Ως όπλο, υπήρχε στην κατοχή μας μια τεραστίων διαστάσεων αρχαία καραμπίνα, που είχαμε κάποτε με τον αδελφό μου την απέραντη ευτυχία να ανακαλύψουμε κάπου, στα ατελείωτα κατώγια και αποθήκες του σπιτιού του παππού μας, ξεχασμένη από πολύ παλιά, σκουριασμένη και σε κακό χάλι. Την είχαμε πλύνει, την είχαμε γυαλίσει με σμυριδόπανο και με γυαλόχαρτο και είχαμε ξεσκουριάσει και λαδώσει τις φωτιές της τόσο καλά, που ενώ για να σηκωθεί ο τεράστιος κόκορας της χρειάζονταν συντονισμένες και των δύο μας οι προσπάθειες, έπεφτε και με τον αέρα. Και ο καψουλοδόχος ή πυριάκονας όπως αλλιώς λεγόταν; Ήταν ένας σωστός κρατήρας ηφαίστειου, μια μικρογραφία όλμου ο ίδιος και τα καψούλια που έπαιρνε, που όμοια τους δεν έχω ξαναδεί από τότε, είχανε τεπέ και μπορ, ήταν περίπου κάτι σαν χάλκινη κάσκα σε σχήμα κλάκ.
Παρ' όλα αυτά σκοτώναμε πουλιά, ανακαλύπταμε τα ορτύκια μαζεμένα στις γωνιές, στις πεζούλες, τοποθετούσαμε το ολμοβόλο μας και δούλευε ο σμπάρος. Τα κοφτά σκάγια πήγαιναν ένα στην ανατολή, άλλο στη δύση και συνήθως δεν γινόταν τίποτα. Όταν όμως κάποιο τους έπαιρνε κάποτε το πουλί, έστω και ξοόφαλτσα, έκανε μια φρικαλέα θανάσιμη πληγή, σαν από ντοΰμ - ντούμ, πέρα για πέρα.
Και λοιπόν, ένα πρωινό αργά το Σεπτέμβρη, πετιέται από μπροστά μας ένα πρωτοφανές πουλί, πολύ μεγαλύτερο από ορτύκι, εντελώς άγνωστο και σε μας και σε όλους τους άλλους έξι εφτά φίλους που μας συνόδευαν κατά καιρούς για γούστο. Πετάει χαμηλά χαμηλά και πάει και κάθεται λίγο πιο πέρα σε κάτι ξερόχορτα. Η συγκίνηση όλων μας μπροστά σε μια τέτοια σπανιότητα ήταν τόσο μεγάλη, που η καραμπίνα μας δεν άργησε να βροντήξει εναντίον στην τούφα από τα ξερόχορτα, κατά εικασία και χωρίς να βλέπουμε το πουλί.
Αλλά ούτε πουλί ούτε τίποτα. Ούτε να πετάξει το βλέπαμε ούτε και ήταν δυνατό να το βρούμε χάμω, αν και τα ξερόχορτα δεν ήταν πολύ πυκνά ούτε ψηλά.
Όπου, σε μια στιγμή, νάσου και ξεπετιέται πάλι η σπανιότητα μεσ' απ' τα πόδια μας, από ένα σημείο που θα το 'χαμε κοιτάξει και είκοσι φορές. Πετάει χαμηλά χαμηλά με τα πόδια κρεμασμένα σαν παραλυτικά και κάθεται πέρα σε κάτι αγκάθια, μια εκατοστή μέτρα πιο 'κει.
Το πολεμικό μας συμβούλιο βλέποντας τα κρεμασμένα πόδια του πουλιού και το χαμηλό του πέταγμα, έβγαλε το συμπέρασμα ότι ήταν λαβωμένο βαριά και όπου κι αν ήταν θα το πιάναμε. Αν είχαμε μεγαλύτερη κάπως γνωριμία με τις ορτυκομάνες, θα ξέραμε ότι τα κρεμασμένα σαν παραλυτικά πόδια και το σύντομο χαμηλό πέταγμα, ήταν σταθερά χαρακτηριστικά του είδους της και ότι δεν επρόκειτο καθόλου για λάβωμα.
Όπως θα ξέραμε επίσης ότι άμα τυχόν βρεθεί σε κάπως εκτεταμένο σπαρτό ή μεγάλα χόρτα, μέρη άλλωστε που είναι και η μόνη αδυναμία της χρειάζεται και σκυλί μαέστρος, για να μη ξεγελαστεί από τα τερτίπια της και να καταφέρει κάποτε να τη σηκώσει.
Εμείς όμως μαζί με την ακολουθία μας, που όλοι φλεγόμασταν και καιγόμασταν από το ιερό πάθος του αθλήματος της Αρτέμιδας, βάζαμε τότε κάτω στο ψάξιμο και τα καλύτερα σκυλιά ράτσας και ήμασταν άξιοι να ψάχνουμε στους αγκαθώνες και τις πλαγιές ίσαμε τη νύχτα, προκειμένου για μια τέτοια σπανιότητα, μάλιστα με κρεμασμένα πόδια.
Πόσες φορές τη σηκώσαμε και πόσες φορές άδειασε ματαίως η καραμπίνα στο κατά υποψία σημείο που ήταν φωλιασμένη, είναι αδύνατο να θυμηθεί κανείς. Θυμάμαι όμως ότι στο τέλος, με το κυνήγησε - κυνήγησε, την είχαμε ρίξει στο «Φυσημένο», σε μια αιχμηρή λαγκαδιά που την έδερνε ο αέρας και που δεν υπήρχε τίποτα πια για να κρύβεται και να μας ξεφεύγει.
Μια στιγμή την είδαμε στην απελπισία της να πετάει και να κάθεται μέσα σε μια πυκνή φούντα φύλλα, που είχε πετάξει το κούτσουρο μιας πετσοκομμένης μικρής βελανιδιάς. Τοποθετήθηκε γρήγορα σε θέση βολής εναντίον της η καραμπίνα και καθώς αντιλαλούσαν ακόμη οι πλαγιές του «Φυσημένου» από το βρόντο της, η σπανιότητα πιανόταν από δέκα χέρια αιχμάλωτη στο τρέξιμο, γιατί ένα κοφτό σκάγι της είχε στο τέλος κοντύνει κάτι στη μια φτερούγα της και δεν μπορούσε να πετάξει.
Ήταν ένα όμορφο πουλί, με σκούρα καστανά μολυβιά φτερά από πάνω, με ένα κάποιο χρΰσισμα, και με ποικίλματα κεραμυδιά και κανελιά, ανοιχτότερα ή σκουρότερα, αρκετά παρόμοια με του ορτυκιού.
Στα Επτάνησα το λένε Ρεδιγουάλια, δηλαδή το ιταλικό Re di Quaglie (βασιλιάς των ορτυκιών). Αλλά το ωραιότερο και πιο ταιριαστό της όνομα, είναι το σταρόκοτα που τη λένε στη Θεσσαλία.
Το επιστημονικό της όνομα, Κρεξ, (Crex crex ) είναι αρχαίο ελληνικό, αναφερόμενο από τον Αριστοτέλη και λοιπούς. Το πουλί όμως που ο Αριστοτέλης και οι άλλοι περιγράφουν μ' αυτό το όνομα, είναι προφανές ότι δεν έχει σχέση με την ορτυκομάνα. Πρόκειται και στην περίπτωση αυτή, για μία ακόμη από τις όχι και λίγες παρανοήσεις ή αυθαίρετους ταυτισμούς που έχουν γίνει με τα αρχαία ονόματα από ξένους φυσιοδίφες.
Την ορτυκομάνα οι αρχαίοι μας πρόγονοι την έλεγαν «ορτυγομήτρα», ένα όνομα δηλαδή εντελώς όμοιο με το σημερινό, μ' αυτό την περιγράφει και ο Αριστοτέλης, σημειώνοντας ότι ακολουθεί τα ορτύκια και τις μεταναστεύσεις τους. Εννοείται ότι μεταξύ ορτυκιού και ορτυκομάνας ούτε συγγένεια, ούτε αλληλοβοήθεια, ούτε κανενός άλλου είδους συνάφεια, όπως θέλουν διαφορές λαϊκές θεωρίες υπάρχει.
Η σύμπτωση της εμφάνισης των πουλιών αυτών μαζί με τις ημέρες των περασμάτων, ίσως και μια κάποια μικρή ομοιότητα στους χρωματισμούς, έχει γίνει αφορμή να γεννηθούν οι λαϊκές αυτές θεωρίες, όπως και οι άλλες με τους ορτυκοσούρτες, τους τρυγονο-σούρτες κλπ. ενώ, ξαναλέω, κανένας άλλος σύνδεσμος δεν υπάρχει μεταξύ των διαφόρων αυτών πουλιών, έξω από την κοινότητα των δρόμων που μαζί με ένα σωρό άλλα, από τα μικρότερα ως τα μεγαλύτερα, ακολουθούν κατά τις μεταναστεύσεις τους.
Η ορτυκομάνα μεταναστεύει νύχτα πετώντας φαίνεται μεμονωμένη και πολύ χαμηλά, γιατί αρκετές βρίσκονται στην Κεντρική Ευρώπη σκοτωμένες από σύρματα και τηλεγραφόξυλα τον καιρό των αποδημιών.
Ανήκει στην οικογένεια των ράλλων ή ρελλιδων, στην οποία ανήκουν και οι μπαλίζες, οι νεροπουλάδες ή φόλεγες, ή νεροκοκοτσέλες. Δεν έχει όμως καθόλου τις υδρόφιλες κλίσεις των άλλων ειδών της οικογένειας. Αυτή αγαπάει να ζει και να κυκλοφορεί μέσα σε δροσερά καλαμπόκια και σπαρτά, σε .λιβάδια με ψηλό χόρτο όπου γυρεύει την τροφή της, σκουλήκια κυρίως και ζουζούνια λογής λογής αλλά και σπόρια. Είναι ένα πουλί ημινυκτόβιο, μοναχικό που δεν αγαπάει ούτε τις παρέες, ούτε και τα πετάγματα. Το μεγάλο ταλέντο της είναι το τρύπωμα και το περπάτημα μέσα και στα πιο πυκνά σπαρμένα.
Εμάς, ως περαστική μας επισκέπτεται, κυρίως τέλη Σεπτεμβρίου - Οκτωβρίου, που κατεβαίνει στην Αφρική να ξεχειμωνιάσει, αλλά και τέλη Απριλίου - Μάη που γυρίζει πάλι στην Κεντρική και την άλλη Ευρώπη, την πατρίδα της. Εκεί είναι γνωστή σε όλο τον κόσμο στην ύπαιθρο, αλλά μόνο εξ ακοής που λένε, όχι εξ όψεως.
Τις νύχτες του καλοκαιριού, μέσα από τα αθέριστα κι από τα λιβάδια, ακούς αδιάκοπα σχεδόν το μονότονο κράξιμο της, σαν να σέρνει κανείς το νύχι του στα δόντια χτενιού, ένα κρεκρέκ, κρεκρέκ, τόσο πολύ, που καταντάει ενοχλητικό στο τέλος. Αλλά τι να σου κάνει κι αυτή. Αν δεν φώναζε
διαρκώς έτσι, θα έχανε μέσα στους κυκεώνες των πυκνών σπαρτών τα κλωσσόπουλά της, καθώς τα πάει και τα φέρνει εδώ και κει διδάσκοντας τα να βοσκούνε.
Το κρέας της είναι πολύ νόστιμο, νοστιμότερο έχουν να πουν κι από του ορτυκιού, αλλά αυτό δεν ωφελεί καθόλου, γιατί δεν μπορείς να πεις θα πάω σήμερα κυνήγι για ορτυκομάνες.
Οι ορτυκομάνες σου παρουσιάζονται τυχαία μόνες τους. Να πας επίτηδες να τις κυνηγήσεις είναι ματαιοπονία, όχι μόνο εδώ που περνούν βιαστικές, αλλά και βορειότερα στην Ευρώπη, στους τόπους τους. Γιατί κανένα πουλί δεν έχει τέτοια απίστευτη ικανότητα στο να τρυπώνει και να χάνεται και στο να ξεγελάει με τερτίπια και με αμέτρητα ζιγκ-ζαγκ τον σκύλο, ακόμα και τον πιο γυμνασμένο.