Πήγαμε μαζί στο Διδασκαλείο, που βρισκότανε δίπλα στο λόχο των Πυροσβεστών, στον πρώτο δρόμο αριστερά καθώς κατεβαίνουμε την οδό Ηρώδη του Αττικού, το 1896. Εμένα με κράταγε από το χέρι ο μεγάλος μου αδελφός, φορούσα ποδιά και είχα στις τσέπες καραμέλες, μπήκα φοβισμένος στο γραφείο, φίλησα το χέρι του Διευθυντή, του μακάριου Παπαμάρκου, όταν με έγραψε στο μαθητολόγιο και κοίταζα με περιέργεια μεγάλη ένα άλλο συνομήλικο μου, που τον κρατούσε ο πατέρας του από το χέρι και του έλεγε με πείσμα.
Θα γραφτείς βρε στο σχολείο και θα μάθεις γράμματα γιατί το θέλω εγώ!!! Αν δεν μάθεις γράμματα, θα σε σφάξω!!!
Ο συνομήλικος μου χτύπαγε τα πόδια του, πέταγε τις καραμέλες που του είχε πάρει ο πατέρας του και φώναζε.
Δεν θέλω να πάω σχολείο, δεν θέλω σου λέω να μάθω γράμματα, θα πάω να στήσω τις ξόβεργες.
Μεσολάβησε ο Διευθυντής, ο αδερφός μου και ένας δάσκαλος που έκανε χρέη γραμματέα στο γραφείο και έτσι ο συνομήλικος μου πείσθηκε να πάμε μαζί στην τάξη. Πιτσιρίκοι και οι δύο καθίσαμε στο ίδιο θρανίο, στη Πρώτη τη Μικρή. Μου είπε, πως τον έλεγαν Μανώλη. Αν και δεν βλεπόμαστε τόσο συχνά, γιατί ερχότανε στο σχολείο ερασιτεχνικά, γίναμε φίλοι.
Ο πατέρας του είχε ένα καλό ανθόκηπο και λαχανόκηπο στους Αμπελόκηπους, που είχανε τότε πολύ διαφορετική όψη με τη σημερινή. Όταν βλεπόμαστε με τον Μανώλη, μου έλεγε, πως στήνει τις ξόβεργες στα δέντρα του περιβολιού του, πόσα πουλάκια πιάνει και ένα σωρό άλλα πράγματα για το μικρό φτερωτό κόσμο, στολίζοντας τα με την παιδική του φαντασία. Εγώ τα παραλάμβανα, τα στόλιζα όσο μπορούσα και τα κατάθετα στην ψυχή μου.
Προβιβαστήκαμε στην Πρώτη τη Μεγάλη μαζί και στη Δεύτερη πάλι μαζί. Ο Μανώλης τώρα προβιβάστηκε και στα μέσα του πιασίματος των πουλιών, μεγάλωσε ο κύκλος των εργασιών. Έμαθε να χρησιμοποιεί και τους καπατζέδες (κλουβιά με ελατήρια)!
Στη Δεύτερη τάξη ερχότανε στο σχολείο συχνότερα και στα γράμματα ούτε έκλαιγε, ούτε γέλαγε ωστόσο προβιβαστήκαμε πάλι μαζί την Τρίτη. Εδώ πιά ο Μανώλης έδειξε όλη του τη φυσική ροπή, είχε ικανότητα πρωτοφανή στο απλό κυνήγι.
Μαθαίνουμε από άλλα παιδιά τα κατορθώματα του, αλλά δεν τον βλέπαμε πουθενά.
Άρχισε να γίνεται με μιας, πρόσωπο θρυλικό. Ανάμεσα στο μικρό μας μυαλό, έτρεχε παροδικά η σκέψη.
Τι να γίνεται ο Μανώλης, πέθανε; Δεν θα ξανάρθει στο σχολείο;
Και ήταν τόσο όμορφες οι ιστορίες του, για τις ξόβεργες, για τους καπατζέδες, για τα πουλιά με τα ωραία χρώματα...!!
Όταν άρχισαν οι βροχές και το κρύο, ο Μανώλης θυμήθηκε το σχολείο, μία μέρα ο δάσκαλος τον έβγαλε στο μάθημα και όλα τα παιδιά γελούσαμε, όχι από τις ανοησίες, που έλεγε, αλλά γιατί δεν έλεγε τίποτα, καθότανε άφωνος μπροστά στο δάσκαλο και εκείνος αναγκάστηκε να του πει.
Μανώλη κάθισε στη θέση σου, είσαι πολύ σκάρτος.
Από τότε όλα τα παιδιά τον φωνάζαμε «Μανώλης ο Σκάρτος».
Λίγες όμως φορές άκουσε το παρατσούκλι του αυτό, γιατί μόλις ο καιρός καλοσύνεψε, τον χάσαμε από το σχολείο. Ύστερα από τρεις μήνες τον είχανε πιάσει με την παρέα του οι αστυφύλακες στον Ιλισό, που έστηνε τα δίχτυα. Τρέξαμε για να τον δούμε, αλλά μερικά χαστούκια των αστυφυλάκων μας σκόρπισαν.
Γράφτηκε στο πάνθεο των ηρώων, αλλά ο χρόνος, που όλα τα σβήνει, τον έσβησε κι αυτόν από τον απλό πίνακα των γνωριμιών μας.
Από το Σάββατο το απόγευμα, προ των Χριστουγέννων, έχουμε κινήσει αρματωμένοι, με όλη τη σημασία της λέξεως, εγώ, ένας υπάλληλος της τράπεζας και ένας μαραγκός για ένα χωριό της Ανατολικής Μακεδονίας. Ο λογιστής της τράπεζας να μας υπόσχεται λαγούς όχι με πετραχήλια αγριογούρουνα μάνες με μικρά κλπ, πέρδικες, μπεκάτσες, από τα συνηθισμένα των κυνηγών. Ο μαραγκός το είχε σίγουρο, ότι εκτός από το μικρό κυνήγι, θα παίρναμε από ένα γουρούνι ο καθένας!!
Εγώ, παρακαλούσα από μέσα μου, να μην παρουσιαστούν καθόλου γουρούνια στο κυνήγι - εκτός από ημέρα - αν και η φιλοτιμία με είχε εξαναγκάσει να ετοιμάσω φυσίγγια με σφαιρίδια. Σκεπτόμουνα όμως πάλι ότι αν παρουσιαστούν, θα έχει δένδρα εκεί κοντά, αναρριχητική επιτηδειότητα έχω, ντροπή δεν είναι καθόλου ν' ανέβω σε κανένα δέντρο κι από κει να τους ρίξω, αν περάσουν και αν τα δω. Αν δεν τα δω, να πάνε στο καλό.
Μήπως και κάτω από το δέντρο σαν είμαι δεν τα σκοτώνω δολοφονικά, αφού αυτά δεν έχουν τουφέκια.
Το αυτοκίνητο μας κατέβασε τρεις ώρες μακριά από το χωριό, που θα διανυκτερεύαμε. Πήραμε το δρόμο, παραπλανηθήκαμε, πήγαμε σ' άλλο χωριό, τέλος με κάποιο οδηγό χωρικό φτάσαμε ελεεινοί, τρισάθλιοι και τσακισμένοι από την κούραση στο χωριό που θα μέναμε.
Ένας χωρικός, φίλος του τραπεζικού, μας δέχτηκε καλοσυνάτα, αυτός, η γυναίκα του και δύο του κόρες δεν ήξεραν πως θα μας περιποιηθούν. Η περιποίηση τους μας σκλάβωσε.
Δίπλα στο τζάκι, στρωματσάδα, πήραμε θέση για να κοιμηθούμε ως τις 12 τα μεσάνυχτα, γιατί, το πολύ στη μία έπρεπε να 'μαστε στο καρτέρι. Τι είναι αυτοί οι κυνηγοί!! Ξέρουν με το λεπτό, πότε βρίσκονται τα γουρούνια μέσα στα αραποσίτια, πότε γευματίζουν, πότε πάνε να πιουν νερό και πότε παίζουν υπό το φως της σελήνης!
Οι άλλοι αμέσως κοιμήθηκαν, ροχαλίζοντας απελπιστικά. Εγώ κοίταζα τα αναμμένα ξύλα στο τζάκι και είχα μετανιώσει πολύ πικρά για την εκστρατεία αυτή, που έλαβα μέρος. Όλες οι διηγήσεις για τα αγριογούρουνα, που έχουν επιτεθεί σε κυνηγούς, όλες περνούσαν από το μυαλό μου κινηματογραφικά.
Αν μου ριχτεί κανένας από αυτούς τους διαβόλους και μου πετάξει τα άντερα, όπως σ' εκείνο τον καλόγερο σ' ένα χωριό; Αν μ' αφήσουν μ' ένα χέρι, όπως τον Κώστα το τενεκετζή; Αν μου ρίχτουν δυο, όπως ρίχτηκαν στο δασοφύλακα τον Αργύρη και τον κομμάτιασαν.
Θεέ μου, τι αγωνία! Στέγνωσε το λαρύγγι μου από την τρεχάλα... Να βάζω όλα τα δυνατά μου να τρέξω και να βρίσκομαι στο ίδιο μέρος. Νάτο! Ολόκληρο κοπάδι από αγριογούρουνα ερχόταν καταπάνω μου, το 'ένα είναι και χτυπημένο πω πω !! Αυτό θα με κατασπαράξει... Με πλησίασε... Νοιώθω να με χτυπάει στο αριστερό πλευρό...
Πραγματικά. Ο Νικόλας, ο μαραγκός, με σκούνταγε γιατί ήτανε ώρα να φύγουμε...
Στο δρόμο πήγαινα σκεπτικός, παρηγορήθηκα σαν έμαθα, ότι εκεί που θα κυνηγήσουμε έχει δέντρα πολλά και χαμηλά. Ρώταγα όμως με τρόπο, πως κυνηγούν τα γουρούνια και γενικά προσπαθούσα να μάθω, ως που φτάνει η αγριότητα τους, αν και ήξερα πολλά.
Σε μία στιγμή της συζητήσεως, όταν οι άλλοι θέλανε να παραστήσουν, ότι το κυνήγι των γουρουνιών είναι μαγευτικό, ξέσπασα όλη την σκέψη μου, λέγοντας με προσποιητή αδιαφορία.
Αφήστε το να πάει στο διάολο, είναι κυνήγι επικίνδυνο...
Ο χωρικός, που μας φιλοξενούσε προχωρούσε λίγο μπροστά, στα λόγια μου στάθηκε σαν προσβεβλημένος πολύ και με ύφος αυστηρό, που το έκρινα από τον τόνο της φωνής του, γιατί ήταν θεοσκότεινα και δεν το έβλεπα, μου είπε.
Μόνο με το Μανώλη το Σκάρτονα μην φοβάσαι το κυνήγι των αγριογούρουνων...!!!
-Κι από πού είσαι κυρ Μανώλη;
Και...και...και...οι ερωτήσεις βροχή·
Ήτανε ο Μανώλης, που είχαμε καθίσει μαζί παιδάκια έξι ετών με τις ποδίτσες στο ίδιο θρανίο. Από τις ξόβεργες και τους καπατζέδες, στο κτήμα του πατέρα του, από τα δίχτυα στον Ιλισσό, από τα λάστιχα, που χτύπαγε τους σπουργίτες στο Ζάππειο,
από το μικρό φλομπέρ, που αναγκάστηκε ο πατέρας του να του πάρει για να κάθεται και να εργάζεται στο κτήμα, από το μονόκαννο το δεκαεξάρι, είχε εξελιχτεί σε κυνηγό ανεγνωρισμένο, με δίκαννο αξίας.
Η κατάληψη των νέων χωρών στο 1912 τον βρήκε χωροφύλακα. Πήγε στο χωριό, που είχε εγκατασταθεί. Κυνήγι άφθονο. Τελείωσε τη θητεία του, παντρεύτηκε και έμεινε. Έμεινε μόνιμα, για το κυνήγι!!
Χτυπήσαμε μια μάνα και δύο μικρά, λαγούς πέρδικες και μπεκάτσες, αρκετά. Σ' όλο το κυνήγι δεν αποχωριστήκαμε με το Μανώλη. Ο ένας έβλεπε τον άλλον με τις ποδιές και με το παιδικό πρόσωπο. Και οι δύο βλέπαμε τους δασκάλους μας τους πρώτους, τους παλιούς συμμαθητές και... και...
Ο Μανώλης δεν μ' άφησε να φύγω με τη παρέα μου, με κανένα τρόπο. Ήμουν αιχμάλωτος του ως την άλλη μέρα των Χριστουγέννων, το απόγευμα, οπού όλη η οικογένεια με αποχαιρέτησε με συγκίνηση.
Και οι δυο παλιοί συμμαθητές χαιρετήθηκαν με μάτια βουρκωμένα και στον ασφαλτοστρωμένο δημόσιο δρόμο, κυλούσε το αυτοκίνητο, σαν το χρόνο που γοργοκυλά.
Τόμος Α ΤΟ ΚΥΝΗΓΙ
Εμμ. Σ Λυκούδη