ΠΕΤΡΟΣ Χ. ΠΛΑΤΗΣ: ΔΑΣΟΠΟΝΟΣ - ΘΗΡΑΜΑΤΟΠΟΝΟΣ
<
Φαινόμενο των καιρών αποτελεί η παράνομη χρήση των ηχομιμητικών συσκευών προσέλκυσης των πτηνών της άγριας πανίδας με αποκλειστικό σκοπό την υπερκάρπωση θηραμάτων.
Μάστιγα της εποχής μας που εξαπλώνεται με ταχύτητα επιδημίας σε αρκετές περιοχές της πατρίδας μας εις βάρος της άγριας πτηνοπανίδας (κυρίως των μεταναστευτικών ) και του κυνηγιού γενικότερα.
Θέλοντας να παρουσιάσω και να αναπτύξω τους κινδύνους που εγκυμονεί η χρήση αυτών των συσκευών για ορισμένα θηραματικά είδη και το κυνήγι στη χώρα μας, θα αναφερθώ στην κατάσταση που επικρατεί τα τελευταία χρόνια με το κυνήγι του ορτυκιού στην Θράκη, περιοχή που αποτελεί σημαντικό βιότοπο του είδους και σταθμό για τα μεταναστευτικά ορτύκια, στην οποία δραστηριοποιούμε και την γνωρίζω πολύ καλά.
Προτού όμως επεκταθώ στα επιμέρους προβλήματα που δημιουργούνται με την χρήση των ηχομιμητικών συσκευών, θεωρώ χρήσιμο να κάνω μια αναδρομή στην εξέλιξη των συσκευών αυτών, την μορφή που έχουν σήμερα και τις δυνατότητές τους.
Η εξέλιξή τους μέχρι σήμερα
Ο κυνηγός χρησιμοποιούσε ανέκαθεν μεθόδους και μέσα για την αποτελεσματικότερη διεξαγωγή του κυνηγιού, μεταξύ των οποίων και μηχανισμούς προσέλκυσης θηραμάτων.
Η αποτελεσματικότητα των μηχανισμών αυτών μέχρι πριν λίγες δεκαετίες εξαρτώταν στο μεγαλύτερο βαθμό της από την επιδεξιότητα του χρήστη, την τέχνη του και την αντοχή του και γενικά είχε περιορισμένη επιτυχία και δυνατότητες.
Σήμερα οι συσκευές αυτές τελειοποιήθηκαν , οι δυνατότητές τους είναι πολύ μεγάλες , η επιτυχία δεδομένη και ο παράγοντας άνθρωπος (ικανότητα χρήστη) έχει εκλείψει.
Έτσι λοιπόν από τις απλές ξύλινες κατασκευές (κράχτες), περάσαμε στις ηλεκτρικές και κατόπιν στις ηλεκτρονικές.
Στην αρχή ήταν διάφορα <<κασετοφωνάκια >> σχετικά μικρής απόδοσης με χειροκίνητο on/off διακόπτη και ο χρήστης ήταν υποχρεωμένος να τα ενεργοποιεί καθώς και να τα απενεργοποιεί με κίνδυνο να γίνει αντιληπτός.
Στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκαν φωτοκύτταρα για την εκκίνηση και παύση της λειτουργίας τους κατά την εναλλαγή μέρας με νύχτας ,αλλά παρουσιάστηκαν προβλήματα ανεπιθύμητης λειτουργίας κυρίως όταν επικρατούσε πυκνή συννεφιά.
Αργότερα αυτοματοποιήθηκαν περισσότερο με την ενσωμάτωση χρονοδιακόπτη που ρυθμίζονταν εκ των προτέρων ο χρόνος λειτουργίας τους.
Ενδιάμεσα χρησιμοποιήθηκαν συσκευές με συχνότητες υπερήχων, αλλά εγκαταλείφθηκαν διότι δεν επιτυγχάνανε τα προσδοκώμενα.
Στις μέρες μας κυκλοφορούν ηλεκτρονικές συσκευές με ενσωματωμένα <<τσιπάκια>> στα ηχεία, τα οποία έχουν υψηλή απόδοση ήχου και στα τελευταία μοντέλα είναι δυνατή η ενεργοποίησή τους με τηλεχειριστήριο από μεγάλη απόσταση.
Η ένταση του ήχου είναι ρυθμιζόμενη και μπορεί να προσελκύσει από πολύ μακριά τα πουλιά και κυρίως αυτά που μεταναστεύουν τη νύχτα (π.χ. ορτύκι) και να τα συγκεντρώσει σε ακτίνα ορισμένων δεκάδων μέτρων από το ηχείο.
Τα προβλήματα που παρουσιάστηκαν στην περιοχή της Θράκης σε ότι σχετίζεται με τους πληθυσμούς των ορτυκιών και το κυνήγι τους και αυτά που αναμένεται να εμφανιστούν εάν συνεχιστεί η ίδια κατάσταση τα αναπτύσσω παρακάτω.
Α) Σημαντική μείωση του πληθυσμού των ντόπιων ορτυκιών
Η περιοχή φιλοξενεί έναν σημαντικό πληθυσμό ορτυκιών καθόλη την διάρκεια του έτους ο οποίος αναπαράγεται σε αυτήν και αποτελεί βασικό θήραμα μέχρι να αρχίσουν τα περάσματα των μεταναστευτικών ορτυκιών.
Ταυτόχρονα ο πληθυσμός αυτός παίζει το ρόλο του κράχτη για την προσέλκυση των μεταναστευτικών ορτυκιών και κυρίως κατά την εαρινή μετανάστευση προς τις περιοχές αναπαραγωγής.
Η χρήση των ηχομιμητικών συσκευών πέρα από την προσέλκυση των μεταναστευτικών ορτυκιών <<μαζεύει>> και τα εντόπια ορτύκια με αποτέλεσμα να θηρεύονται και αυτά σε μεγάλο βαθμό που υπό κανονικές συνθήκες η θήρευσή τους είναι κατά πολύ δυσκολότερη από εκείνη των περαστικών.
Εάν λάβουμε υπόψη και το γεγονός ότι το κυνήγι των ορτυκιών τα τελευταία έτη επιτρέπεται όλη την διάρκεια της κυνηγετικής περιόδου (κάποια έτη έληγε στο τέλος Νοεμβρίου) καθώς και ότι μετά τον Νοέμβριο στους κάμπους της περιοχής δεν παραμένουν παρά ελάχιστες θέσεις κάλυψης, λόγω της συγκομιδής των καλλιεργειών και του οργώματος των χωραφιών, που το κάνουν εύκολο στόχο για τον κυνηγό ,αντιλαμβανόμαστε το μέγεθος του προβλήματος.
Το κακό έρχεται να συμπληρώσει η καύση των σιτοκαλαμιών , η οποία αν και διέπεται από ένα σύνολο Ελληνικών νόμων και Ευρωπαϊκών οδηγιών για το χρόνο και τον τρόπο καύσης ή του τεμαχισμού της , παρόλο αυτά και πρόωρα καίγεται και εκτεταμένα, οι δε επιπτώσεις της είναι επιζήμιες για την άγρια ζωή και συν τοις άλλοις περιορίζει σε μεγάλο βαθμό τον βιότοπο των ορτυκιών.
Β) Μείωση του συνολικού πληθυσμού των ορτυκιών
Με την συνεχιζόμενη χρήση των ηχομιμητικών συσκευών και την υπερκάρπωση των πληθυσμών τους θα οδηγηθούμε βραχυχρόνια ή μακροχρόνια σε σταδιακή μείωση του πληθυσμού τους κάτω από τα όρια δυναμικής του με αποτέλεσμα να εφαρμοστούν περικοπές στο κυνήγι του (π.χ ορισμένες ημέρες θήρευσης) ή πλήρη απαγόρευσή του.
Γ) Έπαψαν να ισχύουν τα κλασικά ορτυκοτόπια
Τα παράλια της Θρακικής γης αποτελούν σημαντικό τόπο στάθμευσης των μεταναστευτικών ορτυκιών και βρίσκονται πάνω στον άξονα μετανάστευσης του κυριότερου όγκου των μεταναστευτικών ειδών από τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και της Βαλκανικής προς και από την Αφρική.
Το κυνήγι του ορτυκιού στην Θράκη είναι παράδοση με πολύ βαθιές ρίζες.
Ονόματα όπως της Αλεξανδρούπολης, της Μεσημβρίας, της Μαρώνειας, του Ιμέρου και του Φαναρίου είναι άμεσα συνδεδεμένα με τα περάσματα των ορτυκιών και την προσέλευση μεγάλου αριθμού κυνηγών κατά την περίοδο της μετανάστευσης (Σεπτέμβριος – Οκτώβριος).
Γνωστά ορτυκοτόπια των παραπάνω περιοχών αντάμειβαν επί χρόνια τους κυνηγούς των ορτυκιών με μια αξιόλογη συγκομιδή που το μέγεθός της εξαρτώταν κυρίως από την επιτυχία της αναπαραγωγής των ορτυκιών και τις επικρατούσες καιρικές συνθήκες της εκάστοτε χρονιάς που θα οδηγούσαν τα ορτύκια στα κλασικά αυτά ορτυκοτόπια.
Κάθε χρόνο συνέβαιναν τουλάχιστον δύο με τρία πολύ μεγάλα περάσματα που καταλάμβαναν όλη την περιοχή των Θρακικών παραλίων και πολλά άλλα με μικρότερους πληθυσμούς.
Τα τελευταία χρόνια και ιδίως την φετινή χρονιά δεν παρατηρήθηκαν τέτοιου είδους περάσματα στις γνωστές περιοχές και αιτία ήταν οι ηχομιμητικές συσκευές που τοποθετούνταν από ορισμένους επιτήδειους λαθροθήρες σε περιοχές μακριά από τα γνωστά ορτυκοτόπια με αποτέλεσμα να κατεβάζουν τα πουλιά σε εκείνα τα σημεία και να τα καρπώνονται οι λίγοι και σε μεγάλους αριθμούς.
Μάταια επιμένανε να επισκέπτονται τα κλασικά ορτυκοτόπια οι παραδοσιακοί κυνηγοί και να ελπίζουν σε κάποιο πέρασμα.
Ιδίως μετά της 15 Σεπτεμβρίου που το κυνήγι επιτρέπεται σε όλες τις ελεύθερες για το κυνήγι περιοχές η τοποθέτηση των συσκευών γινόταν όλο και πιο μακριά από τα ορτυκοτόπια και οι πιθανότητες να συναντήσεις στα χαμηλά ορτύκια περιορίζονταν συνεχώς.
Η κατάσταση αυτή οδήγησε μια μεγάλη μερίδα κυνηγών να πηγαινοέρχονται από μια περιοχή στην άλλη προσπαθώντας να ανακαλύψουν κάποιο σημείο που τοποθετήθηκε «μηχανάκι» για να κάνουν κάποια ορτύκια εάν και εφόσον είχαν την τύχη να προλάβουν.
Τα κινητά τηλέφωνα δίνανε και παίρνανε μεταξύ φίλων κυνηγών για την απόκτηση πληροφοριών , η ταλαιπωρία τους μεγάλωνε , το άγχος και η σύγχυση στα πρόσωπά τους ήταν εμφανής.
Στις περιοχές που μαθεύονταν ότι είχαν ρίξει τα ορτύκια, τα απογεύματα συγκεντρωνόταν τόσοι κυνηγοί που το κυνήγι πλέον γινόταν ιδιαίτερα επικίνδυνο για την ασφάλεια των κυνηγών ,αλλά και η πιθανότητα να γλιτώσουν κάποια ορτύκια ήταν αμελητέα.
Δ) Άνιση κατανομή της κάρπωσης
Η μεγαλύτερη μερίδα των ορτυκοκυνηγών δεν κατάφερε παρά να κάνει ελάχιστα πουλιά, μια άλλη μετά από μεγάλο αγώνα για την καθημερινή αναζήτηση των τόπων που «στήνονταν τα παιχνίδια» κατάφερε να συγκεντρώσει κάποια πουλιά και οι λίγοι που γνώριζαν τα πράγματα πήραν και την μερίδα του λέοντα.
Ε) Συμπεριφορά σκυλιών – ορτυκιών
Παρατηρήθηκε ότι τα ορτύκια που συσσωρεύονται σε μικρό χώρο και σε μεγάλες ποσότητες και ιδίως σε περιοχές που παρεκκλίνουν από τις συνηθισμένες πορείες τους είναι ιδιαίτερα νευρικά, πετάγονται πολλά μαζί και δύσκολα δέχονται φέρμα από το σκύλο τις πρωινές ώρες.
Αυτό πολύ πιθανόν να οφείλεται στο ότι πολλές φορές καθηλώνονται για πολλές ώρες στο ίδιο σημείο χωρίς να συνεχίζουν την πορεία τους και είναι αρκετά ξεκούραστα και στο γεγονός ότι πολλά από αυτά είναι ντόπια που προσελκύονται από τις γύρω περιοχές και ξεπετάγονται αμέσως συμπαρασύροντας και τα υπόλοιπα.
Τα σκυλιά παθαίνουν αμόκ και αρχίζουν να τρέχουν σαν τρελά στη θέα τόσων ορτυκιών.
Γι αυτό και οι δράστες κυνηγοί δεν χρησιμοποιούν τα σκυλιά τους νωρίς το πρωί παρά μόνο όταν ανέβει ο ήλιος και τα ορτύκια δέχονται ευκολότερα την φέρμα.
Και ενώ το κυνήγι του ορτυκιού ήταν το καλύτερο σχολείο για τα νεαρά σκυλιά σήμερα εάν πέσουν σε κάτι τέτοιο το πιο πιθανόν είναι να αποκτήσουν κακές συνήθειες.
Η πολιτεία και οι κυνηγετικές μας οργανώσεις πρέπει να δώσουν τη δέουσα προσοχή και να λάβουν τα μέτρα που απαιτούνται για την πάταξη του φαινομένου αυτού που αποτελεί γάγγραινα για τα σημερινά κυνηγετικά δεδομένα στη χώρα μας.
Το κυνήγι πρέπει να γίνεται με γνώμονα την γνώση του κυνηγού και την προσπάθεια που καταβάλει αυτός και ο σκύλος του και όχι με δόλο και ανέντιμα μέσα που κάποιοι ευκαιριακοί εφαρμόζουν προσπαθώντας να καλύψουν τις αδυναμίες τους να αντεπεξέλθουν στις αρετές που απαιτούνται για να είναι κάποιος πραγματικός κυνηγός.
Πηγή : Περιοδικό Κυνηγεσία και Κυνοφιλία