Welcome in Greece Welcome in Greece

 




HomeΑρχική Κυνηγετικά

Αναμνήσεις... του κ.Βασίλη από την Άνδρο !!! !


Προσπαθώντας να καταλάβω το μένος ορισμένων «οικολόγων - καναπεδολόγων» για το κυνήγι, μου έρχονται στο μυαλό αναμνήσεις από την εποχή που το γνώρισα. Πώς να τους δώσω να καταλάβουν ότι το κυνήγι είναι συναίσθημα και δυστυχώς τα συναισθήματα δεν περιγράφονται . Όσο και αν προσπαθείς. Οι πιο πολλοί νομίζουν, ότι κυνήγι είναι να πάρεις ένα όπλο και να βγεις να σκοτώνεις ότι βρεθεί μπροστά σου. Πόσο λάθος κάνουν.

Κυνήγι είναι η συνάρτηση πολλών διαφορετικών πραγμάτων και ενεργειών. Αγωνία, χαρά, λύπη, ενθουσιασμός, απογοήτευση, ελπίδα, εναλλάσσονται διαδοχικά σε δευτερόλεπτα.
Εκτός αυτού έχει εικόνες , πολλές εικόνες. Έχει μυρωδιές, πολλές μυρωδιές. Έχει τον ήλιο, τη συννεφιά, το πούσι, τη βροχή, το χιόνι, το κρύο, τη ζέστη. Έχει κάποιες ιδιαίτερες στιγμές τόσο υπερβολικές, που στα μάτια των άλλων φαντάζουν τρομερά ψέματα. Έχει τον κίνδυνο. Όσοι τα έχουν ζήσει και τα ζουν καταλαβαίνουν τι λεω. Δεν τα γράφω για να πείσω κανένα.

Δεν με ενδιαφέρει εξάλλου. Για αυτό θα μείνω μόνο στην απλή και λιτή περιγραφή, για το πώς ξεκίνησα εγώ.. Ήταν το 1960, σε ηλικία 14 χρονών, όταν με έπαιρνε πότε-πότε, τις Κυριακές, ένας μπάρμπας μου να πάμε για τσίχλες και κοτσύφια στου Μακρυκώστα το κτήμα, μετά το σταθμό του νέου Ηρακλείου προς Μαρούσι.
Εκεί σήμερα είναι σχολές. Φυσικά αυτοκίνητο δεν υπήρχε και από την Καλογρέζα, το κόβαμε με τα πόδια. Εγώ ήμουν ο μόνιμος τσαντατζής και απολάμβανα μόνο την θεωρία του κυνηγίου.
Πέρασε ένας χρόνος για να μου δώσει να ρίξω μια τουφεκιά σε ένα καθιστό κοτσύφι. Εποχή που το φυσίγγι μέτραγε και περιθώρια για σπατάλες δεν υπήρχαν.

Τα Χριστούγεννα του 1962 έχω πάει στους παππούδες στο χωριό. Ένα ορεινό χωριό, το όνομα του Τουρλάδα, πάνω από την Κλειτορία. Τότε την λέγανε Μαζεΐκα. Με το που μπήκα στο σπίτι, το μάτι έπεσε στο δίκαννο με τα κοκόρια που κρεμόταν από την κρεμάστρα.
Ως συνήθως στην επαρχία τα όπλα κρέμονταν ή από καρφί στο τοίχο ή στην κρεμάστρα με τα ρούχα. Αμέσως άρχισε το κόλλημα στον θείο, για το πότε θα πάμε κυνήγι. Ο θείος λόγω ηλικίας, είχε τις επιφυλάξεις του, αλλά εγώ τον έπεισα ότι ο άλλος θείος, στην Αθήνα, με έχει κάνει πρωταθλητή. Έτσι ανήμερα Χριστούγεννα και ενώ όλο το χωριό θα πήγαινε στην εκκλησία, εμείς θα πηγαίναμε για φάσες.

Περιττό να πω πως την παραμονή το βράδυ, εγώ δεν έκλεισα μάτι. Άσε που είχα σηκωθεί μια ώρα νωρίτερα, πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι και έκοβα βόλτες.
Αφού πήραμε ένα πλήρες πρωινό, τσάι του βουνού και μαύρο ψωμί, ο θείος με κατατόπισε, για το που θα πάω, που θα κάτσω και τι θα κάνω άμα δω τις φάσες.
Μου έδωσε πέντε-έξη φυσίγγια και το κοκοροντούφεκο. Αυτός είχε πάρει δανεικό από άλλο θείο, ένα καινούργιο δίκαννο και βέβαια δεν με άφηνε ούτε να το ακουμπήσω. Πάνω από το χωριό υπήρχε και υπάρχει ακόμα, ένα μικρό δάσος με πανύψηλες βελανιδιές .

Εγώ θα πήγαινα στην μια άκρη και ο θείος στην άλλη. Θα έπιανα το καρτέρι και θα καθόμουν ακίνητος, να μη με πάρουν χαμπάρι οι φάσες. Αυτές ήταν οι διαταγές και βέβαια, τις βαράμε καθιστές, μη χάσουμε κανένα φυσίγγι. Το πούσι ήταν πυκνό αλλά εγώ ήξερα τα μέρη και μετά από δέκα λεπτά και κόντρα στον ανήφορο, έφτασα.
Συνήθως όταν ξημέρωνε το πούσι διαλυόταν σιγά-σιγά. Έχω βάλει πλάτη ένα βράχο και επιβλέπω γύρω-γύρω σαν περισκόπιο υποβρυχίου. Πράγματι μαζί με το ξημέρωμα άρχισε να κάνει κάποια κενά ή ομίχλη και τότε μπρος στα μάτια μου παρουσιάστηκε το μεγαλείο της φύσης.
Μια εικόνα που έμεινε χαραγμένη στη μνήμη μου μέχρι σήμερα ζωντανή και θα μείνει όσο ζω. Ας έχουν περάσει σαράντα οκτώ χρόνια.

Το χωριό κάτω από τα πόδια μου, με τις καμινάδες να καπνίζουν προς τον ουρανό και ήχοι διάφοροι, σκόρπιοι, από τα ζώα. Μια κατσίκα να βελάζει, ένας κόκορας να λαλεί, κάποιο γουρουνάκι να γρυλίζει, ένα γαϊδούρι σιγοντάριζε κι αυτό στον ήχο τις καμπάνας από την εκκλησία . Παράλληλα μυρωδιές, πολλές μυρωδιές, από την πρωινή υγρασία, ανακατεμένες με την μυρωδιά του καμένου ξύλου.
Η εικόνα να χάνεται μέσα στο πούσι και να ξανά παρουσιάζεται στα κενά. Εγώ έχω ξεχάσει το σκοπό που ανέβηκα εκεί και κάθομαι ακίνητος, χαζεύοντας, ούτε ξέρω πόση ώρα. Θεέ μου το μεγαλείο σου. Εκεί πήρα την - μεγάλη - απόφαση. Θα γίνω κυνηγός. Κάποια στιγμή που διαλύθηκε ή ομίχλη αποφάσισα να κουνηθώ.

Ένα κοπάδι φάσες καμιά δεκαριά πουλιά πέταξαν και έφυγαν. Ούτε που πρόλαβα να σηκώσω όπλο. Είχαν έλθει αθόρυβα μέσα στην ομίχλη και καθόντουσαν καμιά εικοσαριά μέτρα μακριά μου. Αλλά και θόρυβο να κάνανε εγώ είχα χαζέψει, δεν θα τις άκουγα. Στο γυρισμό έφαγα και κατσάδα από το θείο. Μετά δυο ημέρες, στο καφενείο, στα Μαζέικα, περιμένω το λεωφορείο για Αθήνα. Μπροστά μου, επάνω στο τραπέζι, ακουμπισμένα τα « Κυνηγετικά Νέα ». Τι ήταν αυτό. Τι όπλα, τι ιστορίες.

Δεύτερο χαστούκι. Την άλλη ημέρα στην Αθήνα έψαχνα στα περίπτερα της γειτονιάς. Τον επόμενο μήνα γράφτηκα συνδρομητής. Ήμουν ίσως ο μικρότερος συνδρομητής που είχε το περιοδικό. Μετά άρχισε η βόλτα στα οπλοπωλεία. Που με έχανες, που με έβρισκες, κολλημένος στις βιτρίνες με τις ώρες. Εκείνος ο Καλκατζάκος είχε βαρεθεί να με βλέπει. Ότι καινούριο έβλεπα στη βιτρίνα του έμπαινα και ρώταγα.

Κάθε πρώτη του μηνός είχα αγωνία μέχρι να φέρει ο ταχυδρόμος το περιοδικό. Κοιμόμουν και ξυπνούσα από τα όνειρα κυνηγετικών εξορμήσεων, που φυσικά δεν είχα ιδέα πως γίνονται. Ότι διάβαζα, το βράδυ το έβλεπα στον ύπνο μου με εμένα να πρωταγωνιστεί. Στο σπίτι είχα αρχίσει τη γρίνια να μου πάρουν ένα αεροβόλο, αλλά ούτε η μάνα ή ο πατέρας ήθελαν να ακούσουν κουβέντα. Έβαλα και εγώ τα μεγάλα μέσα. Το θείο από την Καλογρέζα. Αυτός είχε ένα γκρα ( με κινητό ουραίο ) μεταποιημένο σε κυνηγετικό. Του είχαν κόψει την κάνη και είχαν κολλήσει μια άλλη χωρίς ραβδώσεις. Έπαιρνε μέσα τους κάλυκες τους δικούς του, που όμως, είχαν τορνάρει τον πάτο και έβαζες καψούλι 5/45. Κατάφερα τον θείο να μου το πουλήσει και να ψήσει τον πατέρα μου. Με τα πολλά και αφού ο θείος εγγυήθηκε ότι θα με έχει υπό την προστασία του, το όπλο αγοράστηκε έναντι 300 δραχμών.

Γέμιζα τους μεταλλικούς κάλυκες και για τάπες έκοβα με σγρόπια,, από χοντρό χαρτόνι. Έβγαζε φοβερές τουφεκιές, αρκεί να σημάδευες καλά, γιατί δεν είχε ρίγα. Μόνο ένα λούκι πίσω και μια τριγωνική ακίδα μπροστά.. καμιά φορά αν δεν εφάρμοζε σφιχτά η επάνω τάπα, άδειαζαν τα σκάγια στην τσέπη μου. Θήκη δεν είχα και για να το μεταφέρω στο τραίνο ή στα λεωφορεία το τύλιγα σε μια μπλε κόλλα από αυτές που ντύνουν τα τετράδια. Όσοι με έβλεπαν στις πέντε το πρωί στο δρόμο ή στα τραίνα με την τσάντα και το όπλο, με ρωτούσαν που πάω και εγώ απαντούσα φυσικά, κυνήγι. Χαμογελούσαν και μου εύχονταν. Άλλα χρόνια τότε. Δεν είχε ανακαλυφθεί η οικολογία. Άδεια φυσικά δεν υπήρχε, άλλα εκείνα τα χρόνια στα μικρά διαμετρήματα υπήρχε μια ανοχή και δεν υπήρχε η οπλοφοβία που υπάρχει σήμερα .Έτσι ποτέ δεν με σταμάτησαν για έλεγχο.

Στα 17, ο πατέρας μου με πήγε σε ένα ράφτη, εκεί στην πλατεία της Καλλιθέας και μου έραψε το πρώτο μου κουστούμι. Ένα πράσινο σκούρο με ρίγες. Κάποια στιγμή το κουστούμι λερώθηκε και χρειάστηκε καθαριστήριο. Απέναντι από το ράφτη στην πλατεία ήταν το καθαριστήριο του Βουζουναρά. Εκεί το πήγα για καθάρισμα και αφού είπαμε τα σχετικά και έμαθε ότι είχαμε το ίδιο όνομα, έκανα να φύγω. Όμως το αυτί μου έπιασε κάτι κουβέντες από δυο – τρεις που κάθονταν στις πολυθρόνες. Συζητούσαν για κυνήγι. Τους ρώτησα εάν μπορούσα να κάτσω μαζί τους να άκουω και φυσικά με δέχτηκαν με χαμόγελα. Από τότε το μαγαζί του Βουζουναρά έγινε το μόνιμο στέκι μου. Προπαντός τα σαββατόβραδα μετά τη δουλειά, πρώτα περνούσα από εκεί, να μάθω που θα πάνε και μετά πήγαινα σπίτι μου.

Το καλοκαίρι του '64 μου λεει ο κυρ- Βασίλης (έτσι τον έλεγα) ότι μόλις κλείσω τα 18 τον Ιούλιο, να βγάλω άδεια για να με πάρει μαζί του το Σεπτέμβρη για πέρδικες.. αυτό ήταν! Τα χαρτιά ετοιμάστηκαν σε μηδέν χρόνο και αυτός μου έβγαλε την άδεια, μια που ήταν στο συμβούλιο του συλλόγου της Καλλιθέας. Όμως υπήρχε ένα μεγάλο πρόβλημα. Το τουφέκι που είχα δεν έκανε για πέρδικες. Έπρεπε να πάρω κανονικό όπλο. Τώρα; Πως το λένε στους γονείς; Έβαλα πάλι τα μεγάλα μέσα...τον κυρ- Βασίλη. Όμως ο πατέρας φοβόταν και ήταν ανένδοτος. Ο Σεπτέμβρης ζύγωνε και ήμουν χωρίς όπλο. Όμως υπήρχε και ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα. Κανείς δεν μου έδινε όπλο με δόσεις, ήθελαν εγγυητή. Μόνο μετρητοίς. Που να βρεθούν οι 3800 δρχ. Τόσο έκανε ένα ισπανικό πλαγιόκαννο.

Ούτε το αφεντικό δεχόταν από το φόβο της μάνας μου, αλλά και από συμφέρον. Σου λεει, αν αυτός αρχίσει τα κυνήγια, δεν θα έρχεται τις Κυριακές για δουλειά ( τότε δουλεύαμε και τις Κυριακές). Αφού έχω γυρίσει όλα τα κυνηγο-μάγαζα. Αθηνών και Πειραιώς και κάποια υαλοπωλεία - που τότε στη βιτρίνα τους είχαν ένα-δυο δίκαννα – έχω φαει πόρτα από όλους. Σκέτη απελπισία και ζυγώνει η μέρα αναχώρησης. Το επόμενο Σάββατο φεύγουμε για Αντίκυρα και είμαι χωρίς όπλο. Ξανά για το μαγαζί του Χατζηκουλούκη. Την πρώτη φορά, τον είδα πιο συγκαταβατικό, αλλά η πόρτα...πόρτα.

Η μισή ντροπή δική του, που λεει η παροιμία . Αυτή τη φορά στο μαγαζί δεν είναι ο Αργύρης, είναι ο Παναγιώτης. Στην τσέπη έχω 800 δραχμές, μαζεμένες φράγκο-φράγκο, από υπερωρίες και Κυριακές. Μπαίνω μέσα και πριν προλάβει να με ρωτήσει τι θέλω, παίρνω βαθιά ανάσα και του λεω. Θέλω αυτό το δίκαννο, εχω 800 δραχμές για προκαταβολή, δεν έχω εγγυητή, κανένας δεν μου δίνει όπλο, το άλλο Σάββατο φεύγουν να πάνε για πέρδικες και εάν δεν έχω όπλο δεν θα με πάρουν μαζί. Είσαι η τελευταία μου ελπίδα. Αυτός έβαλε τα γέλια , με έκοψε από πάνω μέχρι κάτω και με ρώτησε: "θα τα πληρώνεις τα γραμμάτια;" - "σου ορκίζομαι, νηστικός θα μείνω, τα γραμμάτια θα πληρωθούν!"

Έβγαλε το όπλο και μου το έδωσε. Στην αρχή δεν το πίστευα. Λεω πλάκα μου κάνει. Όταν όμως τον είδα να το βάζει στο κουτί και να φτιάχνει τα γραμμάτια, τότε κόντευε να μου φύγει η καρδιά. Στο γυρισμό για το σπίτι δεν πατούσα στο χώμα. Τώρα πως το βάζουν μέσα; Ευτυχώς το κρεβάτι μου ήταν πίσω από το παράθυρο του δρόμου. Το άνοιξα και το έχωσα κάτω από το κρεβάτι.

Την Κυριακή το πρωί η μάνα κάνοντας φασίνα στο σπίτι ( τις άλλες μέρες δούλευε ) βρήκε το όπλο κάτω από το κρεβάτι. Ευτυχώς ο πατέρας ήταν στο καφενείο. Χωρίς να το ανοίξει βάζει τις φωνές.

- τι είναι αυτό ; πήρες όπλο ; πόσο το πήρες ; θα σε σκοτώσει ό πατέρας σου. Να το πας πίσω.
- Σιγά ρε μάνα, τι κάνεις έτσι. Πως θα πάω το Σάββατο με τους κυνηγούς. Αυτό το όπλο που έχω δεν κάνει για πέρδικες.
- Ναι εσένα περιμένουν οι πέρδικες να τις σκοτώσεις.

Με τα πολλά. Το όπλο μπήκε πάλι κάτω από το κρεβάτι και η μάνα κάθε μέρα να με τρωει να το δείξω. Την Πέμπτη το βράδυ δεν έπαιρνε άλλο. Με το που μπήκε ο πατέρας εγώ με πλατύ χαμόγελο τον καλωσόρισα. -κάτσε σου έχω μια έκπληξη. Περιμένοντας το κακό, έκατσε σε μια πολυθρόνα. Πάω βγάζω το όπλο και του το ακουμπώ στα γόνατα. Ούτε που κουνήθηκε. Το αίμα του έφυγε και πήγε στα πόδια. Άσπρισε. Μετά ανέβηκε στο κεφάλι. Έγινε κατά κόκκινος. Χέστηκα . Θα τον πεθάνω σκέφτηκα. Με κοίταξε και είπε : - τελικά εσύ δεν ακούς κανένα.
Αυτό ήταν. Τον αγκάλιασα και τον φίλησα. Άνοιξα το κουτί, μοντάρισα το όπλο και του το έδωσα. Ούτε που το έπιασε. Λες και ήταν αναμμένα κάρβουνα. Δεν μου ξαναμίλησε μέχρι την Κυριακή που γύρισα. Εγώ από την Πέμπτη και μετά δεν έκλεισα μάτι τη νύχτα.

Ο πρώτος μου σκύλος

Το καλοκαίρι του 64 δουλεύαμε σε ένα μεγαλο-περιβολάρη στο Ρέντη. Του φτιάχναμε ένα πηγάδι και κάτι άλλες ηλεκτρικές εγκαταστάσεις. Δίπλα από ένα στάβλο είχε δεμένο ένα ζευγάρι πόιντερ. Εγώ τρεις την ώρα, που με έχανες που με έβρισκες κοντά στα σκυλιά. Κατάλαβε ότι είμαι ψώνιο και με ρώτησε αν μου αρέσουν. Μου είπε ότι τα είχε φέρει από την Αγγλία και ότι του είχαν στοιχίσει ένα ποσό, που σήμερα πια δεν θυμάμαι αλλά για εκείνη την εποχή, πολύ μεγάλο.

Από την άλλη μεριά του στάβλου ήταν το πηγάδι. Καμιά 25αρια μέτρα βάθος. Περίπου 5 μέτρα πάνω από το νερό ήταν η αντλία νερού, επάνω σε μια πλατφόρμα σιδερένια. Είχε καεί και κανένας δεν κατέβαινε από την σκάλα, που ήταν σάπια και ετοιμόρροπη. Δέθηκα εγώ με ένα χοντρό σκοινί από την μέση και σαν κομάντο κατέβηκα στο πηγάδι. Η αντλία αλλάχτηκε και η χαρά που περιβολάρη μεγάλη. Με φωνάζει και με ρωτάει αν μου αρέσει το κυνήγι και εάν έχω σκύλο. Του είπα ότι έχω κάνει χαρτιά για να βγάλω άδεια, αλλά δεν έχω ακόμα όπλο καλό, ούτε και σκύλο.. Μου λεει επειδή μου έφτιαξες την αντλία θα σου χαρίσω ένα σκυλί από γέννα των δικών μου. Κοκάλωσα. Με δουλεύει. Πάει στο απέναντι στάβλο και μου φέρνει δεμένο ένα ίδιο με αυτά που χάιδευα.

- πάρε το, είναι ενός χρόνου, το έχω εκπαιδεύσει μόνο στο ορτύκι. Να το προσέχεις. Εγώ όμως δεν είχα προσέξει ότι το σκυλί έτρεμε στο πίσω πόδι, όταν στεκόταν ακίνητο. Όταν λέμε ότι έτρεμε, εννοούμε, σαν να είχε καταπιεί σούστες. Απογοητεύτηκα. Έκανα να το αφήσω, αλλά επέμενε ότι ήταν γερό και δεν θα απογοητευόμουν. Με κρύα καρδιά τον πήρα με την αλυσίδα και από το Ρέντη στην Καλλιθέα το κόψαμε με τα πόδια..
Στο σπίτι έγινε τις τρελής. Φωνές η μάνα μου, είχε και δίκιο γιατί είχαμε μια αυλή 3χ3 , αλλά ο πατέρας δεν είπε κουβέντα.. Αναθάρρησα. Ανέλαβα τη φροντίδα του, βόλτες, καθαριότητα, τάισμα.
Τον βάπτισα και με το πρωτότυπο όνομα ‘ τζάκ .‘ Αλλά με έτρωγε και η αγωνία μην είναι τελείως κοπρίτης και μου τον έδωσε για να τον ξεφορτωθεί. Περιθώριο δοκιμής δεν είχα και έμεινα με την αναμονή της πρώτης επίσημης εξόδου.

Σάββατο βράδυ, σκύλος, όπλο, σακίδιο και εγώ, όλα καινούρια και αστραφτερά έχουμε στηθεί στην πλατεία της Καλλιθέας έξω από το καθαριστήριο του Βουζουναρά και περιμένουμε το πούλμαν. Ο κόσμος που περνούσε κοίταζε περίεργα μια το σκύλο και μια εμένα, αλλά εγώ δεν έδινα σημασία. Είχα πάει και πιο νωρίς από το φόβο μη με παρατήσουν και φύγουν, αν αργήσω.
Μετά από ώρα ήλθαν και τρεις - τέσσερις άλλοι κυνηγοί να περιμένουν μαζί μου. Μόλις είδαν το σκυλί να σουστάρει έβαλαν τα γέλια και με προέτρεψαν να γυρίσω πίσω. Προπαντός ένας, ο Λευτέρης, με ένα σέτερ καφετί με κορόιδευε συνεχώς, λέγοντας μου ότι θα τον πάρω στην πλάτη. Μπήκαμε στο πούλμαν και εγώ έκατσα πίσω-πίσω αριστερά.

Το πούλμαν ήταν εντεκάρι και υπήρχε μια ιεραρχία ως προς το που θα κάθεται ο κάθε ένας. Έτσι μπροστά καθόταν ο Βουζουναράς σαν αρχηγός, πίσω οι πιο μεγάλοι κατά σειρά ηλικίας και χρόνων στην παρέα πίσω-πίσω οι νέοι και οι μη τακτικοί. .εγώ ήμουν ο μικρότερος 18 χρονών, ο επόμενος33 και ο πιο μεγάλος 70. θυμάμαι ακόμα το όνομα του. Τον έλεγαν Αντρονικίδη.( Αυτός έχει ιστορία που θα την περιγράψω άλλη φορά.)
Στο πορτμπαγκάζ του αυτ/του γινόταν Ο! σκυλοκαβγάς. Έντεκα σκύλοι πολεμούσαν να βολευτούν ο ένας επάνω στον άλλο. Στην παραλία στα Αντίκυρα λόγω κακοκαιρίας το καίκι δεν μπορούσε να μας πάει εκεί που θέλαμε και αποφάσισαν να πάμε σε άλλο μέρος με τα πόδια. Ένας λόγος είναι αυτός. Το μέρος με τις πέρδικες ήταν πίσω από το δεύτερο βουνό που αχνοφαινόταν στο πρώτο φως της αυγής. Ο Βουζουναρας επέμενε να μην τους ακολουθήσω.
Η διαδρομή ήταν μεγάλη και το σκυλί δεν θα άντεχε. Εγώ τον διαβεβαίωσα ότι όπου κουραστεί, θα τον πάρω και θα γυρίσω πίσω.

Ξεκινήσαμε και αφού έχουμε μισό - ανέβει το πρώτο βουνό, μας καθηλώνει μια ξαφνική μπόρα. Κάτω από τα δέντρα περιμέναμε κανένα μισάωρο να σταματήσει η βροχή. Εγώ στο μεταξύ έτριβα το γυαλιστερό μου σακίδιο στο χώμα γιατί ντρεπόμουν όταν είδα το χάλι που είχαν των άλλων. Αποτέλεσμα να το γεμίσω λάσπη..
Κατηφορίζοντας την πρώτη πλαγιά και αφού έχουμε αραιώσει και αμολήσει τα σκυλιά, μπροστά από τον δικό μου πετάγεται ένας λαγός. Εγώ είχα δει λαγό στο ζωολογικό κήπο, στο βουνό δεν είχα ξαναδεί. Βάζω μια φωνή : κυρ-Βασίλη λαγός. - Τι φωνάζεις βάρα τον. –δεν πρόλαβα. Ανεβαίνοντας την πλαγιά στο δεύτερο βουνό έχω μπλέξει σε ένα κλειστό σημείο και ψάχνω για διέξοδο. Μη βλέποντας αποτέλεσμα ετοιμάζομαι να γυρίσω πίσω. Ο σκύλος ξαφνικά κοκαλώνει. Ένας λαγός τεράστιος (έτσι μου φάνηκε ) πετάχτηκε και πήγαινε να φύγει προς τα εκεί απ’ όπου ερχόμουν.
Μια τουφεκιά βιαστική και από κοντινή απόσταση του θέρισε το κεφάλι. Ο σκύλος τον έκανε καπάκι, τον άρπαξε και τον τίναζε. Είδα και έπαθα να του τον πάρω. Άσε που τον είχε γεμίσει σάλια. Ποιος νοιαζόταν. Καθόμουν και τον κοίταζα και δεν το πίστευα. Είχα αυτό που λένε. Την τύχη του πρωτάρη και ατζαμή.
Μετά έβαλα τις φωνές. – κυρ Βασίληηηηη σκότωσα ένα λαγό..

Τσιμουδιά αυτός. Γαμώτο τον έχασα και δεν ξέρω προς τα που να πάω. Ανηφόριζα την πλαγιά όταν ο σκύλος κοκάλωσε πάλι. Το όπλο είναι κρεμασμένο στην πλάτη και ο λαγός που πετάχτηκε μπροστά από τη μούρη του σκύλου, έγινε λαγός.
Το μέρος είναι μισό- δασωμένο και δεν υπάρχει μεγάλη ορατότητα. Ξανά - βάζω φωνή. Κυρ-Βασίληηηηηη, μου έφυγε άλλος λαγός. Πλήρης ησυχία. Τι έγινα γαμώτο, τους έχασα; σε ένα λεπτό ακούω από πάνω μου μια τουφεκιά. Άλλη φωνή. –κυρ Βασίληηηηη τον πέτυχες; τίποτα., καμιά απάντηση.

Μετά από λίγο τον βλέπω μπροστά μου. –τι έγινε ; τι τουφέκισες; -ένα κοτσύφι. Σκεφτόμουνα. Τι σόι πέρδικο- κυνηγός είναι αυτός που βαράει κοτσύφια.;
από το σακίδιο του που φούσκωνε, κρεμόταν τα πόδια του λαγού. Τον είχε πάρει και με δούλευε. Μετά μου είπε ότι στο βουνό δεν φωνάζουμε με το παραμικρό και ότι θέλει ησυχία. Κοίταγε το σκύλο που αλώνιζε γύρω μας και έκανε το σταυρό του. Δεν το πίστευε. Κάναμε κολατσιό και αποφασίσαμε να γυρίζουμε σιγά-σιγά γιατί είχαμε δρόμο και το ραντεβού στο πούλμαν ήταν για τις 3. αραιώσαμε και μετά από λίγο , κάποιος από ψηλά, σήκωσε ένα κοπαδάκι πουλιά. Ένα πουλί ερχόταν προς το μέρος μου. Για κακή του τύχη σαν στραβό πήγε και έπεσε επάνω στα σκάγια μου. Γέμισε ο τόπος πούπουλα. Ο σκύλος κοκάλωσε, αλλά εγώ του το άρπαξα, μη μου το σαλιώσει.

Μετά μου είπαν ότι ήταν αρσενικό και λέγεται ‘’κότσος ‘’ γυρίσαμε στο πούλμαν χωρίς κανένα πρόβλημα από το σκύλο, που όταν περπατούσε ή έτρεχε δεν φαινόταν ότι τρέμει.. όταν όμως φτάσαμε και έμεινε ακίνητος άρχισε πάλι το σουστάρισμα. Αν δεν τους βεβαίωνε ο Βουζουναρας ότι το σκυλί έβγαλε τρεις λαγούς θα με δουλεύανε ότι τον αγόρασα. Ήμουν και ο πιο τυχερός γιατί είχα και λαγό και πέρδικα. Άλλοι δυο είχαν από μια πέρδικα και ο κυρ-Βασίλης το λαγό.

Τελευταίος γύρισε με μιάμιση ώρα καθυστέρηση ο Λεύτερης κουβαλώντας τον σκύλο του στην πλάτη με σκισμένα πόδια και βρίζοντας, γιατί δεν είχε κάνει τίποτα. Έφαγε και μια κατσάδα από τους άλλους, γιατί από ότι έμαθα το είχε σύστημα να έρχεται τελευταίος. Όταν έμαθε από τους άλλους τι είχα κάνει του κόπηκε μια και καλή η όρεξη να μου κάνει πλάκα. { Θα κάνω μια παρένθεση, να γράψω ότι, όταν πηγαίναμε για κυνήγι, κανένας δεν κοιμόταν. Γινόταν μεγάλη πλάκα μεταξύ τους.
Εγώ βέβαια δεν τολμούσα να λάβω μέρος γιατί ήμουν ο νέος της παρέας. Άσε που οι περισσότεροι ήταν στην ηλικία του πατέρα μου. Στο γυρισμό κατά κανόνα σταματούσαμε στον Κορακόληθο , στις ψησταριές και αφανίζαμε τα παϊδάκια. Μετά πέφταμε στον ύπνο.}

Το βράδυ μπαίνοντας στο σπίτι ο πατέρας μου καθόταν στην ίδια πολυθρόνα . του ακουμπάω την τσάντα μπροστά του και του λεω όλο χαρά. – ορίστε πάρε για να μη φωνάζεις. Όταν είδε το περιεχόμενο κοκκίνισε, έβαλε τα γέλια και με ρώτησε πότε θα ξανά πάω. Του απάντησα – την άλλη Κυριακή..

Τη επόμενη Κυριακή γύρισα άκαπνος και άδειος.
Λενε ότι του κυνηγού και του ψαρά το πιάτο…………..

Εγώ πάντως δεν απογοητεύτηκα , ελπίζοντας ότι την άλλη Κυριακή θα είμαι πιο τυχερός. Αυτή τη φόρα πάλι λόγω κακοκαιρίας αντί για τα Αντίκυρα , πήγαμε στο Κυριάκι..
Ένα μέρος σχετικά γυμνό και από ότι έλεγαν οι άλλοι με πολύ λίγα πουλιά. Πράγματι δεν βγάλαμε τίποτα και ανηφορίζοντας .όπως κρατούσα το όπλο, παράλληλα προσπαθούσα να καθαρίσω ένα μανταρίνι. Ο σκύλος ήταν κοντά μου και περίμενε να του δώσω το μερίδιο του. Τον είχα μάθει να τρωει όλα τα φρούτα και όσοι τον έβλεπαν μου έλεγαν, ότι είναι κατσίκα.. Ξαφνικά πετάχτηκε ο λαγός από μόνος του. Πρόλαβα και πέταξα το μανταρίνι και του έστειλα μια βιαστική, που όμως δεν τον πήρε, παρά μερικά σκάγια του τρύπησαν τα αυτιά. Κοκάλωσε και σηκώθηκε στα πίσω πόδια.
Το πιο πιθανό είναι ότι ζαλίστηκε. Όμως το σκυλί τον καπάκωσε και τον κρατούσε με το στόμα και τα πόδια γιατί τσίριζε. Τον άρπαξα και προσπαθούσα να τον κρατήσω γερά, μη μου φύγει και με το φόβο μη με δαγκώσει, γιατί είχα ακούσει ότι γρατζουνάει και δαγκώνει. Με τις φωνές του μαζεύτηκαν και οι άλλοι κυνηγοί και κάναμε σχέδια να τον φέρουμε πίσω ζωντανό, μιας που δεν είχε στο σώμα σκάγια. Ήλθε και ο Λευτέρης μου πήρε το λαγό από τα χέρια τον κοπάνησε και το σκότωσε και με άρχισε στις Χρήστο- Παναγίες. Τσαντίστηκα. Μου ‘ρθε να του δώσω μια γροθιά στα μούτρα.
Οι άλλοι απορημένοι τον ρωτήσανε γιατί το έκανε. Ή απάντηση ήταν ότι ερχόταν προς τα εκεί και θα τον έβγαζε ο σκύλος του. Το τι άκουσε από τους άλλους δεν περιγράφεται. Εγώ από τότε όταν ήταν μαζί μας άλλαζα βουνό. Εκείνη την ημέρα ο μόνος που είχε κάτι ήμουν εγώ. Όλοι ήταν άδειοι. Τότε μου κόλλησαν το παρατσούκλι ‘’ ο λαγοφάγος ‘’

Πέρασαν δυο χρόνια να ξανά δω λαγό και όχι με αυτή την παρέα tο βράδυ στο σπίτι έγινε χαρά μεγάλη. Ό λαγός έγινε στιφάδο Καλεσμένος και ο θείος από την Καλογρέζα, που καμάρωνε γιατί ήμουν μαθητής του. Τη επόμενη εβδομάδα, παρέα εγώ και ο πατέρας πήγαμε το σκύλο στον κτηνίατρο Ιπποκράτη Σαβούρα . αυτός μου είπε ότι το σκυλί είχε αρρωστήσει από μόρβα και ότι του είχε αφήσει αυτό το κουσούρι. Συμπτωματικά αυτός τον είχε περιθάλψει. Με διαβεβαίωσε ότι δεν έχει πρόβλημα στη μύτη, αλλά το τρέμουλο δεν θα περάσει. Ίσως να λιγόστευε με τον καιρό και με την άσκηση. Πράγματι έτσι έγινε.
Ό σκύλος εμβολιάστηκε έβγαλε ταυτότητα και είχε το δικαίωμα να μπαίνει στα αστικά, στα υπεραστικά λεωφορεία κάτω από το τελευταίο κάθισμα και φορώντας φίμωτρο. Επίσης στον ηλεκτρικό, στη σκευοφόρο. Πλήρωνε δε μισό εισιτήριο. Περιττό να πω ότι αναβαθμίσθηκε και δεν κοιμόταν πια έξω, αλλά σε ένα χαλάκι μπροστά στο κρεβάτι μου. Το 1966 το καλοκαίρι παρουσιάστηκα στον Άραξο. Το σκυλί δεν μπορούσε να μείνει στην Αθήνα και το στείλαμε στο θείο στο Λαύριο, που είχε χώρο.
Το Σεπτέμβριο ένας φίλος του κυνηγός το ζήτησε να πάει για κυνήγι απέναντι στη Μακρόνησο. Από ότι μου είπε μετά, έκανε ένα τσουβάλι ορτύκια και ο σκύλος τα έπιανε ζωντανά. (υπερβολικό βέβαια, αλλά το ορτύκι το γνώριζε). Μου έγραψε ένα γράμμα ότι θέλει να τον αγοράσει. Αρνήθηκα.
Μετά λίγο καιρό πήρα άλλο γράμμα από το θείο ότι το σκυλί το σκότωσε αυτοκίνητο στον άσφαλτο. Πιστεύω ότι το κλέψανε. Ο θείος δεν θα το έδινε σε καμιά περίπτωση, γιατί με αγαπούσε σαν παιδί του. Μια που αυτός δεν είχε.

ΥΓ. προσπάθησα όσο μπορούσα πιο λιτά γίνεται να σας τα περιγράψω. Εκείνο που θέλω να σας βεβαιώσω είναι ότι δεν υπάρχει ίχνος υπερβολής και ψέματος.

Κυνήγι πάπιας στο νιοχώρι..

Είναι Γενάρης του 1965. έχουμε κανονίσει να πάμε για παπιά στο Μεσολόγγι στο νεοχώρι.. Εκεί δεν χρειαζόμαστε βαρκάρη, γιατί κάναμε καρτέρι στην ακρολιμνιά στα καλάμια.. Σκύλους δεν παίρναμε μαζί, γιατί κανενός δεν βουτούσε στα νερά, ούτε και είχε εκπαιδευτεί για βάλτο. Όλα ήταν περδικόσκυλα.. Συνήθως όταν φεύγαμε για παπιά ξεκινούσαμε πιο νωρίς για να έχουμε χρόνο να στήσουμε κάτι ψεύτικα παπάκια που κουβαλούσε μαζί του ΄Βουζουναράς. Μη φανταστείτε τίποτα σπουδαία από αυτά που βλέπετε στις ταινίες.
Τα είχε αγοράσει από παιχνιδομάγαζο. Κάτι μικρά κίτρινα από αυτά που παίζουν τα μωρά στη μπανιέρα και τα είχε βάψει πρασινοκέφαλα. Όμως λόγω που ήταν κακός ζωγράφος, τα παπιά ήταν ακαθορίστου ράτσας ,και οικογένειας. Είχαν αρχίσει να ξεβάφουν από το μούλιασμα και όταν τα έβλεπαν οι άγριες λυνόντουσαν στα γέλια.. Μη έχοντας άλλη λύση αισιοδοξούσαμε ότι μπορεί να προσελκύσουν τις άγριες.

Στην παρέα καμιά φορά ερχόταν ένας καπετάνιος όταν ήταν ξέμπαρκος. Αυτός είχε φέρει από την Ιταλία κάτι ομοιώματα λαστιχένια που όταν έπεφταν στο νερό από μια βαλβίδα που είχαν ρουφούσαν το νερό γέμιζαν μέχρι ένα σημείο και επέπλεαν. Από κάτω είχαν μια πετονιά και στην άκρη ένα μολύβι ψαρέματος. Όταν τα έβγαζες, άδειαζε μόνο του το νερό από τη βαλβίδα και γινόταν πλακέ, ήταν δε ίδια πρασινοκέφαλα.. Λόγω του όγκου τους δεν έπιαναν χώρο και ήταν πολύ βολικά.
Αυτά τα παπιά τα άφησε του Βουζουναρά μέχρι να ξανά-γυρίσει από το μπάρκο. Χαρούμενοι που θα έχουμε πραγματικά ομοιώματα κάναμε όνειρα. Το Νεοχώρι τότε ( δεν ξέρω σήμερα ) ήταν όλο χώμα. Η λάσπη το χειμώνα, ήταν 10 πόντους. μόνιμα. Πάντα όταν φτάναμε ξυπνάγαμε τον καφετζή και μας έφτιαχνε καφέ και τσάι. Άλλοι κοπανάγανε και κάνα ρακί..

Αφήναμε το πούλμαν στην πλατεία και με τα πόδια πηγαίναμε στην ακρολιμνιά που είχε καλαμιώνα και κάναμε καρτέρι . Έτσι και αυτή τη φορά ετοιμαστήκαμε, πήραμε τα πράγματα μας και χωρίς να ανάψουμε φακό, γιατί είχε μια πανσέληνο που έκανε τη νύχτα μέρα, πήγαμε στην παραλία. Ρίξαμε τα ομοιώματα στο νερό και ως δια μαγείας, φούσκωσαν. Μεγάλη χαρά και προπαντός μεγάλη ελπίδα. Τραβηχτήκαμε πιο μέσα από την παραλία και αράξαμε στα καλάμια σε απόσταση περίπου 30 μέτρα ο ένας από τον άλλο, περιμένοντας να ξημερώσει. Κάποια στιγμή ακούσαμε ένα πλατς-πλούτς στην ακρολιμνιά. Ερχόταν ένας προς το μέρος μας. Ακούστηκε μια τουφεκιά και μετά ησυχία. Μετά βιαστικά πλατς-πλουτς μέχρι που απομακρύνθηκε.
Εμείς κοιτούσαμε το ουρανό μήπως πέρασε κανένα παπί και αναρωτιόμαστε τι στο καλό βάρεσε μέσα στη νύχτα. Ξημέρωσε ο θεός τη μέρα, βγήκε ήλιος, παπί πουθενά στον ορίζοντα , λιαστήκαμε κανονικά και κατά τις δέκα , ξέροντας την τύχη μας, είπαμε να φύγουμε να πάμε για μπεκατσίνια. Φτάνοντας στην παραλία τα ομοιώματα έλειπαν. Ο Βουζουναράς έχασε το χρώμα του. Τώρα τι θα κάνουμε. Όμως τα ομοιώματα ήταν εκεί, αλλά ήταν στον πάτο. Αυτός που πέρασε τα νόμισε για αληθινά μέσα στη νύχτα και τα τουφέκισε.
Ναι αλλά ποιος ήταν αυτός ;
Μόνο εμείς είμαστε σε αυτό το σημείο. Ήταν έτοιμος να κλάψει. Τι θα λέγαμε στον καπετάνιο και που θα τα βρίσκαμε να τα αγοράσουμε; Άρχισε να με τρωει μήπως τα τουφέκισα εγώ. - Βρε καλέ μου μαζί τα στήσαμε, να και το όπλο είναι καθαρό. Δεν έχω κάνει μπάμ. Τίποτα. Στεναχωρήθηκα που δεν μα πίστευε.

Φύγαμε και γυρίζαμε στο πούλμαν με κατεβασμένα μούτρα. Στο δρόμο με μουρμούραγε. Το μέρος εκεί ήταν κάμπος. Υπήρχαν και δυο λοφάκια με καλαμιές και λίγο βούρκο από τη μια μεριά. Ξέκοψα και τράβηξα για τον αριστερό. Πετούσα πέτρες μέσα στα καλάμια, όταν ξαφνικά πετάχτηκε μια αλεπού. Μια τουφεκιά, ξερή η αλεπού. Είναι δυνατόν. Με οκτάρια σκάγια ; πήγα κοντά με προσοχή γιατί θυμήθηκα τα λόγια του θείου από το χωριό.
Ότι άμα την πετύχεις, πολλές φορές κάνει την ψόφια και ή θα σε δαγκώσει ή θα στο σκάσει, αν έχει κουράγιο. Για κάθε σιγουριά έφαγε άλλη μια στο κεφάλι. Έβγαλα μια σακούλα που είχα μέσα το κολατσιό μου και τύλιξα το κεφάλι που είχε διαλυθεί. Την έκοψα στην πλάτη και τράβηξα για το πούλμαν. Την πήρε ο οδηγός και την κρέμασε με ένα σκοινί από τους υαλοκαθαριστήρες, λες και ήτανε λιοντάρι. Καθόμαστε μερικοί γύρω από το πούλμαν και συζητούσαμε περιμένοντας και τους άλλους.
Ξέραμε ότι θα μαζεύονταν γρήγορα αφού η μέρα δεν βοηθούσε. Ξαφνικά στην πλατεία παρουσιάστηκε ένας γάμος. Μπροστά ο γαμπρός με τη νύφη, πίσω δυο πιτσιρίκια που βαστούσαν το πέπλο και πιο πίσω το κάλεσμα. Καμιά πενηνταριά νοματαίοι. Μόλις είδαν την κρεμασμένη αλεπού παράτησαν τους νεόνυμφους και μαζεύτηκαν γύρω από το πούλμαν. Τα πιτσιρίκια παράτησαν το πέπλο να σέρνεται στη λάσπη και κόλλησαν με τους άλλους.
Το ζευγάρι δεν είχε καταλάβει ότι περπατάει μόνο του και συνέχιζε. Κάποια στιγμή σταμάτησαν όταν το πέπλο βάρυνε από την λάσπη. Όλοι ρωτούσαν ποιος σκότωσε την αλεπού. Τους έδειξαν εμένα. Μερικοί με αγκάλιασαν και μου είπαν ότι τους έσωσα από μεγάλες ζημιές που τους έκανε. Σε χρόνο ρεκόρ το αυτοκίνητο γέμισε με κρασί, ψωμιά ζυμωτά, αβγά και δυο κότες ζωντανές. Το ζευγάρι περίμενε υπομονετικά μέσα στη λάσπη. Τους ευχαρίστησα και ευγενικά τους έδωσα πίσω τις κότες. Τα άλλα πεσκέσια τα μοιραστήκαμε όλοι μαζί και το κρασί (μια μαυρούκα στυφή ) μπήκε στα παγοίρια μας. Αφού ξεκινήσαμε για το γυρισμό, ο Βουζουναράς είπε για το περιστατικό με τις πάπιες και παρακάλεσε όποιος το έκανε να το πει. Τι ήταν να το ακούσει ο Αντρονικίδης.

Τον άρχισε στην πλάκα και μέχρι την Αθήνα τον δούλευε. Αυτός ήταν έτοιμος να βάλει τα κλάματα. Δυο φορές στην επιστροφή ήλθε πίσω που καθόμουνα και με ξαναρώτησε. Έβγαλα ξανά τις κάνες από τη θήκη και τις έδωσα να τις δούνε και οι άλλοι. Δεν με πίστευε επειδή δεν είχα πείρα στα παπιά, σαν νέος κυνηγός. Του υποσχέθηκα να τις πληρώσουμε μαζί όσο και αν έκαναν και αποφάσισα να μην ξανά πάω μαζί τους.
Παρακάλεσα τον οδηγό να με πάει κοντά στο σπίτι μου, γιατί ντρεπόμουνα να με βλέπει ο κόσμος με την αλεπού στην πλάτη. Την άλλη ημέρα όταν γύρισα από τη δουλειά μου λεει η μάνα μου ότι, σε ζήτησε ο κυρ-Βασίλης. Έφυγα και πήγα στο καθαριστήριο. Εκεί ήταν και ο Αντρονικίδης , αλλά δεν γελούσε. Είχε ομολογήσει ότι αυτός έριξε στις πάπιες, γιατί μες τη νύχτα, τις πέρασε για αληθινές. Ζήτησε συγνώμη και δικαιολογήθηκε ότι ντρεπόταν για την πλάκα που θα του έκαναν οι άλλοι.
Προθυμοποιήθηκε να τις πληρώσει, αλλά από ότι έμαθα όταν γύρισε ο καπετάνιος, δεν δέχτηκε. Τέλος καλό, όλα Καλά.

Γύρισα όλα τα κυνηγο-μάγαζα. Κανείς δεν ήξερε ότι υπάρχουν τέτοια ομοιώματα. Έγραψα του θείου μου στον Καναδά για να μου βρει ίδιες και αυτός μου έστειλε 6 συμπαγείς πρασινοκέφαλες και δύο κράχτες. Τέτοιες είχε και ο Καλκατζάκος. Ήταν όμως άβολες . Στην αρχή τις κουβαλούσα στο βάλτο μέσα σε ένα τσουβάλι. Αλλά τι να πρώτο-κουβαλήσεις. Γρήγορα βαρέθηκα. Σε λίγα χρόνια απαγορεύτηκαν. Παραμένουν στο πατάρι στο σπίτι τις Αθήνας μαζί με τις ψηλές μπότες.
Με τους κράχτες πότε – πότε κάνω πλάκα στις ήμερες στο κτήμα.

ΤΕΛΟΣ

Πηγή : http://cazador1.blogspot.com


© Giorgio Peppas

Top




E-mailme - Giorgio Peppas
Webmaster