ΤΟ ΚΥΝΗΓΙ ΣΤΗΝ ΙΡΛΑΝΔΙΑ
Του Νίκου Νικολάου
'' ΚΥΝΗΓΩΝΤΑΣ ΣΤΗΝ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΟΦΩΝ''
Το ταξίδι της Κυνηγεσίας και Κυνοφιλίας στην Ευρώπη συνεχίζεται αυτό τον μήνα στην επονομαζόμενη και ως χώρα των αγίων και των σοφών. Ο χαρακτηρισμός που συχνά αποδίδεται σε αυτή την χώρα απηχεί την ιστορία της η οποία είναι μακραίωνη και φυσικά τον δικαιολογεί απόλυτα. Από τον 5ο αιώνα λοιπόν, όταν ο Άγιος Πατρίκιος ο οποίος συγχρόνως είναι και ο προστάτης της νήσου της Ιρλανδίας , κήρυττε το ευαγγέλιο στους καθολικούς χριστιανούς, μετρά η ιστορία αυτή , ενώ αργότερα δηλαδή τον 8ο και 9ο αιώνα το νησί έγινε ένα ανθηρό κέντρο θρησκευτικής και ιεραποστολικής ζωής.
Οι διάσημοι συγγραφείς Όσκαρ Γουάιλντ, Μπέρναρ Σο, ο Τζόις και ο Μπέκετ είναι μερικοί από αυτούς που συγκαταλέγονται στο δεύτερο μέρος του τίτλου αυτού του άρθρου ενώ επιπλέον θα χρειαστεί να συμπληρώσουμε πως η Ιρλανδία είναι η πατρίδα διάσημων ονομάτων της ροκ μουσικής όπως για παράδειγμα οι U2 ή ο γνωστός κιθαρίστας Ρόρι Γκάλαχερ και η τραγουδίστρια Σίνεντ Ο΄ Κόνορ.
Πάντως αγαπητοί αναγνώστες, δεν μπορώ να γνωρίζω αν χρειάστηκε η τακτική του «σκληρού ροκ» για να απολαμβάνουν οι Ιρλανδοί κυνηγοί τα πολλά προνόμια που έχουν σε ότι έχει να κάνει με την κυνηγετική δραστηριότητα, αλλά ο χώρος αυτός προσελκύει συνεχώς καινούργιους φίλους στον ήδη υψηλό αριθμό που υπάρχει και κατατάσσει ως ιδιαίτερα δημοφιλή, την ενασχόληση με το κυνήγι.
Πριν όμως περάσουμε στον τομέα του κυνηγίου ας ρίξουμε μια ματιά σε ορισμένα γεωπολιτικά στοιχεία τα οποία συνθέτουν μια πληρέστερη εικόνα για την Ιρλανδία ή αλλιώς Έιρε όπως επίσημα ονομάζεται το κράτος από όλους τους διεθνείς οργανισμούς.
Το Έιρε λοιπόν αποτελεί τα 5/6 της νήσου της Ιρλανδίας ενώ το υπόλοιπο 1/6 αποτελεί τμήμα του Ηνωμένου Βασιλείου. Ο πληθυσμός της χώρας είναι περίπου 4.200.000 κάτοικοι, η πρωτεύουσά της είναι το Δουβλίνο, ενώ επίσης είναι από τα πρώτα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης από το 1973. Η έκταση της χώρας είναι 70.300 τετραγωνικά χιλιόμετρα και βρέχεται, δυτικά από τον Ατλαντικό Ωκεανό , βορειανατολικά από το βόρειο κανάλι ενώ ανατολικά από την Ιρλανδική θάλασσα.
Η μορφολογία του εδάφους συντίθεται από βράχους με γκρεμούς , λόφους και χαμηλά βουνά στα δυτικά, με την υψηλότερη κορυφή να φθάνει τα 1041 μέτρα, στο κεντρικό τμήμα της χώρας συναντάμε χαμηλές πεδιάδες πλούσιες σε νερά , ενώ μεγάλες εκτάσεις είναι καλυμμένες από βαλτώδεις ερεικόφυτους τόπους και βοσκοτόπια. Τα δάση της χώρας αποτελούνται στο μεγαλύτερο ποσοστό τους δηλαδή 92% από κωνοφόρα δέντρα ενώ από πλατύφυλλα μόλις 8%.
Βάση της εθνικής οικονομίας της χώρας είναι η κτηνοτροφία και κυρίως η εκτροφή βοοειδών προβάτων χοίρων και αλόγων, ενώ η γεωργία δίνει κριθάρι σιτάρι και λαχανικά. Η βιομηχανία στην Ιρλανδία περιορίζεται στον τομέα των τροφίμων και της υφαντουργίας. Από το υπέδαφος της χώρας εξάγονται άνθρακας, και μεταλλεύματα μολύβδου ψευδαργύρου και χαλκού.
Το κλίμα της χώρας είναι ήπιο και χαρακτηρίζεται ως ωκεάνιο με ήπιους χειμώνες και δροσερά καλοκαίρια, ενώ τα ποσοστά υγρασίας είναι υψηλά με αποτέλεσμα την αφθονία των βροχών και την μεγάλη συχνότητα ομιχλών.
Περνώντας τώρα στον τομέα του κυνηγίου διαπιστώνουμε πως οι κυνηγοί σε σχέση με το ύψος του πληθυσμού τους αποτελούν μια υπολογίσιμη δύναμη μιας και φθάνουν σε αριθμό τους 300.000 ή αλλιώς το 6,7% του συνολικού πληθυσμού.
Αναλύοντας το κοινωνικό και δημογραφικό προφίλ των Ιρλανδών κυνηγών διαπιστώνουμε ότι το 1/3 αυτών είναι αγρότες και γενικότερα προέρχονται από αγροτικές οικογένειες ή ασχολούνται με κάτι άλλο στην ύπαιθρο.
Το συντριπτικό ποσοστό δηλαδή το 67% των Ιρλανδών κυνηγών είναι άτομα ηλικίας από 30-60 ετών ενώ κάτω των 30 ετών είναι το 24% και το υπόλοιπο μικρό ποσοστό 9% είναι κυνηγοί των οποίων η ηλικία υπερβαίνει τα 60 έτη. Οι γυναίκες στην Ιρλανδία δεν μένουν ασυγκίνητες με την φύση, και ασχολούνται με το κυνήγι σε αξιόλογο ποσοστό που φθάνει το 3% με μια τάση όμως ελαφρά καθοδική.
Σημαντικό είναι και το ποσό που σπαταλούν οι κυνηγοί για την δραστηριότητά τους και το οποίο φθάνει τα 100 εκ. ευρώ ετησίως.
Μεγάλη άνθηση γνωρίζει σε αυτή την χώρα ο τομέας της κυνοφιλίας.
Άλλωστε μην ξεχνάμε πως αποτελεί την πατρίδα ενός εξαδέλφου του αγγλικού σέτερ.
Σε αυτή την χώρα λοιπόν γεννήθηκε το ιρλανδικό σέτερ , ένα ικανότατο κυνηγόσκυλο , το οποίο όμως χρησιμοποιήθηκε πολύ ως σκύλος ομορφιάς και έχασε πολλά από τα κυνηγετικά του προσόντα. Θα πρέπει όμως να πούμε ότι οι αξιόλογες προσπάθειες ορισμένων εκτροφέων έχουν ως αποτέλεσμα την διατήρηση ενός σημαντικού μέρους αυτών των προσόντων τα οποία συναντάμε ακόμη και σήμερα στα ιρλανδικά σέτερ που προέρχονται από καθαρά κυνηγετικές γραμμές.
Άνθρωποι με την κυνοφιλία βαθιά ριζωμένη μέσα τους ,οι Ιρλανδοί διατηρούν λέσχες για σχεδόν όλες τις φυλές κυνηγετικών και όχι μόνο σκύλων, ενώ αγώνες κυνηγετικών ικανοτήτων διοργανώνονται σε ολόκληρη την επικράτεια.
Η κυνηγετική και η περί όπλων νομοθεσία θεσπίστηκε αρχικά το 1925 ενώ δέχθηκε ορισμένες τροποποιήσεις μέχρι το 2000.
Δικαιούχος για την άσκηση του κυνηγίου σε κάποιο τμήμα γης είναι ο ιδιοκτήτης ενώ τα κυριότερα και μεγαλύτερα τμήματα γης ανήκουν στις κυνηγετικές λέσχες, οι οποίες φυσικά έχουν και τον έλεγχο του πληθυσμού των θηραμάτων που θηρεύονται εντός των ορίων τους. Οι κυριότεροι μέθοδοι κυνηγίου είναι καρτέρι με πυροβόλο όπλο αλλά και με σκύλους φέρμας και ιχνηλάτες.
Το κυνηγετικό δικαίωμα για την άσκηση θήρας με λειόκανο κοστίζει 25 Ε ενώ για το ραβδωτό ανέρχεται στα 38 Ε. Σε ότι αφορά τις επιτρεπόμενες περιόδους αλλά και τα είδη των θηραμάτων που κυνηγιούνται, διαπιστώνουμε μεγάλη γκάμα σε φτερωτά αλλά και σε τριχωτά, τα οποία ικανοποιούν και τους πλέον απαιτητικούς Ιρλανδούς κυνηγούς.
Η κόκκινη πέρδικα είναι ένα από τα είδη που έχουν μικρή διάρκεια κυνηγίου και η οποία είναι μόνο ο μήνας Σεπτέμβριος κάθε έτους. Tα υδρόβια τα πράγματα είναι πολύ καλύτερα διότι επιτρέπονται δεκατρία είδη υδροβίων τα οποία κυνηγιούνται από την 1η Σεπτεμβρίου μέχρι το τέλος Ιανουαρίου ενώ η επιτρεπόμενη περίοδος για την μπεκάτσα και τον φασιανό αρχίζει την 1η Νοεμβρίου και τελειώνει στο τέλος Ιανουαρίου.
Οι μεγαλοπρεπείς καναδέζικες χήνες κυνηγιούνται από τις αρχές Σεπτεμβρίου μέχρι τις 15 Οκτωβρίου κάθε έτους σε όλη την επικράτεια ενώ αρχίζει λίγο αργότερα και επιτρέπεται πέραν αυτού μέχρι τις 31 Ιανουαρίου για ορισμένες περιοχές , ενώ τα ίδια ακριβώς ισχύουν για την γκριζομέτωπη χήνα.
Ενδιαφέρον έχει και το κυνήγι του τριχωτού θηράματος με τα αρσενικά ζαρκάδια να κυνηγιούνται από τις αρχές Σεπτέμβρη μέχρι τέλος Φλεβάρη, ενώ τα θηλυκά από την 1η Νοεμβρίου μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου ,ενώ τα ζαρκάδια που ονομάζονται Fallow deer κυνηγιούνται από αρχές Σεπτεμβρίου μέχρι τέλος Φεβρουαρίου τα αρσενικά και τα θηλυκά από 1η Νοεμβρίου μέχρι το τέλος Γενάρη.
Κλείνοντας με τα κυνηγόσκυλα την έρευνά μας σε αυτή την χώρα, διαπιστώνουμε όπως περιέγραψα και στην αρχή την ανάπτυξη της κυνοφιλίας και την χρησιμοποίηση πολλών διαφορετικών φυλών.
Το κόκκινο ιρλανδικό σέτερ δηλαδή το ιθαγενές πουλόσκυλο και το άσπρο- κόκκινο ιρλανδικό σέτερ χρησιμοποιούνται ως σκύλοι φέρμας ενώ το κόκκινο ιρλανδικό σπάνιελ ως σκύλος φέρμας αλλά και επαναφοράς υδροβίων.
Το μπήγκλ κυριαρχεί ως σκύλος ιχνηλάτης ενώ το γκρέυχαουντ και ο ιρλανδέζικος ιχνηλάτης για λύκους χρησιμοποιούνται αρκετά και στους αγώνες ταχύτητας.
Τέλος πρέπει να τονίσουμε και την χρησιμοποίηση αγγλικών φυλών φέρμας μιας και η χώρα γειτνιάζει με το Ηνωμένο Βασίλειο που είναι και η πατρίδα των σπουδαίων αυτών φυλών φέρμας.