Του Απόστολου Χρ. Αντωνάκη
Για να αντιμετωπισθούν οι σοβαρότατοι κίνδυνοι που απειλούν το παραδοσιακό μας κυνήγι, πέραν των άλλων, θα πρέπει να στρέψουμε την προσοχή μας προς τις διαθέσιμες ασπίδες της κυνηγετικής μας οικογένειας, δηλαδή τις οργανώσεις της, εξετάζοντας τη δυναμική, τις αντοχές αλλά και την αξιοπιστία τους για τους επερχόμενους αγώνες που θα απαιτηθούν.
Είναι αναμφισβήτητο το γεγονός ότι ο ουσιαστικός προμαχώνας του κυνηγιού αλλά και των 300.000 Ελλήνων κυνηγών είναι οι οργανώσεις τους. Αυτές δημιουργήθηκαν από τους ίδιους -δηλαδή από τους κυνηγούς- για μια σειρά από αιτίες, στόχους και σκοπιμότητες όπως αναφέρεται στα παμπάλαια ιδρυτικά καταστατικά με τα οποία ακόμα και σήμερα συνεχίζουν να λειτουργούν.
Ενας από τους βασικούς λόγους ίδρυσης και ύπαρξης των κυνηγετικών οργανώσεων του τόπου μας, εκτός από τη φιλοπεριβαλλοντική και φιλοθηραματική δράση, είναι και η προάσπιση του κυνηγιού με κάθε δυνατό και βέβαια νόμιμο τρόπο.
Για να συμβούν όλα αυτά, απαιτήθηκε μια σωστή δομή και οργάνωση. Το αρχικό μοντέλο που σχεδιάστηκε, δηλαδή με οργανώσεις τριών βαθμίδων, ήταν για την εποχή εκείνη αρκετά πρωτοποριακό, «προχωρημένο» όπως έλεγαν οι πρωτεργάτες του εγχειρήματος, αλλά και οι κυνηγοί εκείνης της περιόδου.
Αρχικά η Ελλάδα χωρίστηκε σε επτά γεωγραφικές περιφέρειες, στις οποίες συστάθηκαν σταδιακά οι διάφοροι κυνηγετικοί σύλλογοι που αποτελούν τη «χαμηλή» πρώτη βαθμίδα.
Τον εποπτεύοντα ρόλο σε κάθε περιφέρεια, εξαιτίας της σύστασης πολλών κυνηγετικών συλλόγων, ανέλαβε μία ισχυρότερη «μεσαία» οργάνωση, η ομοσπονδία, που αποτελεί τη δεύτερη στην τάξη βαθμίδα.
Κι επειδή οι επτά ομοσπονδίες έπρεπε να εκλέξουν μία ισχυρή εκπροσώπηση που να εδρεύει στην πρωτεύουσα, δημιουργήθηκε η κορυφή της πυραμίδας, η Κυνηγετική συνομοσπονδία Ελλάδος που αποτελεί την τρίτη βαθμίδα.
Και οι 3 βαθμίδες -σύλλογοι, ομοσπονδίες, συνομοσπονδία -συνέταξαν τα καταστατικά λειτουργίας τους πάνω στα οποία στηρίζονται μέχρι σήμερα όλες οι διαδικασίες που τους αφορούν, από τις αρχαιρεσίες (εκλογές), τη μεταξύ τους συνεργασία, τη διαχείριση των εισπραττόμενων κονδυλίων από τους κυνηγούς μέσα από την ετήσια θεώρηση των κυνηγετικών αδειών και τον τρόπο συνεργασίας με το κράτος, το οποίο οφείλει να ασκεί οικονομικό έλεγχο προς τις κυνηγετικές οργανώσεις με αρμόδια όργανα.
Σταδιακά, όμως, οι κυνηγετικές οργανώσεις άρχισαν να μετατρέπονται σε ένα εσωστρεφές-κλειστό λόμπι, στο οποίο δύσκολα μπορούσε να εισέλθει κάποιος που ήθελε να προσφέρει τις αφιλοκερδείς και ανιδιοτελείς υπηρεσίες του προς το κυνήγι και τους συνοδοιπόρους του.
Τις αποφάσεις για τους νεοεισερχόμενους έπαιρναν συγκεκριμένες «κλίκες», δηλαδή ένα δίκτυο παραγόντων που ήθελε τους δικούς του ανθρώπους να εκλέγονται, κάτι που μεθοδευόταν με εξαιρετική μαεστρία και επιμέλεια. Αν παρεμπιπτόντως ξεγλιστρούσε κάποιος μη ταυτισμένος με τις απόψεις και τις αποφάσεις του «δικτύου», μεθοδευόταν η αποπομπή του, όπως συνέβη και στο γράφοντα πριν από αρκετά χρόνια.
Δυστυχώς, αν και πέρασε πολύς καιρός και εισήλθαν αρκετά νέα πρόσωπα στις οργανώσεις, το «σύστημα» παρέμεινε ευθυγραμμισμένο στις ίδιες νοοτροπίες και πρακτικές. Τα αποτελέσματα είναι εμφανή και αποτελούν την αδιάψευστη εικόνα μιας θλιβερής πραγματικότητας, που οδηγεί το κυνήγι σε αδιέξοδα και επικίνδυνες περιπέτειες.
Αραχνιασμένες νοοτροπίες και καταστατικά
Η χρησιμότητα των κυνηγετικών οργανώσεων της πατρίδας μας -για να μην παρεξηγηθούμε- είναι απαραίτητη και αδιαπραγμάτευτη. Και θα ήταν άδικο να μην αναφέρουμε το πέρασμα αλλά και τη σημερινή δράση σπουδαίων ανθρώπων, έντιμων και εργατικών, οι οποίοι αγωνίζονται για τα συμφέροντα του κυνηγιού.
Μου είναι αδύνατον να τους προσδιορίσω αριθμητικά και νομίζω πως έχει ελάχιστη σημασία ο συγκριτικός αριθμός των καλών και εργατικών με τους αλαζόνες, ανεπαρκείς και αδιάφορους. Πάντοτε σε κάθε οργάνωση ή συνδικαλιστικό χώρο υπάρχουν αντιθέσεις και ανομοιογένειες.
Εκείνο που έχει συμπερασματικά αξία είναι ότι παρόλο που υπάρχουν στις οργανώσεις των κυνηγών άξιοι και συνειδητοποιημένοι άνθρωποι, οι ίδιες υπολειτουργούν, κάποιες φορές οπισθοδρομούν και στέκονται τελικά αναξιόπιστες -τουλάχιστον αρκετές από αυτές- απέναντι στους Ελληνες κυνηγούς, οι οποίοι, κατ’ ανάγκη τις επισκέπτονται μία φορά το χρόνο για να θεωρήσουν τις άδειές τους.
Οι κυνηγετικοί σύλλογοι αντιμετωπίζονται πλέον από τους κυνηγούς-μέλη τους ως «εισπράκτορες» και διεκπεραιωτές και αυτό αδικεί αρκετούς από εκείνους που παράγουν αξιόλογο έργο (κυρίως στην ελληνική περιφέρεια), εκεί δηλαδή όπου η αδιαφορία και η ιδιοτέλεια αντισταθμίζονται από την αγνότητα και τις αγαθές προθέσεις, με στόχο την παραγωγή εποικοδομητικού έργου.
Ωστόσο σύλλογοι, ομοσπονδίες και συνομοσπονδία συναποτελούν τους κρίκους μίας ενιαίας αλυσίδας κι αυτοί οι δεσμοί μεταξύ τους αποτελούν το βασικότερο πρόβλημα. Κι αυτό το πρόβλημα προέρχεται ουσιαστικά από τα αναχρονιστικά καταστατικά λειτουργίας, τα οποία είναι ξεπερασμένα και ανεδαφικά ως προς τα δεδομένα της σύγχρονης εποχής. Τα δε καταστατικά -ως πηγή πολλών κακών- οι ίδιοι οι κυνηγοί πρέπει να απαιτήσουν να αλλάξουν, με τη δική τους μαζική συμμετοχή αλλά και τις προτάσεις τους.
Μόνο τότε οι αίθουσες των γενικών συνελεύσεων θα γεμίζουν από κόσμο, οι συμμετοχικές διαδικασίες θα είναι μαζικές, πολυπρόσωπες και ζωντανές, με φρέσκες ιδέες και προτάσεις, που θα στοχεύουν στη βελτίωση της εικόνας του κυνηγιού και το ξέπλυμα της λάσπης που εκτοξεύεται σε καθημερινή βάση -εδώ και χρόνια- προς την κυνηγετική οικογένεια της χώρας μας.
Εάν οι «απαγορευτικοί μηχανισμοί» συνεχίσουν να λειτουργούν αναχρονιστικά δημιουργώντας κλίκες, κυκλώματα και στεγανά, τότε το μέλλον της σημαντικότερης ασπίδας του κυνηγιού, οι οργανώσεις του, θα μετατραπούν γρήγορα σε χαρτονένια κατασκευάσματα, ευάλωτα από τα ισχυρά όπλα των πολέμιων (εχθρών) του κυνηγιού.
Πηγή : (Ενθετο Κυνήγι Ελεύθερου τύπου 20-1-2010)