερινό τροχάδην.

Φυσικά, κατά πρώτον θά εκμεταλλευθούμε τό προνόμιο τού νά είμαστε Ελληνες, κάτι πού μάς επιτρέπει ν' αντλήσουμε ουσιαστικές πληροφορίες γιά τήν ουσία πού εκφράζουν οι λέξεις μας.
Μέ μιά πρώτη ματιά, αντιλαμβανόμαστε ότι τό κυνήγι είναι συνώνυμο σχεδόν ισοδύναμο μέ τίς λέξεις Θήρα καί Αγρα.
Τό τί δηλώνεται σάν πράξη από τά συναφή ρήματα κυνηγώ, θηρεύω, αγρεύω είναι εξ ίσου πασιφανές. Αγω τους κύνας στην πρώτη περίπτωση, αντιμετωπίζω τά θηρία στην δεύτερη καί συλλέγω συλλαμβάνω κάτι τό ελεύθερα υπάρχον στην φύση στην τρίτη.
Είναι ευνόητο ότι η ετυμολογική θεώρηση τών παραπάνω συνωνύμων μάς οδηγεί στό νά τά θεωρήσουμε ιστορικά αντεστραμμένα, δηλαδή ότι ή έννοια τού αγρεύω προϋπήρξε ή καί συνυπήρξε τού θηρεύω κι επακολούθησε η έννοια τού κυνηγώ μέ τήν βοήθεια τών σκύλων.
Τά ρήματα αυτά ήδη από τής αρχαίας ιστορικής εποχής χρησιμοποιούνται αδιακρίτως γιά νά υποδηλώσουν τήν αυτή δραστηριότητα τού σημερινού κυνηγίου. Από τους αυτούς χρόνους, τίς απαρχές δηλαδή τής Ιστορίας, τό κυνήγι αποσυνδέεται από τήν Ανάγκη.
Ο
άνθρωπος δεν κυνηγά αμυνόμενος, αλλ' επιζητά τά θηρία συνήθως σε ξένους προς τήν διαβίωση του τόπους. Καί κυρίως ο άνθρωπος δεν κυνηγά γιά νά τραφεί, μιά κι η διατροφή του αντλείται από πηγές μή επικίνδυνες καί πλέον προσοδοφόρες.
Η λέξη κυνήγι επικρατεί καί φτάνει σ' εμάς μέχρι σήμερα λόγω τής περιορισμένης έννοιας πού φέρει, μιά καί π.χ. η λέξη θηρεύω δύναται νά χρησιμοποιηθεί καί γιά τήν θαλάσσια θήρευση, δραστηριότητα συναφέστατη μέτό καθεαυτό κυνήγι γιά τους αρχαίους μας προγόνους, κάτι πού συχνά αγνοείται από τήν σύγχρονη σκέψη μας.
Τό πόσο σέβονται κι εκτιμούν τό θεϊκό αυτό δώρο τού Απόλλωνα καί τής Αρτεμης είναι πιστεύουμε φανερά έκδηλο γιά όποιον πλησίασε ποτέ τήν σκέψη τών αρχαίων Ελλήνων.
Τό γιατί, κάλλιον πάντων μάς τό αναλύει ο Ξενοφών στον Κυνηγετικό του, έργο από τά μάλλον παραγνωρισμένα.
Πέραν όλων τών σωματικών ικανοτήτων πού αναπτύσσει ο κυνηγός, όπως αντοχή, οξύτητα όρασης κι αντίληψης, ικανότητες όμως πού αναπτύσσονται καί στά ελληνικά Γυμνάσια, εξόχως αναγνωρίζεται η συνεισφορά τού κυνηγίου στην διαμόρφωση τού χαρακτήρα ενός ελεύθερου πολίτη, όπως η λιτότητα, η εξοικίωση μέ τήν φύση, η σωστή εκτίμηση τού αντιπάλου, η προσωπική του αυτοπειθαρχία, η συνακόλουθη καρτερία κι η διηνεκής του ετοιμότητα νά αντιμετωπίσει τό οιονδήποτε συμβάν από τό συνήθως εχθρικό του περιβάλλον.
Περιττό μάλλον θά ήταν νά σημειώσουμε και τό εύλογο ενδιαφέρον πού επιδεικνύει ο Ξενοφών γιά τήν αυτονόητη προετοιμασία πού επιφέρει η κυνηγετική άσκηση γιά κάθε πολεμικό καθήκον πού ήθελε προκύψει γιά τόν πολίτη προς υπεράσπιση τής πατρίδας καί τής ελευθερίας του.
Μήπως απ' όλα αυτά θά μπορούσαμε νά διαμορφώσουμε μιαν πρώτη γνώμη γιά τό τί πίστευαν οι αρχαίοι Ελληνες ότι είναι στην ουσία του τό κυνήγι;
Δυστυχώς όχι. Τό νά εκφέρουν μιαν τέτοια γνώμη γιά κάτι τόσο αυτονόητο θά έμοιαζε μάλλον μέ τό νά εκφράσουν γνώμη γιά τό τί είναι η ελευθερία, ή η πατρίδα, ή η σύσταση τού σώματος τών θεών τους.
Είναι ένα γεγονός τόσο απλό, τόσο απτό, τόσο αυτούσιο όσο κι ο ήλιος πού λάμπει, ή η πρωινή πάχνη. Δέν συζητά κανείς γιά τέτοια πράγματα.
Αλλ' άς ξαναπιάσουμε τό θεωρητικό νήμα πρίν τήν παρένθεση τών προγόνων μας. Κι άς θέσουμε εδώ τό πιό ίσως κρίσιμο ερώτημα γιά τήν παραπέρα εξέλιξη τού θέματος μας: υπήρξε ποτέ ο άνθρωπος σάν άνθρωπος βεβαίως κι όχι σάν κάποια μορφή πιθηκανθρώπου ΜΗ κυνηγός;
Ναί, θ' ακούσουμε κατά πάσα πιθανότητα.
Τό πρώτο στάδιο τού ανθρώπου ήταν αυτό ενός φυτοφάγου-συλλέκτη, υποστηρίζεται.

Αρέσκονται μάλλον οι περισσότεροι νά φαντάζονται έναν ειρηνόφιλο λάθρα διαβιώνοντα συλλέκτη ξηρών καρπών και χλόης, ασχέτως άν μιά τέτοια υπόθεση δέν στηρίζεται παρά στην αγαθή τους προαίρεση.
Δέν χρειάζεται εδώ νά θέσουμε προβλήματα όπως η ύπαρξη τών κυνοδόντων στό ανθρώπινο γένος, αλλ' απλά άς αναλογιστεί κανείς άν ο άνθρωπος σάν φυσικό όν θά μπορούσε ποτέ νά υπάρχει μή αμυνόμενος γιά τήν επιβίωση του.
Ποια φυλή φανταστικών αγρίων θά πρέπει νά υποθέσει κανείς μή προικισμένη μέ τήν ετοιμότητα προς άμυνα κατά τού πολύ εχθρικού καί τότε πολύ εχθρικότερου περιβάλλοντος της;
Καί δέν είναι άραγε ηλίου φαεινότερον ότι μιά φυλή πού κατέχει τά μέσα καί τήν γνώση γιά άμυνα, θά χρησιμοποιήσει αυτά τά μέσα καί γιά τόν προσπορισμό τροφής;
Αλλά συντριπτικώτερη απόδειξη γιά τήν ιστορική ταυτότητα ανθρώπου-κυνηγού δέν αποτελεί τό γεγονός ότι ΠΟΥΘΕΝΑ δέν ανευ-ρέθησαν απολιθώματα ανθρώπινα ή ανθρώπινης εν γένει δραστηριότητας χωρίς νά συνοδεύονται από αδιάσειστα στοιχεία πού δακτυλο δεικτούν τήν κυνηγετική ιδιότητα σάν τό κέντρο ύπαρξης τού αρχέγονου προγόνου μας;
Θά πρέπει λοιπόν νά δεχτούμε σάν αδιάσειστη βεβαιότητα ότι τό κυνήγι συνιστούσε τήν κύρια εκδήλωση τού ανθρώπινου είδους.
Είναι εύκολο νά υποθέσει κανείς ότι πρωταρχικά επεδόθη στην θήρα, δηλαδή στην αντιμετώπιση τών αγρίων θηρίων πού απειλούσαν τήν ίδια τήν οντότητα του καί κατόπιν στην άγρα, ακόμα χωρίς τήν υποστήριξη κυνών, αλλά μέ μόνη βοήθεια τήν νοημοσύνη του, τά όπλα πού αυτή η τελευταία τού επέτρεπε νά κατασκευάση καί κυρίως τίς παγίδες πού δημιουργούσε εξασκώντας ανεξάντλητα τήν ανθρώπινη διάσταση τού πνεύματος του.
Η αμφίδρομη αυτή σχέση μεταξύ τής ανθρώπινης διανοητικότητας καί τής θήρας θά πρέπει ιδιαίτερα νά προσεχθεί.
Τό ότι η θηρευτική ιδιότητα απαιτεί ανάπτυξη τής νοημοσύνης είναι γενικά παραδεκτό.
Ο καθένας μπορεί νά αναλογιστεί ευρύτερα τό επίπεδο νοημοσύνης πού διακρίνει τά σαρκοφάγα κατά τεκμήριον θηρευτικά ζώα σέ σχέση μέ τά φυτοφάγα. Καί περισσότερο όλων τά ειδικά χαρίσματα τών θηρευτικών ζώων, όπως η ομαδικότητα, η υλοποίηση έστω πρωτόγονων μορφών τακτικής καί στρατηγικής κι η αλληλοϋποστήριξη τής αγέλης ομάδας, συστατικά πού τροφοδοτούνται από τήν ύπαρξη νοημοσύνης καί τήν ανατροφοδοτούν προς υψηλότερες μορφές νοητικής εξέλιξης.
Είναι ευνόητο ότι αυτή η ανατροφοδότηση λειτούργησε γιά τόν ανοικτό εξελικτικά ανθρώπινο εγκέφαλο εξόχως αποδοτικά.
Η ευφάνταστη δημιουργία ολοένα καί περισσότερο αποτελεσματικών παγίδων, η ευέλικτη κι ουσιαστική βελτιστοποίηση τών θηρευτικών του μέσων κι η
αναγκαστική ανάπτυξη τής παρατηρητικότητας και μνήμης λόγω τής αναπόφευκτα αναγκαίας γνώσης του πώς ζουν καί πώς μετακινούνται τόσο οι εχθροί του όσο καί τά θηράματα του είναι σίγουρο ότι συνεισέφερε τά μέγιστα στην τελειοποίηση του πρωτανθρώπου.
Κατ' ιστορική αναγκαιότητα η υπέρτερη νοημοσύνη του τόν έφερε στό σημείο τής καταναγκαστικής εκμετάλλευσης τών ζώων πού τόν περιέβαλλαν. Καί πράγματι η πρώτη εξημέρωση είναι αυτή τού σκύλου, ακόμη ένα ενδεικτικό σήμα γιά τήν προϊστορική του πορεία. Περί τούτου δέ ουδεμία χωρεί αμφιβολία. Αλλ' άς σημειώσουμε εδώ απλά γιά κάθε κακόπιστο ότι ο ίππος π.χ. αποτελεί γιά χιλιετηρίδες τροφή γιά τόν άνθρωπο, ότι οι σχετικές μ' αυτόν λέξεις διαφέρουν ουσιαστικά μεταξύ λατινικής καί ελληνικής (πράγμα πού οδηγεί στό συμπέρασμα ότι στην απώτατη εποχή πού οι δύο λαοί ζούσαν σάν μία φυλετική οντότητα δέν υπήρχε ο εξημερωμένος ίππος) καί τόν μύθο βεβαίως τών Κενταύρων πού υποδηλεί τήν καθυστερημένη εμφάνιση τών ιππέων σάν οδηγών βοοειδών στην μυθολογική μνήμη τών Ελλήνων.

Ερχόμαστε λοιπόν στην εποχή τού καθεαυτό κυνηγίου όπου μέ τήν βοήθεια ευμεγεθών κοπαδιών σκύλων αναπτύσσονται τά μεγάλα κυνήγια, στά οποία λαμβάνουν πλέον μέρος κι εξειδικευμένες ομάδες τής αυτής φυλής.
Βλέπουμε εύκολα ότι οι νέες μορφές κυνηγίου σ' ευρύτατες κλίμακες οδηγούν καί σέ νέες ανθρώπινες δομές. Η εξειδίκευση κι η ιεραρχική διαστρωμάτωση τών ανθρώπων γίνεται πλέον αναπόφευκτη. Οι ελεύθερες πρωτοβουλίες πρέπει νά περιορισθούν χάριν τής ομαδικής αποτελεσματικότητας.
Η σχεδίαση κι ο συντονισμός τών επί μέρους ενεργειών απαιτούν τήν ύπαρξη μιας δομημένης πυραμίδας, όπου ο καθένας παίρνει τήν δικαιωματική θέση του.
Τό ανθρώπινο είδος ξεφεύγει από τήν πρωτόγονη μορφή τού συντροφικού χωριού φυλής κι ο καιρός γιά τήν δημιουργία τών οργανωμένων πόλεων, μέ τίς αυστηρές ιεραρχίες καί τους καθορισμένους νόμους συμπεριφοράς έχει φτάσει.
Τά υπόλοιπα είναι ιστορία. Τό κυνήγι δέν θά πάψει ν' αποτελεί μία κυριαρχική ανθρώπινη δραστηριότητα, άν καί γιά λόγους ευνόητους στον καθέναν η άσκηση του θά περιοριστεί σταδιακά στους ελεύθερους πολίτες πολεμιστές, ή στους ευγενείς φεουδάρχες πολεμιστές καί θά τό στερηθεί μάλλον βίαια η μάζα τών σκλάβων, δουλοπάροικων, υπηκόων.
Τό γιατί θά τό δούμε στην συνέχεια, όταν θά επιχειρήσουμε μιαν αναδρομή στην ιστορία τού κυνηγίου.
Πραγματικά, είναι απορίας άξιον ότι οι ποικιλλώνυμοι εχθροί τού κυνηγίου δέν έκαναν ποτέ τόν κόπο ν' αναλογιστούν τί νά σημαίνει άραγε τό φαινόμενο ότι ΟΥΔΕΠΟΤΕ υπήρξε φυλή ή λαός, ή οιαδήποτε ανθρώπινη ομάδα που ΔΕΝ ΚΥΝΗΓΟΥΣΕ καί φυσικότατα μιλάμε γιά
τίς τελευταίες χιλιετηρίδες πού τό κυνήγι δεν συνιστά πλέον βασικό μέσον προσπορισμού τροφής.
Πού μας οδηγούν όλα αυτά;
Πιστεύουμε στην αρχική παραδοχή ότι τό κυνήγι δέν αποτελεί μιά ανθρώπινη παράπλευρη δραστηριότητα, όπως π.χ. η συλλογή γραμματοσήμων, αλλά μιά βασική ενστικτώδη εκδήλωση, μιά σύμφυτη μέ τήν ίδια τήν ύπαρξη μας ιδιότητα, έναν παράγοντα αναπόσπαστο τής ψυχικής μας οντότητος.
Ακόμη καί σε περιοχές όπου τό φυσικό περιβάλλον αποκλείει κάθε παρόμοια εκδήλωση, βλέπουμε τόν άνθρωπο νά διοχετεύει τήν αυθόρμητη αυτή παρόρμηση του σέ παραπλήσιες ικανοποιήσεις, όπως π.χ. η ορειβασία, η σπηλαιολογία, τ' αλπικά αθλήματα, κ.λ.π. Θά' πρεπε λοιπόν νά επιδεικνύουμε κάποιο σεβασμό γι' αυτήν τήν μάλλον καταφρονημένη κι όμως πρωτογενή ανθρώπινη πλευρά, πού η στόμωση της σίγουρα δέν προάγει τήν ολοκλήρωση ενός ελεύθερου ανθρώπου.
Τό αρχικό μας άρα ερώτημα τού τί είναι τό κυνήγι, θά πρέπει μάλλον ν' αντικαταστήσουμε μέ τό ερώτημα:
Τί είναι λοιπόν ο άνθρωπος;
Οποιος επ' αυτού στοχάζεται, σωστά στοχάζεται καί κάθε απάντηση γι' αυτόν ίσως περιττεύει.