| ( Πέφτοντας πάνω σ ενα λαθροθήρα)
Welcome in Greece Welcome in Greece

 

??????Initial ????Back


???? ? ?????


Πέφτοντας πάνω σ ενα λαθροθήρα !!!


Τι κάνει αλήθεια ένας νομοταγής κυνηγός όταν συναντά στο «έργο» έναν παράνομο; Για μια τέτοια δύσκολη στιγμή μας μιλά ο αφηγητής μας.

Του Γιώργου Ψωμαδέλλη

Πρέπει να ήταν Ιούλης μήνας, η κυνηγετική περίοδος είχε προ πολ­λού λήξει κι εγώ βρι­σκόμουν στη Λήμνο και απολάμβανα ό,τι είχε, εκτός απ' το κυνήγι, να μου δώσει το νησί κι αυτά ήταν αρκετά. Ενα απ' όλα ήταν τα πρωινά του Σαββά-του και της Κυριακής, να παίρνω το σκυλί μου και να πηγαίνω για περπάτημα σε παραλιακά κυρίως μέρη, για να καμαρώνω την ήρε­μη ομορφιά της θάλασσας, χωρίς παράλληλα να δημιουργώ πρόβλημα στις μικρές κυρίως πέρδικες, που όμως είχαν μεγαλώσει αρκετά για να πετούν άνετα μαζί με τις μητέρες τους.

Αυτή την Κυριακή επέλεξα να πάω σε ένα μέρος που δεν είχα ξαναεπισκεφτεί. Το αυτοκίνητο σταματούσε στην άσφαλτο που περνούσε απ' την πλευρά ενός λόφου, απ' τη βάση του οποίου άρχιζε μια στενόμακρη πεδιάδα, η οποία κατέληγε στη θάλασσα Ηταν γεμάτη με μικρά αμπελάκια και περιβόλια, ενώ αριστερά και δεξιά της υπήρχαν δύο άλλοι στενόμακροι λόφοι, που κι αυτοί κατέληγαν στη θάλασσα. Ηταν δηλαδή σαν ένα τερά­στιο, στενόμακρο στάδιο, σαν το Καλλιμάρμαρο ας πούμε, αλλά σε πολύ μεγάλη κλίμακα.

Κατέβηκα στην πεδιάδα και περπάτησα σε έναν κακοτράχαλο χωματόδρομο, που περνούσε απ' τους πρόποδες του δεξιού λόφου, ερχόμενος από κάπου αριστερά. Δίπλα μου είχα τα πράσινα χω­ράφια και μπροστά μου τη θά­λασσα, στην οποία δεν άργησα να φτάσω. Αρκετά χαμηλά και πάνω στον αριστερό λόφο, είδα ένα κοπάδι πρόβατα να βόσκουν αμέριμνα. Βγήκα στην παραλία, άφησα τα άρβυλα και τις κάλτσες μου σε ένα βραχάκι και άρχισα να τσαλαβουτώ στα δροσερά νερά, ψάχνοντας για πολύχρωμα, μικρά κοχύλια, που υπήρχαν σε αφθονία εκεί. Ο ήλιος είχε ψη­λώσει αρκετά και η ζέστη άρχιζε να γίνεται αισθητή, γι' αυτό το τσαλαβούτημα στο δροσερό νερό με δρόσιζε.

Τότε άκουσα μια τουφεκιά. Γύρισα απότομα προς τους λόφους και προσπάθησα να καταλάβω την προέλευση της, αλλά δεν τα κατάφερα.

- Μήπως ξεγελάστηκα και δεν ήταν τουφέκια; Αναρωτήθηκα. Ποιος θα κυνηγούσε Ιού­λη μήνα, που το κυνήγι απαγορεύεται;
Ομως, επειδή μέσα μου κάτι μου έλεγε ότι δεν είχα ξεγελαστεί, ανέβηκα πάνω σε ένα βρα­χάκι για να στεγνώσουν τα πό­δια μου και να φορέσω κάλτσες και άρβυλα. Τότε άκουσα και δεύτερη και σε λίγο τρίτη του­φεκιά. Τώρα πια ήμουν βέβαι­ος ότι κάτι άσχημο συμβαίνει κι αυτό δεν μπορούσε να είναι άλλο από λαθροθηρία. Οταν άκουσα τις τουφεκιές, μου είχε δημιουρ­γηθεί η εντύπωση ότι προέρχο­νταν απ' το δεξιό λόφο, γι' αυτό, μόλις βγήκα στην πεδιάδα, κοί­ταξα προς τα εκεί. Πρέπει εδώ να σημειώσω ότι τώρα ανέβαι­να αντίστροφα στην πεδιάδα και έτσι οι πλευρικοί λόφοι άλλαξαν θέση και ο αριστερός έγινε δεξι­ός και αντίστροφα.
Αρχισα να βαδίζω προς το δεξιό λόφο, όταν στα είκοσι βήματα μπροστά μου είδα έναν τσοπά­νο, με τη χαρακτηριστική γκλί-τσα και ένα μεγάλο πανί τυλιγ­μένο στο κεφάλι του, να κάθεται ακουμπισμένος στη σκιά ενός βράχου.

- Καλημέρα, του είπα. Μήπως ακούσατε από πού ήλθαν οι του­φεκιές;
Χαμογέλασε λίγο και, σηκώνο­ντας την γκλίτσα του, μου έδειξε τον αριστερό λόφο.

- Δες τον, απάντησε σχεδόν μονολεκτικά.
Κοίταξα προς την κατεύθυνση, που έδειχνε η γκλίτσα. Και αμέσως είδα τον κυνηγό. Βρισκόταν στο μέσον περίπου του λόφου και με το όπλο στα χέρια κυνηγούσε, σαν να μην έδινε σημασία για την παρανομία που έκανε.
Αμέσως διέσχισα διαγώνια την πεδιάδα, πέρασα μέσα απ' τα αμπέλια και πλησίασα στη βάση του λόφου. Απείχα περί τα εβδομήντα μέτρα απ' τον κυ­νηγό, που δεν με είχε δει ακόμη, καθώς ήταν προσηλωμένος στην παράνομη πράξη του. Τον είδα καθαρά, δηλαδή είδα την κατα­νομή του. Ηταν κανονικός στο μπόι, λίγο γεμάτος, φόραγε ένα ξεθωριασμένο τζιν παντελόνι και στο λουράκι είχε κρεμασμένες δυο ή τρεις πέρδικες, που πή­γαιναν πέρα δώθε καθώς αυτός περνούσε. Το μόνο που δεν μπο­ρούσα να αποτυπώσω ήταν τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Τόσο η απόσταση όσο και • κάποια αδυναμία, λόγω ηλικίας, στην όραση, δεν μου επέτρεψαν να συγκρατήσω στο μυαλό μου αυτή τη βασική λεπτομέρεια.

- Ε, εσύ, έβαλα τις φωνές. Για χαμήλωσε λίγο να τα πούμε.
Συγχρόνως έκανα πως ανεβαίνω προς το μέρος του. Αυτός με κοίταξε στιγμιαία, αμέσως γύρισε προς την αντίθετη πλευρά και άρχισε να τρέχει σαν βολίδα προς την κορυφή, που δεν βρι­σκόταν δα και μακριά. Εγώ του φώναζα και αυτός όσο άκουγε τις φωνές μου τόσο έτρεχε. Τα πόδια του έβγαζαν φωτιές και σύντομα εξαφανίστηκε.
Εγώ περιορίστηκα στις φωνές, γιατί δεν είχα σκοπό να τον κυ­νηγήσω. Δεν κυνηγάς ένα λαθροθήρα στη μοναξιά του βου­νού, τη στιγμή που κρατάει όπλο και φαίνεται αδίστακτος, όπως έδειχναν και οι πράξεις του, αφού κυνηγούσε Κυριακή πρωί μόλις διακόσια μέτρα από το δη­μόσιο δρόμο, όπου ήταν παρκαρισμένο και ορατό το αυτοκίνητο μου.

Και στο κάτω κάτω δεν ήμουν εξουσιοδοτημένο όργανο της Πολιτείας να κυνηγώ λαθροθήρες. Απλά ήμουν ένας κυνη­γός που είχε θυμώσει πολύ με την παράνομη δραστηριότητα του συγκεκριμένου και κατ' ευ­φημισμόν κυνηγού.
Η αναγνώριση Εβαλα πλώρη προς το αυτοκίνητο μου, αλλά μόλις προχώρησα μερι­κά μέτρα, διαπίστωσα ανθρώπινη δραστηριότητα σε ένα περιβόλι δεξιά μου. Και το σπουδαιότερο: ένα φορτηγάκι ήταν παρκαρισμέ­νο μέσα σ' αυτό. Κάτι άστραψε στο μυαλό μου και αμέσως μου καρφώθηκε η ιδέα ότι το φορτηγάκι είχε άμεση σχέση με το λαθροθήρα. Γι' αυτό, χωρίς δισταγμό, έτρεξα προς αυτό.
Οταν έφτασα δίπλα του, είδα ότι το τζάμι απ' τη θέση του οδηγού ήταν ανοιχτό, ενώ λίγο πιο πέρα τρεις γυναίκες με εργατικά ρούχα έκαναν πως σκαλίζουν τα ζαρζαβατικά σαν να μην υπήρχε κάποιος ξένος εκεί.
Κοίταξα απ' το ανοιχτό παράθυρο και είδα ένα ανοιχτό κουτί περδικίσιες χαρτούσες, απ' τις οποίες έλειπαν οι μισές. Εσκυψα και πήρα μία απ' αυτές. Κρατώ­ντας την, πήγα προς τις γυναίκες, που φαινομενικά εξακολουθούσαν να με αγνοούν. Η γενικότερη στάση τους, η σιωπή και η μη αντίδραση τους στις κινήσεις μου σίγουρα αποτελούσαν τεκμήριο ενοχής, όχι άμεσης βέβαια.

Τις πλησίασα και τις καλημέρισα. Μου απάντησαν σαν να αντιλαμβάνονταν την παρουσία μου εκείνη τη στιγμή.
- Τίνος είναι το αμάξι; Τις ρώτησα.
- Πού να ξέρουμε εμείς;

- Ε, πώς; Δεν γίνεται να μην ξέρετε. Σίγουρα μ' αυτό ήρθατε εδώ.
- Κάποιος το άφησε κι έφυγε για το χωριό νομίζω, είπε η μία.

- Και ποιος κυνηγάει πέρδικες;
Πού να ξέρουμε εμείς; Ηταν φανερό πως δεν επρόκειτο να μάθω κάτι απ' αυτές. Γι' αυτό αποφάσισα να σταμα­τήσω τις ερωτήσεις, που, στο κάτω κάτω, δεν είχα καν δικαί­ωμα να κάνω. Ούτε ανακριτής ήμουν ούτε αστυνομικός. Και οι γυναίκες, αν ήξεραν, θα μπο­ρούσαν να με διώξουν πυξ λαξ. Ομως, είχαν λουφάξει και αυτό με ικανοποίησε, γιατί ήμουν βέ­βαιος ότι θα μετέφεραν την ανη­συχία τους και στον κυνηγό, ο οποίος απ' αυτή τη στιγμή και μετά θα ένιωθε τρομερή ψυχολογική πίεση.

Για να επιτείνω τη σύγχυση τους, σημείωσα προκλητικά τον αριθμό του αμαξιού.

- Φεύγω, αλλά θα δώσω τον αριθμό του αυτοκινήτου στον Κυνηγετικό Σύλλογο. Αν «τυχαία» δείτε τον κυνηγό, να του το πείτε. Αν έρθει μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες να με βρει και να μου υποσχεθεί ότι δεν θα το ξανακάνει, θα τον συγχωρήσω. Αλλιώς θα τον καταγγείλω.
Τους ανέφερα την ιδιότητα μου και πού μπορούσε να με βρει κι έφυγα.
Μέχρι το απόγευμα της Δευτέρας, δεν έδωσε σημεία ζωής. Τότε πήγα στο Σύλλογο, με τον πρόεδρο του οποίου γνωριζόμασταν αρκετά. Του είπα τα καθέκαστα, του έδωσα και τον αριθμό του αυτοκινήτου.

- Ηταν πρασινωπό, ε; Τον ξέρουμε, αλλά δεν μπορούμε να τον πιάσουμε, γιατί μας ξεφεύγει συνέχεια. Είναι συστηματικός λαθροθήρας. Είναι ο τάδε.
- Δεν ξέρω ποιος είναι, εγώ απλά σας ενημέρωσα. Εσείς ξέρετε τι θα κάνετε.

Σε λίγες μέρες με κάλεσαν για ανάκριση. Η πρώτη ερώτηση ήταν η εξής:
- Την Κυριακή, τόσες του μήνα, είδατε τον τάδε να λαθροκυνηγάεΐ;
Το όνομα που μου λέτε το άκουσα για πρώτη φορά απ' τον πρόεδρο του Συλλόγου. Εγώ είδα έναν κυνηγό να λαθροκυνηγάει, να έχει χτυπήσει πέρδικες, αλλά δεν είδα από κοντά τα χαρακτη­ριστικά του προσώπου του, λόγω της απόστασης. Είδα κι ένα φορτηγάκι με τον αριθμό αυτό. Στο κάθισμα ήταν ένα μισογεμάτο κουτί με χαρτούσες.

Σε λίγο καιρό έφυγα απ' τπ Λήmνο λόγω συνταξιοδότησης και η κλήση για μάρτυρας με βρήκε στη Μυτιλήνη, ύστερα από δύο χρόνια, όπου πλέον ζούσα. Πήγα και όταν ήρθε η σειρά μου, είδα τον κυνηγό να κάθεται στο εδώλιο. Είχε τη σωματοδομή αυτού που είχα δει, αλλά για πρώτη φορά έβλεπα από κοντά τα χαρακτηριστικά του.

Περιέγραψα τα γεγονότα όπως ακριβώς τα είχα πει στην κατά­θεση μου. Ομως, όταν ήλθε η κρίσιμη ερώτηση, μπήκα σε ένα μεγάλο δίλημμα.

- Είναι αυτός που κάθεται στο εδώλιο;
Ημουν βέβαιος ότι ήταν αυτός. Ομως, έλειπε ένα κομμάτι απ' το παζλ. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου, που δεν είχα δει από κοντά.

- Δεν μπορώ ν' απαντήσω με βεβαιότητα. Δεν τον είδα από κοντά.
- Μα, εσείς μας είπατε ότι είδατε τις πέρδικες κρεμασμένες στα λουράκια. Γνωρίσατε ότι ήταν πέρδικες και δεν αναγνωρίζετε τον κυνηγό; Ρώτησε η δικαστής.

- Οποιοσδήποτε κυνηγός θα αναγνώριζε τις πέρδικες, της απάντησα.
Αθωώθηκε λόγω αμφιβολιών. Καταλάβαινα ότι τον αθωώνω εγώ, αλλά δεν μπορούσα να βεβαιώσω ότι ήταν αυτός, γιατί δεν ήμουν βέβαιος εκατό τοις εκατό. Αν ήθελε το δικαστήριο, θα μπορούσε να τον καταδικάσει, συνεκτιμώντας και τα άλλα δεδομένα, όπως η ιδιοκτησία του αυτοκινήτου με τις χαρτούσες, η ιδιοκτησία του χωραφιού και άλλα.

Ημουν λυπημένος, αλλά είχα την ελπίδα ότι το πάθημα θα του έγινε μάθημα και θα κατάλαβε ότι κυνηγός δεν είναι αυτός που παρανομεί, αλλά αυτός που σέβεται τους νόμους και βάζει ο ίδιος περιορισμούς στον εαυτό του.

Αναδημοσιευση από το ένθετο κυνήγι του Ε ΤΥΠΟΥ

Επάνω-UP

© Giorgio Peppas