Aυτό το κυριακάτικο πρωινό με βρίσκει βαριεστημένο σ' έναν παράδρομο της Κηφισίας να περιμένω ένα φίλο όταν ξαφνικά πίσω από τη βουή και τον ενοχλητικό θόρυβο της λεωφόρου διακρίνω ένα υπέροχο κελάηδισμα που μου είναι αρκετά οικείο. Εντείνω την προσοχή μου και πράγματι βεβαιώνομαι ότι πρόκειται για το ανοιξιάτικο τραγούδι κάποιου κότσυφα. Ενός κότσυφα που επέλεξε να φτιάξει τη φωλιά του σε ένα κήπο ελάχιστων τετραγωνικών μέτρων, περιτοιχισμένο από τα μεγαθήρια που οι άνθρωποι έχτισαν επιδεικνύοντας την δύναμη τους, και που αποφάσισε να σταθεί σε ένα ψηλό κλαδί μιας λεύκας και να τραγουδήσει τον ερωτά του με όλη τη μαεστρία και τη μουσικότητα της φωνής του.
Πλησιάζω το θαρραλέο κιτρινομύτη και τον βλέπω καμαρωτό μπροστά από τους γυάλινους τοίχους να συνεχίζει την εκτέλεση της μυστικής του παρτιτούρας αδιαφορώντας παντελώς τόσο για εμένα που ήμουνα πλέον ελάχιστα μέτρα δίπλα του, όσο και για τους άλλους συμβίους μου σε αυτή την πόλη που έτρεχαν δίχως τελειωμό και νόημα γύρω του.
Σκέφτομαι ότι είμαι τυχερός που μπορώ να απολαμβάνω όλο και συχνότερα τον τελευταίο καιρό το τραγούδι αυτού του παράξενου ταξιδιώτη σε όλο και πιο απίθανα μέρη, δείγμα πως εξαπλώνεται και αυξάνονται οι πληθυσμοί του ακόμα και μέσα στις πόλεις, ενώ παράλληλα αναρωτιέμαι από πού τάχα μας ήρθε, από ποια μακρινή χώρα του βορά. Μήπως δεν πρόκειται για έναν μυστηριώδη ταξιδιώτη και αυτά δεν είναι παρά αποκυήματα της φαντασίας μου; Μήπως τελικά γεννήθηκε στον παραδιπλανό κήπο.
Γιατί άλλοτε επιλέγει να μεταναστεύσει χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από τον τόπο που γεννήθηκε δείχνοντας μια κίνηση και μια περιοδικότητα πολύ γνωστή σε κάθε κυνηγό που τον συναντά σε σμήνη ανακατωμένο με εκατοντάδες τσίχλες να διασχίζει τις βουνοκορφές και να πέφτει πεινασμένος στους αμπελώνες, ενώ άλλες φορές παραμένει πιστός στην ασφάλεια του κήπου ή του Κισσού που γεννήθηκε παραμένοντας εκεί όλο το χρόνο ή και πολλά χρόνια ακόμα αν χρειαστεί.
Γιατί δηλαδή κάποια πουλιά επιμένουν να μεταναστεύουν τακτικά κάθε χρόνο ενώ άλλα βολεμένα κάτω από το μπαλκόνι του σπιτιού μας προτιμούν να βλέπουν τις εποχές να περνούν αγνοώντας τις απέλπιδες προσπάθειες των ομοίων τους για μια καλύτερη τύχη; Κι αν υποθέσουμε ότι το πουλί αυτό είναι αποδημητικό, όπως οι περισσότεροι γνωρίζουμε, τότε πως θα χαρακτηρίζαμε τα πουλιά που δεν φεύγουν ποτέ για να ταξιδέψουν ή αυτά που ενώ συμπεριφερόντουσαν σαν επιδημητικά για χρόνια κάποια ωραία στιγμή αποφάσισαν να μεταναστεύσουν και αντίστροφα.Το πράγμα μπερδεύεται αρκετά.
Ησυχάστε όμως γιατί οι έρευνες τα τελευταία χρόνια έχουν κάνει θαύματα και έχουν καταλήξει σε ορισμένα πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα που πολύ απλά ανατρέπουν όλα όσα οι περισσότεροι θεωρούμε ότι γνωρίζουμε.
Ο γνωστός σε όλους μας κότσυφας ή μαυροπούλι δεν είναι παρά ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ενός είδους που οι επιστήμονες ονομάζουν ως μερικώς αποδημητικό ή καλύτερα στην αγγλική ως partial migratory και που παρόλα αυτά συμπεριφέρεται ως επιδημητικό σε ορισμένες γεωγραφικές περιοχές της κατανομής του. Στις περιοχές που αναπαράγεται στη Μεσόγειο και στον Ατλαντικό είναι ένα επιδημητικό πτηνό ή μερικώς αποδημητικό, το οποίο όμως δεν ήταν πάντοτε έτσι. Εδώ αρχίζουν τα παράδοξα. Μετά την επανεγκατάστασή του στην Ευρώπη μετά το τέλος της εποχής των παγετώνων και μέχρι τον 19° αιώνα ο κότσυφας ήταν ένα αμιγώς μεταναστευτικό πουλί, όπως οι περισσότεροι έχουμε ακόμη στο μυαλό μας. Αργότερα έγινε μερικώς αποδημητικό και σήμερα οι επιστήμονες, όπως αναφέρει στο εξαίρετο βιβλίο του για τη μετανάστευση ο Peter Berthold, παρατηρούν επιδημητικούς πληθυσμούς που τείνουν να υπερισχύσουν των άλλων όσο η αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη, ή αυτό που ονομάζουμε ως Global warming λόγω του φαινόμενου του θερμοκηπίου και των ρύπων, συνεχίζεται. Τέτοιες αλλαγές δεν είναι εύκολο να εξηγηθούν αν και παρατηρούνται σε πολλά είδη.
Ένα ενδιαφέρον παράδειγμα είναι το γνωστό σε πολλούς Σκαρθάκι (Serinus serinus) ή αγριοκανάρι ή μπασταρδοκάναρο, ένα μικρό πρασινοκίτρινο πουλί το οποίο αν και ήταν είδος κυρίως της περιοχής της Μεσογείου άρχισε να επεκτείνεται βορειότερα από το 1800 μέχρι που το 1925 φωλεοποίησε για πρώτη φορά στη βόρειο Γερμανία και αργότερα στην Σκανδιναβία. Καθ' όλη αυτή τη διαδικασία ένα μερικώς αποδημητικό πουλί μετατράπηκε σε ένα καθαρά αποδημητικό με σαφούς βόρειες τάσεις αποδημίας μέχρι που σήμερα το Σκαρθάκι παραμένει όλο και περισσότερο στα μέρη που αναπαράγεται όλο το χειμώνα κυρίως λόγω των σύγχρονων κλιματικών αλλαγών.
Αν και έχουν διατυπωθεί πολλές θεωρίες για αυτές τις πραγματικά εντυπωσιακές αλλαγές που σχετίζονται με γενετικούς κώδικες, διαδικασίες προσαρμογής, αλλαγές που έχει επιφέρει ο άνθρωπος και άλλους παράγοντες είναι γεγονός ότι η αποδημητική συμπεριφορά ενός είδους μπορεί να αλλάξει πολύ γρήγορα, μόλις μέσα σε 3-6 γενιές!
Δεν μπορώ να φανταστώ βέβαια ότι μπορεί να έρθει η εποχή που θα αρχίσουν να ...αποδημούν οι ορεινές πέρδικες από τις βουνοκορφές μας - ούτε για αστείο- αλλά νομίζω ότι είναι καιρός να αναθεωρήσουμε τις απόψεις μας για ότι πιστεύαμε ότι είναι η αποδημία ή οι μετακινήσεις των πουλιών.
Οι κυνηγοί είναι άλλωστε δεκτικοί σε κάτι τέτοιο αφού δεν έχουν δει λίγα παράδοξα τα μάτια τους. Θυμάμαι την έκπληξη που δοκίμασα όταν νέος κυνηγός ακόμη και ενώ περίμενα να ξεπεταχτεί ένα ορτύκι στη μοναδική φέρμα του ομολογουμένως ...νεραϊδοπαρμένου σκύλου μου, είδα αντί για ορτύκι να πετιέται μια μαύρη νερόκοτα, η οποία εφονεύθη πάραυτα από κάποιον της ...ταξιαρχίας μας σε ένα τυπικό ορτυκοκυνήγι στα Λεγραινά. Κι αυτή δεν ήταν μια μεμονωμένη περίπτωση αφού είναι σε όλους γνωστή η συνήθεια αυτών των δύο διαφορετικών πουλιών, τόσο από άποψη οικολογικών απαιτήσεων όσο και τροφής, βιοτόπου κτλ, να ακολουθούν τις ακτογραμμές με αποτέλεσμα να τα βρίσκουμε στα ίδια μέρη μαζί την εποχή της αποδημίας τους.
Και η νερόκοτα επίσης, όπως ο κότσυφας που προαναφέραμε, απαντάται σε πληθυσμούς και σε άτομα που αποδημούν και σε άλλα που επιλέγουν να ξεχειμωνιάσουν σε ένα μέρος και να περάσουν εκεί όλη τους τη ζωή.
Αυτή η σχετικότητα και το μυστήριο επίσης που δημιουργεί αυτή η τόσο διαφορετική συμπεριφορά πουλιών του ίδιου είδους έχει προβληματίσει πολύ τους επιστήμονες, οι οποίοι έχουν αναθεωρήσει πολλούς από τους ορισμούς και τις εκφράσεις που χαρακτήριζαν τις μετακινήσεις των πουλιών. Εκφράσεις όπως «φθινοπωρινή μετανάστευση» ή «ανοιξιάτικη αποδημία» θεωρούνται πια ανακριβής για διάφορους λόγους. Πολλά αποδημητικά αναχωρούν στη μέση του καλοκαιριού και πολλά άλλα όπως τα ορτύκια έρχονται σε εμάς πολύ πριν την αρχή της άνοιξης. Αυτό αναμφίβολα προκύπτει και από κυνηγετικές εμπειρίες. Όσοι έχουν δαπανήσει μέρες σε διάφορες περιοχές της Βόρειας Ελλάδας αναζητώντας τον καλύτερο τόπο για καρτέρι και περιμένοντας την έναρξη στις 20 Αυγούστου, γνωρίζουν πολύ καλά τι σημαίνει απογοήτευση αφού ουκ ολίγες φορές τα τρυγόνια αναχωρούν λίγες μέρες πριν και εξαφανίζονται ως δια μαγείας. Κάτι ανάλογο επίσης συμβαίνει όταν πηγαίνουμε στις πορτοκαλιές και στους μπαξέδες για μπεκάτσες μες το καταχείμωνο και αρχίζουμε να σηκώνουμε ορτύκια σε μέρη που λίγες εβδομάδες πριν αποδεδειγμένα δεν υπήρχε ούτε ένα. Τα παραδείγματα και από άλλα είδη είναι πολλά και έχουν κάνει τους επιστήμονες να υιοθετήσουν άλλους όρους που να περιγράφουν την αποδημία.
Τέτοιοι όροι είναι η προς το εξωτερικό αποδημία (outward migration) αντί της φθινοπωρινής μετανάστευσης για μετακινήσεις μακριά από τους τόπους αναπαραγωγής ή ο όρος αποδημία επιστροφής ( return migration ), αντί της ανοιξιάτικης, για τις κινήσεις επιστροφής στους τόπους αναπαραγωγής τους, οι οποίοι έχουν σκοπό να περιγράψουν καλύτερα αυτές τις σύνθετες κινήσεις των πουλιών. Επίσης έχουν υιοθετήσει τον όρο «goal areas» για τους τόπους του κυρίως προορισμού τους ή τους όρους τόποι στάθμευσης για τις περιοχές στη διαδρομή μεταξύ των παραπάνω κύριων περιοχών αναπαραγωγής και διαχείμασης. Σε κάθε περίπτωση τα πουλιά μπορούν να μετακινηθούν σε κάποιον από τους τόπους στάθμευσης για διάφορους λόγους και να παραμείνουν σε αυτούς για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Στην Ελλάδα που υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός τέτοιων τόπων για πάρα πολλά είδη, αυτό το φαινόμενο είναι αρκετά κοινό.
Πολλές φορές το χειμώνα, για παράδειγμα, βλέπουμε μεγάλους αριθμούς υδροβίων που διαχειμάζουν κυρίως στις ακτές τις βόρειας Αφρικής, να παραμένουν στους ελληνικούς υγρότοπους, στους οποίους βρίσκουν τροφή και ησυχία, για μεγάλο χρονικό διάστημα, ενώ αντίθετα εκεί που ενοχλούνται συχνά να τα ...μαζεύουν και να του δίνουν γρήγορα. Αυτή η περιοδική εποχική μετακίνηση από και προς μια περιοχή δεν είναι πάντοτε ο κανόνας για όλα τα είδη.
Υπάρχουν είδη όπως ο Αλιαετός για παράδειγμα, του οποίου τα νεαρά χρονιάρικα πουλιά ξεκινούν την μετανάστευση αλλά δεν την ολοκληρώνουν ποτέ όσο δεν είναι ώριμα ακόμα για αναπαραγωγή. Περνούν ένα καλοκαιράκι έτσι σε ανάπαυση σε κάποιο κατάλληλο μέρος και όταν γίνουν ώριμα για αναπαραγωγή αρχίζουν μια περιοδική κανονική αποδημητική συμπεριφορά.
Γενικά όμως, για να μη σταθούμε στις εξαιρέσεις, μπορούμε να πούμε ότι όλες οι από και προς αποδημίες προέρχονται από την διαδικασία προσαρμογής των πουλιών στις εποχιακά μεταβαλλόμενες συνθήκες του περιβάλλοντος, αν και είναι προφανές ότι υπάρχουν αρκετοί διαφορετικοί μηχανισμοί που μπορούν να προκαλέσουν την έναρξη αυτών των αποδημιών. Ένας πληθυσμός ενός είδους όπως ο κότσυφας για παράδειγμα ο οποίος θεωρούμε ότι είναι επιδημητικός σε μια περιοχή που έχει σταθερές συνθήκες περιβάλλοντος, μπορεί να αλλάξει συμπεριφορά και να σπρωχθεί να την εγκαταλείψει για να επιβιώσει όταν ο χειμώνας γίνει εξαιρετικά βαρύς ή όταν εκλείψει σχεδόν η τροφή του και γενικά όταν κάποιος σημαντικός παράγοντας επιβίωσης του χειροτερέψει σημαντικά. Πολλά πουλιά επίσης μπορεί να σπρωχθούν να αποδημήσουν εάν οι συνθήκες του περιβάλλοντος βελτιωθούν πολύ και οδηγήσουν σε μια υπέρμετρη αύξηση του αριθμού τους που τους προκαλεί στρες μεταξύ τους.
Κατά τη διάρκεια αυτών των μετακινήσεων εξαιρετικές περιοχές για την φωλεοποίηση των πουλιών αλλά ακατάλληλες για διαχείμαση μπορούν να αδειάσουν ή να καλυφθούν ελάχιστα, αφού τα πουλιά θα προσπεράσουν και θα φύγουν. Τέτοιες μετακινήσεις που μας γεμίζουν ερωτηματικά παρατηρούμε εμείς οι κυνηγοί σε διάφορα είδη αλλά κυρίως στα τρυγόνια και στα ορτύκια όταν η χρονιά είναι καλή και έχουν γεμίσει οι κάμποι πουλιά.
Μπορεί ο αυξημένος αριθμός τους να μας γεμίζει αισιοδοξία για μερικές καλές κυνηγετικές μέρες, τα πουλιά όμως τα στρεσάρει δυνατά με αποτέλεσμα αυτά να ωθούνται σε κινήσεις αποδημίας μακριά από τους καθόλα άριστους τόπους που γεννηθήκανε, οι οποίοι παρεμπιπτόντως είναι ακόμη γεμάτοι καρπούς, και εμείς να οδηγούμαστε στα πρόθυρα -νευρικής κρίσης. Παρόλο ότι πράγματι την αποδημία μπορεί να την ξεκινήσει ένας από τους παραπάνω λόγους όπως οι ακραίες καιρικές συνθήκες - οι οποίες παρατηρούνται όλο και συχνότερα τον τελευταίο καιρό- ή το στρες, είναι γεγονός ότι το θεμελιώδες κίνητρο που θα ωθήσει τα πουλιά σε μετανάστευση είναι η διαθεσιμότητα των τόπων που μπορούν να τους παρέχουν τροφή.
Η διαθεσιμότητα των παραπάνω τόπων αποτελεί έναν κρίσιμο παράγοντα και δεν έχει να κάνει μόνο με την ποιότητα και την ποσότητα της παρεχόμενης τροφής αλλά και την κατανομή της στο χώρο. Προσπαθώντας να αναλύσουμε λίγο παραπάνω αυτόν το παράγοντα σε σχέση με τις σύγχρονες μορφές καλλιέργειας που εφαρμόζονται σε όλες τις αναπτυγμένες χώρες και επεκτείνονται συνεχώς, αξίζει να θυμηθούμε τον κάμπο της Κωπαίδας μερικές δεκαετίες πριν, όταν χέρσα κομμάτια - μπάΐρια - εναλλάσσονταν με στάρια και τριφύλλια και κηπευτικά και όλο αυτό το πολύχρωμο χαλί το διασπούσαν φράχτες συνθέτοντας ένα τοπίο απαράμιλλης ομορφιάς και παράλληλα έναν τόπο που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως ένας άριστος τόπος τροφής για πολλά είδη, δεδομένης μάλιστα της περιορισμένης χρήσης των αγροχημικών και των φυτοφαρμάκων.
Ένα τέτοιο περιβάλλον μπορεί όχι μόνο να αποτελέσει έναν άριστο τόπο φωλεοποίησης για τρυγόνια κ.α. πουλιά αλλά και τα αποδημητικά που θα το επισκεφθούν πολύ δύσκολα θα το αφήσουν, όσο οι καλλιέργειες με τα υπολείμματα τους θα παρέχουν τροφή μέχρι αργά το φθινόπωρο και οι φράχτες και τα δένδρα θα παρέχουν τροφή το χειμώνα. Το έναυσμα επομένως της αποδημίας όσο είναι διαθέσιμοι οι τόποι τροφής δεν πρόκειται να δοθεί .
Σήμερα που κυριαρχεί η μονοκαλλιέργεια του βαμβακιού, η κατακαυση των σιτοκαλαμιων και των ελάχιστων φρακτών που δεν εκχερσώθηκαν - η εντατική χρήση αγροχημικών με τα δεκάδες πλαστικά μπουκάλια - υπολείμματα των φυτοφαρμάκων - να αναπαύονται στα κανάλια συνεχίζοντας τη θανατηφόρα τους δράση, η τροφή έχει σαφώς λιγοστέψει, ιδιαίτερα σε βάθος χρόνου και σε ποιότητα και έχει υποβαθμισθεί δραματικά. Τα μπαίρια λιγόστεψαν, οι φράχτες καταστράφηκαν και το νέο φθινόπωρο που θα έρθει θα βρει λίγα ισοπεδωμένα τριφύλλια, τεράστιες εκτάσεις με ραντισμένα και νεκρά βαμβάκια, λιγότερα καμένα στάρια και μερικές ίσως μαυρισμένες και οργωμένες καλαμποκιές. Χωρίς τόπους τροφής επομένως η αποδημία θα πρέπει να αρχίσει. Τα λιγοστά τρυγόνια που θα αποφασίσουν να μείνουν σε ένα τέτοιο τόπο θα ψάχνουν μέρες να βρουν ένα κατάλληλο δένδρο για τη φωλιά τους και οι φάσσες, οι τσίχλες και οι γερακότσιχλες θα περάσουν χωρίς να σταθούν και δίχως δεύτερη σκέψη θα φύγουν οριστικά.
Κι αν αυτό συνέβη τις τελευταίες δεκαετίες στους κάμπους της Ελλάδας, δυστυχώς σήμερα συμβαίνει στους απέραντους κάμπους της Πολωνίας, της Τσεχίας και της Ρωσίας και τόσων άλλων σε «ανάπτυξη» χωρών. Μια «ανάπτυξη» που επιμένει να γίνεται με ένα δυσβάσταχτο κόστος για την άγρια ζωή και που εμείς οι κυνηγοί το βιώνουμε πρώτοι από όλους αφού φαίνεται ότι είμαστε κι εμείς από τις «παράπλευρες απώλειες» ενός ακήρυχτου πολέμου μεταξύ του σύγχρονου ανθρώπου και της γης. Τα πρώτα σημάδια έχουν ήδη φανεί και τα πουλιά αλλάζουν τη συμπεριφορά χιλιετηρίδων προσπαθώντας να μας προειδοποιήσουν. Εμείς θα μείνουμε απαθείς;
Παναγιώτης Καμπούρογλου
Δασοπόνος