Ένα διήγημα του Θανάση Παλιούρα*
Εκείνα τα Χριστούγεννα του 1958, μέσα από την ασυνήθιστη συμπεριφορά του παππού μου, διδάχτηκα το ακριβό νόημα της αυτογνωσίας, αλλά και τα βαθειά μυστικά της ανθρώπινης ύπαρξης.
Νιόβγαλτος φοιτητής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, με τον αέρα της πρωτεύουσας, κατέβηκα στο Αγρίνιο για τις διακοπές. Από τους πρώτους που έτρεξα να χαιρετίσω ήταν ο παππούς.
-Καλώς τον καθηγητή, είπε με τη ζεστή φωνή του, καθώς χανόμουνα στην αγκαλιά του.
-Είναι νωρίς ακόμα, είπα σιγανά καθώς έκατσα στο σκαμνί απέναντί του με αναμμένο το τζάκι.
Με ρωτούσε για την Αθήνα, είχε πάει κάποτε με το τραίνο, για τις σπουδές στο Πανεπιστήμιο, είναι φοιτητές απ’ όλη την Ελλάδα και γνωρίζεστε μεταξύ σας; Για το σπίτι που έμεινα στους Αμπελόκηπους, με ποιους άλλους Αγρινιώτες μοιραζόμουνα την ίδια στέγη, αν έβλεπα τους συγγενείς μας και τόσα άλλα καθώς με το κοφτερό του βλέμμα με περιεργαζόντανε.
-Πάχυνες λιγάκι…
-Το κλίμα της Αθήνας, είπα γελώντας.
-Δεν πειράζει είσαι ψηλός, δεν είναι ωραίο να είσαι στέκα. Να σε βλέπουν οι κοπέλες και να σε ονειρεύονται στον ύπνο τους.
Σε κάποια παύση, καθώς σίμπαγε με τη μασιά τα αναμμένα ξύλα, μου είπε χαμηλόφωνα και σε ύφος ελαφρά συνωμοτικό.
-Σούλα μου, θέλω να μου κάνεις μία χάρη.
Έσκυψα συγκατανεύοντας και περίμενα ν’ ακούσω.
-Θα πας αύριο στο φίλο μου τον Άγγελο, ξέρεις, που έχει το μαγαζάκι του απέναντι από την Παναγία. Εκεί που μου παίρνεις τα τσιγαρόχαρτα για τα στριφτά τσιγάρα. Ο Άγγελος πουλάει και κυνηγετικά πράγματα. Να του πεις πως ο παππούς μου ο μπαρμπα –Ζάχος σε παρακαλεί να του ετοιμάσεις δύο φσέκια με σκάγια. Τα σκάγια να μην είναι ούτε πολύ ψιλά ούτε πολύ χοντρά, μεσαία, κατάλαβες;
Ρώτησα απορημένος αν με τη λέξη "φσέκια" εννοεί τα φυσίγγια και όταν πήρα καταφατική απάντηση με κούνημα της κεφαλής του ξαναρώτησα έκπληκτος πλέον τί τα ήθελε
-Θα σου πω όταν μου τα φέρεις, αύριο.
Την άλλη μέρα η παραγγελία εκτελέστηκε αν και στο γέρο Άγγελο, τον μαγαζάτορα και αρχαίο φίλο του παππού μου, δεν ήταν δυνατό να του εξηγήσω τι τα ήθελε τα "φσέκια" ο μπάρμπα –Ζάχος και ήταν ακόμα πιο δύσκολο να σκεφτώ κάτι γύρω από το σκοπό της αγοράς καθώς επίμονα με ρωτούσε και μη παίρνοντας ικανοποιητική απάντηση έμεινα με την εντύπωση ότι υποπτευόταν πως κάτι σκάρωνα και δεν ήθελα να το αποκαλύψω.
-Τέλος πάντων, χαιρέτησέ μου τον μπάρμπα – Ζάχο, είπε. Ήταν ο καλύτερος του χωριού όταν ήταν νεότερος, ποιος δεν τον θυμάται. Έφτασε τα εκατό;
Τον διαβεβαίωσα φεύγοντας πως κόντευε τα εκατό και πως είναι πολύ καλά και πως τα έχει τετρακόσια.
Ο παππούς με περίμενε κάτω στο πηγάδι. Είχε ακουμπήσει στο πεζούλι της αποθήκης και λιάζονταν. Άνοιξα τη χάρτινη σακούλα και του έδειξα τα δύο φυσίγγια. Ευχαριστημένος σηκώθηκε και ακούμπησε το δεξί του χέρι στον ώμο μου.
-Άκουσε, μου είπε. Θα μπεις στο κατώι και θα ξεκρεμάσεις το δίκανο που είναι στον τοίχο. Βάλε την ξύλινη σκάλα για να το φτάσεις, και φέρτο εδώ.
Από μικρά παιδιά όλοι είχαμε προσέξει πως στο μεγάλο πετρόχτιστο σπίτι του παππού, ψηλά, πολύ ψηλά να μη το φτάνει κανένας ήταν κρεμασμένο, χρόνια τώρα, το δίκανο που κυνηγούσε όταν ήταν νέος. Όλοι το ξέραμε και όλοι το βλέπαμε ιδιαίτερα τα καλοκαίρια όταν αρμαθιάζαμε τον καπνό που κουβαλούσαν όλη τη νύχτα οι θειάδες μου, η Κασσάντρα και η Βενετσιάνα με όλα τα παιδιά και το υπόλοιπο προσωπικό και γέμιζαν στίβες ως εκεί επάνω το μεγάλο κατώι. Ρίχναμε συχνά ματιές ως τον τοίχο ψηλά και βλέπαμε το δίκαννο. Καμιά φορά κάναμε και τις πλάκες μας με τ’ άλλα ξαδέλφια. Παίρναμε την ξύλινη σκάλα και την ακουμπούσαμε στον τοίχο για να ανέβουμε δήθεν και να κατεβάσουμε το δίκαννο. Ξέραμε από πριν τις αντιδράσεις των μεγάλων και το διασκεδάζαμε. Οι κινήσεις της μιας θειάς ή της άλλης ήταν αστραπιαίες.
-Για σταθείτε παλιόπαιδα, σηκώνονταν και ρίχνονταν προς εμάς, έτοιμες να μας κατεβάσουν καμιά καρπαζιά αν μας έφταναν ή να μας πετάξουν καμιά παντόφλα, έτσι για εκφοβισμό. Εμείς γινόμασταν καπνός. Ξυπόλυτοι όπως ήμασταν τρέχαμε από την πόρτα προς το δρόμο ή πηδούσαμε από το ανοιχτό παράθυρο προς την αυλή. Το δίκαννο έμεινε πάντα εκεί, απαρασάλευτο ενθύμιο των αλλοτινών καιρών, ιερό φυλαχτό και κόνισμα μαζί, αντιπροσωπευτικό απομεινάρι και κειμήλιο που σε παρέπεμπε καθημερινά στο ίδιο σεβάσμιο πρόσωπο, του παππού.
-Παππού, αντέδρασα μα το δίκαννο τόσα χρόνια εκεί πάνω θα είναι σκουριασμένο, άχρηστο πλέον.
-Σε παρακαλώ, Σούλα μου, βάλε τη σκάλα, ξεκρέμασέ το εσύ, κατέβασέ το και πάρε τίποτα κουρέλια να το καθαρίσεις από τις πολλές σκόνες και τη βρωμιά.
Ήταν αφοπλιστικός, δεν σήκωνε δεύτερη κουβέντα. Υπάκουσα όπως υπακούει ένας υποτακτικός στο γέροντά του, αδιαμαρτύρητα. Κατέβασα το όπλο και με κουρέλια που εφοδιάστηκα και σαπούνι το έπλυνα, το καθάρισα, το σκούπισα με μια αίσθηση ιεροτελεστίας και με το δέος του νεοσύλλεκτου που πιάνει πρώτη φορά όπλο στα χέρια του. Ο παππούς μου με κατηύθυνε. Πήρα ένα χοντρό σπάγγο, έδεσα στην άκρη καθαρό πανί και το πέρασα μέσα από τις δύο κάνες πολλές φορές, μέχρι να γυαλίσουν.
Ύστερα από τη διαδικασία της καθαριότητας και της "αναστήλωσης" του κυνηγετικού όπλου, μια διαδικασία που άγγιζε τα όρια θρησκευτικού μυστηρίου, έδειξα το δίκαννο που έλαμπε στον παππού. Αυτός έλαμπε περισσότερο από τον παλιό του σύντροφο. Σκέφτηκα πόση παρέα θα έκαναν χρόνια πολλά, δεκαετίες ολόκληρες, ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Ξενύχτια στα βουνά της Ευρυτανίας, πρωινά γύρω από τη λίμνη πότε τη Λυσιμαχεία και πότε την Τριχωνίδα, βράδυα στις όχθες του μεγάλου ποταμού Αχελώου, όπου τα περάσματα των πουλιών, χειμώνες στους γύρω λόφους της πόλης μας για ορτύκια. Και κάποια ξεχωριστά νυχτερινά καλοκαίρια οι στημένες ενέδρες για λαγούς. Πέρασαν αστραπή από το μυαλό μου όλες οι σκηνές και μελαγχόλησα. Αγαπούσα τόσο τα πουλιά που μου ήταν αδιανόητο να τα αντικρύσω σκοτωμένα. Μου άρεσε πάντα το καλοκαίρι να αφήνω όλη τη νύχτα το παράθυρο του δωματίου μου ανοιχτό επειδή νωρίς το πρωί με ξυπνούσαν τα κελαηδίσματα των πουλιών πάνω στα δέντρα, πάνω από το σπίτι μας. Τι ευφροσύνη και ψυχική αγαλλίαση ήταν εκείνη όταν κάποια πρωινά απολάμβανα τη μαγεία της μουσικής των αηδονιών. Μόλις πρόσφατα με είχε αιχμαλωτίσει ένας στίχος του Γιώργου Σεφέρη καθώς ζούσαμε τα ίδια αισθήματα αυτός στην Κύπρο κι εγώ στο Αγρίνιο:
"Τ’ αηδόνια δεν μ’ αφήνουνε να κοιμηθώ στις Πλάτρες"
Είχα κιόλας σχεδιάσει με πρώτη ευκαιρία να επισκεφτώ για πρώτη φορά το νησί της Αφροδίτης και η πρώτη μου εξόρμηση θα ήταν να ανεβώ σ’ αυτό το καταπράσινο και βαθύσκιωτο χωριό τις Πλάτρες και να περάσω όλη τη νύχτα ακούγοντας τ’ αηδόνια. Μάλιστα τόλμησα και χάραξα στο χαρτί μια δική μου παραλλαγή πάνω στο ίδιο θέμα, που την διάβαζα πολύ αργότερα και χαμογελούσα για τους εφηβικούς μου ενθουσιασμούς:
"Παίξε με την κιθάρα της ψυχής σου
των αηδονιών τη μουσική"
-Πάμε απέναντι, είπε ο παππούς.
Απέναντι ήταν το πατρικό μου σπίτι. Πήγαμε πίσω στον κήπο με τις ελιές. Με παρακάλεσε να κατεβώ στο κατώι και να βρώ ένα καπάκι από ντενεκέ, από αυτούς που βάζαμε μέσα τις ελιές, ένα άχρηστο καπάκι που θα είχε όμως και πιαστηράκι. Βρήκα πράγματι ένα παλιό καπάκι και όταν τόδειξα στον παππού μου έδωσε εντολή να το κρεμάσω με ένα συρματάκι στο κλωνάρι της κοντινής ελιάς.Παραμέρισα και παρακολουθούσα άφωνος τη σκηνή.
Ο Παππούς πήρε το δίκαννο και με δυο κινήσεις παλαιού έμπειρου χειριστή έβαλε μέσα και τα δύο φυσίγγια. Ύστερα αργά αλλά σταθερά πλησίασε την ελιά από την οποία κρέμονταν το καπάκι. Στάθηκε σε μια απόσταση δέκα μέχρι δεκαπέντε μέτρων. Σήκωσε το δίκαννο και το ακούμπησε στον ώμο. Το κρατούσε ίσο ολόισο σημαδεύοντας το στόχο. Μου φάνηκε προς στιγμήν πελώριος, γίγαντας έτσι όπως τέντωσε το σώμα του, άνοιξε τα πόδια του και στηλώθηκε γερά στη γη, καθώς έγινε ένα με το όπλο του. Πρόσεξα πως έτρεμαν ελαφρά τα γόνατά του στην υπερένταση που υπέβαλλε τον εαυτό του. Μεσολάβησαν μερικά δευτερόλεπτα λες και είχε σταματήσει ο χρόνος. Κι ύστερα, ξαφνικά, ταράχτηκε όλη η γειτονιά. Μπαμ, μπαμ… Μες στον καπνό ο παππούς κατέβασε το όπλο και με διέταξε.
-Πήγαινε να ιδείς.
Έτρεξα προς το στόχο. Το καπάκι ήταν χιλιοτρυπημένο. Γύρισα προς το μέρος του και φώναξα γεμάτος έκπληξη και χαρά στον άνθρωπο των εκατό σχεδόν χρόνων που ήταν μπροστά μου και μου φαινόταν μικρός θεός, ήρωας του ’21, μυθικό πρόσωπο.
-Παππού πέτυχες ακριβώς το στόχο. Τον έκανες κόσκινο.
Στήθηκε ευχαριστημένος μπροστά μου. Τα μάτια του γυάλιζαν από χαρά. Είδα στο πρόσωπό του το φως του θριάμβου. Και τότε διαπίστωσα το μεγαλείο του ανθρώπου. Είπε με τη σιγουριά του ανθρώπου που μόλις δοκίμασε τις αντοχές του:
-Και βλέπω και με κρατάνε τα πόδια μου.
(*Από τη συλλογή βιωματικών διηγημάτων του Θανάση Παλιούρα, που πρόκειται να κυκλοφορήσει)