Θήρα στην Ελλάδα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη, ήδη από τους ιστορικούς χρόνους, με τη ζωή των κατοίκων της. Πρωτίστως βέβαια συνδυάσθηκε με την αγωγή των νέων (άθληση, παίδευση, εξάσκηση) και με την ανάγκη ικανοποίησης βασικών ανθρώπινων αναγκών (διατροφή, ένδυση, κλπ). Αυτό που πρέπει να σημειωθεί είναι το γεγονός ότι το κυνήγι ασκούσε στην αρχαία Ελλάδα μεγάλο μέρος του πληθυσμού, χωρίς κοινωνικές διακρίσεις. Το στοιχείο αυτό εξακολουθεί να ισχύει και σήμερα, εν αντιθέσει με την υπόλοιπη Ευρώπη, που το κυνήγι κατά τους προηγούμενους αιώνες αποτέλεσε ασχολία της άρχουσας τάξης και των οικονομικά εύρωστων ομάδων.
Με την πάροδο βέβαια των αιώνων και όσο πλησιάζουμε προς τη σημερινή εποχή το κέντρο βάρους μετατοπιζόταν αρχικά προς την κάλυψη διατροφικών αναγκών και κατόπιν σήμερα για την ικανοποίηση αναγκών ψυχαγωγίας και διασκέδασης του αστικού και ημιαστικού πληθυσμού. Η κοινωνιολογική αυτή, έστω και αποσπασματική, αναφορά πρέπει να συμπληρωθεί με το γεγονός ότι η θήρα ειδικά για την Ελλάδα αποτελεί βασική παραδοσιακή δραστηριότητα των κατοίκων της υπαίθρου. Η παραπάνω αυτή διαπίστωση σκιαγραφεί τους Έλληνες κυνηγούς ως ανθρώπους ασχολούμενους με τη φύση και τη θήρα, είτε για επαφή με το φυσικό περιβάλλον ως μια προσπάθεια αντιμετώπισης του φορτισμένου αστικού τρόπου ζωής τους, είτε ως συνέχιση των δεσμών τους με το φυσικό περιβάλλον, παράλληλα με τις άλλες παραδοσιακές τους δραστηριότητες, όπως της γεωργίας, της κτηνοτροφίας, της δασοπονίας, της αλιείας και των άλλων επιμέρους δραστηριοτήτων (μελισσοκομία, παραγωγή ξυλοκάρβουνου) της ελληνικής επαρχίας.
Στην Ελλάδα η παρουσία των κυνηγών επιβεβαιώνεται αριθμητικά από τον αριθμό αδειών που εκδίδονται κάθε χρόνο, μέσα από την εγγραφή τους στους κατά τόπους Κυνηγετικούς Συλλόγους (περίπου 250 σε όλη τη χώρα).
Με βάση αυτό οι κυνηγοί της χώρας είναι περίπου 300.000, χωρίς βέβαια να αποκλείεται η περίπτωση να υπάρχουν πολλά άτομα που κυνηγούν, χωρίς να βγάζουν άδεια, παρανομώντας εις βάρος των νομοταγών κυνηγών, της ελληνικής οικονομίας, του ελληνικού κράτους και του θηραματικού κεφαλαίου της χώρας. Η έκδοση άδειας θήρας αποτελεί ετήσια υποχρέωση του κυνηγού, το δε κόστος ποικίλει ανάλογα με τον τύπο της άδειας, καθώς αυτή διακρίνεται σε τοπική, περιφερειακή και εθνική. Τα ποσά είναι ανάλογα:
Τοπική: 25.500 δρχ.
Περιφερειακή: 32500 δρχ.
Εθνική: 39500 δρχ.
Τα ποσά αυτά πολλαπλασιαζόμενα επί του αριθμού των κυνηγών της χώρας δημιουργούν ένα κονδύλι μερικών δισεκατομμυρίων δραχμών. Μεγάλο μέρος αυτού καταλήγει μεν στο Ταμείο Θήρας του Υπουργείου Γεωργίας, αλλά δυστυχώς δεν χρησιμοποιείται στο σύνολό του προς εκτέλεση φιλοθηραματικών έργων και δράσεων. Αυτή η αναντιστοιχία αποτελεί αίτιο δυσαρέσκειας εκ μέρους του κυνηγετικού κόσμου και καλλιεργεί αρνητική συμπεριφορά, καθώς διαπιστώνεται ότι τα χρήματα των Ελλήνων κυνηγών δεν αξιοποιούνται από το Υπ. Γεωργίας.
Αυτή η επαπειλούμενη φημολογία πρέπει αναγκαστικά να διαψευστεί από την ίδια την ηγεσία του Υπ. Γεωργίας και να βρεθεί μόνιμος μηχανισμός ώστε να διοχετευτούν τα κονδύλια αυτά στις Περιφέρειες για την εκτέλεση φιλοθηραματικών έργων.
Πέραν των ποσών που καταλήγουν στο Ταμείο Θήρας, μέρος του κόστους έκδοσης της άδειας θήρας επιμερίζεται σε άλλα ποσά υπέρ του Δημοσίου (πάγιο τέλος χαρτοσήμου, ΟΓΑ επί χαρτοσήμου, έξοδα Τραπέζης, υπεύθυνη δήλωση), σε ενίσχυση της Ομοσπονδιακής Θηροφυλακής, σε εισφορά υπέρ του Κυνηγετικού Συλλόγου και κατά περίσταση υπέρ της Ομοσπονδίας και της Συνομοσπονδίας.
Αναλυτικά το κόστος έκδοσης της άδειας θήρας για το έτος 20002001 και ανά κατηγορία επιμεριζόταν ως εξής:
ΠΙΝΑΚΑΣ Κόστους Αδειών Θήρας (για την Μακεδονία και τη Θράκη)
Τακτικές εισφορές Τοπική Περιφερειακή Γενική
Τέλη Δημοσίου (Κ.Τ.Γ.Κ.)3000 10000 17000
Πάγιο τέλος χαρτοςήμου 5000 5000 5000
ΟΓΑ 20% επί χαρτοσήμου 1000 1000 1000
εισφορά υπέρ Συλλόγου 5500 5500 5500
Υπ. Δήλωση, χαρτ/μο (1%) 500 500 500
Ομ/κή Θηροφυλακής 6000 6000 6000
Κόστος βιβλιαρίου Θήρας
Έκτακτες εισφορές
Υπέρ Ομοσπονδίας 1500 1500 1500
Υπέρ Συλλόγου 3000 3000 3000
Σύνολο 25500 32500 39500
δεν περιλαμβάνεται η ασφάλεια κυνηγών
Στα ποσά της άδειας δεν συμπεριλαμβάνονται τα ασφάλιστρα κυνηγών. Η κυνηγετική δραστηριότητα συχνά σημαδεύεται από ατυχήματα, ορισμένα από τα οποία είναι δυστυχώς και θανατηφόρα (ατυχήματα με όπλα, πνιγμοί σε λίμνες, καταπόνηση σώματος, ακραίες καιρικές συνθήκες, καρδιακά νοσήματα, ατυχήματα σε δύσβατες ορεινές περιοχές, κλπ). Για το λόγο αυτό οι Κυνηγετικοί Σύλλογοι ασφαλίζουν τα μέλη τους.
Το ασφάλιστρο αυτό αποτελεί αντικείμενο συμφωνίας με κάποια ασφαλιστική εταιρεία και το ύψος τους εξαρτάται πέρα από τις παρεχόμενες υπηρεσίες και από τον αριθμό των μελών του εκάστοτε συλλόγου, και κατά μέσο όρο κυμαίνεται από 500 έως 1000 δρχ. ετησίως κατ΄ άτομο.
Γίνεται αντιληπτό ότι ο συνολικός τζίρος των ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιρειών ξεπερνά τα 250.000.000 δρχ., χωρίς να υπολογίζονται τα ιδιωτικά ασφαλιστικά συμβόλαια που κάνουν μεμονωμένα αρκετοί κυνηγοί για δικούς τους προσωπικούς λόγους. Παράλληλα για το θέμα των ασφαλίστρων υπάρχουν και έμμεσα αυξημένα ασφάλιστρα, είτε ως ειδικοί όροι σε ατομικά ή και οικογενειακά συμβόλαια, είτε λόγω της κίνησης των οχημάτων σε απρόσιτες περιοχές, είτε λόγω αυτής καθεαυτής της κατοχής οχημάτων ειδικών απαιτήσεων (τετρακίνητα, κ.λπ)
Παροχή και δημιουργία θέσεων εργασίας.
Η λειτουργία των κυνηγετικών οργανώσεων και η ανάληψη πολλών δραστηριοτήτων κατά συντριπτικό ποσοστό οφείλεται στην εθελοντική συμμετοχή των ίδιων των κυνηγών και μελών των Διοικητικών Συμβουλίων τους, και στην αγάπη τους για την προώθηση της κυνηγετικής ιδέας.
Οι αυξημένες πια ανάγκες, αλλά και απαιτήσεις για την προστασία του θηραματικού πλούτου της χώρας οδήγησαν πολλές από τις κυνηγετικές οργανώσεις στην στελέχωσή τους με προσωπικό, ώστε να προάγονται ευχερέστερα οι αντικειμενικοί στόχοι τους.
Το προσωπικό αυτό χρηματοδοτείται από τους ίδιους τους κυνηγούς, ανάλογα με τα έσοδα του εκάστοτε συλλόγου. Έτσι σήμερα πολλοί σύλλογοι μπορούν και απασχολούν υπαλλήλους για γραμματειακή και διοικητική υποστήριξη, προσλαμβάνουν θηροφύλακες σε εποχιακή βάση, ενώ αρκετοί τους απασχολούν σε ετήσια ή και σε μόνιμη βάση. Τα δευτεροβάθμια όργανα των κυνηγετικών οργανώσεων, δηλαδή οι Ομοσπονδίες πέραν της γραμματείας τους, απασχολούν ειδικό επιστημονικό προσωπικό, που αποτελείται από Δασολόγους και Δασοπόνους. Ειδικά η ΣΤ’ Κυνηγετική Ομοσπονδία Μακεδονίας Θράκης, ακολουθώντας τις αποφάσεις των Γενικών της Συνελεύσεων των 61 Κυνηγετικών Συλλόγων αρμοδιότητας της, διαθέτει επιστημονικό προσωπικό που αποτελείται από 4 Δασολόγους, 2 Δασοπόνους, 1 ειδικό Διοικητικό, 1 Οικονομικό Σύμβουλουπεύθυνο λογιστηρίου, ώστε να μπορεί να ασχοληθεί επιστημονικά με πολλά από τα ζητήματα που αντιμετωπίζει η θήρα σήμερα, όπως ζητήματα νομοθετικού πλαισίου, διαχείρισης δασικών και υγροτοπικών περιοχών, καταγραφής πουλιών και άλλων θηραματικών ή μη ειδών, προτάσεις βελτίωσης βιοτόπων και πολλά άλλα. Αντίστοιχο προσωπικό διαθέτουν και άλλες Ομοσπονδίες της χώρας, και ασφαλώς η Κυνηγετική Συνομοσπονδία Ελλάδας.
Από τις 1/3/2000 το προσωπικό των κυνηγετικών οργανώσεων έχει εμπλουτισθεί και από το Σώμα της Ομοσπονδιακής Θηροφυλακής, με 153 μόνιμους θηροφύλακες, που αναμένεται να είναι περίπου 200 έως την έναρξη της κυνηγετικής περιόδου 2001/2002, και να αυξηθεί ακόμη περισσότερο στο προσεχές μέλλον. Η μισθοδοσία όλου αυτού του αριθμού των υπαλλήλων γίνεται με χρήματα των κυνηγών, μέσα από την αξιοποίηση των χρημάτων έκδοσης άδειας θήρας. Ένα μέρος αυτών των χρημάτων εισπράττει εκ νέου το ελληνικό Δημόσιο, μέσα από τις αναγκαστικές ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων και εργοδοτών υπέρ των Ταμείων τους.
Η λειτουργία των Κυνηγετικών Οργανώσεων, πέραν της μισθοδοσίας του προσωπικού τους, συνοδεύεται και από τις δαπάνες λειτουργίας. Ως τέτοιες δαπάνες λογίζονται δαπάνες ενοικίασης, δαπάνες απόσβεσης ακίνητης περιουσίας, πάγιοι λογαριασμοί (ΟΤΕ, ΔΕΗ, Ύδρευσης) έξοδα συντήρησης του κτιριακού χώρου, κλπ. Σε αυτά πρέπει να προστεθούν τα έξοδα εξοπλισμού των γραφείων τόσο ως υλικοτεχνική υποδομή (οι περισσότεροι σύλλογοι διαθέτουν Ηλεκτρονικούς Υπολογιστές, συσκευή φαξ, γραφομηχανές, χρησιμοποιούν αναλώσιμα, λοιπές συσκευές, κ.ά) και επίπλωση, όσο και έξοδα εξοπλισμού με οχήματα που ανήκουν ιδιοκτησιακά σε Συλλόγους.
Σε αυτά πρέπει να προστεθούν και τα οχήματα που αγοράστηκαν πρόσφατα από την Κυνηγετική Συνομοσπονδία Ελλάδας, περισσότερα από 100, για την ενίσχυση του Σώματος της Ομοσπονδιακής Θηροφυλακής. Επιπρόσθετα η Κυνηγετική Ομοσπονδία Μακεδονίας Θράκης αγόρασε το έτος 2000 άλλα 9 τετρακίνητα οχήματα. Τα οχήματα αυτά συνδυάζονται με δαπάνες κίνησης άνω των 50.000 τον μήνα, συν τα έξοδα λιπαντικών, συντήρησης, ασφάλισης, τελών κυκλοφορίας, καθώς και φθοράς ή μείωσης της αγοραστικής τους αξίας.
Με πολύ πρόχειρους υπολογισμούς έχουμε έξοδα αγοράς άνω των 700.000.000, έξοδα συντήρησης άνω των 200.000.000 δρχ.
Οι γενικές και ειδικές δραστηριότητες των Κυνηγετικών Οργανώσεων, ασφαλώς συνοδεύονται με δαπάνες επιτέλεσης αυτών, αλλά τα έξοδα αυτά έχουν συμπεριληφθεί στους ετήσιους προϋπολογισμούς των Συλλόγων.
Πρέπει όμως να σημειωθούν ότι αποτελούν ποσά που προέρχονται από τους κυνηγούς, αποσκοπούν στην ικανοποίηση των αντικειμενικών σκοπών των κυνηγετικών οργανώσεων, αλλά παράλληλα αποτελούν ποσά που κινούν ένα κομμάτι της ελληνικής οικονομίας, είτε εξωτερικούς συνεργάτες (ειδικούς επιστήμονες, τεχνικό προσωπικό), είτε άλλες επαγγελματικές κατηγορίες. Τέτοια έργα είναι τα έργα βελτίωσης βιοτόπων, σπορές, φυτεύσεις, αναδασώσεις, οργάνωση ομάδων πυρασφάλειας, δαπάνες θηροφύλαξης, λειτουργία εκτροφείων με ευθύνη των Συλλόγων, απελευθερώσεις θηραμάτων, μικρά έργα (ποτίστρες, παροχή τροφής σε θηράματα κατά τη διάρκεια κακών καιρικών συνθηκών, κλπ).
Κάθε φιλοθηραματικό έργο των Κυνηγετικών Οργανώσεων εγκρίνεται από την αρμόδια δασική αρχή και η εκπόνησή του πιστοποιείται από επίσημο πρακτικό του αρμόδιου Δασαρχείου.
Υπενθυμίζεται ότι τα οικονομικά στοιχεία λειτουργίας του κάθε Συλλόγου υπόκεινται σε ετήσιο έλεγχο από το Δασαρχείο και το Υπ. Γεωργίας, με ποινικές κυρώσεις σε περίπτωση παραβάσεων. Επίσης ότι το 50% των εισφορών του πρέπει ο Κυνηγετικός Σύλλογος να το διαθέτει σε φιλοθηραματικά έργα, μέσα στο επόμενο έτος από την είσπραξη αυτών των χρημάτων.
Αναφέρεται επίσης η συμβολή του κυνηγιού στη δημιουργία αλλά και η συντήρηση θέσεων εργασίας σε διάφορους επιχειρηματικούς τομείς, βιοτεχνίες, οικογενειακές επιχειρήσεις, κ.λπ. Σε εργασία που πραγματοποίησε η Πανευρωπαϊκή Συνομοσπονδία Κυνηγετικών Οργανώσεων (FACE) εκτιμά ότι κατά μέσο όρο δημιουργείται μια θέση εργασίας ανά 65 κυνηγούς. Αυτό το εκπληκτικό ποσοστό 1/65 σε εθνικό επίπεδο σημαίνει περισσότερες από 4.000 μόνιμες θέσεις εργασίας και σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης πάνω από 100.000 θέσεις εργασίας.
Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι η οργάνωση των κυνηγών στους 250 και πλέον Κυνηγετικούς Συλλόγους συνδυάζεται και με προσφορά έργου. Εργαζόμενοι εθελοντικά χιλιάδες κυνηγοί συμμετέχουν σε έργα βελτίωσης βιοτόπων, παροχής τροφής και νερού σε θηλαστικά.
όταν υπάρχουν δυσμενείς καιρικές συνθήκες, περιπολίες, πυρασφάλεια, ακόμη και κατασκευή έργων (υποδομές, ταϊστρες, ποτίστρες, εκτροφεία θηραμάτων, αναδασώσεις, κλπ). Η εθελοντική εργασία δεν δημιουργεί κόστος αφού παρέχεται δωρεάν, πέραν ίσως των οργανωτικών εξόδων συντονισμού που αναλαμβάνουν οι εκάστοτε Σύλλογοι. Πρέπει όμως να επισημανθεί ότι αρωγός είναι, τις περισσότερες φορές, η τοπική δασική υπηρεσία, και η εθελοντική εργασία αυξάνει την αποτελεσματικότητα των δράσεων της Πολιτείας.
Οικονομική διάσταση της δραστηριότητας της θήρας ανά μεμονωμένο κυνηγό
Παρουσιάσθηκε προσέγγιση της σημασίας της λειτουργίας των κυνηγετικών οργανώσεων για την εθνική και την τοπική οικονομία. Ουσιαστικά τονίσθηκαν οι τίτλοι άμεσων επιδράσεων, που προσδιορίζονται αντικειμενικά και εν μέρει εύκολα. Τέτοιοι υπολογισμοί αποτελούν αντικείμενο οικονομικής μελέτης και δεν αφορούν βέβαια τους σκοπούς του παρόντος κειμένου.
Οι ουσιαστικοί τροφοδότες παραμένουν πάντοτε οι κυνηγοί, των οποίων οι μεμονωμένες κινήσεις και δαπάνες, δημιουργούν ένα τεράστιο οικονομικό μέγεθος, που είναι κατά δεκάδες φορές πολλαπλάσιο από τα απλά έξοδα έκδοσης άδειας θήρας.
Πρόχειρες εκτιμήσεις διατυπώνουν ότι ο κάθε Έλληνας κυνηγός δαπανά κατά μέσο όρο κάθε έτος από 800.000 έως 1.000.000, που μεταφράζονται ως ένα συνολικό ποσό μεγαλύτερο των 250 δισεκατομμυρίων δραχμών. Χρημάτων υπαρκτών, φορολογήσιμων μέσω όλων των συναλλαγών και αγορών, που αποτελούν ένα σοβαρό στοιχείο της ελληνικής οικονομίας.
Μόνο ως θέματα που προκαλούν έξοδα και δαπάνες, και πέραν της έκδοσης άδειας θήρας, αναφέρονται τα εξής:
Κατοχή, διατροφή, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη κυνηγετικών σκύλων
Λοιπά έξοδα συντήρησης, περίθαλψης, περιποίησης και ικανοποίησης βασικών αναγκών διαβίωσης των κυνηγετικών σκυλιών, καθώς και λοιπά έξοδα εξοπλισμού της διαμονής, μετακίνησης μαζί με τα σκυλιά, προφύλαξης, κλπ. Ενδεικτικά αναφέρονται σκυλοτροφές, εμβόλια, κτηνιατρικές αγωγές και χειρουργικές επεμβάσεις, σκυλόσπιτα, ειδικά τρέιλερ μεταφοράς, κολάρα, φίμωτρα, λουριά, αλυσίδες, λοιπά σκεύη, κ.ά. Η σχέση του Έλληνα κυνηγού με το σκύλο του είναι παροιμιώδης, διακρίνεται για την αμοιβαία αγάπη και αφοσίωση, και όσο και αν δεν υπάρχουν στοιχεία είναι βέβαιο ότι η συντριπτική πλειοψηφία των κυνηγών είναι τυπικοί και πολλάκις σχολαστικοί με την περιποίηση των σκύλων τους.
Προφορικές πληροφορίες εκτιμούν για περισσότερες από 20.000 δρχ. τον χρόνο. Στα παραπάνω πρέπει να συμπληρωθούν ότι η μεγάλη μερίδα των Ελλήνων κυνηγών έχουν σκύλο (περισσότερο από 80%), πολλοί κατέχουν περισσότερα από 1 σκύλο (και δύο και τρεις, ακόμη και τέσσερις). Ενδεικτικοί υπολογισμοί:
150.000 κυνηγοί Χ 20.000 δρχ Χ 12 μήνες = 36.000.000.000
35.000 κυνηγοί Χ 20.000 Χ 12 μήνες = 8.400.000.000
(που έχουν 2 σκύλους)
10.000 κυνηγοί Χ 20.000 Χ 12 μήνες = 2.400.000.000
(που έχουν 3 σκύλους)
5.000 κυνηγοί Χ 20.000 Χ 12 μήνες = 1.200.000.000
(που έχουν 4 σκύλους)
Σύνολο 48.000.000.000 δρχ.
Δεν υπολογίζονται τα έξοδα αγοράς σκύλου, τα οποία κυμαίνονται από 50.000 έως 2.000.000 δρχ., με μέση τιμή αγοράς περίπου 200.000 έως 400.000 δρχ. Πολλοί βέβαια αγοράζουν σκυλιά σε πολύ νεαρή ηλικία ή ακόμη τα παίρνουν δωρεάν.
Κατά μέσο όρο ο κάθε κυνηγός, προβαίνει σε αλλαγή σκύλου (λόγω γήρανσης, θανάτου, ασθένειας, απώλειας, κλπ) περίπου κάθε 7 χρόνια.
Με την μικρότερη τιμή μέσου όρου (200.000 δρχ.) έχουμε 200.000 / 7 χρόνια = περίπου 28.571 δρχ. ως ετήσιο επιμερισμένο κόστος. Αν υποθέσουμε ότι μόνο οι μισοί από τους κυνηγούς προβαίνουν σε αγορά σκύλου έχουμε:
28.571 Χ 125.000 κατόχους σκύλων = περίπου 3.571.400.000 δρχ.
Το ποσό αυτό γίνεται περίπου 4,5 δις αν υπολογίσουμε και αυτούς που έχουν 2, 3 και 4 σκύλους. Στα ποσά σχετικά με την κατοχή σκύλου πρέπει να συμπεριληφθούν η εκπαίδευση σκύλων, που αρκετοί κυνηγοί επιλέγουν ειδικούς εκπαιδευτές, και η συμμετοχή σε κυνολογικούς συλλόγους.
Ατομικά έξοδα κίνησης, διαμονής, διατροφής
Υποθέτοντας ότι στην εξάμηνη διάρκεια της κυνηγετικής περιόδου ο κάθε κυνηγός πηγαίνει για κυνήγι τουλάχιστον 2με3 φορές τον μήνα, τότε οι ελάχιστοι υπολογισμοί είναι ότι ο κάθε κυνηγός βγαίνει για κυνήγι 15 φορές τον χρόνο. Η πλειοψηφία βέβαια των κυνηγών ασκεί συχνότερα το αγαπημένο του χόμπι, αλλά συνεχίζοντας αυτόν τον απλοϊκό συλλογισμό, έχουμε (250.000 κυνηγούς Χ 15 ημέρες ετησίως) = 3.750.000 ημέρες εξόδου. Ας υποθέσουμε ότι ο κάθε κυνηγός ξοδεύει σε κάθε ημερήσια έξοδό του περίπου 10.000 δρχ (για φαγητό, καφέ, προμήθειες, έξοδα κίνησης, διόδια, βενζίνη, τηλέφωνα επικοινωνίας με το σπίτι του, κλπ.), που γίνεται αντιληπτό ότι μεγάλο μέρος των κυνηγών ξοδεύει αρκετά περισσότερα. Τότε έχουμε τον εξής υπολογισμό:
(3.750.000 ημέρες Χ 10.000 δρχ/ημέρα)= 37.500.000.000 δρχ
Με τους απλούστερους λοιπόν υπολογισμούς έχουμε 37,5 δισεκατομμύρια δραχμές, που δαπανούν οι Έλληνες κυνηγοί, και καταλήγουν κυρίως στην τοπική οικονομία.
Αν υποθέσουμε ότι τουλάχιστον τα 4/5 των κυνηγών διαθέτουν μόνο ένα Σαββατοκύριακο τον χρόνο για κυνήγι, που μεταφράζεται σε 3 διανυκτερεύσεις τουλάχιστον για 200.000 κυνηγούς, τότε έχουμε με τους ελάχιστους υπολογισμούς
200.000 κυνηγοί Χ 3 διανυκτερεύσεις = 600.000 διανυκτερεύσεις ετησίως.
Αν υπολογίσουμε ότι η κάθε διανυκτέρευση στοιχίζει 10.000 (υποθέτοντας ότι δεν κοιμούνται όλοι σε ξενοδοχεία ή ξενώνες, αλλά κατασκηνώνουν και στην ύπαιθρο), όπου τα έξοδα αυτά αφορούν το νυκτερινό τους γεύμα, αφού το ημερήσιο γεύμα έχει συμπεριληφθεί στον προηγούμενο υπολογισμό των ημερήσιων εξόδων, και έξοδα προετοιμασίας και εξοπλισμού για διανυκτέρευση (αναλώσιμα, λοιπά τρόφιμα, είδη καθαρισμού και καθαριότητας, γκαζάκι, και δεκάδες άλλα μικροέξοδα εξοπλισμού, καθώς και οι αποσβέσεις αγορών αντίσκηνου και ειδών νυκτερινής διαβίωσης).
Τότε έχουμε:
600.000 διανυκτερεύσεις Χ 10.000 δρχ = 6.000.000.000 δρχ.
Στα 6 δισεκατομμύρια δεν υπολογίζονται τα έξοδα διαμονής σε ξενώνες.
Βέβαια οι περισσότεροι μένουν σε καταλύματα, τότε έχουμε:
(150.000 κυνηγοί) Χ (3 διανυκτερεύσεις) Χ 10.000 κόστος ξενώνα = 4.500.000.000 δρχ.
Συνολικό ημερήσιο κόστος εξόδου 37.500.000.000
Συνολικές δαπάνες για διανυκτερεύσεις σε ξενώνες 4.500.000.000
Συνολικά έξοδα κυνηγών για 1 Σαββατοκύριακο 6.000.000.000
ΣΥΝΟΛΟ 48.000.000.000
Τα 48 δισεκατομμύρια πηγαίνουν κατά γενική ομολογία άμεσα στην τοπική οικονομία, στους ανθρώπους της υπαίθρου, και ουσιαστικά συντηρούν αυτές τις περιοχές κατά τους δύσκολους μήνες, που οι καιρικές συνθήκες επιτείνουν στις περιοχές αυτές την αίσθηση της απομόνωσης. Σε πολλές περιοχές το κυνήγι αποτελεί τη βασική και εν μέρει τη μοναδική ανθρώπινη δραστηριότητα
Τα ποσά αυτά είναι τα ελάχιστα υπολογισμένα, και γίνεται αντιληπτό, ότι είναι κατά πολύ μεγαλύτερα, σε πλείστες περιπτώσεις, που η διαμονή γίνεται σε ακριβότερους ξενώνες, η διατροφή κινείται σε ακριβότερη βάση, οι εξοπλισμοί είναι πιο πλούσιοι, οι μετακινήσεις είναι πιο μακρινές, περιλαμβάνουν μετάβαση σε νησιωτικές περιοχές, και πολλές άλλες περιπτώσεις που πιθανόν να μην είναι εξεζητημένες, αλλά εν τέλει γενικευμένες. Ακόμη και έτσι όμως τα οικονομικά μεγέθη είναι εντυπωσιακά.
Αν σκεφθούμε ότι το Υπουργείο Γεωργίας αδικαιολόγητα έχει κάνει ενέργειες για περικοπή του κυνηγιού κατά 1 μήνα, τότε αυτή του η βούληση μεταφράζεται στο 1/6 αυτών των ποσών, δηλαδή 8 δισεκατομμύρια δραχμές. Έτσι αβίαστα οι ιθύνοντες της ελληνικής πολιτείας κόβουν τουλάχιστον 8 δισεκατομμύρια από την πολύπαθη ελληνική επαρχία, λες και έχουν μηχανισμούς αντισταθμιστικούς για αυτή την οικονομική ζημία των ξεχασμένων Ελλήνων της υπαίθρου.
Έξοδα εξοπλισμού
Τα χρήματα που δαπανά ο Έλληνας κυνηγός για εξοπλισμό και για καλύτερη άσκηση της δραστηριότητας της θήρας, δεν μπορούν να υπολογισθούν, ούτε καν με απλοϊκούς συλλογισμούς, όπως συνέβη στις προηγούμενες περιπτώσεις. Αυτό είναι αντικείμενο ειδικής μελέτης, αλλά έστω και επιχειρηματολώντας, στο παρόν άρθρο θα αναφερθούν αντικείμενα που προκαλούν δαπάνες στον κάθε κυνηγό. Μια αναλυτική μελέτη θα μπορούσε να καθορίσει ακόμη και τα ακριβή ποσά.
Κατοχή κυνηγετικών όπλων.
Ο κάθε κυνηγός είναι κάτοχος κυνηγετικού όπλου, ενώ μεγάλο ποσοστό έχουν περισσότερα από 1 όπλα. Δαπάνη αγοράς ανάλογα με τον τύπο του όπλου από 100.000 δρχ έως 1.500.000, ενώ υπάρχουν και ιδιαίτερα όπλα, που η αγορά τους κοστίζει μέχρι και 10.000.000 δρχ. Η δαπάνη αγοράς βαρύνει τον κάθε κυνηγό κατά μέσο όρο 1με2 φορές στη διάρκεια της ζωής τους, εκτός από αυτούς που για ειδικούς λόγους αγοράζουν και αλλάζουν όπλα συχνότερα.
Ακόμη πολλοί έχουν λοιπό εξοπλισμό, όπως σκόπευτρα, ειδικά μαχαιράκια, κ.ά.
Συντήρηση κυνηγετικού όπλου.
Η χρήση του όπλου συνδυάζεται με έξοδα αγοράς φυσιγγίων. Περίπου το ελάχιστο κόστος ημερήσιας χρησιμοποίησης φυσιγγίων είναι 3000 δρχ. Με 15 ημέρες εξόδου έχουμε:
3.000 Χ 15 ημ. Χ 250.000 κυνηγοί = 11.250.000.000 δρχ.
Ακόμη έχουμε έξοδα φυσιγγιοθηκών, θήκης όπλου, οπλοβαστού, καθαριστικά, λιπαντικά που σε ετήσια βάση δημιουργούν κόστος περίπου 3000 δρχ ετησίως.
Επομένως 250.000 Χ 3.000 = 750.000.000 δρχ
Το ποσό αυτό πρέπει να πλησιάζει περίπου το 1 δις αν συνυπολογισθεί ότι πολλοί κυνηγοί έχουν διπλάσια ή τριπλάσια έξοδα, λόγω κατοχής περισσότερων
όπλων.
Κατοχή αυτοκινήτου
Η προσέγγιση αυτή είναι σχεδόν αδύνατη. Μεγάλο μέρος των κυνηγών χρησιμοποιούν αγροτικά αυτοκίνητα, καθώς ο συνδυασμός της ιδιότητας του αγρότη με αυτή του κυνηγού είναι έντονος. Γενική διαπίστωση είναι ότι η κατοχή αυτοκινήτου είναι επιβεβλημένη, και κυρίως η κατοχή οχήματος με δυνατότητα κίνησης σε άσχημες οδικές συνθήκες. Το κόστος αγοράς, κατοχής και συντήρησης τέτοιων αυτοκινήτων είναι ιδιαίτερα υψηλό, αλλά συνολικό οικονομικό μέγεθος δεν μπορεί να εκτιμηθεί, καθώς είναι άγνωστος ο αριθμός κυνηγών που κατέχουν τέτοια αυτοκίνητα. Πέραν των ασφαλίστρων, των τελών κυκλοφορίας, της κατανάλωσης καυσίμων ανά χιλιόμετρο κίνησης, και λοιπών πάγιων δαπανών, τα αυτοκίνητα αυτά έχουν υψηλό κόστος για τα απαιτούμενα αξεσουάρ. Οι περισσότεροι κάτοχοι οχημάτων σίγουρα μεριμνούν σχολαστικά για την ύπαρξη βοηθημάτων, που δεν θα δυσχεραίνουν την παραμονή τους στους κυνηγότοπους, και συχνά τα εξοπλίζουν με κοτσαδόρους, μηχανές ρυμούλκησης, καλής ρεζέρβας και καλύπτρας, τρέϊλερ, σχάρα οροφής, ειδικούς καθρέφτες, ενισχυμένες ζάντες και ελαστικά, κ.ά. Η συχνότητα αλλαγής των αξεσουάρ και αγοράς καινούριου οχήματος, είναι περίπου κάθε 8με10 χρόνια, το οποίο στη δεκαετία μεταφράζεται σε μερικά εκατομμύρια ανά κυνηγό, και σε αρκετές εκατοντάδες χιλιάδες ετησίως. Δεν είναι δυνατόν κάποια προσέγγιση, αλλά γίνεται αντιληπτό ότι τα ποσά είναι αρκετών δισεκατομμυρίων ετησίως. Ακόμη και 200.000 να είναι το ετήσιο κόστος, έχουμε σύνολο άνω των 50 δις
Ρουχισμός
Και σε αυτή την περίπτωση ο προσδιορισμός είναι αδύνατος, και ειδική μελέτη, μόνο προσέγγιση θα έδινε. Είναι κοινά αποδεκτό ότι τα κυνηγετικά είδη ρουχισμού και υπόδυσης είναι πολλά και δημιουργούν έναν μακρύ κατάλογο. Ξεκινώντας τόσο από τα απλά ρούχα εξόδου, τα ζεστά μπουφάν, γιλέκα, και δεκάδες είδη ένδυσης, καταλήγουμε σε είδη ακόμη και ειδικών έως υπερβολικών απαιτήσεων (αδιάβροχα γάντια, ηλεκτροθερμαινόμενες καλτσες, κλπ.). Παράλληλα τόσο η συνεχώς βελτιούμενη παραγωγή προϊόντων, η καταναλωτική έκρηξη, όσο και η ευκολότερη προβολή τέτοιων ειδών, έχει οδηγήσει σε αύξηση των δαπανών για αγορά κυνηγετικών ειδών. Μια μελέτη θα οδηγούσε σε οικονομικά μεγέθη ιδιαίτερα μεγάλα.
Αγορά κυνηγετικών εντύπων.
Πολλοί κυνηγοί είναι συνδρομητές ή αγοράζουν κάποιο από τα πολλά κυνηγετικά περιοδικά. Το κόστος αυτό δεν είναι αμελητέο, καθώς συντηρεί τόσα ειδικά έντυπα, ενώ έχει οδηγήσει και στο ειδικό ένθετο της εφημερίδας ΕΘΝΟΣ (ΕΘΝΟΣ ΚΥΝΗΓΙ), που σε κάθε φύλλο του ξεπερνά τα 100.000 φύλλα. Τα ποσά αυτά είναι μεν μικρά αλλά επιτρέπουν την απρόσκοπτη κυκλοφορία των περιοδικών, τη λειτουργία τους, τη μισθοδοσία των υπαλλήλων τους και την προσέλκυση δεκάδων επιχειρήσεων που πρόθυμα πληρώνουν για τη διαφήμιση των κυνηγετικών ειδών και υπηρεσιών τους.
Επιχειρήσεις που βασίζονται αποκλειστικά στην ύπαρξη του κυνηγίου.
Είναι όντως πολλές αυτές οι επιχειρήσεις και διακρίνονται τόσο σε επιχειρήσεις πώλησης κυνηγετικών ειδών, σε επιχειρήσεις παραγωγής τέτοιων ειδών, επιχειρήσεις εισαγωγής ειδών, κ.λπ. Κύκλος εργασιών τεράστιος, με μεγάλο υπαλληλικό προσωπικό. Η ύπαρξη της ΠΕΒΕΚΕ, της Πανελλήνιας Ένωσης Βιοτεχνών Επαγγελματιών Κυνηγετικών Ειδών επιβεβαιώνει αυτό και θα μπορούσε να δώσει αναλυτικά στοιχεία. Παράλληλα υπάρχουν αρκετές παράλληλες δραστηριότητες όπως η παραγωγή και η πώληση βιντεοταινιών, διοργάνωση εμπορικών εκθέσεων, η εκπαίδευση, η συμμετοχή σε άλλους συλλόγους (σκοπευτικούς, κυνολογικούς) και δεκάδες άλλα παραδείγματα.
Κυνήγι σε ελεγχόμενες κυνηγετικές περιοχές (ΕΚΠ).
Η επιλογή για κυνήγι σε ελεγχόμενες κυνηγετικές περιοχές συνδυάζεται με επιπλέον κόστος για τον κυνηγό. Το κόστος αυτό αφορά τόσο τα τέλη εισόδου, όσο και τα τέλη για κάθε είδος που θηρεύεται. Για κάποια είδη τριχωτών θηραμάτων τα τέλη είναι από 80.000 (αγριογούρουνο) έως 100.000 (ζαρκάδι). Τα δε τέλη εισόδου διαφέρουν από ΕΚΠ σε ΕΚΠ, και κυμαίνονται από 2.500 δρχ έως και πάνω από 10.000, αλλά σε ορισμένες περιοχές υπάρχει καθεστώς προείσπραξης και μελλοντικών (εισόδων), όπως στην περιοχή του Κόζιακα (σχεδόν 10 εισόδους).
Η δραστηριότητα της θήρας σε αυτές τις ειδικές περιπτώσεις δημιουργεί επιπλέον δαπάνες για τον κυνηγό, αλλά και επιπλέον έσοδα για το ελληνικό δημόσιο. Τα έσοδα καταλήγουν στο Ταμείο Θήρας, Βέβαια σύμφωνα με ειδικές εργασίες η λειτουργία των ΕΚΠ είναι οικονομικά προβληματική, και για αυτό απαιτείται αναμόρφωση της λειτουργίας τους και ειδική οικονομοτεχνική μελέτη βιωσιμότητας σε οποιαδήποτε πρόταση δημιουργίας νέων Ελεγχόμενων Κυνηγετικών Περιοχών.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ:
Μέσα από τους απλούς υπολογισμούς και τις προαναφερθείσες σκέψεις γίνεται φανερό ότι η άσκηση της θήρας στην Ελλάδα, πέρα από την ύπαρξη τουλάχιστον 250.000 εγγεγραμμένων κυνηγών, αποτελεί ένα μεγάλο οικονομικό κεφάλαιο. Η αντιμετώπιση λοιπόν όλων των ζητημάτων της θήρας, πρέπει να γίνεται κατά πρώτον με τις σύγχρονες αρχές διαχείρισης της άγριας πανίδας και των φυσικών όρων, κατά δεύτερον λαμβάνοντας υπόψη τις οικονομικές και κοινωνικές διαστάσεις.
Στο παρόν κείμενο έγιναν αναφορές σε θέματα, που προσδίδουν τεράστια οικονομική σημασία στη Θήρα, τόσο για τους κατοίκους της υπαίθρου, όσο και γενικότερα για την ελληνική οικονομία. Τα νούμερα που με την ελάχιστη και απλή μορφή προσεγγίστηκαν είναι μεγάλα, δεν θα τα παραθέσουμε για να δημιουργήσουμε αθροίσματα εντυπώσεων, διότι ακόμη και αυτό το άθροισμα οδηγεί σε εκπληκτικά μεγάλο μέγεθος. Ευελπιστούμε ότι μέσα από μια σοβαρή οικονομική μελέτη θα μπορούσαν να δοθούν αξιόλογα και αξιόπιστα στοιχεία, και η ΣΤ’ ΚΟΜΑΘ πολύ πρόθυμα θα μπορούσε να βοηθήσει σε αυτό. Ο στόχος άλλωστε του παρόντος άρθρου είναι να συμβάλλει στην κατανόηση της οικονομικής σημασίας της θήρας και όχι στην όποια προσέγγιση οικονομικής αξίας.
Αντί λοιπόν αυτό το τεράστιας σημασίας αντικείμενο να αναπτυχθεί, ώστε και η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος να επιτυγχάνεται, και η αύξηση του θηραματικού κεφαλαίου να επιτελείται, αλλά και ο σχεδιασμός για την πρόοδο της οικονομίας να συντελείται, υπάρχει δυστυχώς η αντίληψη ότι αντιμετωπίζεται εντελώς πρόχειρα.
Είναι φανερό ότι ως βασικός τροφοδότης της εθνικής οικονομίας το κυνήγι πρέπει να διαφυλαχθεί, οι αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες και ειδικά η κεντρική διοίκηση του υπουργείου Γεωργίας, να ασχοληθεί με τη θήρα, όχι ως πάρεργο, ούτε ως εξιλαστήριο θύμα για την ικανοποίηση των αντικυνηγετικών επιδιώξεων των οικολογικών οργανώσεων ή άλλων, αλλά ως ένα ουσιαστικό και θεμέλιο στοιχείο, ένα γνωστικό αντικείμενο που πρέπει να προαχθεί, μέσα και από την πρόοδο της έρευνας σε πανεπιστημιακό επίπεδο, της παρεχόμενης γνώσης και της ενίσχυσης των φιλοθηραματικών φορέων.
Ειδικά η συμβολή των Κυνηγετικών οργανώσεων είναι, και μπορεί να είναι ακόμη περισσότερο, ουσιαστική, μέσα από την αγαστή συνεργασία με τις δασικές υπηρεσίες, το υπουργείο Γεωργίας, τους φορείς αυτοδιοίκησης, τα ερευνητικά και εκπαιδευτικά ιδρύματα και όλους τους περιβαλλοντικούς φορείς και παραγωγικούς φορείς. Τα οικονομικά μεγέθη, σε συνδυασμό με τον τεράστιο φυσικό πλούτο της χώρας μας, επιτάσσουν για τη σοβαρή και ενδελεχή ενασχόληση με τη Θήρα, έστω και τώρα.
Κυριάκος Σκορδάς
KOMΑΘ