Κατά την διάρκεια της τελευταίας πεντηκονταετίας, λίγα πράγματα στην Κτηνιατρική απετέλεσαν μεγαλύτερη πρόκληση από την δυσπλασία της κατ' ισχίον. Με το άρθρο αυτό προσπαθούμε να προσεγγίσουμε το θέμα με τέτοιο τρόπο, ώστε να γίνει κατανοητό στον κάθε ιδιοκτήτη ζώου.
Η άρθρωση της κατ' ισχίου, είναι το σημείο ένωσης της λεκάνης με τα πίσω άκρα. Η κοτύλη, μια ημισφαιρική εσοχή της λεκάνης, δέχεται την κεφαλή του μηριαίου οστού. Τα δύο αυτά στοιχεία συνδέονται με στρογγυλό σύνδεσμο και περιβάλλονται από τον αρθρικό θύλακα.
Η δυσπλασία είναι η κυριότερη πάθηση του ισχίου του σκύλου και η πιο συχνή αιτία οστεοαρθρίτιδας της άρθρωσης αυτής. Χαρακτηρίζεται από διαφόρου βαθμού χαλαρότητα της άρθρωσης, η οποία επιτρέπει την δημιουργία υπεξαρθρήματος (παθολογική κατάσταση κατά την οποία οι αρθρικές επιφάνειες μιας άρθρωσης, εφάπτονται μερικώς). Όσο η κατάσταση εξελίσσεται, παρατηρείται παραμόρφωση της αρχιτεκτονικής, τόσο της κοτύλης, όσο και της κεφαλής του μηριαίου που συνοδεύεται από την ανάπτυξη εκφιλιστικής αρθροπάθειας.
Σύμφωνα με το μητρώο Δυσπλασίας της κατ'ισχίον του Ορθοπαιδικού Οργανισμού των Ζώων διακρίνονταιεννέα βαθμοί αντιστοιχίας μεταξύ της κοτύλης και της κεφαλής του μηριαίου, από τους οποίους οι τρείς πρώτοι θεωρούνται μέσα στα όρια του φυσικού:
1. Αριστη κατασκευή
2. Φυσιολογική κατασκευή, για την ηλικία και την φυλή του ζώου
3. Κάτω του ιδεώδους, αλλά μέσα στα φυσιολογικά ακτινολογκά όρια.
4. Κοντά στο φυσιολογικό, με ελάχιστες ανωμαλίες της άρθρωσης
5. Οριακά ελάχιστες συσπλαστικές αλλοιώσεις.
6. Δυσπλασία 1 ου βαθμού: 25% υπεξάρθρημα.
7. Δυσπλασία 2 ου βαθμού: 50% υπεξάρθρημα.
8. Δυσπλασία 3 ου βαθμου: 75% υπεξάρθρημα.
9. Δυσπλασία 4 ου βαθμου: εξάρθρημα της κεφαλής.
Η δυσπλασία της κατ' ισχίον είναι νόσος κληρονομική μεταβιβάζεται δηλαδή από τους γονείς στους απογόνους. Σήμερα όμως είναι γνωστό ότι και άλλοι παράγοντες υπεισέρχονται στην αιτιοπαθογένεια της νόσου, όπως ο ταχύς ρυθμός ανάπτυξης των κουταβιών (κυρίως των μεγαλοσώμων και γιγαντοσώμων φυλών) και η υπερβολική άσκησή τους. Η πιο κρίσιμη περίοδος είναι αυτή των 60 πρώτων ημερών της ζωής του ζώου. Τότε, τόσο οι μύες, όσο και τα νεύρα που σχετίζονται με την άρθρωση, είναι <ανώριμα> και οι λειτουργίες τους περιορισμένες. Οι ιστοί γύρω από την άρθρωση είναι μαλακοί και ελαστικοί, με αποτέλεσμα να υπάρχει ένα <ελαστικό όριο>, ένα σημείο πέρα από το οποίο οι ιστοί δεν επανέρχονται στην αρχική τους κατάσταση. Είναι λοιπόν πολύ σημαντικό να μην επιζητούμε ταχύτατους ρυθμούς ανάπτυξης στα κουτάβια (κυρίως σε αυτά που ανήκουν σε μεγαλόσωμες φυλές), αλλά ούτε και να τα γυμνάζουμε υπερβολικά. Μ' αυτόν τον τρόπο μειώνεται το <stress> πάνω στις αρθρώσεις και μαζί οι πιθανότητες ένα κουτάβι να παρουσιάσει δυσπλασία.
Η δυσπλασία προσβάλλει όλες τις φυλές των σκύλων, αλλά κυρίως, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, τις μεγαλόσωμες. Οι μικρόσωμες φυλές, αν και μπορεί να προσβληθούν, συνήθως δεν εμφανίζουν κλινικά συμπτώματα. Τα τελευταία εξαρτώνται από τον βαθμό χαλαρότητας της άρθρωσης, την ύπαρξη εκφυλιστικής αρθροπάθειας και την χρονιότητα της νόσου. Τα αρχικά κλινικά συμπτώματα σχετίζονται με την χαλαρότητα της άρθρωσης, ενώ αυτά που εμφανίζονται αργότερα με την εκφυλιστική αρθροπάθεια.
Ο πόνος, που είναι και το κύριο κλινικό σύμπτωμα, οφείλεται σε μικροκατάγματα της κεφαλής του μηριαίου στα νεαρά ζώα και στην ύπαρξη εκφυλιστικής αρθροπάθειας στα μεγαλύτερα ζώα. Τα αναφερόμενα από τους ιδιοκτήτες συμπτώματα είναι:
μειωμένη κινητικότητα, δυσκολία ζώων που κάθονται να σηκωθούν, άρνηση να τρέξουν, να πηδήσουν εμπόδια ή να ανέβουν σκάλες, περιοδική ή μόνιμη χωλότητα στα πίσω άκρα (που συχνά επιδεινώνεται με την άσκηση), τροχασμός < λαγού> (δηλ. χρησιμοποίηση ταυτόχρονα και των δύο πίσω άκρων), βάδισμα με ταλάντευση του πίσω τμήματος του κορμού και περιορισμός του χρόνου στήριξης των πίσω άκρων κατά την στάση.
Η διάγνωση της νόσου στηρίζεται στα κλινικά συμπτώματα, αλλά κυρίως στην ακτινολογική εξέταση, με την οποία και επιβεβαιώνεται. Η θεραπεία της δυσπλασίας της άρθρωσης του ισχίου εξαρτάται από το μέγεθος, την ηλικία και την δραστηριότητα του ζώου, από τον βαθμό χαλαρότητας της άρθρωσης και την ύπαρξη ή όχι εκφυλιστικών αλλοιώσεων. Η δραστηριότητα του ζώου πρέπει να περιορίζεται ώστε να περιορίζεται η φλεγμονώδης αντίδραση μέσα στον αρθρικό θύλακα.
Η φυσιοθεραπεία (παθητικές κινήσεις της άρθρωσης) και το κολύμπι, βοηθούν σημαντικά, γιατί διατηρείται η κινητικότητα της άρθρωσης αλλά και των γύρω μυών, χωρίς η άρθρωση να δέχεται το βάρος του κορμού. Πού σημαντική είναι η διατήρηση του σωματικού βάρους του ζώου σε φυσιολογικά για την ηλικία και τη φυλη επίπεδα. Η μη χειρουργική θεραπεία, αφορά ζώα ελαφρά προσβεβλημένα ή αυτά στα οποία πρωτοεμφανίζονται επισόδεια χωλότητας. Συνήθως χορηγούνται αναλγητικά-αντιφλεγμονώδη, τα οποία μειώνουν τον πόνο.
Όσον αφορά τη χειρουργική θεραπεία, υπάρχουν επεμβάσεις που γίνονται απλά για να ανακουφίσουν τον πόνο και άλλες που έχουν σαν σκοπό να διορθώσουν, ως ένα βαθμό, τη δομή της άρθρωσης. Η επιλογή του τύπου της χειρουργικής επέμβασης γίνεται πάντα με γνώμονα το συγκεκριμένο ζώο και τον βαθμό προσβολής του (ηλικία, σωματικό βάρος, ύπαρξη εκφυλιστικής αρθροπάθειας). Οι επεμβάσεις αυτές απλώς αναφέρονται επιγραμματικά: εκτομή του κτενίτη μυός, εκτομή της κεφαλής και του αυχένα του μηριαίου, τριπλή πυελική οστεοτομία και ολική αντικατάσταση της άρθρωσης.
Κλείνοντας θα ήθελα να τονίσω αυτό που θα πρέπει να καταλάβει ο κάθε ιδιοκτήτης: η δυσπλασία της άρθρωσης του ισχύου είναι νόσος ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΗ!!! Είναι επιβεβλημένο τα ζώα που δεν είναι φυσιολογικά να ΑΠΟΚΛΕΙΟΝΤΑΙ από την αναπαραγωγή. Αυτή είναι η καλύτερη <θεραπεία> της δυσπλασίας.
Η δυσπλασία του ισχίου είναι μία πάθηση η οποία εμφανίζεται συχνά, σε σκύλους μεγαλοσώμων κυρίως φυλών. Όπως έχει αναληθεί στο παραπάνω άρθρο, αποτελεί ουσιαστικά μία ανωμαλία στην άρθρωση του ισχίου, στην οποία εμπλέκονται κυρίως κληρονομικοί και κατά δεύτερο λόγο περιβαλλοντικοί παράγοντες. Για την αιτιολογία, την συμπτωματολογία, τη διάγνωση και την αντιμετώπισή της έχει γίνει εκτενής αναφορά στο προηγούμενο άρθρο. Το άρθρο αυτό θα αναφερθεί λεπτομερέστερα στην διάγνωσή της, η οποία βασίζεται στην ακτινολογική εξέταση του <υπόπτου> ζώου.
Για την ακτινολογική διερεύνηση ζώων <υπόπτων> για δυσπλασία του ισχίου, σημαντικότατο ρόλο παίζει η ορθή στάση κατά τη στιγμή της λήψης της ακτινογραφίας. Κατά καιρούς έχουν προταθεί διάφορες τεχνικές ακτινογράφισης, αλλά από το 1961 έχει γίνει παγκοσμίως αποδεκτή η ονομαζόμενη κοιλιοραχιαία προβολή. Κατά την τεχνική αυτή το ζώο πρέπει να καθηλώνεται σε ύπτια θέση (ξαπλωμένο δηλ. ανάσκελα), με τα οπίσθια άκρα να σύρονται προς τα πίσω, έτσι ώστε να έρθουν σε πλήρη έκταση (οι αρθρώσεις δηλ. των ισχίων, των γονάτων και των ταρσών να είναι τελείως τεντωμένες προς τα πίσω). Επίσης πρέπει τα μηριαία οστά να είναι τελείως σε παράλληλη θέση μεταξύ τους, αλλά και ταυτόχρονα παράλληλα με την σπονδυλική στήλη, με την τράπεζα πάνω στην οποία τοποθετείται το ζώο και με το ακτινογραφικό φιλμ. Ακόμη πρέπει οι μηροί να στρέφονται ελαφρά προς τα μέσα (δηλ. ο ένας προς την κατεύθυνση του άλλου), έτσι ώστε οι επιγονατίδες να φέρονται σε κεντρική θέση. Η λεκάνη δεν πρέπει να στρέφεται προς οποιαδήποτε κατεύθυνση.
Για την τοποθέτηση και συγκράτηση του ζώου ακίνητου στην συγκεκριμένη θέση, χρειάζεται συνήθως η χορήγηση ηρεμιστικών ή ακόμη και γενικής αναισθησίας. Στην ακτινογραφία πρέπει να περιλαμβάνεται ολόκληρη η λεκάνη και τα μηριαία οστά μέχρι το ύψος των επιγονατίδων.
Η μη σωστή στάση του ζώου οδηγεί σε λήψη ακτινογραφιών οι οποίες είτε δεν μπορούν να αξιολογηθούν, ή αν αξιολογηθούν μπορεί να οδηγήσουν σε εσφαλμένα συμπεράσματα.
Υπάρχουν ορισμένα σημεία στις ακτινογραφίες τα οποία μπορούν εύκολα να ελεγχθούν, ακόμη και από τον ιδιοκτήτη του ζώου.
Αυτά φαίνονται στην εικόνα 1 και είναι:
α) η συμμετρία των θυροειδών τρημάτων (κίτρινα βέλη στην εικόνα 1),
β) η συμμετρία των πτερύγων των λαγονίων οστών (πράσινα βέλη),
γ) η παραλληλία των μηριαίων οστών με την σπονδυλική στήλη,
δ) η συμμετρία των τμημάτων των ισχιακών οστών, που επικαλύπτονται από τα μηριαία οστά (κόκκινα βέλη),
ε) το κυκλικό (και όχι ωοειδές) σχήμα της πυελικής κοιλότητος και η συμμετρία των τμημάτων της δεξιά και αριστερά από την σπονδυλική στήλη (μπλε βέλη).
Η αξιολόγηση της ακτινογραφίας η οποία δεν πληροί τις παραπάνω προϋποθέσεις, σε μεγάλο τουλάχιστον βαθμό, δεν μπορεί να οδηγήσει σε κατηγορηματική διάγνωση. Στις περιπτώσεις αυτές πρέπει να επαναλαμβάνεται η εξέταση.
Η σημασία της σωστής στάσης του ζώου κατά την ακτινογράφιση, μπορεί να καταδειχθεί εμφανέστατα στις επόμενες ακτινογραφίες, που αφορούν το ίδιο ζώο και έχουν ληφθεί την ίδια μέρα. Στην 1η ακτινογραφία (εικόνα 2) η τοποθέτηση του ζώου είναι σωστή (αν και όχι 100%). Ενώ στην 2η (εικόνα 3), λόγω στροφής της λεκάνης, η πύελος εμφανίζεται ωοειδής, τα τμήματά της δεξιά και αριστερά της σπονδυλικής στήλης αρκετά ασύμμετρα.
Το αριστερό θυροειδές τμήμα ευρύτερο από το αντίστοιχο δεξιό (εικόνα 4, πράσινα βέλη). Αποτέλεσμα είναι, η κεφαλή του αριστερού μηριαίου οστού να φαίνεται ότι δεν βρίσκεται ολόκληρη μέσα στην κοιλότητα της κοτύλης (εικόνα 4, κόκκινο βέλος) και ότι το ζώο εμφανίζει δυσπλασία.
Στην περίπτωση αυτή το ζώο, εφόσον αξιολογηθεί η ακτινογραφία της εικόνας 3, πρέπει να θεωρηθεί δυσπλαστικό ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι, όπως φαίνεται από την ακτινογραφία της εικόνας 2, η οποία ελήφθη με το ζώο τοποθετημένο σε σωστότερη θέση.
Τα παραπάνω φανερώνουν τη μέγιστη σημασία της σωστής στάσης προκειμένου να ελεγθεί η δυσπλασία του ισχίου. Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι υπάρχουν περιπτώσεις ζώων με σοβαρή δυσπλασία του ισχίου, στα οποία οι αλλοιώσεις είναι τόσο εμφανείς, που η στάση τους κατά την ακτινογράφιση δεν επηρεάζει σοβαρά την τελική διάγνωση. Επίσης πρέπει να γίνει σαφές ότι η ακτινολογική εικόνα δεν συμβαδίζει πάντα με την κλινική κατάσταση του ζώου και έτσι ζώα με ακτινολογικά ευρήματα δυσπλασίας εμφανίζονται κλινικά υγιή, χωρίς πόνους και δυσκολία μετακίνησης των οποσθίων άκρων.
Παρόλα αυτά όμως σε κάθε περίπτωση πρέπει να γίνεται προσπάθεια λήψης ακτινογραφίας με την ορθότερη κατά το δυνατόν θέση, ιδιαίτερα μάλιστα σε νεαρά ζώα, για τα οποία πολλές φορές κρίνεται από το αποτέλεσμα της εξέτασης αυτής το αναπαραγωγικό τους μέλλον.
Στο προηγούμενο άρθρο έγινε αναφορά στην ορθή στάση του ζώου κατά την διάρκεια της ακτινολογικής του εξέτασης για δυσπλασία του ισχίου. Στο άρθρο αυτό θα αναφερθούμε στα ακτινολόγικά ευρήματα τα οποία αξιολογούνται, έτσι ώστε να τεθεί ή όχι διάγνωση δυσπλασίας του ισχίου, καθώς και να εκτιμηθεί ο βαθμός της.
Πρώτα όμως πρέπει να γίνει κατανοητή η ανατομική κατασκευή της κοτύλης σε σχέση με την κεφαλή του μηριαίου οστού. Αυτή φαίνεται σχηματικά στην εικόνα 1.
Οι παράμετροι που εκτιμούνται για την δυσπλασία του ισχίου και τον καθορισμό του βαθμού της είναι: