Ανάφη Αύγουστος 1875
Είχα πει τότε στον κ. Ρωσσέτο, ότι θα ήταν κρίμα να μην πεταχτούμε στην Ανάφη, μιας και ήμασταν τόσο κοντά και φυσικά θα ήταν μεγάλη χαρά για τους κατοίκους αυτού του απόμερου νησιού, όπου ζούσαν, όπως έλεγε και μια παροιμία, μακριά κι από το θεό, να δούνε κόσμο και πως υπάρχει το κράτος και θυμήθηκε το νησί τους. Όλοι δέχτηκαν την πρόταση μου και έτσι την άλλη μέρα, αράξαμε στο λιμάνι της Ανάφης.
Να επισημάνω ότι οι μεγάλοι στην ηλικία Αναφιώτες, που δεν είχαν φύγει ποτέ από το νησί, δεν είχαν δει ποτέ βαπόρι από κοντά. Όσο για τους νεότερους του νησιού, αυτοί είχαν δει μόνο τον καπνό από το βαπόρι στο πέλαγος, όταν αυτό διέσχιζε τη Μεσόγειο. Γι' αυτόν τον λόγο, τις δύο μέρες που μείναμε, έρχονταν και περιεργάζονταν το πλοίο, όχι με θαυμασμό, αλλά με την κατάπληξη ενός ανθρώπου για κάτι το υπερφυσικό.
Μόλις ξημέρωσε, κατεβήκαμε στο νησί, όπου μας υποδέχτηκε ο γραμματέας του δημάρχου, καθώς αυτός έλειπε, με έναν χωροφύλακα. Αφού προσκυνήσαμε στο ναό, επισκεφτήκαμε το Δημαρχείο και το σχολείο και αγωνιζόμασταν να αποφύγουμε την πολιορκία των φιλόξενων κατοίκων της Ανάφης. Αποφασίσαμε, λοιπόν, να επιστρέψουμε στο πλοίο, όταν είδαμε τον κυβερνήτη με τον καμαρότο, φορτωμένο με φυσέκια, σάκους και νερό παρέα με τους δυο σκύλους του. Είχε μάλιστα την καλοσύνη να με θυμηθεί, φέρνοντας μου και το δικό μου όπλο. Όταν τα είδε αυτά ο Ρωσσέτος, όχι μόνο δεν ήθελε να επιστρέψουμε στο πλοίο, αλλά με ευγένεια μας είπε: -Τι καλά που εσείς οι κυνηγοί έχετε μια απασχόληση, γιατί για να σας πω την αλήθεια, ήμουν λίγο κουρασμένος και ήθελα να ξεκουραστώ και να φύγουμε αύριο το βράδυ.
Δε θα το πιστέψετε, φίλοι μου, αλλά οι νησιώτες μόλις μας είδαν, κοντά στα σπίτια τους, με τα μποστάνια, τα αμπελάκια, τις φυτείες από φασόλια, μας έκαναν υποδοχή λυτρωτών από τις πέρδικες. Αφού να φανταστείτε, ο μοναδικός κυνηγός του νησιού, ο δήμαρχος, τις χτυπούσε στο φτερό. Παντού σηκώναμε πέρδικες, γιατί στα χωράφια που ήταν θερισμένο το σμιγάδι, μάζευαν ότι είχε απομείνει από φασολάκια. Σηκώσαμε ένα κοπάδι, που μόνο που δεν το πατήσαμε, από ένα μικρό αμπελάκι με αμπελοφάσουλα, που στη μέση είχε έναν αχυράνθρωπο με ψάθινο καπέλο, που μου κίνησε την απορία και έτσι ρώτησα έναν αγρότη:
Γιατί πατριώτη, έχεις αυτόν τον αχυράνθρωπο; Και μου απάντησε για περδικοσκιάχτη.
Φάνηκε να γελάει με την ερώτηση μου, γι' αυτό δεν άντεξα και του είπα:
Δε βλέπεις άνθρωπε μου, πως οι πέρδικες δε φοβούνται ούτε εμάς, που είμαστε αληθινοί άνθρωποι.
Το θέμα ξεχάστηκε και όλη η μέρα, πέρασε με ένα ατελείωτο περδικοκυνήγι, όπου τις σηκώναμε πάντα από καλλιεργημένα μέρη, γιατί αυτή την εποχή ζούσαν εις βάρος της ανθρώπινης εργασίας και έτσι δε χρειάστηκε να τις κυνηγάμε σε σχοίνους, θυμάρια, βράχους και πλαγιές.
Δεν είναι βέβαια απαραίτητο να αναφέρω, πόσες πιάσαμε, αρκεί να πω ότι κάτι παρόμοιο θα ήταν, ένα κυνήγι ορτυκιών σε παστρικά και ομαλά μέρη με ένα καλό πέρασμα.
Ένας μύθος λέει, πως κάποτε άφησαν από την Αστυπάλαια, δύο πέρδικες των οποίων οι απόγονοι, έκαναν μεγάλη ζημιά και με τη σειρά τους οι Αναφιώτες, άφησαν ένα ζευγάρι λαγών με τα ίδια καταστροφικά αποτελέσματα. Και τα δυο νησιά, χρειάστηκε να καταφύγουν στο μαντείο των Δελφών για να μάθουν τον τρόπο να σωθούν από την καταστροφή και η Πυθία τους απάντησε, να προμηθευτούν σκυλιά και να κυνηγήσουν.
Αυτό το κυνήγι στην Ανάφη, έγινε προ σαράντα έξι ετών. Σήμερα στην Ανάφη, υπάρχει τηλέφωνο και επικοινωνία με τη Σαντορίνη, ατμοπλοϊκή κάθε εβδομάδα και κυρίως υπάρχουν πολλοί κυνηγοί και λίγες πέρδικες. Εννοείτε πως απ' αυτές που έχουν απομείνει, καμιά δεν πλησιάζει σε καλλιεργημένες περιοχές, καθώς οι κυνηγοί τους δίδαξαν το σεβασμό της ιδιοκτησίας και αυτές με τη σειρά τους έφυγαν στους βράχους και τα ορεινά μέρη. Έτσι αλλάζουν οι καιροί...
Τόμος Α μέρος 5
Εμμ. Σ Λυκούδη