Tι είναι τελικά, ή αν θέλετε, στην ουσία του το κυνήγι, είναι κάτι πού αναπόφευκτα έχει απασχολήσει τόν κάθε κυνηγό.
Τό ερώτημα τίθεται είτε μέσα σ' ένα θετικό περίβλημα, όταν π.χ. συνειδητοποιεί κανείς τήν ψυχική του ανάταση σ' ένα πρωινό κυνήγι στό δάσος, είτε κάτω από αρνητική πίεση, όταν ας πούμε αναγκάζεται κανείς ν' αμυνθεί στις ποικιλόμορφες επιθέσεις πού τόσο τής μόδας είναι, γιά νά εξήγηση τί είναι αυτό πού τόν διαφοροποιεί από τους εχθρούς κι αδιάφορους αυτής τής τόσο σημαντικής γιά μάς τους κυνηγούς πλευράς τής ζωής μας.
Μιά προσωπική προσέγγιση είναι κι αυτό τό πόνημα, πού ελπίζουμε νά ενδιαφέρει καθέναν πού δεν έμεινε ποτέ ικανοποιημένος μέ τήν ανεδαφική κι απλοϊκή αντιμετώπιση τού κυνηγίου σάν ένα ακόμα άθλημα, ισάξιο άς πούμε μέ τό καθημερινό τροχάδην.
Φυσικά, κατά πρώτον θά εκμεταλλευθούμε τό προνόμιο τού νά είμαστε Ελληνες, κάτι πού μάς επιτρέπει ν' αντλήσουμε ουσιαστικές πληροφορίες γιά τήν ουσία πού εκφράζουν οι λέξεις μας.
Μέ μιά πρώτη ματιά, αντιλαμβανόμαστε ότι τό κυνήγι είναι συνώνυμο σχεδόν ισοδύναμο μέ τίς λέξεις Θήρα καί Αγρα.
Τό τί δηλώνεται σάν πράξη από τά συναφή ρήματα κυνηγώ, θηρεύω, αγρεύω είναι εξ ίσου πασιφανές. Αγω τους κύνας στην πρώτη περίπτωση, αντιμετωπίζω τά θηρία στην δεύτερη καί συλλέγω συλλαμβάνω κάτι τό ελεύθερα υπάρχον στην φύση στην τρίτη.
Είναι ευνόητο ότι η ετυμολογική θεώρηση τών παραπάνω συνωνύμων μάς οδηγεί στό νά τά θεωρήσουμε ιστορικά αντεστραμμένα, δηλαδή ότι ή έννοια τού αγρεύω προϋπήρξε ή καί συνυπήρξε τού θηρεύω κι επακολούθησε η έννοια τού κυνηγώ μέ τήν βοήθεια τών σκύλων.
Τά ρήματα αυτά ήδη από τής αρχαίας ιστορικής εποχής χρησιμοποιούνται αδιακρίτως γιά νά υποδηλώσουν τήν αυτή δραστηριότητα τού σημερινού κυνηγίου. Από τους αυτούς χρόνους, τίς απαρχές δηλαδή τής Ιστορίας, τό κυνήγι αποσυνδέεται από τήν Ανάγκη.
Ο άνθρωπος δεν κυνηγά αμυνόμενος, αλλ' επιζητά τά θηρία συνήθως σε ξένους προς τήν διαβίωση του τόπους. Καί κυρίως ο άνθρωπος δεν κυνηγά γιά νά τραφεί, μιά κι η διατροφή του αντλείται από πηγές μή επικίνδυνες καί πλέον προσοδοφόρες.
Η λέξη κυνήγι επικρατεί καί φτάνει σ' εμάς μέχρι σήμερα λόγω τής περιορισμένης έννοιας πού φέρει, μιά καί π.χ. η λέξη θηρεύω δύναται νά χρησιμοποιηθεί καί γιά τήν θαλάσσια θήρευση, δραστηριότητα συναφέστατη μέτό καθεαυτό κυνήγι γιά τους αρχαίους μας προγόνους, κάτι πού συχνά αγνοείται από τήν σύγχρονη σκέψη μας.
Τό πόσο σέβονται κι εκτιμούν τό θεϊκό αυτό δώρο τού Απόλλωνα καί τής Αρτεμης είναι πιστεύουμε φανερά έκδηλο γιά όποιον πλησίασε ποτέ τήν σκέψη τών αρχαίων Ελλήνων.
Τό γιατί, κάλλιον πάντων μάς τό αναλύει ο Ξενοφών στον Κυνηγετικό του, έργο από τά μάλλον παραγνωρισμένα.
Πέραν όλων τών σωματικών ικανοτήτων πού αναπτύσσει ο κυνηγός, όπως αντοχή, οξύτητα όρασης κι αντίληψης, ικανότητες όμως πού αναπτύσσονται καί στά ελληνικά Γυμνάσια, εξόχως αναγνωρίζεται η συνεισφορά τού κυνηγίου στην διαμόρφωση τού χαρακτήρα ενός ελεύθερου πολίτη, όπως η λιτότητα, η εξοικίωση μέ τήν φύση, η σωστή εκτίμηση τού αντιπάλου, η προσωπική του αυτοπειθαρχία, η συνακόλουθη καρτερία κι η διηνεκής του ετοιμότητα νά αντιμετωπίσει τό οιονδήποτε συμβάν από τό συνήθως εχθρικό του περιβάλλον.
Περιττό μάλλον θά ήταν νά σημειώσουμε και τό εύλογο ενδιαφέρον πού επιδεικνύει ο Ξενοφών γιά τήν αυτονόητη προετοιμασία πού επιφέρει η κυνηγετική άσκηση γιά κάθε πολεμικό καθήκον πού ήθελε προκύψει γιά τόν πολίτη προς υπεράσπιση τής πατρίδας καί τής ελευθερίας του.