Οι αναγνώστες μου θα έχουν κάθε δικαίωμα να νομίζουν ότι είναι σε τέτοιο βαθμό αφηρημένος, ώστε ενώ το βιβλίο αυτό γράφεται για τα κυνήγια του τόπου μας, αρχίζω αυτό το κεφάλαιο από μία κυνηγετική ιστορία για το κυνήγι των βονάσσων στα παλιότερα χρόνια, στους παρθένους και ανεξερεύνητους λειμώνες του Νέου Κόσμου, γιατί επανήλθε στη μνήμη μου ο «Κυνηγός» του Μαιοΰ, με τους ήρωες του, τον Πεπέν και Βουαροζέν τον Καναδό, και με τους αγριοϊνδούς του.
Και όμως τίποτε από όλα αυτά.
Τα άγρια βόδια, αληθινά άγρια, δυσκολοκυνήγητα μέχρι κινδύνου, υπήρχαν και κυνηγιόνταν έως το 1896 (σημειώστε την χρονολογία), σε πολλά κοπάδια, πολύ κοντά στην πρωτεύουσα, στη Βοιωτία. Και μόνο πριν είκοσι τέσσερα χρόνια εκλείψανε τελείως.
Έως τότε, Αθηναίοι κυνηγοί που είχαν καρδιά, και μερικά εκατοντάδραχμα να πετάξουν, θα μπορούσαν κάλλιστα να οργανώσουν ένα τέτοιο κυνήγι, με τη βοήθεια, εννοείται ότι αυτό ήταν απαραίτητο, χωρικών κυνηγών, των παραλίμνιων χωριών της Κωπαίδας και προ πάντων, από
το νησάκι μέσα στη λίμνη που βρισκόταν το χωριό Τοπόλια. Γιατί οι Τοπολιάτες ήταν κατ' εξοχήν κυνηγοί των άγρίων βοδιών.
Αλλά βλέπω, ότι με αυτά τα προκαταρτικά εξαντλώ την υπομονή του αναγνώστη.
Λοιπόν η πρώην λίμνη Κωπαΐδα λέω πρώην γιατί τώρα αποτελείται από απέραντη καλλιεργημένη πεδιάδα είχε τόση έκταση, που την περικλείανε τρεις επαρχίες: της Θήβας, της Λιβαδειάς και της Λοκρίδας. Νερά δεν πήγαζαν σ' αυτή. Την σχημάτιζαν οι βοιωτικοί ποταμοί, αλλού ; ρηχή, αλλού βαθιά, αλλά όλη σκεπασμένη με πυκνά δάση από καλαμώνες, που άφηναν ξέσκεπο τόπο μόνο σε λίγα μέρη, σε χέρσα σημεία που ακόμη και οι κάτοικοι των παραλίμνιων περιοχών είχαν ανοίξει αυλάκια, για να μπαίνουν με πριάρια (μικρές βάρκες χωρίς καρίνα, χρήσιμες για τα αβαθή νερά) και για να ψαρεύουν χέλια.
Λοιπόν από πολλά χρόνια ένα μεγάλο κοπάδι βοδιών, που τα είχαν χωρικοί του χωρίου Μαρτίνου της Λάρυμνας και τα
όλα μαζί συντροφικά, για οικονομία, ξέκοψε, κανείς δεν ξέρει
έβοσκαν όλα μαζί συντροφικά, για οικονομία, ξέκοψε, κανείς δεν ξέρει πώς ίσαις
λίου και χύθηκε μέσα στους πυκνούς καλαμώνες, στην απέραντη λίμνη.
Για
πολύ καιρό στάθηκε αδύνατον να τα βρουν με τις δυσκολίες που υπήρχαν στο να τα πλησιάσει άνθρωπος μέσα στην καρδιά της λίμνης, με πριάρια. Όταν τα ανακάλυψαν, τότε πλέον είχαν τελείως εξαγριωθεί και έφυγαν μέσα στους καλαμώνες σαν αφηνιασμένα άλογα. Ήταν λοιπόν για πάντα χαμένα για 'κεινους που τα είχαν κάποτε. Ζούσαν, είτε μέσα στο νερό ως τα γόνατα, όπου εύρισκαν ξέρες και το περισσότερο καιρό πάνω σε χαμηλά υψώματα από χώμα, που ήταν μέσα σε πολλά μέρη της λίμνης, εκεί όπου γεννούσαν και πολλαπλασιάζονταν. Οι κάτοικοι των. παραλίων τα κυνηγούσαν με αφάνταστες δυσκολίες, με πριάρια στα αυλάκια και με καρτέρια απάνω σ' αυτά τα υψώματα, στις καμπούρες, δηλαδή τα βουναλάκια που βρίσκονταν στη λίμνη. Που και που έφεραν κανένα άγριο βόδι σκοτωμένο στη Λιβαδειά, στην αγορά. Γιατί πρώτα έπρεπε να μείνει στον τόπο και έπειτα να μπορέσουν από εκεί που θα το σκότωναν να το βγάλουν στη λίμνη.
Βρέθηκα εκεί και έμεινα δύο μήνες το 1895 , όχι βέβαια για να κυνηγήσω βόδια που δεν το έκανα ποτέ, αλλά ως μέλος μιας μικτής επιτροπής από νομικούς και μηχανικούς, που έπρεπε να κανονίσει την περίμετρο της λίμνης, που θα περιέκλειε την ιδιοκτησία της εταιρίας της αποξήρανσης. Γιατί τότε με τεράστια έργα, αποξηραινόταν η Κωπαΐδα. Και όσο προχωρούσε η αποξήρανση, έβαζαν φωτιά στους καλαμώνες για να καούν οι ρίζες, που με τη πάροδο τόσων αιώνων, είχαν γίνει συμπαγείς βράχοι από ρίζες καλαμιών.
Έτσι το βασίλειο των δυστυχισμένων αγριοβοδιών όλο και στένευε. Σαν κάτι κράτη που τα παίρνει σβάρνα η κακή τύχη, και τα κουρελιάζουν, όσο που να τα σβήσουν από το χάρτη. Όταν ήμουν εκεί δεν τους έμεινε παρά μια πολύ περιορισμένη περιοχή το Στρόβιτσι και η Τοπόλια. Το κυνήγι τους ήταν τότε ήταν πολύ ευκολότερο σε αυτό το στενό χώρο. Στα παραλίμνια χωριά τότε όλο και έτρωγαν κρέας από τα άγρια βόδια. Υποθέτω ότι τους έκανε πολύ καλό αυτό, έτσι σουρωμένοι όπως ήταν τότε όλοι, άνδρες, γυναίκες και παιδία, σαν φαντάσματα από τους πυρετούς των ελών. Αλλά τι κρέας ήταν αυτό! Μαύρο και αδύνατο, με χρώμα βαθυκίτρινο στο λίγο πάχος του, που πλησίαζε το πορτοκαλί. Και προ πάντων πάρα πολύ άνοστο. Παρατήρησα τις οπλές τους. Ήταν σαν σύκο μαλακές, από τη διαρκή ζωή μέσα στους βούρκους και τα νερά. Είχαν μετατραπεί σχεδόν σε υδρόβια. Βεβαίως αν κατάφερναν να τα βγάλουν από εκεί ζωντανά και να τα εξημερώσουν, θα τους ήταν αδύνατο, να βαδίζουν στο ξηρό χώμα και τις πέτρες.
Τότε που ήμουν εκεί, οι κάτοικοι των παραλίμνιων λογάριαζαν πως θα μείνουν ακόμα καμιά τρακοσάρια κεφάλια.
Αλλά μετά από λίγο καιρό ακόμα τελείωσε η αποξήρανση της λίμνης.
Δεν γνωρίζω ποτέ έπεσε ο τελευταίος απόγονος της παλιάς αγέλης του Μαρτίνου της Λάρυμνας, που της είχε έρθει η οργή του Θεού να επαναστατήσει και να ανεμίσει την σημαία της ελευθερίας, μέσα στα κατάβαθα των καλαμώνων της Κοπαΐδας.
Τι περίεργη αντίθεση! Για να εξημερωθεί ένα άγριο ζώο χρειάζεται καιρός και κόπος. Για να επανέλθουν στην αγριότητα τόσα ήμερα, έφθασε μία στιγμή.
Αλλά το άγριο ζώο και ο άνθρωπος είναι αδύνατο να συνυπάρξουν. Υπερισχύει το περισσότερο άγριο ζώο, ο άνθρωπος, και εξαφανίζει τα λιγότερο άγρια, τα θηρία και τα άλλα ζώα. Γι' αυτό εκλείψανε αυτά και γι' αυτό το λόγο θα εκλείψει με τον καιρό από παντού κάθε θηρίο, και κάθε κυνήγι.
ΤΟ ΚΥΝΗΓΙ
Τόμος Α Εμμ. Σ Λυκούδη