Μικρό (25-27 εκ.) παρυδάτιο που συχνάζει σε βάλτους και υγρά λιβάδια. Αναπαράγεται σε όλο σχεδόν το βόρειο ημισφαίριο αλλά βορειότερα από τη χώρα μας. Στην Ελλάδα βρίσκουμε το Μπεκατσίνι μόνο να ξεχειμωνιάζει και να περνά κατά τη μετανάστευση από και προς την Αφρική.
Διαθέτει, αναλογικά το μακρύτερο ράμφος από κάθε άλλο πουλί στην Ελλάδα, μήκους τουλάχιστον 6,5 εκατοστών! Το χρώμα του ράμφους είναι γκριζοπράσινο, όπως και τα πόδια. Το σώμα του Μπεκατσινιού είναι βασικά καστανόχρωμο, κρυπτικά χρωματισμένο, εκτός από την άσπρη κοιλιά.
Τρέφεται με υδρόβια ασπόνδυλα, θαμμένα στη λάσπη, τα οποία ανακαλύπτει χάρη στο ράμφος του, που είναι εφοδιασμένο με ευαίσθητα νεύρα.
Σχηματίζει συνήθως αραιά κοπάδια. Δεν αποφασίζει να πετάξει παρά μόνο όταν ο κίνδυνος πλησιάσει πολύ κοντά. Τότε σηκώνεται αιφνιδιαστικά και με θόρυβο, διαγράφοντας τεθλασμένη γραμμή στον αέρα με το γρήγορο φτεροκόπημα του.
Στο ξεπέταγμα του το Μπεκατσίνι αφήνει μια βραχνή κραυγή, που θυμίζει τον ήχο της λίμας. Το τραγούδι του είναι ένα μονότονο και ρυθμικό «τικε, τικε, τικε», που επαναλαμβάνεται όπως οι χτύποι του ρολογιού. Κατά τόπους έχει συνήθειες νυκτόβιου.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η πτήση επίδειξης του αρσενικού προς το θηλυκό Μπεκατσίνι, που όμως δεν μπορούμε να παρατηρήσουμε στη χώρα μας. Τα δύο ακραία πούπουλα της ουράς του, δονούμενα από τον αέρα, παράγουν έναν τυμπανιστό ήχο κατά τη διάρκεια της αργής αυτής πτήσης.
Στα μέρη που φωλιάζει, το Μπεκατσίνι γεννά συνήθως 4 λαδοπράσινα αβγά με πολλά σκούρα καφετιά στίγματα. Κλωσσάει μόνο το θηλυκό για 18-20 μέρες αλλά τη φροντίδα των νεοσσών, που θα πετάξουν μόλις συμπληρώσουν 19-20 μέρες ζωής, επωμίζονται και οι δύο γονείς.
Παρόμοια με το Μπεκατσίνι είναι και το Κουφομπεκάτσινο (Lymnoctyptes minimus) καθώς και το Διπλομπεκάτσινο (Gallinago media). Ομως, το μεν Κουφομπεκάτσινο είναι πολύ μικρότερο (19 εκ.), στο μέγεθος σχεδόν των Χαραδριών ενώ το Διπλομπεκάτσινο, ελαφρά μεγαλύτερο από το Μπεκατσίνι (28 εκ.), δύσκολα διακρίνεται από αυτό.
ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΕΙΣ
Η αποδημητική κίνηση αρχίζει από το δεύτερο 156ήμερο του Ιούλη στην κεντρική Ευρώπη. Αντιστοιχεί στο "πέρασμα της Αγίας Μαγδαληνής". Τα πρώτα πουλιά παρατηρούνται κατά τον Απρίλη, κατά τη διάρκεια του "περάσματος της Παρθένου" και φτάνουν στο σημείο κορύφωσης το Νοέμβρη, που ονομάζεται "πέρασμα της Αγίας Αικατερίνης".
Σημαντικές πτήσεις μπορεί να εμφανιστούν και μέσα στην καρδιά του χειμώνα, από πουλιά που φτάνουν απ' τις βόρειες ζώνες κυνηγημένα απ' το κρύο. Άλλες περιοχές διαχείμασης των μπεκατσινιών είναι η Μεγάλη Βρετανία κι η Ιρλανδία, η Ιβηρική χερσόνησος, η Βόρεια Αφρική (Μαρόκο, Αλγερία).
Ένα μεγάλο μέρος πουλιών φτάνει στη Μαύρη Αφρική (Τσαντ, Σενεγάλη). Τα πουλιά ξαναπερνούν απ' το τέλος Φλεβάρη ως τον Απρίλη,
Μια απ' τις πιο εκπληκτικές πλευρές συμπεριφοράς του μπεκατσινιού, πολύ γνωστή στους κυνηγούς, είναι η ξαφνική πτήση του σε ζιγκ-ζάγκ, που συνοδεύεται με μια βραχνή κραυγή η οποία σημαίνει πανικό σ' όλα τ' άλλα πουλιά που είναι σκορπισμένα τριγύρω.
Το μπεκατσίνι είναι συνήθως μοναχικό πουλί, παρ' όλο που μερικά μικρά κοπάδια παρατηρούνται ταχτικά κατά την αποδημητική περίοδο σε τοποθεσίες που εκτιμά ιδιαίτερα το πουλί.
Το μπεκατστίνι των βάλτων παρατηρείται σε όλη την Ευρώπη
ΟΙ ΑΠΕΙΛΕΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΕΙΔΟΥΣ
Το μπεκατσίνι υποφέρει κυρίως από τις προσβολές που έχει υποστεί το περιβάλλον. Η αποξήρανση των βάλτων ή η διευθέτησή τους με σκοπό την εντατική αγροτική καλλιέργεια, η αναδάσωση των παράκτιων περιοχών και των υγρών ζωνών η αποξήρανση χωραφιών που πλημμυρίζουν για την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας, μειώνουν μέρα με τη μέρα την ικανότητα υποδοχής των περιοχών μας,Οι κλιματολογικές συνθήκες: το πολύ δυνατό κρύο προκαλούν το Θάνατο πολλών πουλιών που τα αιφνιδιάζει η παγωνιά κατά τη διάρκεια των αποδημητικών τους μετακινήσεων, ή στις περιοχές όπου ξεχειμωνιάζουν.
Εδώ και μερικά χρόνια γνωρίσαμε πολλούς σκληρούς χειμώνες όπου ολόκληροι βάλτοι όπως αυτοί της Καμάργκ πάγωσαν.
Πολλά πεινασμένα μπεκατσίνια, υπέκυψαν ύστερα απ' αυτά τα αλλεπάλληλα κύματα ψύχους, μαζί μ' άλλα υδρόβια πουλιά, Οι πολλές βροχές την άνοιξη είναι μοιραίες για τα μικρά πουλιά: πραγματικά πλημμυρισμένες εκτάσεις στερούν τα μικρά από τα σκουλήκια που είναι η βασική τροφή τους.
Σύμφωνα με μελέτες που έγιναν ύστερα από μαρκαρίσματα, το 30-50% του πληθυσμού των μπεκατσινιώνεξαφανίζονται κάδε χρόνο, θύματα της κυνηγετικής πίεσης που ασκείται προπάντων σε περιοχές διαχείμασης όπου αφθονούν (Μαρόκο, Ιρλανδία).
Τα αρπακτικά καταστρέφουν περίπου το 20-30% των μικρών πουλιών, Οι βασικοί υπεύθυνοι είναι η μαυροκουρούνα, το γεράκι των βάλτων, η αλεπού, ο αρουραίος. Υπολογίζεται ότι μόνο 2 στα 8 μικρά φτάνουν στην ενηλικίωση.
ΚΥΝΗΓΩΝΤΑΣ ΤΟ ΜΠΕΚΑΤΣΙΝΙ
Κατ εικόνα της μπεκάτσας, το μπεκατσίνι έχει ένθερμους οπαδούς που τρέφουν για λόγου του
αμέριστη λατρεία.
Ξυπνά τέτοιο ενδιαφέρον ώστε πλήθος είναι οι κυνηγοί υδροβίων θηραμάτων
που καταφτάνουν κάθε χρονιά στις περιοχές διαχείμασης του πουλιού, στην Ιρλανδία και στο Μαρόκο,
για να κορέσουν το ακατασίγαστο πάθος τους.
Εχει φωνή που δεν σε ξεγελάει. Όταν πετάγεται από την λάσπη ακούγεται ένα πλατάγιασμα που μερικοί το ερμηνεύουν σαν φιλί αποχαιρετισμού στον κυνηγό.
Για το μπεκατσίνι υπάρχουν θαυμάσιες ιστορίες ζωής και γεγονότα που ανακαλύπτουν ξανά την αντιφατική και ανεκπλήρωτη αγάπη του κάθε αληθινού κυνηγού προς αυτό. Γιατί είναι δύσκολο, αφού το έχεις γνωρίσει , να μην αντέξεις στο κάλεσμά του αν και πρέπει να σηκώνεσαι την αυγή, για να πάς να το συναντήσεις. Όπως μια κρυφή αγάπη.
Τα μπεκατσίνια του χειμώνα είναι αυτά που σχεδιάζουν στον αέρα ένα σύνολο μπερδεμένων και αλλόκοτων γραμμών, αραβουργήματα που γι' αυτά είναι σχεδόν πάντα ο δρόμος της σωτηρίας, , εκείνος που η φύση δίδαξε στο είδος , γεμίζοντας τη διαδρομή του με στροφές , με διαδρομή που παράδοξα καταλήγει σε μία νοητή ευθεία γραμμή. Αλλά αυτά είναι τα μπεκατσίνια του χειμώνα , που σε λίγους δίνεται το προνόμιο και η ευκαιρία να τα αποχωρίσουν από τον ουρανό και όταν αυτό συμβαίνει σου φαίνεται σα να έχεις έναν πολύτιμο καρπό.
Τα λεγόμενα αυγουστιάτικα (του Αυγούστου) είναι τόσο ήρεμα που θα έλεγες ότι ανήκουν σε άλλο είδος. Όταν τα τουφεκάς γυρνάνε στο συνηθισμένο μέρος " μουλαρώνοντας", σαν να είναι η μοναδική όαση νερού πάνω στην γη. Η αξία της σιωπής σ' ένα κυνήγι για γνώστες, που προχωρούν αντίθετα στον αέρα για να έχουν περισσότερες ευκαιρίες.
Το "πουλάκι", όπως το αποκαλούν οι ερωτευμένοι μαζί του, είναι ένα εξαιρετικό θήραμα.
Η ομορφιά του , η σπανιότητα του, η δυσκολία προσέγγισης
και σκόπευσης του, η τεράστια εργασία που απαιτείται από το σκυλί, καθιστούν την αναζήτηση
του μπεκατσινιού, στα μάτια πολλών κυνηγών, τη βασίλισσα του κυνηγιού!
Καθώς ασκείται από ένα ή δυο άτομα, συνίσταται σε μια λεπτομερειακή έρευνα όλων των ευνοϊκών σημείων, όπως είναι τα υγρά λιβάδια ή οι όχθες μικρών λιμνών.
Πρόκειται για ένα πολύ αθλητικό κυνήγι, που απαιτεί μεγάλη σωματική αντοχή. Ολοι οι κυνηγοί που έχουν κυνηγήσει στην Ιρλανδία ξέρουν καλά από πεζοπορία για ώρες ολόκληρες, μέσα σε τεράστιες εκτάσεις ανώμαλου εδάφους, με μαλακό χώμα που καθιστά το βάδισμα ακόμη πιο εξαντλητικό. Αλλ' ακόμη ξέρουν το πόσο η συγκομιδή αυτών των λιγοστών πουλιών, υστέρα από τόσες σκληρές προσπάθειες αποτελεί μια θαυμάσια ανταμοιβή.
0 κυνηγός του μπεκατσινιού οφείλει να γνωρίζει τα έλη όπου κινείται, αφού για διάφορους λόγους ορισμένοι τομείς είναι καλύτεροι από άλλους, ανάλογα με την ώρα της ημέρας, την εποχή, τις ατμοσφαιρικές συνθήκες.
Όταν ο πάγος κάθεται στα πολύ υγρά χωράφια και στις λίμνες, ξαναβρίσκουμε συχνά τα πουλιά κατά μήκος πλαγιών που τις διατρέχουν ρυάκια, σε όχθες ποταμών και παραπόταμων με μεγάλες αμμουδιές.
Ή η τέχνη κι ο τρόπος να προσεγγίζουμε τα μπεκατσίνια σε απόσταση βολής!
Να, ένα θέμα για το οποίο έχει χυθεί πολλή μελάνη και που γι' αυτό δεν πάψαμε ακόμη να μιλούμε και να γράφουμε!
Πόσες προκατειλημμένες αλήθειες, πόσες υποκειμενικές κρίσεις δεν έχουν διατυπωθεί, αντικαθρεφτίζοντας πολύ άσχημα τον καπριτσιόζικο κι απρόβλεπτο χαρακτήρα αυτού του πουλιού! Δεν πρόκειται λοιπόν να ξεδιαλύνουμε, ή να διατυπώσουμε θεωρίες, που μπορούν όλες να επαληθευτούν άλλωστε μέσα σε μια και μόνο παρτίδα κυνηγιού.
Ανάλογα με την ώρα της ημέρας, την εποχή, την ηλιοφάνεια, την τοπογραφία της περιοχής, τη συχνότητα ενόχλησης των πουλιών, το μπεκατσίνι θα τιναχτεί σε ύψος ΙΟΟμ. κυριολεκτικά ανάμεσα στα πόδια του κυνηγού... ή θα μείνει κρυμμένο ανάμεσα στη βλάστηση αν το σκυλί δεν καταφέρει να διακρίνει την παρουσία του. Ένα πράγμα φαίνεται σίγουρο: είναι η θέα του κινδύνου κι όχι ο θόρυβος που προκαλεί τα πετάγματα του.
Ακόμη, το μπεκατσίνι μοιάζει να φοβάται πολύ περισσότερο την εμφάνιση μιας ανθρώπινης σιλουέτας, παρά αυτήν του σκυλιού.
Δυο θεωρίες εδώ συγκρούονται, αναφορικά με την προσέγγιση σε απόσταση βολής του πουλιού που είναι κατά μέσον όρο 30 μ.
Η μία βεβαιώνει ότι θα ήταν καλό να προχωρούμε κόντρα στον άνεμο, έτσι ώστε να διευκολύνουμε την εργασία του σκυλιού που έχει να κάνει με πολύ φευγαλέες μυρωδιές και, προπάντων για να επωφεληθούμε από τον αιφνιδιασμό, καθώς το μπεκατσίνι θα διαπιστώσει χωρίς αμφιβολία πιο αργά την παρουσία του κυνηγού.
Αυτή η θεωρία μπορεί να φαίνεται αμφισβητήσιμη όταν γνωρίζουμε τον τρόπο με τον οποίο το μπεκατσίνι εντοπίζει τους εχθρούς του.
Κι άλλοι υποστηρίζουν ότι πρέπει να κυνηγούμε με τον αέρα στην πλάτη: το "πουλάκι" μας που μπορεί να πετάξει σε μεγάλες αποστάσεις, τινάζεται γρήγορα στο φτερό για να ξανανέβει στον αέρα, προσφέροντας στον κυνηγό μια πιο εύκολη σκόπευση, στο ενδιάμεσο. Οι οπαδοί αυτής της μεθόδου εκτιμούν ακόμη ότι, με δυνατό άνεμο, το μπεκατσίνι, που σε όλες τις περιπτώσεις πετάει κατά τον άνεμο, δεν αποφασίζει τότε να πετάξει. Περιμένει την τελευταία στιγμή, κι ύστερα, νιώθοντας τον κίνδυνο πολύ κοντινό, αποφασίζει να τιναχτεί. Στην αρχή της σεζόν και με καιρό ζεστό κι ηλιόλουστο, μοιάζει σαν το μπεκατσίνι ν' αφήνει να το πλησιάζουμε πιο εύκολα.
Είναι συνηθισμένο να ξαφνιάζουμε τα πουλιά από καλή απόσταση βολής με το πρώτο φως της αυγής. Δυστυχώς, αν η προσέγγιση είναι εύκολη, δε συμβαίνει το ίδιο και με τη σκόπευση, που γίνεται πολύ πιο δύσκολη εξαιτίας της κακής ορατότητας.
Στη διάρκεια των πρώτων μέτρων της πτήσης του, τη στιγμή που το μιμητικό του περιβάλλοντος φτέρωμά του λιώνει μέσα στον ήλιο, είναι πολύ λεπτή υπόθεση να εντοπίσεις με ακρίβεια το πουλί. Μερικά κλάσματα του δευτερολέπτου θα χαθούν για να το εντοπίσουμε...και να, που κιόλας το πουλί βρέθηκε εκτός βολής!
Η σκόπευση του
ΜΠΕΚΑΤΣΙΝΙΟΥ
Θεωρείται σαν μια από τις πιο δύσκολες που υπάρχουν και μπορεί, αυτή η σκόπευση να αποδειχτεί ακροβατική εξαιτίας της ανωμαλίας του εδάφους πάνω στο οποίο εξελίσσεται. Κι εδώ πάλι, πολλές απόψεις συγκρούονται.
Μερικοί κυνηγοί υποστηρίζουν ότι πρέπει να περιμένουμε ήρεμα μέχρι το πουλί να πραγματοποιήσει τους πρώτους ελιγμούς του, πριν ρίξουμε πάνω στο "ζαγκ", όταν το πουλί βρίσκεται στο "ζιγκ"!
Αυτή η θεωρία αποδεικνύεται ότι βασίζεται πολύ στην τύχη, όταν ξέρουμε ότι η μέση απόσταση βολής είναι τα 30μ. Αν περιμένουμε μερικές στιγμές αυτό θα σημάνει ότι θα πυροβολήσουμε εκτός βεληνεκούς!
Θα φαινόταν πιο λογικό να υιοθετήσουμε τη λύση που προτείνουν οι αληθινά συνηθισμένοι στο κυνήγι του μπεκατσινιού, που συμβουλεύουν αντίθετα να ρίχνουμε όσο γίνεται πιο γρήγορα, με το όπλο στον ώμο.
Αυτό προϋποθέτει εξαίρετα ανακλαστικά, ένα τουφέκι που το κοντάκι του είναι σωστά προσαρμοσμένο στη σωματική διάπλαση του σκοπευτή, ανάλογα ισορροπημένο κι όσο γίνεται πιο ελαφρύ για ν' ανεβαίνει γρήγορα στον ώμο.
Οι οπαδοί της μεθόδου θεωρούν ότι αυτή η ενστικτώδη βολή, που απαιτεί μακρόχρονη εμπειρία, επιτρέπει να χτυπήσουμε το πουλί μέσα στα πρώτα μέτρα της πτήσης του, τη στιγμή που δεν έχει αρχίσει ακόμη τη σειρά από τους ζαλιστικούς ελιγμούς του.
Τα νούμερα για τα σκάγια που προτείνονται είναι τα 8 και 9.
Ο ΒΙΟΤΟΠΟΣ
Αφού λάβουμε υπόψη μας τις απαιτήσεις του πουλιού, ο βάλτος διευθετείται σύμφωνα με πολύ διαφορετικά κριτήρια από εκείνα που προβλέπονται για τ' άλλα υδρόβια πουλιά.
Πρόκειται κυρίως για μπορντούρες μικρών λιμνών που απαιτούν ειδικές εργασίες. Ξέροντας ότι το μπεκατσίνι αποφεύγει τις ζώνες με ψηλή βλάστηση, οι καλαμιές κλαδεύονται ή κι αραιώνονται τον Ιούλη.
Ο σκοπός είναι να φτιάξουμε "ξέφωτα" με ξυρισμένη βλάστηση, που το μήκος τους 8α φτάνει τουλάχιστο τα 150μ. για ένα πλάτος 30-40μ. Δε 8α συμβουλεύαμε το κάψιμο των καλαμιών, μια που επιφέρει την εξαφάνιση ενός τμήματος της μικροπανίδας που εκτιμά πολύ σαν τροφή το μπεκατσίνι.
Αυτές οι ευνοϊκές τοποθεσίες θα κατανεμηθούν σαν μωσαϊκό γύρω απ' τη λίμνη ή μέσα στο βάλτο. Η πρόσβαση τους εξασφαλίζεται χάρη σ' ένα δίκτυο από μονοπάτια, πολύ καθαρά και συντηρούμενα, Αν τα περάσουμε όμως με οδοστρωτήρες κινδυνεύουμε να καταστρέψουμε την υδροφόρα επιφάνεια τους, που αποτελεί πραγματικό απόθεμα τροφής σε σκουλήκια για τα υδρόβια πουλιά γενικότερα, Αυτά τα πλατώματα μπορούν να παραδοθούν και για βοσκή (όπως άλλωστε κι όλα τα υγρά λιβάδια] βοοειδών.
Η μέθοδος αυτή δεν έχει παρά μόνο πλεονεκτήματα, χάρη στα περιττώματα τους τα ζώα γονιμοποιούν το έδαφος και διεγείρουν τη βιολογική δραστηριότητα της επιφάνειας, aκόμη, περιορίζουν την ανάπτυξη της βλάστησης και τη διατηρούν σε συμβατό με τις απαιτήσεις των πουλιών ύψος. Οι σκωτσέζικες αγελάδες προσαρμόζονται τέλεια σ' αυτούς τους υγρούς περίγυρους. Κι ακόμη δίνουν έτσι ένα πολύ γευστικό κρέας!
Για να βελτιώσουμε την ικανότητα υποδοχής της περιοχής και πιο συγκεκριμένα τον πολλαπλασιασμό των ασπόνδυλων, ορισμένοι τεχνικοί των διευθετήσεων απλώνουν φρέσκο ή αφυδατωμένο αίμα.
Η ενίσχυση της περιοχής με κοπριά, που διεγείρει τη δραστηριότητα των σκουληκιών, συνιστάται επίσης.
Το επίπεδο του νερού πρέπει να ελέγχεται, με σκοπό να διατηρείται σταθερό ποσοστό υγρομετρίας στο έδαφος, ενώ θ' αποφεύγονται οι μεγάλες πλημμυρισμένες επιφάνειες.
Το παραπανίσιο νερό εκμηδενίζεται μ' ένα σύστημα άρδευσης, έτσι ώστε τα μπεκατσίνια να έχουν τόπους καθίσματος όταν το έδαφος παγώνει.
Σ' ένα λιβάδι που το διασχίζει ένα ρυάκι, θα ήταν ενδιαφέρον να εγκαταστήσουμε ένα δίκτυο παρεκκλίσεων έτσι ώστε να στέλνει υγρασία σε μεγαλύτερη επιφάνεια,
Τελικά, παρ' όλο που η παρουσία εμποδίων όπως θάμνοι και τούφες από καλαμιές δεν είναι πάντα επιθυμητή, γιατί μπλοκάρουν τη διάχυση των αναθυμιάσεων των πουλιών, είναι σημαντικό ν' αφήσουμε κάποια τέτοια σημεία στις άκρες ή στη μέση, όπου τα μπεκατσίνια θα μπορούν να καταφεύγουν με τα πόδια για να κρυφτούν μπροστά στον κίνδυνο, αντί να πετούν σε μεγάλες αποστάσεις, Η συντήρηση τέτοιων θαμνότοπων διευκολύνει έτσι το κυνήγι και την προσέγγιση των πουλιών.
Bιβλιογραφία:
Τα πουλιά της Ελλάδας (ΕΟΕ - Ετύπος)
To τέλειο βιβλίο του κυνηγού (Καρακώτσογλου)
O Bίος των ζώων (Ν Γερμανού)