Η ψυχολογία της κυνηγοπαρέας !!!
Αγγελος Ποιμνίδης
Εγώ δουλειά δεν έχω εδώ να προχωρήσω σε τέτοιες αναζητήσεις που θα μου χρειαζόταν η γνώση της βιολογίας και περισσότερο της ψυχολογίας, θα πάρω το κυνήγι, όπως το έχουμε στην κοινή υπόληψη, σαν ψυχαγωγία και θα πω μερικά πράγματα για να τα προσφέρω ως στοιχεία αύξησης της τέρψης που μας παρέχει αυτή η ενασχόληση μας, το κυνήγι.
Απόλαυση λοιπόν είναι το κυνήγι, μα κι όλα τα βάσανα που το συνοδεύουν. Κάθε όμως απόλαυση και χαρά, δεν είναι μία ικανοποιητική κρούση μίας χορδής ενός πολύχορδου οργάνου, όπως είναι η ψυχή μας. Αυτή είναι μυστηριακό και θείο πλάσμα με πλήθος στοιχείων που και η μεταφυσική και η ψυχανάλυση δεν μπορούν να ερευνήσουν σε βάθος, γιατί δεν είναι ένα απλό υλικό για να το διαλύσει η χημεία και να το ζυγίσει η ζυγαριά.
Γι' αυτό, η απόλαυση, που είναι της ψυχής μας το ικανοποιητικό σκίρτημα, είναι τόσο σύνθετη, που θα στέκει σαν πρόβλημα. Έτσι στην αδυναμία μου φαίνεται το πράγμα. Γιατί ότι εγώ νοιώθω σαν χαρά και απόλαυση, μπορεί εσύ να το θεωρείς νεκρό στοιχείο, που σου φέρνει ανία αποκρουστική κι ότι για μένα είναι επιδιώξιμο και κίνητρο, που αυξάνει τα συναισθήματα μου, σε σένα φαίνεται στοιχείο ουδέτερο.
Αλλά ας μην προχωρήσω στη θεωρία μου! Άνθρωποι που κρατάμε όπλα είμαστε και αίματα και πτώματα βλέπουμε και η φιλοσοφία στις συζητήσεις μας στέκει παράφωνη.
Η απόλαυση του κυνηγού, δεν προέρχεται από ένα στοιχείο, από μία επιτυχία λόγου χάρη στο κυνήγι, ή από τις ομορφιές των τοπίων που είδαμε, ή από τις εναλλαγές των εντυπώσεων από τη διαδρομή που κάναμε κατά την εξόρμηση μας, ή από το συμπόσιο που σκαρώσαμε σαν αποτέλεσμα της επιτυχίας μας στο δείνα χάνι, ταβερνάκι, κουμπάρο κλπ., ή από τις «εξυπνάδες» τις ζεστές και τις κρύες που είπαμε κι ακούσαμε από τους συνοδούς και τα μέλη της παρέας μας.
Την απόλαυση την έφτιαξαν χίλιες δύο επιμέρους ευχάριστες εντυπώσεις και γεγονότα, που όλα μαζί ενώθηκαν και απάρτισαν την ψυχική απόλαυση. Αν τα
στοιχεία της δημιουργίας της είναι λίγα, η απόλαυση είναι απλή χαρά. Αν όμως μεσολαβούν πολλά ευχάριστα γεγονότα, τότε η απόλαυση είναι εξαιρετική, κάτι σαν θρίαμβος που δεν θα τον καταχωνιάσει η καθημερινότητα.
Γιατί όλη μας η προσπάθεια και ο αγώνας, πρέπει να τείνει στην δημιουργία χαράς από πλήθος ικανοποιητικών εντυπώσεων κι όχι από ένα δύο χαροποιά επιτεύγματα.
Και ένας μπεκρής ακόμα, δεν νοιώθει ολοκληρωμένη την απόλαυση του, όταν τον καταβάσεις στο υπόγειο, τον καθίσεις δίπλα στη βαρέλα και του δώσεις ένα μαρκούτσι για να ρουφά «κατά βούληση» κρασί από το χιλιοτραγουδισμένο του ίνδαλμα την βαρέλα. Ο μεζές θα βοηθούσε την απόλαυση, το ποτηράκι, το απόμερο τραπεζάκι, τα κάδρα και η τσίκνα, θα ενίσχυαν την απόλαυση, το τραγούδι θα την δυνάμωνε, η κιθάρα θα την απογείωνε, η ταιριαστή όμως παρέα, θα την οδηγούσε στο απόγειο της.
Στο απλοϊκό αυτό παράδειγμα, μπορούμε να πούμε, ότι και το κυνήγι είναι «ομόφωνο» σε σχετική αναλογία. Δεσπόζουσα απόλαυση του είναι το ποθητό επίτευγμα, δηλαδή ο θάνατος του θηράματος και το σακουλωμά του, με κατεύθυνση προς την κατσαρόλα. Αλλά αυτό είναι ένα κύτταρο, αυτό το οποίο γονιμοποιεί όλο το συγκρότημα που λέγεται κυνηγετική λειτουργία. Ένα κύτταρο όμως μοναχό, δεν φτιάχνει κόσμο.
Ο κόσμος είναι σύνθετο και πολύκλαδο δέντρο με ξύλα, φύλλα, φλούδα, κλαδιά και άνθη.
Και το κυνήγι είναι σύνθετη απόλαυση και δεν απομονώνεται όπως το κρασί από το οινόπνευμα.
Είναι απόλαυση των πέντε αισθήσεων και σπαρτάρισμα της καρδιάς, που την κεντρίζει ένα ένστικτο, μία παρόρμηση ανεξερεύνητη.
Την έχουν μεγάλοι και μικροί άνθρωποι, ανεξάρτητα από την οικονομική τους κατάσταση.
Η πάνδημη αυτή ξεμυαλίστρα (το θηρευτικό μας πάθος) είναι μία απόλαυση με κλιμακώσεις. Οι οποίες εναλλάσσονται ανάλογα με την προσωπικότητα του καθενός πού είναι ιεροφάντης στο ναό της Αρτέμιδας.
Έτσι σε άλλον η μέγιστη απόλαυση είναι η κατοχή αστραφτερών όπλων και όμορφων σκύλων.
Σ΄ άλλον το κατόρθωμα και ο άθλος μίας σημαντικής νουμεράδας, σ1 άλλον ο ίλιγγος της περιπέτειας, σ1 άλλον ο θρίαμβος της επιστροφής και το μοίρασμα του κατορθώματος με μπιλιετάκια στους εκλεκτούς ή προϊσταμένους, σ' άλλον η λαχτάρα της προετοιμασίας και η προβολή κατανυκτικών ονείρων, σ' άλλον το τάνυσμα γοητευτικής αγωνίας, σ' άλλον το πετυχημένο τίρο και σ' άλλους τέλος πάντων άλλο «ξετρέλαμα» ο τίτλος «κυνηγός ηρωϊκός και αφόβιστος», η χαρά της ελευθερίας της υπαίθρου, η δικαιωματική άδεια αφήγησης «το και το είδα, έκανε μια μ' έκαναν» με χειραφετημένη και ανάλατη φαντασία, το πλούτισμα της ανεκδοτολογίας - αδυναμία ανθρώπινη και χίλια δύο άλλα που συγκροτούν την πληθωρική κυνηγετική απόλαυση, που καμία άλλη λειτουργία δεν της προπορεύεται.
Όλο αυτό το οικοδόμημα δεν μπορεί να θεμελιωθεί όταν μόνος θελήσει κανείς να καταπιαστεί μ1 αυτό. Γίνεται με συμμετοχή και συνεργασία άλλων, των συγκυνηγών.
Δεν μπορώ να εννοήσω κυνήγι δίχως συντροφιά, δίχως παρέα. Από την πηγή το υ, από το ένστικτο του, είναι εκδήλωση ομαδικής δράσης και τολμώ να πω ότι το κυνήγι ανάγκασε τον πρωτόγονο άνθρωπο να οργανωθεί σε κοινωνία, γιατί μόνος του δεν μπορούσε να φυλαχτεί από τα αγρίμια ή μόνος του δεν μπορούσε να τα καταβάλει σαν τροφή ή να εξημερώσει για να τον βοηθούν.
Σήμερα με τα τελειότερα μέσα , όπλα και τα σκυλιά, είναι δυνατόν πια και υπάρχουν κυνηγοί που κυνηγούν ολομόναχοι στις μοναξιές, μα αυτό πρέπει να θεωρείται ότι είναι κάτι που μοιάζει με τη ζωή των ανθρώπων που ζουν σαν φύλακες αγροτικών κτημάτων ή σαν βοσκοί.
Όμως αυτή η ζωή, αν ρωτούσες τους ανθρώπους αυτούς, θα σου έλεγαν ότι είναι αγριμική και όχι ανθρώπινη ζωή.
Ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ζώο κι έξω από ίο κλίμα της κοινωνίας που μόνος του κατασκεύασε, δεν μπορεί να κάνει. Όταν επιβάλει κάτι η ανάγκη και γίνεται από ανάγκη, αυτό δεν είναι «κανόνας», παρά εξαίρεση. Έτσι κατεβαίνει και στις στοές των ανθρακωρυχείων χάνοντας τη χαρά του ήλιου. Το φυσικό είναι ότι ο άνθρωπος σ' όλες του τις δράσεις, θέλει τούς συνανθρώπους του, γιατί νόημα η ζωή έχει μόνο ανάμεσα ιούς, όταν ζεις και μετέχεις στην συλλογική μορφή της κοινωνίας.
Χορός μ' έναν άνθρωπο δεν γίνεται, και γλέντι και χαρά και χωριό και πόλεμος. Το κυνήγι, πάει με συντροφιά κι αυτό είναι το θέμα μου και πιστεύω ότι θα μπορέσω να δείξω ότι μόνο έισι πρέπει να γίνεται, γιατί τότε έχει νόημα, ευχαρίστηση, γοητεία, νοστιμάδα, ενώ αλλιώς είναι καταδίκη και απομονωτήριο ή εκούσια φυγή και ερημητισμός δίχως περιεχόμενο. Γιατί όπως κι αν πάρουμε το κυνήγι, είτε ως απλή ψυχαγωγία, είτε ως σπορ ψυχοσωματικής άσκησης, είτε ως έργο προσπορισμού ,εκλεκτούς εδέσματος, πάλι η παρέα, η συντροφιά, είναι στοιχείο που βοηθάει τους σκοπούς αυτούς.
Η συντροφιά θα σε βοηθήσει στην προτίμηση του τόπου που θα κυνηγήσεις. Και η δική σου πείρα είναι μικρή κοντά στην πείρα των μελών της. Αυτή έχει πληροφορίες παράλληλα με τις δικές σου κι αν εσύ έχεις μία αντίληψη, αυτή θα την συζητήσει και θα την συμπληρώσει.
Εσύ δεν μπορείς να 'σαι «απ' όλα». Σε κάτι θα εξέχεις, σε κάτι θα υστερείς, κάτι θα σου λείπει και κάτι θα ξεχάσεις. Η παρέα θα 'ναι το ταμείο από το οποίο θα αντλείς ότι είχες ανάγκη για συμπλήρωμα.
Όλα δεν μπορείς να τα ξέρεις. Η ζωή σου είναι περιορισμένη και στους τόπους που κυνηγάς ακόμα, αγνοείς τις ποικιλίες, τις συνήθειες των θηραμάτων τους και τα καταφύγια που διαλέγουν, ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες. Τα μέλη της παρέας προσφέρουν συνεταιρικό κεφάλαιο θηρευτικών γνώσεων και γίνεσαι μέτοχος. Μόνος σου τόσα κεφάλαια δεν είναι δυνατόν να διαθέσεις.
Κάθε μέλος της συντροφιάς διαθέτει την πείρα του που εκτίθεται, παραβάλλεται και κρίνεται, για να εξυπηρετήσει το σύνολο. Αν υπάρχουν πρόσωπα στην συντροφιά απαισιόδοξα, εγκαρδιώνονται από τα παρακελεύσματα και από την φορτωμένα ελπίδα και αισιοδοξία παρόρμηση των καλοθάρρειων συναδέλφων, που σερβίρουν στην παρέα αγαθά και ευοίωνα αποτελέσματα, στοιχείο χαράς και επιμελημένο ψάξιμο του κυνηγότοπου.
Πόσες φορές στο κυνήγι δεν βρεθήκαμε μόνοι και δεν νοιώσαμε την ανάγκη ιης συντροφιάς για κάτι.
Ένα εργαλείο εξολκέα π.χ για κάποια ανωμαλία του όπλου μας, μία κλωστή για ράψιμο, ένα σκοινάκι για να δεθεί το λουρί του σακιδίου μας, ένα μαχαίρι για κόψιμο ή τρύπημα και τόσα άλλα. Η συντροφιά, όταν υπάρχει, είναι σαν να υπάρχουν όπα. Δεν καταφεύγουμε στους τσοπάνους για να ζητούμε βοήθεια και για να γινόμαστε περίγελοι.
Υπέθεσε ότι μόνος κυνηγάς σε κυνηγετικούς παράδεισους, ότι έχεις υπέροχο σκυλί που σου έκανε «θαύματα», όταν πραγματοποίησες τα πιο σπάνια και δύσκολα τίρα κλπ. και ότι με φουσκωμένο το σακίδιο, κάθισες στην Πλατανόβρυση να καθαρίσεις τα κυνήγια σου από τα στομάχια και τα άντερα για να μη μυρίσουν και είσαι μόνος σας κούκος, στην ομορφιά και τη δροσιά του τοπίου.
Είναι δυνατόν να χαρείς; Χαρά θα 'χεις βέβαια εσωτερική σαν τα μυστικά σου τα μαύρα και ανομολόγητα, θα μοιάζεις με άλαλο, βουβό, που ξέρει τον Όμηρο «απ' έξω» και με τυφλό ζωγράφο.
Η χαρά φίλε μου, είναι νόμισμα, που θέλει να 'χει αντίκρισμα. Δεν φέγγει το πρόσωπο σου αν δεν έχεις καθρέφτη να το δεις. Το γέλιο σου, τα ξεφωνίσματα σου, οι μορφασμοί του προσώπου σου, είναι μεν αντανάκλαση του εσωτερικού σου κόσμου, θέλουν όμως και ζητούν την υποδοχή και την επιδοκιμασία του απέναντι. Αλλιώς σβήνουν όλα και κλείνουν σαν τα στόρια των καταστημάτων, όταν δεν υπάρχει πελατεία.
Όσο κι αν έχουμε στην υψηλή μας θεωρία για αρετή την μετριοφροσύνη και την απλότητα του Κίγκννάτου, μολαταύτα οι θρίαμβοι και τα παράσημα δεν έλειψαν από την ιστορία, όπως και τα λαμπρά βασιλικά ντυσίματα από τη δόξα του σοφού Σολομώντα. Μη θαρρείτε ακόμα ότι και ο κυνικός Διογένης δεν παρουσίασε φερσίματα αλαζονικά.
Εμάς μας τρέφει η χαρά των ανακοινώσεων και η αφήγηση της περιπέτειας με την λεπτόλογη λεπτομέρεια του τρόπου με τον οποίο κατεβλήθη το θήραμα κι έγινε κτήμα μας. Μας έκοψες την αδυναμία αυτή; είναι σαν να μας αφαίρεσες και το όπλο από τα χέρια μας.
Η κυνηγετική μας παρέα είναι οι ανυπόμονοι θεατές της πλατείας του θεάτρου για να μας ακούσουν και να δουν το έργο μας που θ' αναπαραστήσουμε. Πως ν' αρνηθούμε την παράσταση;
Φυσικά η κάθε μας επιτυχία δεν αξίζει τόσο, όσο η μετέπειτα δραματοποίηση της.
Το να πεις: «σκότωσα σήμερα ένα λαγό», είναι σαν να λες: «Η Φαίδρα συκοφάντησε τον γιο της Ιππόλυτο κι έγινε αιτία αυτός να σκοτωθεί κι εκείνη από το κακό της να κρεμαστεί». Μα με τον τρόπο αυτό η ζωή δεν είναι ζωντανή, παρά άψυχη και μηχανιστική.
Τα αισθήματα δεν διέπονται από την μηχανοκρατία της ύλης. Είναι κάτι που δεν τα γεννά η λογική και ο νους, είναι εκρήξεις ψυχής και δεν καθορίζονται με χρόνο, γραμμάρια και χρηματική αξία. Και ο κυνηγός, με αυτά τρέφεται και ζει. Με τέτοια βιώματα γαλουχείται κι αν τον τοποθετήσεις «υπό το μόδιον» και όχι «επί την λυχνία» τον σκότωσες.
Δίχως παρέα πως είναι δυνατόν να δραματοποιηθούν οι σκηνές και πως θα εξαρτηθεί ο ρόλος σου; Αυτή την αναζητείς έξω στο ύπαιθρο. Την θέλεις και μεσ1 την πόλη σ' ένα εντευκτήριο κι αν δεν την έχεις, την δημιουργείς, έστω και με βουβά πρόσωπα σε κάθε συναναστροφή σου, όταν σου παραχωρηθεί μία μικροπρόθυμη ανοχή, ένα πρόχειρο θεατράκι.
Επιμένω στην ψυχολογία αυτή γιατί αποτελείτο μεγαλύτερο μέρος του κεφαλαίου της χαράς και απολαύσεώς μας. Η αναπαράσταση αυτή αν λείψει, αδειάζει από την τελειότητα όλο μας το κυνηγετικό συγκρότημα και καταρρέει όλη μας η αρματωσιά.
Η παρέα, όσο διψά για κυνήγι, άλλο τόσο καίγεται μετά απ1 αυτό, ζητώντας από τον καθένα τις λεπτομέρειες του πως, που σκοτώθηκε το θήραμα, δηλ. την αναπαράσταση των σκηνών. Κάθε σκηνή εξ άλλου είναι πάντα διαφορετική από άλλη προηγούμενη και πάντα τραβά το ενδιαφέρον μας. Μα και πανομοιότυπη, αν είναι, πάλι ανιαρή δεν είναι.
Έχω ακούσει είκοσι φορές από συνκυνηγούς μου την διήγηση του ίδιου περιστατικού και μαζί μου κι άλλοι.
Γνωρίζουμε την ιστορία όπως και ο αφηγητής, μα την ξαναλέει και την ακούμε χωρίς δυσφορία, χωρίς να προκαλεί την παραμικρή ανία, που θαρρείς είναι καινούργιο έργο και παρακολουθούμε την πρεμιέρα του.
|