Αυτή μόνο τη λέξη «τρεχτά» είχε το τηλεγράφημα από το Ξηροχώρι, σταλμένο από την παραλία των Ωρεών, οπού το έλαβα το πρωί της 11ης Δεκεμβρίου
Μου το έστειλε ο καλός φίλος, που τον είχα τότε ακόμη, Δημήτρης Μαχαίρας, του λαού άνθρωπος, βιοπαλαιστής από την τάξη εκείνη που είχα του λίγους καλούς μου φίλους, που ποτέ δεν με έκαναν να μετανιώσω, πράγμα που δεν μου συνέβη με όλους τους φίλους της τάξης μου.
Όπως και άλλες χρονιές, αυτή την εποχή περίμενα την ψυχολογική στιγμή που έπρεπε να ξεκινήσω για το κυνήγι της μπεκάτσας, από ένα του τηλεγράφημα. Και η ψυχολογική αυτή στιγμή, ήταν όταν θα σκέπαζε το χιόνι ως κάτω τις δυτικές πλαγιές των βουνών της βορείου Ευβοίας και τις αντικρινές ανατολικές της Στερεάς.
«Τρεχτά».
Δεν μπορούσε να είναι λακωνικότερος, αλλά ούτε και παραστατικότερος, μου έδινε να καταλάβω ότι αν ανέβαλλα, θα έχανα τις καλύτερες μέρες, μια που και η αυριανή θα χανόταν στο ταξίδι.
Αλλά δεν μπορούσα να πάω πιο τρεχτά απ' όσο θα έτρεχε η «Επτάνησος», που έφευγε στις επτά το βράδυ για το Βόλο με προσέγγιση σε πολλά λιμάνια και στους Ωρεούς. Εγώ δεν ήξερα δυστυχώς ότι δεν έτρεχε καθόλου.
Αμέσως άρχισαν οι πυρετώδεις ετοιμασίες, φυσέκια, κάθε είδους τρόφιμα και λοιπά, όσα πρέπει να φροντίζει και να επιμελείται κανείς για τέτοιες εκστρατείες, με τη βοήθεια όλων στο σπίτι μου, χωρίς κόπο, με χαρά, με ενθουσιασμό, αλλά και με μία νευρική υπερδιέγερση από τον φόβο μη δεν προφτάσω.
Και ο σκύλος μου ο Φορ, ο οποίος δεν χρειάστηκε και πολύ για να καταλάβει τι σήμαιναν αυτές οι προετοιμασίες, τρελός από ευτυχία, επέμενε να μου αποδεικνύει τη συμμετοχή του στο γενικό αίσθημα με τρόπο που δεν μου ήταν καθόλου βοηθητικός για την πολεμική προπαρασκευή. Γιατί ενώ έστεκε στα πισινά του πόδια, έριχνε τα μπροστινά επάνω στο στήθος μου και με ξεκούφαινε με χαρούμενα γαυγίσματα.
Στις επτά το βράδυ η «Επτάνησος» έβγαινε από τα Φαναράκια του Πειραιά. Αυτή η ακρίβεια στο δρομολόγιο του βαποριού, πράγμα τόσο εκπληκτικό, μου φάνηκε σαν ο καλύτερος οιωνός.
Είχε ξημερώσει όταν μπαίναμε στο νότιο λιμάνι της Χαλκίδας, έχοντας δεξιά την πολιούχο, την Αγία Παρασκευή και αριστερά το φρούριο Καράμπαμπα.
Ένα δυνατό χτυποκάρδι μου πίεζε εκείνη την ώρα το στήθος. Τάχα θα βρούμε βοηθητικά τα νερά να περάσουμε αμέσως, ή θα είναι ανάποδα; Γιατί αν ήταν ανάποδα, μόνο το απόγευμα θα περνούσαμε και τότε θα πήγαινε χαμένη και η αυριανή μέρα. Αυτό το πρόβλημα με βασάνιζε περισσότερο απ' όσο τον Αριστοτέλη, το άλυτο μυστήριο αυτού του πήγαινε κι έλα των ρευμάτων του Ευρίττου. Ευτυχώς η γέφυρα του πορθμού απάντησε αμέσως στο ερώτημα μου. Γιατί χωρίστηκε στη μέση, σαν να την έκοψε κανένα μαγικό πριόνι, άνοιξε διάπλατα τα δύο σκέλη της και η «Επτάνησος» πέρασε περήφανα.
Το βαπόρι ανεβαίνει τώρα κούτσα κούτσα τον Ευβοϊκό. Να το Καντήλι, το κατακόρυφο βουνό, κάθετο επάνω στα κρεμαστά νερά, να και η Λίμνη, λαμπερή, σαν να έκαναν λουτρό τα σπίτια της στην παραλία.
Αλλά τι ψυχρολουσία ήταν αυτή! Η «Επτάνησος» στρέφει άξαφνα αριστερά, βάζει πλώρη προς την Στερεά. Θα πλεύσουμε δύο φορές όλο το πλάτος του Ευβοϊκού διότι έχει να προσαράξει και στη Σκάλα Αταλάντης. Τι οργή Θεού! Τάχα θα χαλούσε ο κόσμος περνούσαν οι Αταλαντινοί χωρίς προσέγγιση.
Στους Ωρεούς φτάσαμε κατά το σουρούπωμα. Ο καλός μου Δημήτρης με πήρε από το βαπόρι, με τον Φορ και με όλα τα χρήσιμα είδη. Με πήγε στο φιλόξενο σπίτι του, όπου όλοι και όλες και τα μικρά μαζί, με δέχτηκαν με τη χαρά της απροσποίητης ειλικρίνειας τους. Ένα πελώριο κομμάτι κορμού ελιάς, όρθιο στο τζάκι, το έτρωγαν από κάτω οι φλόγες.
Ενώ δειπνούσαμε ο Δημήτρης μου έδινε την αναφορά.
Έχασες την πρώτη μέρα του χιονιού, την καλύτερη, μου είπε. Μα ας είναι και αύριο δεν θα κουραστείς. Καλέ θα κυνηγήσουμε και πολύ μάλιστα. Αλλά πολύ αναπαυτικά. Και για να σου πω να καταλάβεις τι ήταν η πρώτη μέρα, που τις σούρωσε όλες αυτές τις μακρομΰτες με'σα σ' αυτό το χειμαδιό, από παντού το χιόνι: Ξέρεις που ήταν μουλωγμένες όσες δεν πρόφτασαν να κατέβουν στα κατάγιαλα, στις βουρλιές;
Που, Δημήτρη μου;
Στις ρίζες των ελιών. Ακουμπισμένες στους κορμούς από το απάνεμο μέρος, όπου έμεναν δύο-τρία δάχτυλα γης αχιόνιστα. Μάθε ακόμα
και αυτό που δεν τα το πιστέψεις.
Εδώ στο μαγαζί από κάτω από το σπίτι μας που ανοίγει, όπως ξέρεις,
από τη νύχτα για να πίνουν τον καφέ τους οι βαρκάρηδες και οι άλλοι
θαλασσινοί, καθώς ήταν ανοιχτός ο φεγγίτης κι έλαμπε μέσα το φως, έπεσαν σαν σφαίρες δύο μπεκάτσες και κατασκοτώθηκαν απάνω στα βαρέλια. Λοιπόν κι αύριο, μου είπε, αφού το χιόνι είναι ακόμα ως τη θάλασσα, ας είναι ξαστεριά, δεν θα τσακιζόμαστε στις πλαγιές με τα παλιούρια και τα πουρνάρια και τις κουμαριές για να ξετινάζουν απάνω μας το χιόνι των κλαριών τους και που τώρα δεν θα βρίσκαμε εκεί ούτε μία μπεκάτσα, αλλά δεξιά και αριστερά του δρόμου για τον Άγιο Γιάννη, δεξιά στα βούρλα, οτ' αγκαθάκια, ως τα κατάγιαλα, αριστερά, γύρω από τις αμπόλες στους φράχτες από καλάμια, στα βάτα, σε κάθε τούφα. Ούτε ρεματιές, ούτε βουνίσιες πλαγιές. Αλλά αυτό που σου λέω, θα πετιόνται από τα πόδια μας, σαν σαστισμένες.
Σαν άνοστο μου φαίνεται έτσιπου το λες αυτό το κυνήγι της μπεκάτσας, του είπα, σαν μακελειό.
Φύλαξε την όρεξη σου και για τα δύσκολα. Αύριο με τη λιακάδα που
πήρε, θα έχουν μισολιώσει τα χιόνια.
Δεν θα έχουν καμιά όρεξη να φυλάνε τις βούρλες του γιαλού και τις άλλες
μέρες. Θα τις κυνηγήσουμε μέσα στις ρεματιές, πάντα λιγότερες και μεθαύριο θα ανέβουν τις πλαγιές, όλο και ψηλότερα, που θα ξεθεωνόμαστε τελικά να βγάλουμε καμιά που και που.
Πέσαμε από τις εννιά για ύπνο για να σηκωθούμε, εννοείται, νωρίς το πρωί.
Όταν ξυπνήσαμε βρήκαμε το τζάκι πάντα να καίει και τη λάμπα αναμμένη. Στην άλλη κάμαρα οι γυναίκες (οι αδελφές του, αυτός ήταν ανύπανδρος) είχαν μεγάλη φασαρία. Έβραζαν τραχανά και ετοίμαζαν τηγανίτες. Ετοιμαστήκαμε, κάναμε ζεστή παπάρα για τα σκυλιά και πήραμε το τσάι μας, δηλαδή ήθελα να πω, φάγαμε από ένα βαθύ ξέχειλο πιάτο αχνιστό τραχανά και από ένα πιάτο τηγανίτες, που τις ποτίσαμε με λίγη μαστίχα.
Αλλά να με πιστέψετε. Τέτοιο καφέ και τέτοιο τσάι χρειάζεται ο κυνηγός που ξεκινάει με τέτοια παγωνιά από το ξημέρωμα για να αγωνιστεί σε ολοήμερο κυνήγι.
Είχε φέξει καλά όταν είχαμε περπατήσει για ένα τέταρτο της ώρας. Ούτε συννεφάκι στον ουρανό, ούτε το πιο ελαφρύ φύσημα, τέλεια
Και σε λίγο ο ήλιος κούραζε τα μάτια πάνω στην έντονη λάμψη του χιονιού. Σταυρώναμε πολλές φορές το δρόμο και πότε σηκώναμε τις μπεκάτσες από τις βουρλιές του γιαλού, πότε από την άλλη πλευρά από τα τουφωτά βάτα, από τις βραγιές, από κάτω από τις γυμνές αγριοτριανταφυλλιές, όπου κάνουν αληθινό ρουμάνι σ' αυτό τον τόπο. Από εκεί, όταν σηκώνονταν με το χαρακτηριστικό πλατάγιασμα που κάνουν οι φτερούγες τους, με ξετρέλαιναν περισσότερο. Γιατί αυτές που σηκώνονταν από κάτω και δίπλα από τα βούρλα, άθελα αθόρυβα, σαν πιασμένες, μου έκαναν την εντύπωση σαν να σηκώνω κουκουβάγιες.
Αλλά τι ευτυχία ήταν αυτή, τι χαρά! Άλλοι μπορούσαν να είχαν και άλλοτε βρεθεί σ' ένα τέτοιο μπεκατσοπέρασμα. Αλλά εγώ πρώτη φορά έτυχα αυτό το συναπάντημα, και κατόπιν άλλη μία φορά, ανάμεσα στο Λασποχώρι και στο Νυχτερέμ στην έξοδο των Τεμπών και στην κοιλάδα των εκβολών του Πηνειού.
Ευτύχησα εκείνη την ημέρα μόνο
εκείνη - να κάνω ντουμπλέ σε μπεκάτσες! Να
σκοτώσω με τις δύο κάνες δύο μπεκάτσες, που σηκώθηκαν μαζί από την ίδια πατουλιά, με αντίθετη διεύθυνση.
Καθώς κυνηγούσαμε, σε κάθε βήμα, πλήθος τσίχλες και κοτσύφια μπροστά μας. Άλλα καθόντουσαν ακίνητα, με φουσκωμένο το πτίλωμα
που αυτό ζεσταίνει περισσότερο τα πουλιά και άλλα πάλι περπατούσαν σιγά-σιγά επάνω στο χιόνι, σαν μία προσπάθεια για να ξεμουδιάσουν, δίπλα στα βούρλα και τα αγκαθάκια που φυτρώνουν κοντά στην αμμουδιά του γιαλού. Μόλις αποτραβιόντουσαν όταν κοντεύαμε να τα πατήσουμε, θα μπορούσε να πει ότι το έκαναν περισσότερο από φιλοφροσύνη και ευλάβεια, παρά από φόβο. Εννοείται ότι ούτε τσίχλα, ούτε κοτσύφι κινδύνευσε καμιά τουφεκιά. Ποιος γύριζε να τα δει! Όλα είναι σχετικά σε αυτό τον κόσμο.
Γιατί φαντάζομαι τι χαρά θα είχα αν σε κανένα κυνήγι στα περίχωρα των Αθηνών μου τύχαινε ένας τέτοιος θησαυρός από τσιχλοκότσυφα.
Το κυνήγι μας αυτό γινόταν όλο μέσα στην περιοχή του θαυμαστού κτήματος του Μίμων, που ήταν απέραντο. Είχε περάσει το μεσημέρι, όταν φτάσαμε αντίκρυ στο χαριτωμένο γειτονικό νησάκι, που είναι επάνω μία εκκλησουλα η «Παναγίτσα η νησιώτισσα». Μας έσπαγαν τις πλάτες οι σάκοι σα γυλιοί στρατιωτικοί, που είμαστε φορτωμένοι. Εγώ τουλάχιστον είχα αποκάμει.
Τότε αριστερά στην πλαγιά, είδαμε τρείς τσοπάνικες καλύβες σαρακατσανέων, κωνοειδής, σαν σίμβλοι μελισσιών, οπού από πάνω έβγαινε κολώνα ψηλά γαλάζιος καπνός.
Μπήκαμε στη μεγαλύτερη του
αρχιτσέλιγκα. Εκεί μαζεύτηκαν και από τις άλλες όλες οι γυναίκες γιατί οι άνδρες είχαν βγάλει για βοσκή, όπου βρίσκανε λίγο μέρος ξέσκεπο από το χιόνι, όλα τα πρόβατα. Ήταν όλο χαρά.
-Αν το έριχνε ακόμα και σήμερα, μας είπαν οι γυναίκες, θα είχαμε μεγάλους χαμούς. Αλλά για δύο μέρες οικονομήθηκαν και βάσταξαν τα ζωντανά όπως-όπως.
Ξεφορτωθήκαμε τους σάκους και κάτσαμε στα ρούχα, στις φλοκάτες και στις κουβέρτες που μας έστρωσαν, χωρίς να μας νοιάζει αν είχαν κατοίκους, - όπου και δεν είχαν. Σε λίγο ο Δημήτρης γύριζε στη φωτιά σουβλάκια από κομμάτια χοιρινό που είχε μαζί του και οι γυναίκες μερικές μπεκάτσες που τους προσφέραμε. Πηχτός έγινε ο καπνός σαν να μας έπνιγε, αλλά τι γλυκό, τι μεθυστικό ήταν αυτό το πνίξιμο του καπνού που μοσχοβόλαγε από τη μυρωδιά του ψητού, καθώς έσταζε το πάχος πάνω στον άνθρακα. Κάτι βέβαια ήξεραν οι αρχαίοι πρόγονοι, όπου περιποιούνταν και κολάκευαν τους θεούς τους με την τσίκνα των ψητών και όχι με τη μυρωδιά του λιβανιού.
Στρωθήκαμε στο φαΐ, με πείνα που ούτε τη γνώριζαν, ούτε θα την γνωρίσουν ποτέ οι άνθρωποι των πόλεων. Και οι γυναίκες έφεραν ένα ασκάκι κρασί, ωραίο κόκκινο από τα γειτονικά Γιάλτρα. Δεν έχω καμία αμφιβολία, ότι ο Όμηρος είχε πει από αυτό το κρασί. Αλλιώς δεν θα εξυμνούσε και δεν θα τον ενθουσίαζε τόσο η «καλιστάφυλλος Ιστιαία».
Εκείνη τη στιγμή συλλογίστηκα ότι υπάρχουν άνθρωποι, η μεγάλη πλειοψηφία του κόσμου (στην ελάχιστη μειονότητα του οποίου ανήκω)
που θα προτιμούσαν από αυτό το στρώσιμο στο φαΐ, μέσα στην τσοπανικη καλύβα, ένα επίσημο πρόγευμα, με σμόκιν ανοιχτό και με αν-βαστά κολάρα. Τι αντιθέσεις, Θεέ μου, που υπάρχουν σε αυτόν τον κόσμο, ως προς την αντίληψη και · την εκλογή των απολαύσεων.
Αφού είχαμε χαρίσει καμιά δεκαριά μπεκάτσες, μοιράσαμε το βάρος εκείνων που μας έμεναν. Δίκαια διανομή ήταν αδύνατη, γιατί ήταν μονές.
Αλλά μας φαίνονταν τόσο ελαφριές! Το βάρος του κυνηγίου στον ώμο διαψεύδει όλους τους νόμους της βαρύτητας. Όσο περισσότερο κοψομεσιάζεται ο κυνηγός και κινδυνεύουν να βγουν οι πλάτες του, τόσο περισσότερο είναι αλαφροπάτητος, έχει μάλιστα την παραίσθηση, πως αόρατες φτερούγες βοηθούν τα πόδια του, γιατί αλλιώς δεν καταλαβαίνω πως θα νόμιζε ότι πετά.
Λίγες μπεκάτσες προσθέσαμε στην επιστροφή. Γιατί περισσότερο η επιστροφή ήταν πορεία, παρά κυνήγι. Βιαζόμαστε να γυρίσουμε στους Ωρεούς γιατί το βράδυ θα περνούσε το βαπόρι του Βόλου για τον Πειραιά. Μία μεγάλη καλάθα καλοραμμένη είχε παραλάβει όλες μας τις μπεκάτσες και παραδόθηκε στο καμαρότο να τις πάει στο σπίτι στην Αθήνα με γράμμα, που είχε οδηγίες διανομής σε συγγενείς και φίλους.
Και αυτές οι μοιρασιές του κυνηγίου είναι επίσης από τις μεγάλες απολαύσεις του κυνηγού, όπου μαζί με την φιλοφροσύνη που τις υπαγορεύει, είναι ανακατωμένη και μία μεγάλη δόση ματαιόδοξης φιλαυτίας του κυνηγού. Διότι αυτά τα δώρα πρέπει να το εκμυστηρευτώ, δεν είναι πολύ αλτρουιστικά. Είναι εγωιστικότατα, αφού τα υπαγορεύει η αδυναμία της επίδειξης. Ας συγχωρεθεί αυτή η αδυναμία στους κυνηγούς, αφού μάλιστα κάθε άλλο είναι παρά βλαπτική σε εκείνους προς τους οποίους δέχονται αυτά τα δώρα.
Οι άλλες πέντε μέρες που έμεινα στους Ωρεούς και κυνηγήσαμε ακόμα, ήταν όπως μου τις προανάγγειλε ο φίλος μου, κάθε μέρα και λιγότερες μπεκάτσες και πιο σε δύσκολα και σε πιο πυκνά και σε πιο ψηλά μέρη, σε ρουμάνια και σε θάμνους που σκεπάζουν τους χωματένιους λόφους. Τόσο που την τελευταία μέρα σκότωσα μόνο τρεις μπεκάτσες, πράγμα που μ' έκανε πάλι καταδεκτικό για τις τσίχλες και τα κοτσύφια.
Αποχαιρέτησα τον καλό μου φίλο και την οικογένεια του. Πήγα ακόμη και άλλες χρονιές. Πάντοτε με σχετικές επιτυχίες. Αλλά η αλησμόνητη ήταν αυτή που σας διηγήθηκα.
Ο καλός μου φίλος, ο απλοϊκός και αφελής, αναπαύεται τώρα από καιρό στο φτωχό νεκροταφείο του τόπου του, τόσο γειτονικό στα μέρη, όπου ήταν τόσο ευτυχισμένος όταν γύριζε με το τουφέκι του και με το σκύλο του τον Παρδαλό.
Και το όπλο μου αναπαύεται και αυτό μέσα στη θήκη του, όπου έγινε τώρα το φέρετρο του.
Όλα περνούν.
Τόμος Α ΤΟ ΚΥΝΗΓΙ
Εμμ. Σ Λυκούδη