Ευνοημένοι και από τη νομοθεσία που απαγορεύει το κυνήγι τους, αυξάνονται και εμφανίζονται σε περιοχές από τις οποίες είχαν χαθεί για δεκαετίες
Ζώο περήφανο και μοναχικό, ο λύκος έχει δαιμονοποιηθεί όσο λίγα σαρκοβόρα και μέχρι πρότινος οι κάτοικοι του μεγαλύτερου μέρους της Δυτικής Ευρώπης ένιωθαν ήσυχοι καθώς σε χώρες όπως η Γερμανία και η Ολλανδία οι λύκοι είχαν εξαφανιστεί για περισσότερο από έναν αιώνα. Οπως δείχνουν όμως μαρτυρίες και ευρήματα, οι λύκοι όχι μόνο έχουν επιστρέψει από τα ανατολικά, αλλά ευνοημένοι από τη νομοθεσία που απαγορεύει το κυνήγι τους, αυξάνονται και πληθύνονται, εμφανιζόμενοι και πάλι σε περιοχές όπου μέχρι πρότινος μόνο παραμύθια για εκείνους ακούγονταν.
Ο Φρανκ Νόιμαν, ένας κτηνοτρόφος από το χωριό Σλάιφε στην Ανατολική Γερμανία, όπου ο τελευταίος λύκος είχε πέσει από σκάγια κυνηγών το μακρινό 1904, ξύπνησε μία μέρα για να αντικρίσει ένα μακάβριο θέαμα: 27 από τα πρόβατά του κείτονταν αιμόφυρτα και θανατωμένα από λύκους.
Το φημισμένο για τα άγρια ένστικτά του σαρκοβόρο επιστρέφει στη Δυτική Ευρώπη και το γεγονός αυτό αποδίδεται, τουλάχιστον εν μέρει, στην πτώση του Τείχους του Βερολίνου το 1989. Με «ανοικτά» τα σύνορα μπορούσαν πλέον οι λύκοι να μεταναστεύουν αργά αλλά σταθερά από την Ανατολική Ευρώπη, όπως την Πολωνία, όπου το είδος ευδοκιμεί, στη Δυτική. Μάλιστα, στη γερμανική περιοχή του Λάουσιτζ, κοντά στα πολωνικά σύνορα, έχει δημιουργηθεί ένα φυσικό ενδιαίτημα λύκων με αποτέλεσμα να υπάρχουν περιοχές στις οποίες οι κάτοικοι της γύρω περιοχής δεν πλησιάζουν καν.
Εξάλλου, οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες είχαν υπογράψει ήδη από το 1979 τη συνθήκη της Βέρνης, η οποία απαγορεύει να σκοτώνονται οι λύκοι. Μετά την επανένωση της Γερμανίας ο λύκος χαρακτηρίστηκε προστατευόμενο είδος σχεδόν σε ολόκληρη την Ευρώπη, γεγονός που σηματοδοτούσε στροφή 180 μοιρών στις μέχρι τότε τακτικές και πολιτικές που ήθελαν να δουν τους πληθυσμούς των λύκων ει δυνατόν να εξαλείφονται.
Πλέον, η Ευρώπη έχει οκτώ ζώνες όπου ζουν και αναπαράγονται αγέλες λύκων, στη Σκανδιναβία, στις χώρες της Βαλτικής, στην Πολωνία, στη Ρουμανία, στη Νοτιοανατολική Γαλλία, στην Ελβετία, στην Ιταλία και στην Ιβηρική χερσόνησο. Στην Ελλάδα, ο λύκος εξαφανίστηκε από την Πελοπόννησο τη δεκαετία του 1930. Σήμερα επιβιώνουν περίπου 700 ζώα, στο ηπειρωτικό ανάγλυφο βόρεια της Βοιωτίας, σε μικρές ομάδες, απομονωμένες η μία από την άλλη, με εντονότερη παρουσία σε σημεία όπου υπάρχει νομαδική κτηνοτροφία ή όπου υφίστανται ακόμη μεγάλα ορεινά συγκροτήματα χωρίς έντονη ανθρώπινη παρουσία.
Μπορεί η επιστροφή των λύκων σε ευρωπαϊκές επαρχιακές περιοχές να ξυπνά φόβους για τον «κακό» λύκο, όμως οι νέες ομάδες είναι μάλλον ντροπαλές και αποφεύγουν τους ανθρώπους. Τρέφονται κυρίως με ζώα του δάσους, ελάφια, ζαρκάδια και αγριογούρουνα, και κάνουν αισθητή την παρουσία τους μόνο με ίχνη στο χώμα και τα χαρακτηριστικά τους περιττώματα.
Περιβαλλοντολόγοι και δασοφύλακες υποστηρίζουν ότι οι μεγάλοι αριθμοί ελαφιών στο παρελθόν συχνά κατέστρεφαν τις όποιες προσπάθειες αναδάσωσης μιας περιοχής, καθώς τα φυτοφάγα ξεκλήριζαν σύντομα τα νεαρά φυτά. Πιστεύουν λοιπόν ότι η εισαγωγή του στιβαρού αυτού σαρκοφάγου στα δασικά οικοσυστήματα της Δυτικής Ευρώπης θα βοηθήσει στη διόρθωση της περιβαλλοντικής ανισορροπίας που έχει δημιουργηθεί από την πρότερη απουσία τους.
Σε αντίθεση με τους περιβαλλοντολόγους, οι κτηνοτρόφοι δεν χαίρονται και πολύ με την επιστροφή των λύκων, που τους βρίσκει απροετοίμαστους. Για να προφυλάξουν τα κοπάδια τους, πολλοί έχουν καταφύγει στη χρήση ηλεκτροφόρων φραχτών, που πρέπει να έχουν ύψος τουλάχιστον 90 εκατοστά και η βάση τους να είναι σχεδόν θαμμένη στο έδαφος για να λειτουργήσουν σωστά. Ομως και αυτοί πολλές φορές αποδεικνύονται ανεπαρκείς και οι κτηνοτρόφοι επιστρέφουν σε πατροπαράδοτες και δοκιμασμένες πρακτικές: ενσωματώνουν τσοπανόσκυλα στο κοπάδι τους, που ναι μεν μπορεί να κοστίζουν ως και 3.000 ευρώ τον χρόνο για τη συντήρησή τους, αλλά αντιλαμβάνονται άμεσα τους λύκους και τους αποτρέπουν είτε απλά γαβγίζοντας είτε δίνοντας μάχη.