Το κυνήγι την Ιταλία είναι μία νόμιμη πράξη και την εξασκούν περίπου 800000 κυνηγοί εκ των οποίων 5000 είναι γυναίκες και διεξάγεται περίπου στο 59% της επικράτειας.
Το μορφωτικό επίπεδο είναι αρκετά υψηλό και έχει σταθερή ανοδική πορεία.
Η κυνηγετική οικογένεια είναι περίπου το 1,25% του συνολικού πληθυσμού και είναι οργανωμένα σε επτά αναγνωρισμένες ενώσεις ενώ υπάρχουν και άλλες μη επίσημες., όλες υπάγονται στην ιταλική ομοσπονδία θήρας (Federazione Italiana della Caccia)
Το 70 % αυτών είναι συγκεντρωμένοι στο βόρειο και κεντρικό τμήμα της χώρας με την Τοσκάνη και την Ούμπρια να είναι οι ποιό δημοφιλείς περιοχές και από τον νότο η Σαρδηνία.
Το κυνήγι στην Ιταλία ρυθμίζετε από τον νόμο αριθ. 157 του Φεβρουαρίου 1992 ο οποίος λειτουργεί σαν βασικός οδηγός σε εθνικό επίπεδο αλλά στην συνέχεια κάθε επαρχία καθορίζει το κυνήγι στην περιοχή της από ειδικές τοπικές ρυθμίζεις άπου διαφέρουν από περιοχή σε περιοχή.
Κάθε επαρχία παρουσιάζει περιοχές όπου επιτρέπεται η θήρα. Υπάρχουν διάφορες κατηγορίες περιοχών κυνηγιού, για παράδειγμα, τις προστατευόμενες περιοχές όπου το κυνήγι απαγορεύεται η επιτρέπεται σε ζώνες αυτών , τις καρατικές όπου επιτρέπεται παντού και τις ιδιωτικές .
Η περιφερειακή αρχή αποφασίζει την κυνηγετική περίοδο για το κάθε τρέχον έτος, τις ημέρες κατά τις οποίες το κυνήγι απαγορεύεται κατά τη διάρκεια της εβδομάδας (συνήθως δύο ανά εβδομάδα) και τις μέρες και φορές που το κυνήγι επιτρέπεται.
Οι άδειες θήρας ανά περιοχή εκδίδονται μόνο σε εξουσιοδοτημένα άτομα που ήδη έχουν την ιδιότητα του κυνηγού η οποία δίδεται κατόπιν εξετάσεων.
Η κάθε περιφέρεια καθορίζει τους δικούς της κανόνες για το τι, πότε και πού κυνηγιέται και τι προστατεύεται , αναλόγως τις ανάγκες και τις ιδιαιτερότητες της κάθε περιοχής .
Οι κυνηγοί ενημερώνονται από τις οικείες αρχές τις περιοχής με την έκδοση της άδειας.
Διάρκεια κυνηγίου
Η κυνηγετική περίοδος διαρκεί από την από την τρίτη Κυριακή του Σεπτέμβρη έως 31 Ιανουαρίου.
Εκδοση άδειας
Πρέπει να έχει συμπληρωθεί το 18 έτος της ηλικίας του, να έχουν περάσει από ιατρικές , επίσης από εξετάσεις με γνωστικό αντικείμενο κυνηγετικούς κανονισμούς , ζωολογία, όπλα και πυρομαχικά, προστασία χλωρίδας και πανίδας όπως και πρώτες βοήθειες .
Οι αλλοδαποί πρέπει να έχουν διαβατήριο , ταυτότητα , άδεια κυνηγίου της χώρας τους , αντίγραφο ποινικού μητρώου και προαιρετικά δίπλωμα οδήγησης .
Τα δε όπλα τους , πρέπει να δηλώνονται στις αστυνομικές αρχές , Υπενθυμίζουμε ότι η κάθε περιοχή έχει τους δικούς της κανόνες , για τους πολίτες της ΕΕ χρειάζεται το EFP (European Firearm Pass) για να περάσουν τα όπλα τους .
Η άδεια ισχύει για έξι χρόνια, ωστόσο για τους νέους κυνηγούς για τους πρώτους δώδεκα μήνες το κυνήγι επιτρέπεται μόνο με την παρουσία του άλλου κυνηγού που είχε άδειας κυνηγίου για τουλάχιστον τρία χρόνια και είναι απαλλαγμένος από οποιοδήποτε αδίκημα.
Όλοι οι κυνηγοί υποχρεούνται να υποβάλουν αίτηση για ασφαλιστική κάλυψη.
Ανανέωση της άδειας
Η άδεια ανανεώνεται με την προσκόμιση ιατρικού πιστοποιητικού ενημερωμένο (certificato ), καθώς και την καταβολή του φόρου (tassa / imposta regionale).
Εκτός από την άδεια, οι κυνηγοί παίρνουν μια κάρτα με στοιχεία του περιφερειακού ημερολογίου , τις κυνηγετικές ενώσεις και άλλες σχετικές τοπικές πληροφορίες , όπως και ένα έντυπο διαχείρισης θηράματος όπου σημειώνουν τα θηράματα που θήρευσαν .
Οπλα
Από οπλισμό επιτρέπονται τα ραβδωτά και τα λειόκαννα όπλα.
Επίσης επιτρέπονται το κυνήγι με τόξο και η ιερακοθηρία σε συγκεκριμένες περιοχές .
Ειδη
Τα βασικά θηρεύσιμα έιδη είναι Ο αγριόχοιρος, το ελάφι, το ζαρκάδι , οι λαγοί τα , κουνέλια , οι πέρδικες , ο φασιανός , η μπεκάτσα , η τσίχλα , το ορτύκι , διάφορα ωδικά πουλιά που επιτρέπονται , τα υδρόβια , η φάσσα κλπ.
Οι ημερομηνίες και η διάρκεια θήρευσης κάθε επιτρεπόμενου είδους καθορίζεται από τις υπεύθυνες κρατικές αρχές τις περιοχής σε συνεργασία με τις κυνηγετικές οργανώσεις κατόπιν μελετών για την πληθυσμιακή παρουσία των ειδών και την κατάσταση αυτών
Την μία χρονιά μπορεί να επιτρέπεται ένα είδος την άλλη όχι. Επίσης ανάλογα την πλασματική κατάσταση δίνεται και ο αριθμός των ατόμων που θα θηρευτούν ανά είδος , αν ο επιτρεπόμενος αριθμός ατόμων πιαστεί σε κάποιο θήραμα , το συγκεκριμένο θήραμα κλείνει αμέσως και ας μην έχει λήξει η περίοδος.
Επίσης υπάρχουν ανά περιοχή διαφορετικές αλλά αυστηρά ορισμένες αριθμητικές επιτρεπόμενες κυνηγετικές έξοδοι ανά κυνηγό ώστε αν υπάρχει μεγάλη ζήτηση για την περιοχή να εξυπηρετηθούν περισσότεροι κυνηγοί , πάντα λαμβάνοντας υπ όψη την κατάσταση των πληθυσμών των θηραμάτων.
Αν άλογα με την κατάσταση των θηραμάτων ανά περιοχή , την κυνηγετική ζήτηση , διαμορφώνονται και η περίοδος θήρευσης του κάθε θηράματος ανά περιοχή.
Όλα αυτά αλλάζουν από χρονιά σε χρονιά και από περιοχή σε περιοχή
Προστατευόμενες περιοχές και εκτάσεις θηραματικού ενδιαφέροντος στην Ιταλία.
Η παρούσα μελέτη παρουσιάζει πρόσφατα αποτελέσματα μιας έρευνας που διεξήχθη από το Ιταλικό Εθνικό Ινστιτούτο Άγριας Ζωής (I.N.F.S.) με σκοπό να περιγράψει την κατάσταση και τα χαρακτηριστικά τω προστατευόμενων περιοχών και των περιοχών θηραματικού ενδιαφέροντος στην Ιταλία. Τα πάρκα και οι φυσικές ρεζέρβες αποτελούν περίπου το 8,3 - 9,9 % της Εθνικής Περιοχής (n.t.s.).
Αυτές οι τιμές ποικίλουν σημαντικά μεταξύ διοικητικών και βιογεωγραφικών περιοχών (από 1 % μέχρι 30 %). Σ' αυτές τις περιοχές ο Εθνικός Νόμος (ν. 394/91), που πρόσφατα εφαρμόστηκε σε επίπεδο περιοχών, απαγορεύει ολοκληρωτικά τις κυνηγετικές ενέργειες και καθορίζει ζώνες με διαφορετικά επίπεδα απαγόρευσης για άσκηση γεωργίας, δασοκομίας, τουρισμού, κατασκευών και άλλων ανθρωπογενών δραστηριοτήτων.
Μια άλλη ομάδα προστατευόμενων περιοχών αποτελούν τα υπό προστασία δάση (1 % του n.t.s.) και τα καταφύγια άγριας ζωής (2,5 % του n.t.s.). Και τα δύο αποτελούν ειδικού ενδιαφέροντος τοπία όπου οι κυνηγετικές δραστηριότητες απαγορεύονται. Το 5,5 % του n.t.s. είναι προορισμένο για σκοπούς διαχείρισης θηραμάτων (συλλήψεις και επαναεισαγωγές).
Αυτές οι περιοχές είναι ομοιόμορφα διασκορπισμένες σε όλη την περιοχή και οι κυνηγετικές δραστηριότητες απαγορεύονται για μια ορισμένη περίοδο (5 με 6 χρόνια). Το συνολικό ποσοστό περιοχών μη-κυνηγίου είναι το 18,2 % του n.t.s. Ο Εθνικός νόμος περί κυνηγίου (ν. 157/92) ορίζει επίσης ένα μέγιστο ποσοστό (15 % του n.t.s.) ιδιωτικών ζωνών κυνηγίου (φάρμες θηραμάτων).
Στην πραγματικότητα αυτές οι απομονωμένες περιοχές αγγίζουν περίπου το 10 % του n.t.s.. Οι εναπομείνασες περιοχές (ακριβώς το 65 % του n.t.s.) είναι υπό καθεστώς κυνηγετικών ρυθμίσεων ανά περιοχή, όπου δημόσιες υποεπαρχιακές περιοχές (που εκτείνονται από 8.000 έως 10.000 εκτάρια, ανάλογα την περιοχή) περιλαμβάνουν τις κυνηγετικές δραστηριότητες.
Πηγές :
Federazione Italiana della Caccia
ΚΣΕ
ΕΤ
Διαδίκτυο