του Απόστολου Αντωνάκη
χρηματοδότηση των ελληνικών Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων (ΜΚΟ) που δραστηριοποιούνται στο χώρο του περιβάλλοντος ανέρχεται σε αρκετά εκατομμύρια ευρώ. Την ίδια στιγμή απαξιώνεται και αποσιωπείται η σημαντική περιβαλλοντική δράση των κυνηγών, που γίνεται μάλιστα και χωρίς επιδοτήσεις!
Σε μια εποχή όπου η παγκόσμια κοινωνία δοκιμάζεται από σημαντικές ανακατατάξεις και οικονομικούς τριγμούς, φαινόμενο ιδιαίτερα διογκωμένο στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, η ανησυχία για το περιβάλλον δείχνει πως επισκιάζει άλλες προτεραιότητες της πολιτικής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.
Η συγκεκριμένη ευαισθητοποίηση, αν και κρίνεται απόλυτα λογική κάτω από τον εμφανή κίνδυνο που απειλεί τα οικοσυστήματα του πλανήτη μας από τις διαπιστούμενες κλιματικές αλλαγές, η διοχέτευση τεράστιων χρηματικών κονδυλίων σε Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις προκαλεί σκέψεις και προβληματισμούς.
Διότι από τη μία πλευρά το επίσημο κράτος δηλώνει ξεκάθαρα την ανάγκη για διαρθρωτικές αλλαγές ώστε να γίνει περισσότερο αξιόπιστο, λειτουργικό, ευέλικτο και σφικτό στις δημοσιονομικές του δαπάνες κι από την άλλη πλευρά δείχνει πρόθυμο να ελέγχει και να συντηρεί με κάθε τρόπο μη κρατικούς οργανισμούς τους οποίους συγχρηματοδοτεί με ευρωπαϊκά κονδύλια.
Σε ό,τι αφορά την προστασία του περιβάλλοντος, η Πολιτεία δείχνει αμήχανη, ανέτοιμη ή και ανίσχυρη να εφαρμόσει μέσα από δικούς της μηχανισμούς προγράμματα για εξειδικευμένες μελέτες και δράσεις, αφήνοντας ένα μεγάλο μέρος για σχετικούς σχεδιασμούς σε διάφορες οργανώσεις.
Είναι αίσθησή μας λοιπόν ότι από το 1992 μέχρι σήμερα ο χορός των εκατοντάδων εκατομμυρίων έχει αποτελέσει ουσιαστικό κίνητρο για την εμφάνιση αμέτρητων οργανώσεων φιλοπεριβαλλοντικού προσανατολισμού, αρκετές από τις οποίες πέτυχαν να χρηματοδοτηθούν, ενώ πλήθος άλλων επιδιώκει με κάθε τρόπο την ένταξή του σε διάφορα ευρωπαϊκά προγράμματα, όπως το Life + & Interreg.
Κρατικά ιδρύματα και φορείς μαζί με ΜΚΟ
Σταδιακά στις Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (ΜΚΟ) εντάχθηκαν πανεπιστήμια (Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Πάντειο Πανεπιστήμιο), δήμοι και νομαρχίες, το ΕΘΙΑΓΕ και η ΠΑΣΕΓΕΣ. Το γεγονός αυτό προκαλεί κατάπληξη καθώς για να έχουν δικαίωμα για ευρύτερες κοινοτικές χρηματοδοτήσεις, αρκετά κρατικά ιδρύματα επεδίωξαν κι έγιναν μέλη μεγάλων ευρωπαϊκών ΜΚΟ.
Μετά την ένταξη της Ελλάδας στην Επιτροπή Αναπτυξιακής Βοήθειας (DAC) το 1999, παρατηρήθηκε μια «στροφή» των πολιτικών κομμάτων προς τις ΜΚΟ, γεγονός που ενεθάρρυνε ακόμη περισσότερο την αριθμητική αύξησή τους ώστε να διεκδικήσουν τη χρηματοδότηση από εθνικά και υπερεθνικά κονδύλια για μια σειρά από δράσεις που καλύπτουν ακόμη και πεδία της εξωτερικής πολιτικής της χώρας μας.
Ο ρόλος και η δράση, η οργάνωση, καθώς και η αριθμητική ανάπτυξη των ΜΚΟ αποτέλεσαν αντικείμενο ερευνητικού προγράμματος της Ευρωπαϊκής Ενωσης, το οποίο εκπονήθηκε σε πανελλαδική κλίμακα από το Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο με επιστημονική υπεύθυνη την καθηγήτρια κ. Λίλα Λεοντίδου και συντονιστές τους κ.κ. Αλέξανδρο Αφουξενίδη και Παντελή Σκλιά.
Σ’ ένα αποσπασματικό συμπέρασμά του ο κ. Αλέξανδρος Αφουξενίδης, αναφερόμενος στις σχέσεις κοινωνίας και ΜΚΟ, διατυπώνει:
«Ο ρόλος που μπορεί να παίξει μία διευρυμένη υποστήριξη από το κοινωνικό σύνολο τίθεται κάτω από το μικροσκόπιο: εκπρόσωποι αρκετών ΜΚΟ θεωρούν ότι πρέπει να υπάρξει μια συνολική μετάβαση από τα παραδοσιακά εθελοντικά σχήματα δραστηριότητας και μορφών οργάνωσης σε περισσότερο σύγχρονα επαγγελματικά-εταιρικά σχήματα. Η εσωτερική δομή του χώρου παρουσιάζει πολλαπλές συνθέσεις που αντιδιαστέλλονται με κοινότοπες, συχνά απατηλές, απόψεις και εκτιμήσεις σχετικά με το ρόλο που υποτίθεται ότι θα πρέπει να έχουν οι ΜΚΟ στην κοινωνική και οικονομική σφαίρα…».
Ο χορός των επιχορηγήσεων
Το 1992 η WWF (Ελλάς) ήταν από τις πρώτες ΜΚΟ που χρηματοδοτήθηκε από το Ελληνικό Δημόσιο για την προστασία της μεσογειακής φώκιας και της θαλάσσιας χελώνας με συνεισφορά της Ε.Ε. με το ποσό του 1.500.000 δραχμών, ενώ αργότερα την εποπτεία για την προστασία της χελώνας διεκδίκησε και έχει μέχρι σήμερα από το 1995 η ΜΚΟ ΑRCHELON που έλαβε 401.000 δραχμές το 1995, 431.771 δραχμές το 1998 και 665.082 το 2002.
Το Μουσείο Γουλανδρή έλαβε για την προετοιμασία του δικτύου NATURA 2000 (1995), προστασία οικότοπων (1998) και προστασία υδάτινων πόρων (2003) ποσά επιχορήγησης συνολικού ύψους 1.743.430 δραχμών.
Ωστόσο, ο ΑΡΚΤΟΥΡΟΣ μόνο για τα έτη 1996-1999 έλαβε τις υψηλότερες συγκριτικά με άλλες ΜΚΟ επιδοτήσεις. που ανέρχονται σε 4.025.034 δρχ.
Σημαντικές επιδοτήσεις μέχρι το 2002 έλαβαν επίσης η Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία, η Ελληνική Εταιρεία για τη μελέτη και προστασία της Φώκιας και το Ελληνικό Κέντρο Περίθαλψης Αγριων Ζώων και Πουλιών της Αίγινας.
Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι χρηματοδοτήσεις αρκετών ΜΚΟ δεν ήταν και ούτε είναι προσβάσιμες ώστε να υπάρξουν αναλυτικά στοιχεία αξιολόγησης για το υλοποιημένο έργο και τη δράση τους.
Από το 2002 με απόφαση (466/2002/Ε.Ε.) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 1ης Μαρτίου 2002 αποφασίστηκε η θέσπιση κοινοτικού προγράμματος αξιολόγησης της δράσης ΜΚΟ που αναπτύσσουν δραστηριότητα κυρίως στον τομέα προστασίας περιβάλλοντος.
Αρκετές Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις στη συνέχεια δήλωσαν την επιθυμία να ενταχθούν στο χρηματοδοτικό πρόγραμμα για το περιβάλλον LIFE + υπό τη βασική προϋπόθεση ότι θα είναι Μη Κερδοσκοπικές και θα έχουν δράση και μέλη σε τουλάχιστον 3 χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Κατά συνέπεια, η δικτύωση των ΜΚΟ μεταξύ τους ήταν πλέον μονόδρομος, ενώ το αποτέλεσμα ήταν, όπως δείχνουν τα στοιχεία (που για να τα βρει κανείς πρέπει να στραφεί στις ιστοσελίδες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ενώ οι αντίστοιχες ελληνικές πηγές είναι ελάχιστες), ιδιαίτερα επιτυχημένο τουλάχιστον στο ύψος της χρηματοδότησης.
Και οι κυνηγοί;
Οι κυνηγετικές οργανώσεις της πατρίδας μας, ως μη κερδοσκοπικά σωματεία, τα οποία εκπροσωπούν ένα πολυπληθέστατο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας (300.000 οικογένειες), έχουν να παρουσιάσουν σημαντικές επιστημονικές μελέτες, έργα προστασίας των βιοτόπων και άλλες αξιόλογες φιλοπεριβαλλοντικές δράσεις.
Για όλα αυτά, επί σειρά ετών χρησιμοποιήθηκαν για την υλοποίηση των παραπάνω, αποκλειστικά και μόνο χρήματα των Ελλήνων κυνηγών.
Σε αυτόν τον τομέα, δηλαδή των έργων και των επιστημονικών μελετών που αποσκοπούν στην προστασία της φύσης, των οικοτόπων και της άγριας ζωής, εκτιμούμε ότι εδικαιούντο την αρωγή της Πολιτείας και της Ευρωπαϊκής Ενωσης με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που την εισπράττουν οι πολυπληθείς ΜΚΟ.
Ομως, εδώ υπάρχει το εξής οξύμωρο συμπέρασμα: Οι φιλοζωικές ΜΚΟ αμφισβητούν το έργο των κυνηγετικών οργανώσεων και την αξιοπιστία του.
Αγνωστο για ποιους λόγους, όπως άγνωστοι παραμένουν και οι «μηχανισμοί» με τους οποίους υποτίθεται ότι ελέγχθηκε η συλλογική φιλοπεριβαλλοντική δράση των κυνηγών.
Απ’ την άλλη πλευρά, αγνοούμε τους μηχανισμούς οι οποίοι ελέγχουν την αξιοπιστία και την αποτελεσματικότητα των πολλών φιλοζωικών και φιλοπεριβαλλοντικών οργανώσεων οι οποίες είτε έχουν επιδοτηθεί είτε επιδοτούνται συχνά είτε βρίσκονται σε αναμονή για να επιδοτηθούν και εδώ τίθεται το ερώτημα:
Ολο αυτό το σύστημα λειτουργεί απαξιώνοντας τις κυνηγετικές οργανώσεις για την αξιοπιστία τους ή κάτι άλλο που διαφεύγει τη δική μας προσοχή και ενημέρωση τελικά συμβαίνει;
Αναδημοσίευση από Ελέυθερος Τύπος Ενθετο Κυνήγι