|
Η προέλευση της πυρίτιδαςΗ προέλευση της πυρίτιδας είναι καλυμμένη από μυστήριο. Κανείς δεν ξέρει ποιος την εφεύρε ή ακόμη σε ποια χώρα ανακαλύφθηκε. Η Κίνα, η Ινδία, η Αραβία και η Ευρώπη διεκδικούν μεταξύ τους τη δόξα της εφεύρεσης. Άνδρες άξιοι, όπως ο Ρόιζερ Μπάκον από την Αγγλία και ο Αλβέρτος Μαγκνους της Γερμανίας φέρονται ως πιθανοί εφευρέτες, μαζί με άλλες, εντελώς μυθικές προσωπικότητες όπως ο θρυλικός Μαύρος Μπάρτλοντ ή Μπέρτ Σβάρτζ. Μόνο ένα γεγονός παραμένει βέβαιο: η πρώτη οριστική περιγραφή της αληθινής πυρίτιδας, που παραμένει ακόμα γράφτηκε από τον Ρότζερ Μπάκον γύρω στο 1248 Μπάκον έκρυψε την συνταγή σε έναν αναγραμματισμό, γιατί σκέφτηκε όχι η ουσία αυτή ήταν πολύ επικίνδυνη για γενική χρήση, αλλά σπουδαστές «έλυσαν» τον κώδικα του. Η «μεταμφιεσμένη» περιγραφή του, αποδεικνύει ότι ήξερε για την πυρίτιδα και καταλάβαινε ότι προκαλούσε έκρηξη με κρότο εάν κλεινόταν μέσα σε περγαμηνή. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Μπάκον αναγκαστικά εφεύρε το μίγμα. Ήταν σπουδαστής Χημείας και διάβαζε Ελληνικά και Αραβικά κείμενα. Πολλοί ερευνητές νομίζουν ότι βρήκε την συνταγή της πυρίτιδας σε ένα από αυτά, διότι δεν έχει απαιτήσεις ότι την εφεύρε. Αξιοσημείωτο είναι ότι και ο 'Αλμπερτ Μαγκνους, Γερμανός σπουδαστής, ο οποίος επίσης διάβαζε λίγο αργότερα, φαίνεται, χωρίς να 'χει δει την περιγραφή του Μπάκον. Έτσι δεν υπάρχει καμία αμφιβολία όχι η πυρίτιδα ήταν γνωστή στην Ευρώπη, σία μέσα του 13ου αιώνα. Μερικοί ισχυρίζονται ότι οι Κινέζοι την είχαν εφεύρει πολλά χρόνια πριν και ότι ο Μπάκον και ο Μαγκνους την πήραν από τους Άραβες, οι οποίοι έπαιξαν ρόλο «διαμέσου» μεταξύ των πολιτισμών της Ανατολής και Δύσης. Φυσικά και αυτή η θεωρία δεν είναι εξακριβωμένη. Οι Κινέζοι κατείχαν όπλα που λειτουργούσαν με καύσεις από παλιά. Αλλά οι συνταγές που άφησαν δεν δείχνουν ότι μπορούσαν να εκπυρσοκροτήσουν. Η παλιότερη συνταγή που ευρεθεί σε Κινέζικα γραπτά χρονολογείται περίπου την ίδια εποχή που εμφανίστηκε στην Ευρώπη. Ίσως οι Ανατολίτες να εφεύραν το φοβερό αυτό είδος, και οι Άραβες να πήραν τη συνταγή στην Ευρώπη. Πάλι, δεν είναι απίθανο οι ίδιοι οι Άραβες να έκαναν την «σεισμική» ανακάλυψη. Οποιοσδήποτε κι αν την ανακάλυψε, η «πρωτόγονη» πυρίτιδα ήταν ένα απλό μίγμα άνθρακα, θείου και νίτρου. Το νίτρο ήταν το κύριο συστατικό, γιατί προμήθευε το απαραίτητο οξυγόνο που επέτρεπε στο θείο και στον άνθρακα να καίγονται αμέσως σε περιορισμένο χώρο. Οι παλιότερες συνταγές της πυρίτιδας περιείχαν περίπου επτά μέρη νίτρου, πέντε άνθρακα και πέντε θείου. Επειδή αυτό καθιστούσε την πυρίτιδα «αδύνατη», μεγάλες ποσότητες ήταν αναγκαίες για την προώθηση του βλήματος. Γύρω στα 1400 η συνταγή βελτιώθηκε κι έτσι συχνά η αναλογία ήταν 22 (νίτρο), 4 (άνθρακας), 5 (θείο) και με τον ερχομό του 18ου αιώνα, συνήθης ήταν η 75:15:10, η οποία ήταν απαραίτητη για να παραχθεί η κοινή «μαύρη» πυρίτιδα. Κατ1 αρχάς, τα τρία συστατικά απλώς τρίβονταν σε λεπτούς κόκκους και αναμιγνύονταν μαζί. Αυτό τελικά γινόταν μία ομοιόμορφη σκόνη, που οι σημερινοί συλλέκτες αποκαλούν «Μήηλ Πάουντερ». Είχε πολλά μειονεκτήματα, π.χ. όταν μετακινούνταν άφηνε σκόνη υψηλής εκρηκτικότητας. Επίσης τα τρία συστατικά είχαν διαφορετικό ειδικό βάρος και όταν η πυρίτιδα παρέμενε σε βαρέλια για ένα χρονικό διάστημα, τα στοιχεία της, έτειναν να χωριστούν ανάλογα με το βάρος τους. Επιπρόσθετα η «Μήηλ Πάουντερ» προσέλκυε υγρασία, σχημάτιζε «σβώλους» και μερικές φορές δεν αναφλεγόταν. Η λύση αυτών των προβλημάτων βρέθηκε στην «Κορνένι», ή κοκκώδη πυρίτιδα, που παρασκευάστηκε νωρίς, περίπου το 1400. Παραγόταν με την ύγρανση των αναμειγμένων συστατικών, με αλκοόλ, μετά με πίεση του μίγματος και διαμέσου ειδικού κόσκινου, για να σχηματιστούν μικροί κόκκοι. Όταν αυτοί ξηραίνονταν, το μίγμα τοποθετούνταν μαζί. Δεν υπήρχε πια τόσος κίνδυνος από την εκρηκτική σκόνη και το πρόβλημα της υγρασίας είχε κατά ελαττωθεί. Η νέα πυρίτιδα είχε ταχύτερη ανάφλεξη και μεγαλύτερη ωθητική δύναμη από την προηγούμενη. Οι κόκκοι της «μαύρης» μπαρούτης μερικές φορές, σήμερα, «πατινάρονται» με μαύρο μολύβι. Βασικά άλλες μεταβολές δεν έχουν γίνει σ1 αυτήν τα τελευταία 500 χρόνια. Όταν τελειοποιήθηκε η «μαύρη» πυρίτιδα αποδείχτηκε ότι έδινε κανονική και σίγουρη προώθηση. Όσο καιρό τηρείται συνεχώς η αγνότητα των υλικών και η αναλογία, η πυρίτιδα ήταν σχετικώς ομοιόμορφη και δεν χαλούσε με τον καιρό. Ακόμα όμως απείχε από το να είναι τέλεια. Ένα της μειονέκτημα ήταν ότι η καιγόμενη πυρίτιδα ανέδιδε μεγάλες ποσότητες καπνού, λευκού καπνού. Ολόκληρα πεδία μαχών μπορούσαν να σκοτεινιάσουν μετά από μερικές βολές και δεν υπήρχε οποιαδήποτε περίπτωση να πυροβολήσει κανείς από κρυφή θέση. Μόλις ριχνόταν ο πυροβολισμός, καπνός «προοδευτικός» έδειχνε τη θέση του σκοπευτή. Φυσικά το πρόσωπο των σκοπευτών μαύριζε και οι «γενναίοι» αποκαλούνταν «μπαρουιοκαπνισμένοι». Επίσης, η μαύρη πυρίτιδα άφηνε γλοιώδη κατάλοιπα, στις κάνες των όπλων μετά από κάθε πυροβολισμό. Έπειτα από ένα ορισμένο αριθμό πυροβολισμών, το συγκεντρωμένο απόθεμα καταλοίπων καθιστούσε δύσκολη την τοποθέτηση νέας σφαίρας. Η κάννη έπρεπε να καθαρίζεται αμέσως μετά την κατάπαυση των πυροβολισμών αδιάφορο πόσο κουρασμένος ήταν ο κυνηγός ή ο στρατιώτης. Τα κατάλοιπα τραβούσαν υγρασία, η οποία μετέτρεπε το κατάλοιπο του θείου σε θεϊκό οξύ, το οποίο γρήγορα «έτρωγε» το μέταλλο της κάννης. Μερικοί σκοπευτές καθάριζαν τα όπλα τους μετά από κάθε τουφεκιά. Απαλλαγή από τον καπνό και τα προβλήματα των καταλοίπων, ήρθε με την εφεύρεση της άκαπνης πυρίτιδας. Νωρίτερα, κατά το 1600, οι χημικοί είχαν κάνει πειράματα με άκαπνες εκρηκτικές ύλες, αλλά αυτές ήταν πολύ βίαιες και ακατάλληλες για να χρησιμοποιηθούν σε όπλα. Έτσι, το 1846 τρεις χημικοί εργαζόμενοι χωρισιά - ο Σομπρέρο στην Ιταλία, ο Σονμπέιν σιην Ελβετία και ο Μπέιγκερ στην Γαλλία ,όσοι ανακάλυψαν την νιτρογλυκερίνη και νιτροσελιλόριζα. Αυτές ήταν εκρηκτικές ύλες «υποσχόμενες» πολλά και πολλοί άνθρωποι εργάστηκαν για την τελειοποίηση τους, για πιθανή χρήση τους σε πυροβόλα όπλα. Το 1886, ένας Γάλλος χημικός ονόματι Βιέιγ, παρήγαγε την πρώτη κατάλληλη άκαπνη πυρίτιδα. Ανέμιξε τα διάφορα συστατικά με αιθέρα και αλκοόλη, τα έκανε φύλλα, που τα έκοψε σε κόκκους και φυλλίδια και τα άφησε να στεγνώσουν. Η Γαλλία υιοθέτησε την καινούργια μπαρούτη, για πολεμική χρήση και στη συνέχεια και άλλα Έθνη. Ο καπνός της μάχης είχε εξαφανιστεί, η νέα, μοντέρνα εποχή είχε αρχίσει. Και μαζί μ' αυτή, τα δεινά και λιγοστές χαρές. © Giorgio Peppas
|