Tου Νίκου Νικολάου
H χώρα που θα εξετάσουμε σε αυτό το τεύχος βρίσκεται στην βορειοανατολική Ευρώπη και είναι η δεύτερη από τις τρεις χώρες της Βαλτικής.
Ένα σημείο που αξίζει να επισημανθεί από την αρχή και που θα το διαπιστώσουν και οι αναγνώστες άλλωστε από το φωτογραφικό υλικό που συνοδεύει το άρθρο, είναι τα πανέμορφα φυσικά τοπία αυτής της χώρας. Από τους ψυχρούς χειμώνες μέχρι τα δροσερά καλοκαίρια, η φύση στην Λετονία εναλλάσσει συνεχώς τις εικόνες της προσφέροντας άπειρες ευκαιρίες στον φωτογραφικό φακό.
Η Λετονία συνορεύει με την Λιθουανία, την Εσθονία, την Λευκορωσία και την Ρωσία.
Είναι μια σχετικά μικρή χώρα και το μέγεθός της είναι 64.589 τετραγωνικά χιλιόμετρα, δηλαδή περίπου το μισό της Ελλάδος. Ο πληθυσμός της χώρας είναι 2.340.000. κάτοικοι, από τους οποίους οι 862.500 ζουν στην πόλη Ρίγα, την πρωτεύουσα της χώρας, που βρίσκεται στα παράλια της Βαλτικής. Ο πληθυσμός αποτελείται στο μεγαλύτερο μέρος του από Λετονούς, αλλά και από μια σημαντική μερίδα Ρώσων πολιτών. Επίσημη γλώσσα του κράτους είναι η Λετονική και το νόμισμα που χρησιμοποιείται είναι το Λατς.
Η χώρα απέκτησε την ανεξαρτησία της από την πρώην Σοβιετική Ένωση το 1991 και από το 2004, χρονιά κατά την οποία η Ευρωπαϊκή Ένωση διεύρυνε τους κόλπους της, αποτελεί μέλος της.
Και μιας και αναφερόμαστε στην Ευρώπη των 25, πρέπει να τονίσουμε πως η Λετονία μέσα σε αυτόν τον σχηματισμό χαρακτηρίζεται ως μια από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες οικονομίες. Μια οικονομία, η οποία στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην παροχή υπηρεσιών από τον κρατικό τομέα, στην γεωργία, την δασοπονία και την αλιεία, στις κατασκευές, αλλά και στην παραγωγή προϊόντων ξυλείας, γλυπτικής, επεξεργασίας τροφίμων, χημικών, φαρμάκων και τα τελευταία χρόνια ηλεκρονικών και προϊόντων υψηλής τεχνολογίας. Φυσικά για την ανάπτυξη, η οποία σημειώνεται, χρειάζεται και το κατάλληλο εξειδικευμένο επιστημονικό προσωπικό, κάτι το οποίο φαίνεται πως αντλεί η Λετονία, εξαργυρώνοντας τις δαπάνες που προορίζονται για την δημόσια παιδεία. Οι δαπάνες του Α.Ε.Π. για την παιδεία φθάνουν το 6,4% ετησίως και το ποσοστό των ατόμων ηλικίας 25-64 ετών που έχουν ολοκληρώσει την δευτεροβάθμια εκπαίδευση αγγίζει το 82%.
Περνώντας τώρα στον τομέα του φυσικού περιβάλλοντος, διαπιστώνουμε πως η Λετονία διαθέτει μια πλούσια πανίδα και χλωρίδα αποτελούμενη από 27.000 διαφορετικά είδη, πολλά εκ των οποίων είναι σπάνια, όπως για παράδειγμα ο εξαιρετικά σπάνιος μαύρος πελαργός.
Το 44% της συνολικής έκτασης της χώρας είναι δάση και το 38% πεδιάδες. Ο αριθμός των κυνηγών σε αυτή την χώρα είναι 25.000, δηλαδή ποσοστό 1,1% του συνολικού πληθυσμού. Όλος ο νόμος που αφορά το κυνήγι και τα περί κυνηγίου θέματα άλλαξε ουσιαστικά από την στιγμή που η χώρα απέκτησε την ανεξαρτησία της το 1991.
Το 2003 έγινε και η τελική διαμόρφωση και ο νόμος αναπροσαρμόσθηκε έτσι ώστε να εναρμονισθεί με των υπολοίπων ευρωπαϊκών κρατών.
Η κεντρική οργάνωση κυνηγίου είναι αρμόδια σε ότι αφορά το κυνήγι, την επιστασία και τον έλεγχο της κυνηγετικής δραστηριότητας. Το υπουργείο περιβάλλοντος και η κρατική αστυνομία έχουν επίσης το θεσμοθετημένο δικαίωμα ελέγχου του κυνηγίου και της κυνηγετικής διαχείρισης. Όπως ισχύει στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες έτσι και στην Λετονία, το δικαίωμα άσκησης κυνηγίου σε μια περιοχή έχουν οι ιδιοκτήτες της έκτασης, οι οποίοι μπορούν να νοικιάσουν τμήματα αυτής για κυνηγετική χρήση, ή ακόμη και να τα δανείσουν σε κάποια κυνηγετική παρέα.
Περισσότερη από την μισή δασική έκταση ανήκει στο ίδιο το κράτος, το οποίο παραχωρεί προς κυνηγετική χρήση μεγάλες εκτάσεις σε ομάδες κυνηγών. Η διαχείριση αυτών των τμημάτων γίνεται είτε από τους δήμους, είτε από ιδιώτες, οι οποίοι μισθώνουν τεράστιες εκτάσεις και τις διαχειρίζονται προσωπικά.
Το σύνολο των κυνηγών όπως είπαμε και πιο πριν είναι 25.000 άτομα, τα οποία είναι οργανωμένα σε περισσότερες από 1000 κυνηγετικές οργανώσεις. Δικαίωμα εξάσκησης κυνηγίου έχουν όλοι οι πολίτες, οι οποίοι κατέχουν πιστοποιητικό κυνηγετικής ικανότητας βάσει του οποίου εκδίδουν κυνηγετική άδεια η οποία ανανεώνεται κάθε χρόνο. Αυτή η άδεια ισχύει κυρίως για το κυνήγι των φτερωτών και των μικρών τριχωτών, διότι για τα μεγάλα θηράματα χρειάζεται ειδική ξεχωριστή άδεια.
Προϋπόθεση για να αποκτήσει κάποιος πιστοποιητικό κυνηγετικής ικανότητας είναι πρώτον η συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας και δεύτερον η επιτυχία στις δοκιμασίες που υποβάλλεται ο υποψήφιος και οι οποίες χωρίζονται σε θεωρητικές και πρακτικές. Επίσης όλα αυτά πρέπει να συνοδεύονται και από μια επίσημη ιατρική έκθεση πιστοποίησης καταλληλότητας χρήσης κυνηγετικού όπλου. Κάθε είδος κυνηγίου επιτρέπεται κατόπιν ανακοινώσεως από την κεντρική οργάνωση κυνηγίου εκτός των ρακούν, των αλεπούδων και των αμέρικαν μινκ.
Το κυνήγι στις ιδιωτικές εκτάσεις επιτρέπεται, όπως είπαμε, στους ιδιοκτήτες των δικαιωμάτων με ορισμένους όμως περιορισμούς, που αφορούν κυρίως την ηλικία και το βάρος των νεαρών τριχωτών ζώων. Τα τρόπαια των ζώων, όπως είναι για παράδειγμα το κεφάλι και τα κέρατα ενός ελαφιού, ή το δέρμα και οι χαυλιόδοντες ενός αγριόχοιρου, μπορούν να περάσουν στην κατοχή των κυνηγών κατόπιν άδειας της τοπικής αρχής και ύστερα από τον απαιτούμενο κτηνιατρικό έλεγχο.
Tα ποσά που απαιτούνται για την απόκτησή τους είναι λογικά και για την εξαγωγή τους σε άλλες χώρες χρειάζεται η κατάλληλη προετοιμασία.
Τα όπλα που χρησιμοποιούνται για το κυνήγι στην Λετονία είναι τα λειόκανα και τα ραβδωτά, τα οποία επιβάλλονται για το κυνήγι των μεγάλων τριχωτών θηραμάτων, όπως είναι οι άλκεις και τα ελάφια.
Ο Ευρωπαίος επισκέπτης μπορεί να φέρει το δικό του όπλο για κυνήγι, αρκεί να συνοδεύεται από το ευρωπαϊκό πιστοποιητικό κατοχής όπλου.
Τα κυνηγόσκυλα που χρησιμοποιούνται είναι κυρίως ιχνηλάτες για το κυνήγι των τριχωτών ζώων, τα οποία χρησιμοποιούνται και στην ανεύρεση των τραυματισμένων θηραμάτων.
Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι στις περισσότερες χώρες που κυνηγιούνται τα μεγάλα τριχωτά, κανένα μα κανένα τραυματισμένο ζώο δεν εγκαταλείπεται στην τύχη του. Το κυνήγι σταματά αυτομάτως και όλη η ομάδα ψάχνει μέχρις ότου να βρεθεί το τραυματισμένο θήραμα. Οι επιτρεπόμενες μέθοδοι για το κυνήγι των τριχωτών θηραμάτων είναι το καρτέρι, που γίνεται συνήθως από υπερυψωμένα παρατηρητήρια, αλλά και με κράχτες που τα προσελκύουν σε απόσταση βολής.
Το κυνήγι με φώτα γενικά απαγορεύεται, αλλά σε μερικές φάρμες επιτρέπεται με την προϋπόθεση ότι τα θηράματα που θα χτυπηθούν πρέπει να αντικατασταθούν άμεσα από θηράματα εκτροφείου. Ο δε κυνηγός επιβάλλεται να κυνηγά από ύψος τουλάχιστον 2.5 μέτρων.
Η επιτρεπόμενη περίοδος κυνηγίου για τα τριχωτά θηράματα έχει ως εξής:
Τα μεγάλα αρσενικά ελάφια από 1η Σεπτεμβρίου μέχρι 31 Ιανουαρίου, ενώ τα θηλυκά από 15 Αυγούστου μέχρι τέλος του έτους.
Για τις άλκεις, τα μεγαλοπρεπή αυτά θηράματα, η περίοδος κυνηγίου ξεκινά από τις αρχές Σεπτεμβρίου και τελειώνει στις 15 Δεκεμβρίου, ενώ για τα αρσενικά ζαρκάδια από 1η Ιουνίου μέχρι 30 Νοεμβρίου και για τα θηλυκά ξεκινά από 15 Αυγούστου και τελειώνει με την ίδια περίοδο των αρσενικών.
Το αγριογούρουνο κυνηγιέται από 1η Μαΐου μέχρι 31 Ιανουαρίου, ενώ ο λαγός από 1η Οκτωβρίου μέχρι τέλος Γενάρη.
Ο κάστορας, ένα ζώο που κυνηγιέται κατ΄ εξοχήν για την γούνα του, επιτρέπεται από 1η Αυγούστου μέχρι 31 Μαρτίου του επόμενου έτους και ο λύκος, που βρίσκεται σε ικανοποιητικό αριθμό, από τις 15 Ιουλίου μέχρι τις 31 Μαρτίου, όπως επίσης και ο λύγκας από 1η Δεκεμβρίου μέχρι 31 Μαρτίου.
Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι για αυτά τα είδη, πως ο επιτρεπόμενος αριθμός για κάθε κυνηγετική περίοδο διαμορφώνεται κάθε χρονιά ανάλογα με την κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι πληθυσμοί και σε καμία περίπτωση οι κυνηγοί δεν υπερβαίνουν τα όρια και φυσικά δεν μπορεί να περάσει σε κανενός το μυαλό να κυνηγήσει αυτά τα είδη στην προβλεπόμενη αναπαραγωγική περίοδο.
Στα φτερωτά οι πληθυσμοί είναι επίσης ικανοποιητικοί, αρκεί να σκεφτεί κανείς για παράδειγμα ότι στα 15 είδη παπιών που επιτρέπονται, δεν υπάρχει ημερήσιο όριο κάρπωσης και τα οποία επιτρέπεται να κυνηγηθούν από το δεύτερο Σαββατοκύριακο του Αυγούστου μέχρι τις 15 Νοεμβρίου.
Τα τρία είδη χηνών που επιτρέπονται, μεταξύ των οποίων και η ογκώδης καναδέζικη χήνα, επιτρέπονται από 15 Σεπτεμβρίου μέχρι 15 Νοεμβρίου.
Οι φάσες κυνηγιούνται από 1η Αυγούστου μέχρι 15 Νοεμβρίου, ενώ τα αγριοπερίστερα από 1η Αυγούστου μέχρι 31 Δεκεμβρίου. Για τους κυνηγούς με σκύλους φέρμας υπάρχει μια αρκετά μεγάλη περίοδος κατά την οποία κυνηγιούνται κυρίως τα grouse και οι μπεκάτσες.
Τα hazel grouse από 1η Σεπτεμβρίου μέχρι 31 Ιανουαρίου και τα black grouse από 1η Σεπτεμβρίου μέχρι 31 Οκτωβρίου, ενώ οι μπεκάτσες μερικές χρονιές κυνηγιούνται για μια μικρή περίοδο κατά την άφιξή τους την άνοιξη μέχρι την 1η Μαΐου, κυρίως όμως η περίοδος κυνηγίου της βελουδομάτας αρχίζει την 1η Αυγούστου και τελειώνει στις 15 Νοεμβρίου.
Οι ποθητοί για όλους τους κυνηγούς αγριόκουρκοι (capercaille) κυνηγιούνται μόνο για ένα μήνα, δηλαδή από 10 Απριλίου μέχρι 10 Μαΐου.
Τέλος το κυνήγι των λεγομένων επιβλαβών δηλαδή αλεπούδες, amerikan mink και raccoon επιτρέπεται ολόκληρο το έτος.
Πηγές :
ΚΚΥΝΗΓΕΣΙΑ ΚΥΝΟΦΥΛΙΑ